Περίληψη
Το φαινόμενο της συμφωνίας/διαφωνίας χαρακτηρίζει κάθε ακουστική εμπειρία, επηρεάζοντας με αποφασιστικό τρόπο τις συναισθηματικές αντιδράσεις των ακροατών. Στην παρούσα διατριβή μελετήθηκε η επιρροή των διαφορετικών επιπέδων συμφωνίας/διαφωνίας στην αντίληψη συγκεκριμένων συναισθηματικών διαστάσεων (φορτίο, διέγερση, ένταση), και στην αντίληψη των βασικών συναισθημάτων της χαράς, της λύπης, του φόβου και του θυμού. Επιπλέον, μελετήθηκε το αποτέλεσμα πάνω στην προτίμηση των ακροατών, καθώς και η επίδραση του φύλου, της ηλικίας και της προηγούμενης μουσικής εκπαίδευσης. Η μεθοδολογία περιλάμβανε τη συμπλήρωση τριών ηλεκτρονικών ερωτηματολογίων δύο ειδών: Το ερωτηματολόγιο Ι εστίαζε στη λεκτική αξιολόγηση των συναισθηματικών καταστάσεων που γίνονταν αντιληπτές κατά την ακρόαση μουσικών ερεθισμάτων, ενώ τα ερωτηματολόγια ΙΙ και ΙΙΙ ήταν εμπλουτισμένα με οπτικά ερεθίσματα. Τα μουσικά ερεθίσματα ήταν πρωτότυπα μουσικά κομμάτια σε τρεις παραλλαγές με διαφορετικούς βαθμούς διαφωνίας. Τα οπτικά ...
Το φαινόμενο της συμφωνίας/διαφωνίας χαρακτηρίζει κάθε ακουστική εμπειρία, επηρεάζοντας με αποφασιστικό τρόπο τις συναισθηματικές αντιδράσεις των ακροατών. Στην παρούσα διατριβή μελετήθηκε η επιρροή των διαφορετικών επιπέδων συμφωνίας/διαφωνίας στην αντίληψη συγκεκριμένων συναισθηματικών διαστάσεων (φορτίο, διέγερση, ένταση), και στην αντίληψη των βασικών συναισθημάτων της χαράς, της λύπης, του φόβου και του θυμού. Επιπλέον, μελετήθηκε το αποτέλεσμα πάνω στην προτίμηση των ακροατών, καθώς και η επίδραση του φύλου, της ηλικίας και της προηγούμενης μουσικής εκπαίδευσης. Η μεθοδολογία περιλάμβανε τη συμπλήρωση τριών ηλεκτρονικών ερωτηματολογίων δύο ειδών: Το ερωτηματολόγιο Ι εστίαζε στη λεκτική αξιολόγηση των συναισθηματικών καταστάσεων που γίνονταν αντιληπτές κατά την ακρόαση μουσικών ερεθισμάτων, ενώ τα ερωτηματολόγια ΙΙ και ΙΙΙ ήταν εμπλουτισμένα με οπτικά ερεθίσματα. Τα μουσικά ερεθίσματα ήταν πρωτότυπα μουσικά κομμάτια σε τρεις παραλλαγές με διαφορετικούς βαθμούς διαφωνίας. Τα οπτικά ερεθίσματα ήταν φωτογραφίες και βίντεο που απεικόνιζαν διαφορετικές συναισθηματικές καταστάσεις. Στην έρευνα συμμετείχαν ενήλικες (83 στο ερωτηματολόγιο Ι, 54 στο ερωτηματολόγιο ΙΙ, 52 στο ερωτηματολόγιο ΙΙΙ), 29 παιδιά προεφηβικής ηλικίας (11-12 χρονών) και 13 νήπια (5-6 χρονών). Το κύριο πόρισμα της μελέτης ήταν το γεγονός ότι ο δομικός παράγοντας της συμφωνίας/διαφωνίας έχει επίπτωση σε μεγάλο βαθμό στις συναισθηματικές αντιδράσεις των ακροατών, καθώς επηρεάζει σε σημαντικό στατιστικά βαθμό το