Περίληψη
Η υπό κρίση διατριβή αποτελείται από δύο τόμους, εκ των οποίων ο πρώτος περιλαμβάνει το κείμενο (σελ. 1-520), τις αρχειακές πηγές και τη βιβλιογραφία (σελ. 521-581) και ο δεύτερος αυτό καθεαυτό το αρχειακό υλικό και δύο συνεντεύξεις. Αυτό το αρχειακό υλικό - έγγραφα και αλληλογραφία- δημοσιεύεται για πρώτη φορά.Η διατριβή διαιρείται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει την Εισαγωγή και τα κεφάλαια 1 και 2 ενώ το δεύτερο τα κεφάλαια 3, 4 και 5 καθώς και τα Συμπεράσματα.Στην Εισαγωγή τίθεται το ερευνητικό ερώτημα και καταγράφεται η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε στη συγκρότηση της παρούσας μελέτης. Οριοθετείται το ιστορικό και πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο της κρίσιμης εικοσαετίας 1947-1967, εντός του οποίου έδρασαν οι δύο Αγγλοσαξονικές αρχαιολογικές Σχολές στην Ελλάδα, η Αμερικανική και η Βρετανική. Επίσης, αιτιολογείται η επιλογή να εξετασθούν μόνο αυτές οι δύο Σχολές και μάλιστα συγκεκριμένα ως προς την συμβολή τους στη διαμόρφωση της αρχαιολογικής σκέψης και πράξης στην Προϊστορική Αρ ...
Η υπό κρίση διατριβή αποτελείται από δύο τόμους, εκ των οποίων ο πρώτος περιλαμβάνει το κείμενο (σελ. 1-520), τις αρχειακές πηγές και τη βιβλιογραφία (σελ. 521-581) και ο δεύτερος αυτό καθεαυτό το αρχειακό υλικό και δύο συνεντεύξεις. Αυτό το αρχειακό υλικό - έγγραφα και αλληλογραφία- δημοσιεύεται για πρώτη φορά.Η διατριβή διαιρείται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει την Εισαγωγή και τα κεφάλαια 1 και 2 ενώ το δεύτερο τα κεφάλαια 3, 4 και 5 καθώς και τα Συμπεράσματα.Στην Εισαγωγή τίθεται το ερευνητικό ερώτημα και καταγράφεται η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε στη συγκρότηση της παρούσας μελέτης. Οριοθετείται το ιστορικό και πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο της κρίσιμης εικοσαετίας 1947-1967, εντός του οποίου έδρασαν οι δύο Αγγλοσαξονικές αρχαιολογικές Σχολές στην Ελλάδα, η Αμερικανική και η Βρετανική. Επίσης, αιτιολογείται η επιλογή να εξετασθούν μόνο αυτές οι δύο Σχολές και μάλιστα συγκεκριμένα ως προς την συμβολή τους στη διαμόρφωση της αρχαιολογικής σκέψης και πράξης στην Προϊστορική Αρχαιολογία στη χώρα μας.Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η εξέλιξη της επιστήμης της αρχαιολογίας από τις απαρχές της επιστημονικής ενασχόλησης με τα αρχαία μνημεία κατά τον 18° αιώνα, όταν κύριοι στόχοι της έρευνας ήταν αφενός η ταύτιση μνημείων με αρχαία κείμενα και αφετέρου η αισθητική αποτίμηση των ίδιων των μνημείων. Η σύνθεση των δύο τάσεων αποτελεί τη λεγόμενη «αρχαιογνωσία» (Altertumswissenschaft), η οποία αφορά κατεξοχήν στην κλασική αρχαιολογία, αλλά επηρέασε και την προϊστορική έρευνα. Ακολουθεί το επιστημολογικό υπόδειγμα της Ιστορίας του Πολιτισμού ή παραδοσιακής αρχαιολογίας, σύμφωνα με το οποίο η αρχαιολογική έρευνα βασίζεται σε ένα μίγμα εμπειρισμού και θετικισμού, δίνοντας σημασία αφενός στα υλικά κατάλοιπα καθεαυτά, και αφετέρου στην ορθολογική τυπολογική και χρονολογική ταξινόμησή τους. Η ερμηνεία των δεδομένων συχνά ακολουθεί μία «εθνοκεντρική» κατεύθυνση, ταυτίζοντας σύνολα ομοειδών ευρημάτων με πληθυσμιακές ομάδες κοινής πολιτισμικής ή/και εθνοτικής ταυτότητας.Στη συνέχεια γίνεται κριτική παρουσίαση των βασικών αρχών της λεγάμενης Νέας ή Διαδικαστικής αρχαιολογίας που κυριάρχησε στις Η.Π.