Περίληψη
Η απόφαση να διερευνηθούν οι δια-κειμενικές σχέσεις στο μυθιστορηματικό και θεατρικό έργο του Ε. Τριβιζά συνδέεται στενά με το γεγονός ότι, όπως και οι νεότερες θεωρητικές μελέτες στον χώρο της λογοτεχνίας παραδέχονται, η ίδια η πράξη της ανάγνωσης μας εμπλέκει σε ένα δίκτυο κειμενικών σχέσεων. Τα λογοτεχνικά έργα δεν είναι αυτόνομα, αλλά συγκροτούνται από συστήματα, κώδικες, παραδόσεις που έχουν ήδη συσταθεί από άλλα έργα της λογοτεχνίας. Συνακόλουθα η διαδικασία εξαγωγής του νοήματος, αυτό που ονομάζουμε ανάγνωση ή ερμηνεία του κειμένου, παύει σήμερα να θεωρείται μια αυτόνομη διαδικασία που αποδίδεται με ευκολία στον αναγνώστη και πλέον, χωρίς να παραγνωρίζεται η συνεισφορά του τελευταίου, συνδέεται με τη ροή των κειμενικών σχέσεων, σχετίζεται με τον προσδιορισμό τους, με την ανίχνευση αυτών των σχέσεων που οδηγούν στην αποκάλυψη του νοήματος. Η σημασία αφορά αυτό που συμβαίνει ανάμεσα σε ένα κείμενο και σε όλα τα άλλα με τα οποία αυτό αναφέρεται και σχετίζεται, κινείται πέρα από το ...
Η απόφαση να διερευνηθούν οι δια-κειμενικές σχέσεις στο μυθιστορηματικό και θεατρικό έργο του Ε. Τριβιζά συνδέεται στενά με το γεγονός ότι, όπως και οι νεότερες θεωρητικές μελέτες στον χώρο της λογοτεχνίας παραδέχονται, η ίδια η πράξη της ανάγνωσης μας εμπλέκει σε ένα δίκτυο κειμενικών σχέσεων. Τα λογοτεχνικά έργα δεν είναι αυτόνομα, αλλά συγκροτούνται από συστήματα, κώδικες, παραδόσεις που έχουν ήδη συσταθεί από άλλα έργα της λογοτεχνίας. Συνακόλουθα η διαδικασία εξαγωγής του νοήματος, αυτό που ονομάζουμε ανάγνωση ή ερμηνεία του κειμένου, παύει σήμερα να θεωρείται μια αυτόνομη διαδικασία που αποδίδεται με ευκολία στον αναγνώστη και πλέον, χωρίς να παραγνωρίζεται η συνεισφορά του τελευταίου, συνδέεται με τη ροή των κειμενικών σχέσεων, σχετίζεται με τον προσδιορισμό τους, με την ανίχνευση αυτών των σχέσεων που οδηγούν στην αποκάλυψη του νοήματος. Η σημασία αφορά αυτό που συμβαίνει ανάμεσα σε ένα κείμενο και σε όλα τα άλλα με τα οποία αυτό αναφέρεται και σχετίζεται, κινείται πέρα από το ανεξάρτητο κείμενο σε ένα πλέγμα διακειμενικών συσχετισμών. Έτσι, το ίδιο το κείμενο γίνεται το διακείμενο. Μια τέτοια μελέτη θα παρουσίαζε ενδιαφέρον επειδή ο Ε. Τριβιζάς, καταξιωμένος δημιουργός έργων παιδικής λογοτεχνίας, διαθέτει κατά γενική ομολογία ένα πλούσιο συγγραφικό έργο που προσφέρεται για τη διερεύνηση αυτού του φαινομένου. Ο ίδιος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα συγγραφέα του οποίου ο ευφάνταστος λογοτεχνικός κόσμος αποκαλύπτει και τη γόνιμη συνδιαλλαγή του με ένα προϋπάρχον αφηγηματικό υλικό που μεταγράφεται δημιουργικά εντός του. Η χρησιμοποίηση αυτού του υλικού, στο οποίο ενυπάρχουν και τα τυπολογικά χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού είδους/γένους από το οποίο προέρχεται, εμπλουτίζει το νέο κείμενο που δέχεται και ενσωματώνει τον εμβόλιμο λόγο με τη βοήθεια των αφηγηματικών τεχνικών που επιλέγει ο δημιουργός. Έτσι, ο τελευταίος αναδεικνύεται ένας bricoleur που με προηγούμενα υλικά αναδομεί και αναζωογονεί την ίδια τη λογοτεχνία. Επίσης η μελέτη αυτή θα παρουσίαζε ενδιαφέρον και για τον μελετητή της παιδικής λογοτεχνίας που τον απασχολούν ζητήματα ερμηνευτικά που σχετίζονται με τις κειμενικές σχέσεις των έργων. Όπως αναφέρθηκε και στην Εισαγωγή, στον χώρο της παιδικής λογοτεχνίας δεν υπάρχουν μελέτες που να εξετάζουν τη διακειμενικότητα ως ερμηνευτική διαδικασία σε μια ειδολογική κατηγορία στο έργο ενός δημιουργού, επί παραδείγματι στο μυθιστορηματικό του έργο ή στη συνολική έκταση του παραμυθιακού του έργου. Επίσης δεν υπάρχουν μελέτες που να εξετάζουν με την ίδια θεωρία το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα. Πρωταρχικός στόχος αυτής της μελέτης είναι να εντοπιστούν οι κειμενικές ενδείξεις που μας παραπέμπουν σε αυτές τις δεξαμενές υλικού από τις οποίες ανατροφοδοτείται ο συγγραφέας συγχρονικά ή διαχρονικά και να προσδιοριστεί ο τόπος προέλευσής τους (κείμενα άλλων δημιουργών, δικές του μυθοπλαστικές κατασκευές, σύγχρονη πραγματικότητα). Στη συνέχεια στόχος είναι να εξεταστούν τόσο ο τρόπος με τον οποίο αξιοποιούνται αυτά τα στοιχεία για να δομηθούν οι νέες αφηγήσεις, που αφορά, κυρίως, τη λειτουργικότητα του διακειμενικού υλικού μέσα στο έργο του, όσο και οι ειδολογικές πληροφορίες που λαμβάνει ο αναγνώστης και τον κατευθύνουν σε έναν ορισμένο τρόπο ανάγνωσης του έργου. Το ερευνητικό ερώτημα που τίθεται είναι αν η διερεύνηση των διακειμενικών σχέσεων σε ένα έργο μπορεί να μας οδηγήσει σε σαφή, σταθερά και αμετάκλητα συμπεράσματα τόσο για το ίδιο το έργο όσο και γενικά για τα λογοτεχνικά κείμενα. Ήδη στη διατύπωση του ερευνητικού ερωτήματος τέθηκαν δύο γενικές έννοιες, η διακειμενικότητα και η ερμηνεία, οι οποίες πρέπει να αποσαφηνιστούν και να περιοριστούν, έτσι ώστε πομπός (θεωρία της λογοτεχνίας) και δέκτης (μελετητής) να έχουν κοινή και καθορισμένη θεώρηση του θέματος. Πιο συγκεκριμένα να οριστεί τι ακριβώς θα εννοούμε στην παρούσα μελέτη με τον όρο διακειμενικότητα και πώς ακριβώς θα εκλάβουμε την έννοια της ερμηνείας. Τα ζητήματα αυτά θα αντιμετωπιστούν με την επιλογή της κατάλληλης μεθόδου.
περισσότερα