Περίληψη
Η διατριβή πραγματεύεται τη συμπεριφορά της «έμμονης παρενοχλητικής παρακολούθησης» (“stalking”), παραδοσιακής και επιγραμμικής, η οποία, καίτοι επείσακτη ως προβληματική για την ελληνική θεωρία και terra incognita μέχρι προσφάτως –ως ad hoc αδίκημα– για την εγχώρια νομοθεσία, δεν είναι ως οντολογικό ζήτημα νεοφανές ούτε ανοίκειο στην ελληνική πραγματικότητα. Από συστηματική άποψη, η ύλη της διατριβής, διαρθρώνεται σε επτά μέρη, τα οποία δομούνται σε δεκατέσσερα κεφάλαια, με περαιτέρω υποενότητες και διάκριση του θεωρητικού, νομοθετικού και νομολογιακού μέρους από το καθαρά ερευνητικό σε εγχώριο επίπεδο. Η διάρθρωση του corpus της διατριβής, υπό ένα γενικότερο πρίσμα, κινείται κατ’ αρχάς, γύρω από πέντε βασικούς πυλώνες: i. γλωσσολογική προσέγγιση, θεωρητική σύλληψη, οντολογική διάσταση, ιστορική αναδρομή (Μέρη Α΄, Γ΄ και Δ΄)· ii. ποινικοδογματική θεμελίωση (Μέρος Β΄)· iii. πρακτική προσέγγιση μέσω νομοθετικής και νομολογιακής αντιμετώπισης, ήτοι εντοπισμός και καταγραφή αφενός των σχε ...
Η διατριβή πραγματεύεται τη συμπεριφορά της «έμμονης παρενοχλητικής παρακολούθησης» (“stalking”), παραδοσιακής και επιγραμμικής, η οποία, καίτοι επείσακτη ως προβληματική για την ελληνική θεωρία και terra incognita μέχρι προσφάτως –ως ad hoc αδίκημα– για την εγχώρια νομοθεσία, δεν είναι ως οντολογικό ζήτημα νεοφανές ούτε ανοίκειο στην ελληνική πραγματικότητα. Από συστηματική άποψη, η ύλη της διατριβής, διαρθρώνεται σε επτά μέρη, τα οποία δομούνται σε δεκατέσσερα κεφάλαια, με περαιτέρω υποενότητες και διάκριση του θεωρητικού, νομοθετικού και νομολογιακού μέρους από το καθαρά ερευνητικό σε εγχώριο επίπεδο. Η διάρθρωση του corpus της διατριβής, υπό ένα γενικότερο πρίσμα, κινείται κατ’ αρχάς, γύρω από πέντε βασικούς πυλώνες: i. γλωσσολογική προσέγγιση, θεωρητική σύλληψη, οντολογική διάσταση, ιστορική αναδρομή (Μέρη Α΄, Γ΄ και Δ΄)· ii. ποινικοδογματική θεμελίωση (Μέρος Β΄)· iii. πρακτική προσέγγιση μέσω νομοθετικής και νομολογιακής αντιμετώπισης, ήτοι εντοπισμός και καταγραφή αφενός των σχετικών ευρωπαϊκών επιταγών και αφετέρου του ad hoc κανονιστικού πλαισίου σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο ή –ελλείψει αυτού έως σήμερα– των συναφών νομοθετικών ρυθμίσεων σε εγχώριο επίπεδο, καθώς και των πορισμάτων της οικείας νομολογίας επί αλλοδαπών εννόμων τάξεων (Μέρη Ε΄ και ΣΤ΄)· iv. αξιολόγηση του σχετικού ημεδαπού νομοθετικού πλαισίου και προσωπική θέση της γράφουσας (Μέρος ΣΤ΄)· v. εγχώρια, πρωτογενή εμπειρικά δεδομένα (Μέρος Ζ΄). Ειδικότερα, υπό το πρίσμα αυτό, η ανάπτυξη της θεματικής συντελείται κατ’ αρχάς μέσω ενός επταεπίπεδου μερισμού της ύλης σε ευρύτερα μέρη-ερμηνευτικές ενότητες, ενώ, περαιτέρω, η μελέτη δομείται