Α. και τη Μεγάλη Βρετανία κατά τη δεκαετία του 1960. Το επιστημολογικό αυτό υπόδειγμα χρησιμοποίησε για πρώτη φορά μεθόδους των φυσικών επιστημών στην αρχαιολογική έρευνα. Η επισκόπηση αυτή της εξέλιξης της αρχαιολογικής επιστήμης ολοκληρώνεται με μία συνοπτική παρουσίαση των θέσεων των λεγάμενων μεταδιαδικαστικών αρχαιολόγων, καθώς αυτό το επιστημολογικό ρεύμα αναπτύχθηκε μετά το 1980. Η συγγραφή αυτού του κεφαλαίου, με τη συνολική αποτίμηση της εξέλιξης της αρχαιολογικής επιστήμης, κρίθηκε απαραίτητη, διότι όλα τα επιστημολογικά υποδείγματα συνυπήρξαν -και εν μέρει ακόμη συνυπάρχουν- στην προϊστορική έρευνα στην Ελλάδα κατά την χρονολογική περίοδο που εξετάζεται σε αυτήν τη διατριβή.Το δεύτερο κεφάλαιο αποτελεί στην ουσία συνέχεια του προηγούμενου κεφαλαίου, υπό την έννοια ότι εξειδικεύεται στην εξέταση της προϊστορικής έρευνας στην Ελλάδα από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και την κρίσιμη Μεταπολεμική περίοδο που μας ενδιαφέρει. Μέσα από αναφορές στους κυριότερους εκπροσώπους της έρευνας (Schliemann, Evans, Στάης, Καββαδίας, Τσούντας, Χατζηδάκις, Μυλωνάς, Παπαδημητριού, Μαρινάτος, Πλάτων, Θεοχάρης κ.ά.), παρουσιάζονται συνοπτικά αφενός οι κυριότερες έρευνες πεδίου και αφετέρου τα χαρακτηριστικά της μεθοδολογίας τους καθώς και της ερμηνείας των αρχαιολογικών δεδομένων. Με το κεφάλαιο αυτό ολοκληρώνεται η σκιαγράφηση του σύνθετου και συχνά πολυσυλλεκτικού επιστημολογικού πλαισίου, μέσα στο οποίο κινήθηκαν οι αρχαιολόγοι της υπό εξέταση εικοσαετίας. Το τρίτο και ιδιαίτερα εκτενές κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη δράση της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα κατά την περίοδο 1947-1967. Παρατίθενται εισαγωγικά αλλά πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για την ίδρυση της Σχολής το 1882, καθώς και για τις πρώτες ανασκαφές των Αμερικανών αρχαιολόγων στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα. Οι περισσότερες από τις θέσεις που άρχισαν να ανασκάπτονται εκείνη την πρώτη περίοδο αφορούσαν στην κλασική περίοδο. Χαρακτηριστικά αναφέρονται ο Θορικός, η Σικυών, και η Αρχαία Κόρινθος, ενώ αναφέρονται επίσης οι ανασκαφές των προϊστορικών θεσεων των Γουρνιών της Ψείρας και του Μόχλου στην Κρήτη από τους πρωτοπόρους της έρευνας Harriet Boyd-Hawes και Richard Β. Seager.Ένα πολύ μεγάλο μέρος αυτού του κεφαλαίου καταλαμβάνει η περίπτωση του πολύ σπουδαίου αρχαιολόγου Carl Blegen. Καταρχάς αναφέρονται εν συντομία τα βιογραφικά στοιχεία του Blegen και η ακαδημαϊκή του εξέλιξη. Στη συνέχεια, η υποψήφια παρακολουθεί τη δράση του Blegen πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε συγκροτήθηκε η επιστημονική του προσωπικότητα, αρχικά στην Αρχαία Κόρινθο και μέσα από τη συνεργασία του με τον φίλο του και διευθυντή της Σχολής Bert Hodge-Hill και ακολούθως στα πρώτα του ανασκαφικά βήματα σε προϊστορικές θέσεις της Κορινθίας (Κοράκου, Ζυγουριές και αλλού) και βέβαια στην Τροία. Τότε συνεργάσθηκε και συνδέθηκε φιλικά με τον Βρετανό Alan Wace.Στη συνέχεια εξετάζονται συνδυαστικά οι δημοσιεύσεις των ανασκαφών του Blegen και τα επίσημα έγγραφα της Σχολής αλλά και τη αλληλογραφία του με σημαντικές προσωπικότητες της εποχής του, με ιδιαίτερη αναφορά στον Hill και στον Wace. Με αυτόν τον τρόπο ιχνηλατείτε η πορεία για τη συγκρότηση του επιστημολογικού υποδείγματος που ακολούθησε. Ξεχωρίζουν η υιοθέτηση της ανασκαφικής τεχνικής με αυθαίρετες στρώσεις («πάσες» ή «digging in spits») και η ιδιαίτερη έμφαση στην κεραμική τυπολογία, με βάση την οποία συγκρότησε -μαζί με τον Wace- την περιοδολόγηση της ηπειρωτικής Ελλάδας κατά την Προϊστορία και η οποία αποτελεί κύριο οδηγό της έρευνας και σήμερα.