Περίληψη
Αντικείμενο της διατριβής αποτελεί η δογματική διερεύνηση του θεσμού της παραγραφής των εγκλημάτων στο ελληνικό ποινικό δίκαιο, όπως διαρθρώνεται κατά κανόνα στα άρθρα 111 – 113 ΠΚ, και συμπληρώνεται με επιμέρους ειδικότερες διατάξεις που βρίσκονται στο Ειδικό Μέρος του Ποινικού Κώδικα ή σε ειδικούς ποινικούς νόμους και εισάγουν εξαιρέσεις. Το εγχείρημα αυτό επιχειρείται με βάση τρεις άξονες που απώτερο στόχο έχουν την εξαγωγή ωφέλιμων συμπερασμάτων και την ανάδειξη εργαλείων ερμηνείας των παραπάνω διατάξεων: ο πρώτος αφορά τη μελέτη της αντιμετώπισης της παραγραφής των εγκλημάτων στο διεθνές, ευρωπαϊκό και ενωσιακό δίκαιο. Έτσι, στο πρώτο μέρος επιχειρείται η συστηματική ανάπτυξη των σχετικών με την παραγραφή διατάξεων και της σημαντικότερης σχετικής νομολογίας, με βασικό προσανατολισμό την ανάδειξη των ζητημάτων που αφορούν τη νομική της φύση, τη λειτουργία της και τη σχέση της με τις θεμελιώδεις αρχές και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Από την παραπάνω έρευνα αναδεικνύεται αφενός η χρησι ...
Αντικείμενο της διατριβής αποτελεί η δογματική διερεύνηση του θεσμού της παραγραφής των εγκλημάτων στο ελληνικό ποινικό δίκαιο, όπως διαρθρώνεται κατά κανόνα στα άρθρα 111 – 113 ΠΚ, και συμπληρώνεται με επιμέρους ειδικότερες διατάξεις που βρίσκονται στο Ειδικό Μέρος του Ποινικού Κώδικα ή σε ειδικούς ποινικούς νόμους και εισάγουν εξαιρέσεις. Το εγχείρημα αυτό επιχειρείται με βάση τρεις άξονες που απώτερο στόχο έχουν την εξαγωγή ωφέλιμων συμπερασμάτων και την ανάδειξη εργαλείων ερμηνείας των παραπάνω διατάξεων: ο πρώτος αφορά τη μελέτη της αντιμετώπισης της παραγραφής των εγκλημάτων στο διεθνές, ευρωπαϊκό και ενωσιακό δίκαιο. Έτσι, στο πρώτο μέρος επιχειρείται η συστηματική ανάπτυξη των σχετικών με την παραγραφή διατάξεων και της σημαντικότερης σχετικής νομολογίας, με βασικό προσανατολισμό την ανάδειξη των ζητημάτων που αφορούν τη νομική της φύση, τη λειτουργία της και τη σχέση της με τις θεμελιώδεις αρχές και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Από την παραπάνω έρευνα αναδεικνύεται αφενός η χρησιμότητα του θεσμού που οδήγησε στην αναγνώρισή του, πέρα από τις εθνικές έννομες τάξεις, και στο πλαίσιο του ΟΗΕ, του Συμβουλίου της Ευρώπης αλλά και της ΕΕ. Αφετέρου, ακριβώς επειδή η παραγραφή συντείνει στον περιορισμό της έκτασης της ποινικής εξουσίας ενός κράτους βρέθηκε στην αντίθετη φορά σε σχέση με τις σύγχρονες τάσεις διεύρυνσης (ποιοτικής και ποσοτικής) της ποινικής καταστολής. Ο δεύτερος άξονας αφορά τη διερεύνηση της αναγκαιότητας ύπαρξης του θεσμού και τη δογματική τοποθέτησή του στο πεδίο του ποινικού δικαίου. Έτσι, στο δεύτερο μέρος η διατριβή πραγματεύεται αρχικά τη δικαιολογητική του βάση και έπειτα τη σχέση του με το ουσιαστικό και δικονομικό ποινικό δίκαιο, προκειμένου να καταλήξει στον προσδιορισμό της νομικής φύσης της παραγραφής των εγκλημάτων ως λόγου εξάλειψης του αξιοποίνου, και συνακόλουθα στην ανάδειξη των ουσιαστικών συνεπειών της κατάταξης αυτής. Τέλος, ο τρίτος άξονας είναι αφιερωμένος στη μελέτη των σχετικών με την παραγραφή διατάξεων, υπό την οπτική της σχέσης κανόνα – εξαίρεσης. Έτσι, στο τρίτο μέρος, στο οποίο είναι αφιερωμένο και το μεγαλύτερο μέρος της διατριβής, λαμβάνει χώρα η ερμηνευτική προσέγγιση των άρθρων 111- 113 ΠΚ και η – με βάση αυτά – συστηματοποίηση και ερμηνεία των διατάξεων που συνιστούν εξαιρέσεις. Ο N. 4619/2019, που εισήγαγε τον νέο Ποινικό Κώδικα επισφράγισε την αναγκαιότητα ύπαρξης του θεσμού της παραγραφής των εγκλημάτων, επαναλαμβάνοντας σχεδόν, όσον αφορά τις κεντρικές προβλέψεις των άρθρων 111-113 ΠΚ, τις διατάξεις του ΠΚ του 1950. Έτσι, όμως, εξακολουθούν να είναι και σήμερα το ίδιο επίκαιρα αρκετά δογματικά ζητήματα που απασχόλησαν θεωρία και νομολογία υπό το προϊσχύσαν καθεστώς. Παράλληλα, εκσυγχρόνισε -με φιλελεύθερη κατεύθυνση- τη φυσιογνωμία του θεσμού, καταργώντας αρκετές εξαιρέσεις, που βρίσκονταν στο Ειδικό Μέρος. Ωστόσο, ο νέος ΠΚ δεν αποτελεί καταλυτικό παράγοντα ανάσχεσης των τάσεων απορρύθμισης του θεσμού, οι οποίες αναπτύσσονται με τη μορφή εμβαλωματικών ρυθμίσεων, που θεσπίζονται κατά βάση σε ειδικούς ποινικούς νόμους. Επομένως, το έργο αυτό, στο οποίο φιλοδοξεί να συνεισφέρει η παρούσα μελέτη, εναπόκειται σε όποιον ερμηνεύει και εφαρμόζει το δίκαιο.Ως αποτέλεσμα της παραπάνω διεργασίας, διατυπώνονται προτάσεις τόσο για τη de lege lata προσέγγιση των δογματικών ζητημάτων όσο και για μία de lege ferenda νομοθετική αντιμετώπιση τους.