μέσω μιας πληθώρας γενικότερων και ειδικότερων υποενοτήτων. Συγκεκριμένα, επιγραμματικώς, αναφέρεται ότι στις Εισαγωγικές Παρατηρήσεις περιλαμβάνεται ειδικότερα το πλαίσιο αναφοράς, το περίγραμμα και οι βασικές συνιστώσες της προβληματικής, στο πλαίσιο της προσπάθειας ανάδειξης του φαινομένου currente calamo και παρουσίασης της στοχοθεσίας της διατριβής, ούτως ώστε να εισαχθεί ο αναγνώστης στη θεματική. Στο Πρώτο Μέρος διερευνάται εκτενώς η γλωσσολογική και εννοιολογική διάσταση του stalking. Στο Δεύτερο Μέρος επιχειρείται η ανίχνευση της νομικής φύσης του τελευταίου και η δομική του θεμελίωση, υπό την έποψη της διαρθρωτικής νομικοτεχνικής του δομής, ως δυνητικά ποινικά ενδιαφέρουσας συμπεριφοράς. Το Τρίτο Μέρος πραγματεύεται την οντολογική διάσταση του stalking, ήτοι τον εγκληματολογικό φαινότυπο της συμπεριφοράς, εξ επόψεως παρουσίασης της πραγματολογίας του φαινομένου, ήτοι με παράθεση τόσο ποιοτικών όσο και ποσοτικών κριτηρίων, με επιδημιολογικά και ερευνητικά δεδομένα, συλλεγέντα σε διεθνές επίπεδο. Το Τέταρτο Μέρος αφιερώνεται στη θεωρητική προσέγγιση και δη την αιτιοκρατική θεμελίωση της συμπεριφοράς. Στο Πέμπτο Μέρος παρουσιάζονται οι όψεις των τάσεων αντεγκληματικής πολιτικής κατά του stalking σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο. Συγκεκριμένα, εν πρώτοις, παρατίθεται η de lege lata σε διεθνές επίπεδο νομοθετική διάσταση του stalking, σε εκείνες, βεβαίως, τις αλλοδαπές έννομες τάξεις στις οποίες η συμπεριφορά έχει, ήδη, ως ad hoc αδίκημα περιέλθει υπό την προστασία του νόμου, ενώ λαμβάνει χώρα ταυτόχρονη δικαιοσυγκριτική θεώρηση της μεταξύ τους ποινικής προστασίας. Επιπλέον, πραγματοποιείται επισκόπηση της σχετικής νομολογιακής αντιμετώπισης του stalking υπό το φως των ιδιαιτεροτήτων εκάστης εννόμου τάξεως. Προσέτι, μελετάται η προστασία των προσβαλλομένων, υπό της εν λόγω δράσης, δικαιωμάτων σε ευρωπαϊκό συμβατικό επίπεδο, δηλαδή στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών επιταγών, υπό το φως των πηγών των θεμελιωδών δικαιωμάτων της ΕΕ, ήτοι της ΕΣΔΑ, αλλά και σχετικών Συμβάσεων, όπως είναι η καίριας σημασίας για τη θεματική, Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, αλλά και νομοθετικών κειμένων μη δεσμευτικής ισχύος (soft law), όπως συναφών Συστάσεων. Στο Έκτο Μέρος συντελείται αφενός μεν εκτενής παράθεση του υφιστάμενου ελληνικού νομοθετικού πλαισίου –τόσο σε αστικό όσο και σε ποινικό επίπεδο, αλλά και στο πλαίσιο προδρασιακής διαχείρισης– προς προστασία των θυμάτων της εν λόγω συμπεριφοράς, με ταυτόχρονη διερεύνηση του συνταγματικού ερείσματος των σχετικών διατάξεων. Αφετέρου δε, ευρύ τμήμα του εν λόγω Μέρους αφιερώνεται στη δεοντική διάσταση του stalking (de lege