Για την περίοδο της εικοσαετίας που εξετάζεται εδώ, η σημαντικότερη ανασκαφή του Blegen είναι το λεγόμενο «Ανάκτορο του Νέστορα» στην Πύλο. Μέσα από το αρχειακό υλικό (ημερολόγια ανασκαφής, προσωπική αλληλογραφία, επίσημα έγγραφα της Σχολής κ.ά.), καταγράφεται η πορεία της έρευνας στη θέση, από την αρχική ανασκαφή το 1939, τη δύσκολη διαδικασία εξαγοράς του λόφου αμέσως μετά τον Πόλεμο, όλες τις ανασκαφικές περιόδους αλλά και την τελική δημοσίευση της ανασκαφής. Μέσα από τη μελέτη των ημερολογίων κυρίως αλλά και της τελικής δημοσίευσης ουσιαστικά επιβεβαιώνεται η ίδια μεθοδολογία που ακολούθησε ο Blegen και στις προπολεμικές του ανασκαφές. Η εξέταση της περίπτωσης του Blegen ολοκληρώνεται με μία γενική αποτίμηση της συνολικής του προσωπικότητας ως αρχαιολόγου και ως ανθρώπου.Στη συνέχεια εξετάζεται η προσωπικότητα του John Caskey. Αρχίζει από τα βιογραφικά του στοιχεία και την πανεπιστημιακή του σταδιοδρομία, και ολοκληρώνει με την εξέταση των δύο πολύ σημαντικών ανασκαφών του, στη Λέρνα της Αργολίδας και στην Αγία Ειρήνη της Κέας. Στην περίπτωση του Caskey δεν υπάρχει στα αρχεία της ΑΣΚΣΑ τόσο πλούσιο αρχειακό υλικό, όπως για την περίπτωση του Blegen. Για τον λόγο αυτό η μελέτη στηρίχθηκε περισσότερο στις δημοσιεύσεις του Caskey. Μέσα από αυτές διαπιστώθηκε ότι, σε γενικές γραμμές, ο Caskey ακολούθησε τον δάσκαλό του Blegen. Παράλληλα όμως, επιχείρησε να βελτιώσει την κεραμική τυπολογία της ηπειρωτικής Ελλάδας και να δημιουργήσει μία ανάλογη τυπολογία για τις Κυκλάδες. Ταυτόχρονα, καινοτόμησε σε σχέση με τον Blegen ως προς την ανασκαφική μεθοδολογία, υιοθετώντας ένα ιδιότυπο δικό του σύστημα παρακολούθησης της στρωματογραφικής ακολουθίας. Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι το σύστημα αυτό αποτέλεσε πρόδρομο του μετέπειτα συστήματος «locus» που έχουν εφαρμόσει από τη δεκαετία του 1980 έως και σήμερα οι Αμερικανοί αρχαιολόγοι, οι περισσότεροι άλλωστε εκ των οποίων είχαν μαθητεύσει κοντά του.Ως προς τις απόπειρες ερμηνείας των αρχαιολογικών δεδομένων, ο Caskey υπήρξε πολύ πιο συγκρατημένος σε σχέση με τον ήδη φειδωλό Blegen. Μολονότι ο τελευταίος σποραδικά επιχείρησε τη σύνδεση των προϊστορικών καταλοίπων με τις αναφορές των ομηρικών επών, ο Caskey σύντομα απομακρύνθηκε από αυτό το αρχαιογνωστικό πρότυπο και εστίασε στην εμπειριστική τάση της εποχής του, δηλαδή στην παρακολούθηση των αλλαγών στα αρχαιολογικά δεδομένα καθεαυτά. Προς το τέλος της ζωής του ωστόσο προσπάθησε να έρθει πιο κοντά στις επιστημολογικές εξελίξεις της δεκαετίας του 1970.Το κεφάλαιο 4 αναφέρεται στο δράση της Βρετανικής Σχολής Αθηνών. Είναι εξίσου εκτενές με το προηγούμενο, παρά το γεγονός ότι στην περίπτωση αυτή, οι προσωπικότητες που εξετάζονται και οι θέσεις τις οποίες ανέσκαψαν είναι πολύ περισσότερες. Μετά από την παράθεση εισαγωγικών στοιχείων για τις προπολεμικές δραστηριότητες της Σχολής, εξετάζεται ενδελεχώς η προσωπικότητα του Alan Wace, ο οποίος κατ’ αναλογία με τον Blegen - με τον οποίο συνδεόταν και με προσωπική φιλία - αποτέλεσε τον συνδετικό κρίκο προπολεμικής και μεταπολεμικής αρχαιολογικής έρευνας στην Ελλάδα.Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στην εξέταση της ανασκαφής των Μυκηνών, χωρίς να παραλείπονται αναφορές στο λοιπό ερευνητικό έργο του Wace, με βάση στις δημοσιεύσεις του, το περιορισμένο αρχειακό υλικό της Σχολής αλλά και στη συνέντευξη με την κόρη του, Elizabeth French. Όσον αφορά στην ανασκαφική μεθοδολογία του, και αυτός, όπως και ο Blegen, ανέσκαπτε «in spits». Συνολικά, ο Wace χαρακτηρίζεται ως τυπικός εκπρόσωπος της παραδοσιακής αρχαιολογίας, με πολυσυλλεκτικό υπόβαθρο, αρχαιογνωστικό, εθνοαρχαιολογικό και εμπειριστικό, υπογραμμίζοντας κυρίως την αυστηρότητα, αλλά και τον θετικισμό και τον ορθολογισμό που τον διέκριναν.Ακολουθεί η εξέταση της περίπτωσης του Sinclair Hood, με αναφορά στις ανασκαφές του στο Εμπορείο της Χίου και την Κνωσό. Γιά την αξιολόγηση και αποτίμηση του έργου του Hood, βασίσθηκε σχεδόν αποκλειστικά στις δημοσιεύσεις του, καθώς και σε μία συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο ίδιος στην Εταιρεία Προϊστορικής Αρχαιολογίας - Αιγεύς. Ο Hood υπήρξε τυπικός εκπρόσωπος της παραδοσιακής αρχαιολογίας της μεταπολεμικής περιόδου. Έδωσε έμφαση στα αρχαιολογικά δεδομένα καθεαυτά, ενώ κυριότερη συμβολή του υπήρξε η εισαγωγή των σύγχρονων για την εποχή του ανασκαφικών μεθόδων, δηλαδή του στρωματογραφικής τεχνικής των Wheeler και Kenyon. ‘ανασκαφή με βάση προσχιεδιασμένο πλέγμα σύμφωνα με την τεχνική που αναπτύχθηκε από τους Wheeler και Kenyon”.Τα στοιχεία που συνελέγησαν για τους λοιπούς Βρετανούς αρχαιολόγους αυτής της εικοσαετίας και πιο συγκεκριμένα για τους Taylour, Sackett, Popham, Huxley και Coldstream και τέλος τον Renfrew, προέρχονται κατεξοχήν από τις δημοσιεύσεις των θέσεων που ανέσκαψαν και από το αρχείο της Βρετανικής Σχολής Αθηνών. Κάποια μάλιστα από τα κενά στην έρευνά της συμπληρώθηκαν από το αρχείο της Αμερικανικής Σχολής και τις αναφορές των εγγράφων του στις βρετανικές έρευνες. Όπως και στην περίπτωση του Wace, για την προσωπικότητα του οποίου έδωσε στοιχεία η προαναφερθείσα συνέντευξη με την Elizabeth French, έτσι και για την έρευνα της δεκαετίας του 1960, σημαντική συμβολή είχε η συνέντευξη από τον Colin Renfrew.Όλοι οι προαναφερθέντες Βρετανοί αρχαιολόγοι, εκτός από τον Renfrew, είχαν κλασική παιδεία και είχαν εκπαιδευθεί ανασκαφικά κυρίως στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Ανήκαν όλοι στο υπόδειγμα της παραδοσιακής αρχαιολογίας, με ιδιαίτερη έμφαση στην τυπολογία και χρονολόγηση των αρχαιολογικών δεδομένων. Οι ερμηνευτικές τους απόπειρες σποραδικά ενείχαν αρχαιογνωστικά, ιδίως ομηρικά, στοιχεία και ενίοτε ανίχνευαν ζητήματα εξέλιξης και διάχυσης των προϊστορικών πολιτισμών, χωρίς όμως ιδιαίτερες αναφορές στην «εθνοκεντρική» προπολεμική αντίληψη. Επιπροσθέτως, οι αρχαιολόγοι αυτοί προέβησαν σε αναφορές ως προς την οργάνωση των κοινωνιών του προϊστορικού Αιγαίου, χωρίς όμως να τις καταστήσουν κυρίαρχο διακύβευμα της έρευνας. Σε αυτό το σημείο ακριβώς έγκειται η διαφορά με τον τελευταίο και νεώτερο εκπρόσωπο αυτής της εικοσαετίας, τον Colin Renfrew, με τον οποίο κλείνει και αυτός ο κύκλος της υπό εξέταση διατριβής.Το Κεφάλαιο 5 εντάσσει τους Αμερικανούς και Βρετανούς αρχαιολόγους στο σύγχρονό τους πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον στην Ελλάδα. Σκιαγραφείται το ιστορικό πλαίσιο της εποχής στις πρώτες σελίδες του κεφαλαίου αυτού. Στη συνέχεια, αναφέρεται η συμμετοχή των ξένων αρχαιολόγων σε κατασκοπικές δραστηριότητες κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, με χαρακτηριστικές περιπτώσεις τους Αμερικανούς Blegen και Caskey και τους Βρετανούς Wace και Daniel, καθώς και τη συμμετοχή και το θάνατο του Pendlebury στη Μάχη της Κρήτης.