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The subject of the dissertation is the doctrinal investigation of the institution of the statute of limitations on crimes in Greek criminal law, as structured in Articles 111-113 PC, and as it is supplemented by specific provisions in the Special Section of the Greek criminal code or in special criminal laws that introduce exceptions. The project is based on three axes that aim to draw useful conclusions and highlight tools of interpretation of the aforementioned provisions: the first axis relates to the study of the handling of the statute of limitation in International, European and EU law. Therefore, the first part attempts a systematic elaboration of the relevant provisions and of the significant case-law, with the main focus on highlighting issues relating to its legal nature, its functioning, and its relationship with the fundamental principles and human rights. This investigation brings up the usefulness of the institution that led to its recognition not only in the legal orders ...
The subject of the dissertation is the doctrinal investigation of the institution of the statute of limitations on crimes in Greek criminal law, as structured in Articles 111-113 PC, and as it is supplemented by specific provisions in the Special Section of the Greek criminal code or in special criminal laws that introduce exceptions. The project is based on three axes that aim to draw useful conclusions and highlight tools of interpretation of the aforementioned provisions: the first axis relates to the study of the handling of the statute of limitation in International, European and EU law. Therefore, the first part attempts a systematic elaboration of the relevant provisions and of the significant case-law, with the main focus on highlighting issues relating to its legal nature, its functioning, and its relationship with the fundamental principles and human rights. This investigation brings up the usefulness of the institution that led to its recognition not only in the legal orders but also in the context of the UN, the Council of Europe, and the EU. Furthermore, since the statute of limitations contributes to limiting the scope of criminal power of a State, it was found in the opposite direction to the contemporary trends of expanding (qualitative and quantitative) criminal repression.The second pillar concerns the investigation of the necessity of the existence of the institution and its doctrinal place within the field of criminal law. Thus, in the second part the dissertation firstly deals with the “ratio legis” of the institution and then with its relationship with substantive and procedural criminal law, and consequently the main consequences of this classification are highlighted. Finally, the third axis is dedicated to the study of the provisions related to the statute of limitations, from the perspective of rule-exception scheme. Therefore, in the third part, which occupies the greater part of the dissertation, takes place the interpretative approach of the Articles 111-113 PC and, based on these articles, the classification and interpretation of the provisions that introduce exceptions. The law 4619/2019, that introduced the new Criminal Code, sealed the necessity of existence of the statute of limitations, by almost repeating, as far as the main provisions of the articles 111-113 PC concern, the provisions of the PC of 1950. Thus, several doctrinal issues that were of concern to theory and jurisprudence under the previous regime are still topical today. At the same time, the new PC modernized -in a liberal direction- the character of the institution, abolishing several exceptions provided for in the Special Section of the PC. However, the new PC is not a catalyst for the retraction of the tendencies to deregulate the institution, which are developing in the form of interpolated regulations, which are basically laid down in special criminal laws. Therefore, this task, to which the present study aims to contribute, is a responsibility of anyone who interprets and applies the law.As a result of the process described above, proposals are made for both a de lege lata and a de lege ferenda approach to the doctrinal issues.
περισσότερα