ferenda), ενώ, επιπλέον, εμπεριέχεται η αμιγώς προσωπική θέση της γράφουσας, πραγματοποιείται κριτική επισκόπηση της κείμενης εγχώριας νομοθεσίας και αξιολόγηση της επάρκειάς της τόσο σε πρακτικό όσο και σε δογματικό – απαξιολογικό επίπεδο. Προσέτι, σε συνέχεια των κριτικών παρατηρήσεων επί του ελληνικού θεσμικού πλαισίου, παρατίθενται οι de lege ferenda προτάσεις της γράφουσας, αναφερόμενες στο δέον γενέσθαι σε εγχώριο νομοθετικό πλαίσιο και σε επίπεδο αντεγκληματικής πολιτικής, με ταυτόχρονη πρόταση ενός νέου κυρωτικού κανόνος με συγκεκριμένη νομοτεχνική διάρθρωση. Επίσης, λαμβάνει χώρα κριτική αξιολόγηση του προωθούμενου Σχεδίου Νόμου το οποίο προβλέπει την ποινικοποίηση του stalking στο πλαίσιο κύρωσης της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης διά της τροποποίησης του ά. 333 ΠΚ. Το Έβδομο Μέρος φιλοξενεί την πρώτη εν Ελλάδι επιχώρια εμπειρική διερεύνηση του stalking, και δη τη διεξαχθείσα, υπό της γράφουσας –με το ερευνητικό εργαλείο του ημιδομημένου αυτοδιαχειριζόμενου ερωτηματολογίου– διεπίπεδη πρωτογενή, μικτή (ποσοτική και ποιοτική) έρευνα, με «ομάδες εστίασης» (“focus groups”) αφενός την Αστυνομία (583 συμμετέχοντες), ως «υποσύστημα» του Συστήματος Ποινικής Δικαιοσύνης (ΣΠΔ) και αφετέρου νέους φοιτητές, ηλικίας 18-30 ετών (360 συμμετέχοντες). Πρόκειται, αντιστοίχως, περί ερευνών εμπειρίας-στάσεων και θυματοποίησης-αυτοομολογούμενης αποκλίνουσας δραστηριότητας. Λαμβάνει δε, χώρα σχηματική αναπαράσταση των συναγομένων πορισμάτων (103 γραφήματα). Η διατριβή ολοκληρώνεται με την επιλογική σημείωση και την αποδόμηση των συνοδευόντων τη συμπεριφορά του stalking, «μύθων».
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The subject of the present thesis is the obsessive behaviour of stalking, both in its traditional as well as its virtual expression. Interestingly, it has been introduced to Greek theory as a problematic issue of foreign origin and until recently it was something of a terra incognita for domestic legislation, as an ad hoc crime. From an ontological point of view, however, it is an issue that is neither new nor unheard of, in everyday life. From a systematic point of view, the subject-matter of the present thesis is structured in seven parts, laid out in fourteen chapters, featuring further subsections and distinguishing the theoretical, legislative and case-law part from the section that is dedicated to research on a domestic level. The structure of the corpus of the thesis generally and primarily revolves around five main pillars: i. Linguistic approach, theoretical perception, ontological aspect, historical background (Parts Α΄, C΄ and D΄)· ii. Criminal-dogmatic substantiation (Part ...