Διαπιστώνεται ένας αναμενόμενος για την εποχή αντικομμουνισμός των ξένων αρχαιολόγων και μία σχετική αποστασιοποίησή τους από τα πολιτικά γεγονότα. Ωστόσο, το ταραγμένο πολιτικό κλίμα της εποχής εκείνης στη χώρα μας φαίνεται, μέσα κυρίως από την αλληλογραφία ορισμένων αρχαιολόγων, να τους απασχολεί σε σχέση και με την καθημερινότητά τους αλλά και με τις πιθανές επιπτώσεις στην ανασκαφική και λοιπή επιστημονική τους δραστηριότητα στην Ελλάδα. Παράλληλα σημειώνεται η επιδίωξη των ξένων αρχαιολόγων να έχουν καλή συνεργασία με την Αρχαιολογική Υπηρεσία της Ελλάδας αλλά και με τις ντόπιες κοινότητες των θέσεων που ανέσκαπταν. Επίσης, παρατηρείται η ύπαρξη πολύ καλών σχέσεων των αρχαιολόγων, Αμερικανών και Βρετανών, με την κοινωνική και πολιτική ελίτ της Ελλάδας, κάτι ευλόγως αναμενόμενο.Τέλος, ακολουθούν τα Συμπεράσματα, στα οποία επιχειρείται μια σύνοψη των επιμέρους πέντε κεφαλαίων.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The present dissertation consists of two volumes. The first includes the main text, archival sources and bibliography and the second copies of the original archival material and two interviews. The dissertation is divided into two parts. The first part includes the Introduction and chapters 1 and 2 while the second part includes chapters 3, 4, 5, and the Conclusions.The Introduction includes the research question and outlines the methodology followed by the present study. The first chapter starts with the evolution of archaeology from its very beginning and during the 18th century, when its main objectives were the identification of the ancient monuments with ancient texts, and their aesthetic evaluation. The chapter continues with the presentation of the epistemological model of the Culture Historical Archaeology and continues with a presentation of the basic principles of the New or Processual Archaeology that prevailed in the USA and Great Britain during the 60s. A summary of the po ...
The present dissertation consists of two volumes. The first includes the main text, archival sources and bibliography and the second copies of the original archival material and two interviews. The dissertation is divided into two parts. The first part includes the Introduction and chapters 1 and 2 while the second part includes chapters 3, 4, 5, and the Conclusions.The Introduction includes the research question and outlines the methodology followed by the present study. The first chapter starts with the evolution of archaeology from its very beginning and during the 18th century, when its main objectives were the identification of the ancient monuments with ancient texts, and their aesthetic evaluation. The chapter continues with the presentation of the epistemological model of the Culture Historical Archaeology and continues with a presentation of the basic principles of the New or Processual Archaeology that prevailed in the USA and Great Britain during the 60s. A summary of the positions of Post- Processual Archaeology, the epistemological tendency which was developed after 1980 and succeeded Processual Archaeology, is also presented. The second chapter focuses on prehistoric research in Greece during the period under consideration. The third chapter is dedicated to the activities of ASCSA during the period 1947-1967. A very substantial part of this chapter deals with the case of the archaeologist Carl Blegen. His biographical information and academic progress are briefly presented in the first part of this chapter followed by a review of his activities prior to World War II. During the 20year period considered in this dissertation, Blegen’s most important excavation is the so-called ‘Palace of Nestor’ at Pylos. Through the archival material (excavation diaries, personal correspondence, official documents of the American School etc.), the first excavation in 1939, the difficult takeover procedure of the site immediately after the war, all subsequent excavation periods and, the final publication of the excavation, has been recorded. The analysis of Blegen’s work concludes with a general assessment from a professional and a personal point of view.The personality of John Caskey is examined next. The analysis starts with his biographical data and concludes with the examination of his two very important excavations, at Lerna in Argolis and at Agia Irini Kea (which was also extended to the Neolithic settlement of Kefala).In the case of Caskey there is no sufficiently rich archival material in ASCSA such as in the case of Blegen. For this reason, this study relied more on publications by Caskey. Through these it was found that, in broad lines, Caskey followed his teacher Blegen but at the same time, he attempted to improve the ceramic typology of mainland Greece and to create a similar typology for Cyclades. Chapter 4 refers to the activities of BSA. After introducing some preliminary information for the pre-war activities of the British School, follows a thorough examination of the personality of Alan Wace who, like Blegen, with whom he was associated with a personal friendship, became the connecting link of prewar and postwar archaeological research in Greece.The case of Sinclair Hood is coming next, with reference to his excavations at Emporios Chios and Knossos. The evaluation and assessment of Hood’s work, was based mainly on his publications, as well as, on information gathered from people who met him and an interview that he had granted to Aegeus Society. Hood was a typical representative of the traditional archaeology of the post-war period. His major contribution was the introduction of modern excavation methods, namely the ‘Grid’ method developed by Wheeler and Kenyon.Information on other British archaeologists during this 20year period, and more specifically for Taylour, Sackett, Popham, Huxley, Coldstream and finally Renfrew, originated predominantly from the publications related to the sites they have excavated and the archive of the British School at Athens. All the aforementioned British archaeologists, apart from Renfrew, had classical education. They all abided with traditional archaeological paradigm, with particular emphasis on typology and the dating of archaeological evidence. By contrast, Colin Renfrew the youngest representative of this 20year period, adopted the archaeological paradigm of Processual Archaeology to his research.The final chapter 5 places the Americans and British archaeologists in their contemporary Greek political and social perspective. The historical context of this era is outlined. Then, the participation of foreign archaeologists in spy activities during World War II is discussed. And finally, their possible participation in Intelligence after World War II (during Cold War) is examined.The Conclusions summarize the issues covered in these 5 chapters stating also the main results of the research under review.
περισσότερα