The subject of the present thesis is the obsessive behaviour of stalking, both in its traditional as well as its virtual expression. Interestingly, it has been introduced to Greek theory as a problematic issue of foreign origin and until recently it was something of a terra incognita for domestic legislation, as an ad hoc crime. From an ontological point of view, however, it is an issue that is neither new nor unheard of, in everyday life. From a systematic point of view, the subject-matter of the present thesis is structured in seven parts, laid out in fourteen chapters, featuring further subsections and distinguishing the theoretical, legislative and case-law part from the section that is dedicated to research on a domestic level. The structure of the corpus of the thesis generally and primarily revolves around five main pillars: i. Linguistic approach, theoretical perception, ontological aspect, historical background (Parts Α΄, C΄ and D΄)· ii. Criminal-dogmatic substantiation (Part Β΄)· iii. Practical approach from a legislative and case-law point of view, namely identification and registration on the one hand of the relevant European imperatives and on the other hand of the ad hoc regulatory framework on an international and European level or –in the absence of such a provision until present– the relevant legislative regulations on a domestic level, as well as the findings of the associated case-law in foreign legal orders (Parts Ε΄ and F΄)· iv. Evaluation of the relevant domestic legislative framework and personal opinion of the author (Part F΄)· v. Domestic, primary empirical data (Part G΄). To be more specific, the present thesis initially develops across a seven-level division of the subject matter, further divided in individual parts-interpretative sections, while the study itself is structured through various general and specialized sub-sections. The Introductory Comments lay out the reference framework, the outline and the main aspects of the issue, in an effort to reveal the matter currente calamo and present the goals of the thesis, in order to introduce the reader to the subject. In Part One, the linguistic and conceptual aspect of stalking is thoroughly investigated. Part Two attempts to probe into the legal nature and substantiation of stalking, from the standpoint of its legal-technical structure, as a behaviour of potentially criminal interest. Part Three deals with the ontological dimension of stalking, namely the criminological phenotype of such behaviour, by presenting the phenomenon’s pragmatics, namely its qualitative and quantitative criteria, together with epidemiological and research data, gathered on an international level. Part Four is dedicated to the theoretical approach and particularly the deterministic basis of stalking. Part Five presents the approaches of criminal policy against stalking, at international and European level. In particular, the legislative dimension of stalking de lege lata is presented on an international level, in respect of such foreign legal orders –where such behaviour is already protected by the law, as an ad hoc crime– along with a comparative approach of the criminal protection they provide. Furthermore, an overview of stalking case law is made, in the light of the particularities of each legal order. In addition, the protection of the rights infringed by such an action is studied, on a European conventional level, namely within the scope of European imperatives, in the light of the sources of the EU fundamental rights, namely the ECHR and other related Conventions, such as the Istanbul Convention, which plays a key role in the issue at hand, as well as non-binding legislative texts (soft law), such as certain relevant Recommendations. Part Six makes an extensive presentation of the current Greek legislative framework –in terms of civil and criminal law, as well as on a pre-emptive level– aiming at protecting the victims of such behaviour, by also investigating the constitutional basis of the relevant provisions. This Part is also dedicated to the deontic aspect of stalking (de lege ferenda), while the author also states her personal opinion, making a critical review of the relevant domestic legislation and an assessment of its sufficiency, both on a practical level as well as a dogmatic - criminal demerit level. Furthermore, the author makes critical observations on the Greek institutional framework as well as de lege ferenda proposals, related to the domestic legislative framework and criminal policy. She also proposes a new penalty rule, with a specific legal-technical structure. A critical assessment is also made on the proposed Draft Law for the establishment of stalking as a criminal offence, in the context of the ratification of the Istanbul Convention, through the amendment of article 333 of the Greek Penal Code. Part Seven features an empirical domestic research on stalking, the first ever performed in Greece, which was conducted by the author, by the use of a semi-structured, self-administered questionnaire, as a research tool. The survey consists in a two-level, primary, mixed method research (both qualitative and quantitative). The focus groups came from the Police (583 participants), as a “subsystem” of the Criminal Justice System (CJS), as well as young students, aged 18-30 years (360 participants). Such research consists in studies on experience-attitudes and victimisation as well as self-reported deviant behaviour, respectively. The relevant findings are thereafter presented in the form of a schematic illustration (103 graphs). The thesis is completed by the epilogue note, where many “myths” associated with stalking are dispelled.
περισσότερα