σύνολο των συναισθηματικών διαστάσεων και των βασικών συναισθημάτων που εξετάστηκαν, με μεγαλύτερη επίδραση πάνω στην αντίληψη του φορτίου, της χαράς, του φόβου και του θυμού. Συγκεκριμένα, βρέθηκε ότι όσο αυξάνει το επίπεδο διαφωνίας αυξάνεται η διέγερση, η ένταση και τα πιο αρνητικά συναισθήματα του φόβου και του θυμού, ενώ μειώνεται το φορτίο, η χαρά και η λύπη. Ωστόσο, οι συμμετέχοντες δεν έδειξαν ιδιαίτερη ευαισθησία κατά την αναγνώριση και αξιολόγηση του μέτριου βαθμού διαφωνίας. Η αντίληψη των περισσότερων συναισθηματικών καταστάσεων άλλαζε μόνο όταν υπήρχε μεγάλη διαφοροποίηση στο βαθμό διαφωνίας. Το φύλο φάνηκε να έχει μικρή επίδραση, καθώς οι άντρες είχαν την τάση να συνδέουν τους μέτριους βαθμούς διαφωνίας περισσότερο με αρνητικά συναισθήματα με μεγαλύτερη διέγερση, πιθανώς αντιλαμβανόμενοι το βαθμό διαφωνίας ως απειλητικό σήμα. Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας αποκάλυψαν μια μεγάλη διαφορά στη συμπεριφορά μεταξύ των νηπίων και των ενηλίκων, σχεδόν απόλυτη συμφωνία μεταξύ των παιδιών προεφηβικής ηλικίας και των ενηλίκων, και ελάχιστες διαφοροποιήσεις μεταξύ των ενηλίκων. Συμπερασματικά, ο μουσικός εκφραστικός παράγοντας της συμφωνίας/διαφωνίας φαίνεται να είναι αρκετά πολιτισμικά εξειδικευμένος, αποτέλεσμα κυρίως της έκθεσης στην εκάστοτε μουσική κουλτούρα, καθώς οι συναισθηματικές αντιδράσεις των παιδιών απέναντί του έχουν παγιωθεί και μοιάζουν με εκείνες των ενηλίκων μέχρι την ηλικία των 11-12 χρόνων. Η προηγούμενη μουσική εκπαίδευση δεν έδειξε να επιδρά ιδιαίτερα πάνω στις συναισθηματικές αντιδράσεις των συμμετεχόντων προς τη μουσική συμφωνία/διαφωνία. Αντίθετα, η επίδραση πάνω στη μεταβλητή της προτίμησης ήταν πολύ μεγάλη. Τα σύμφωνα μουσικά κομμάτια συγκέντρωσαν τις μεγαλύτερες προτιμήσεις ανεξάρτητα από το φύλο, την ηλικία και τη μουσική εκπαίδευση των συμμετεχόντων, σύμφωνα και με προηγούμενες έρευνες. Όσον αφορά τη μεθοδολογία, τόσο η λεκτική μέθοδος όσο και η χρήση οπτικών ερεθισμάτων παρήγαγαν παρόμοια αποτελέσματα, γεγονός που τις καθιστά εξίσου αποτελεσματικές μεθοδολογίες στη μελέτη των μουσικών συναισθημάτων. Στο τέλος της παρούσας διατριβής διατυπώθηκαν αναλυτικά προτάσεις για παιδαγωγικές εφαρμογές σύμφωνες με τα πορίσματα, με δύο κατευθύνσεις: α) προτάσεις που δίνουν έμφαση στη συναισθηματική αγωγή των παιδιών, μέσω της καλλιέργειας και αξιοποίησης των μουσικών συναισθημάτων, και β) προτάσεις που προάγουν τη διδασκαλία της εκφραστικής παραμέτρου της συμφωνίας/διαφωνίας, δεδομένου ότι η αναγνώριση των διαφόρων ακουστικών παραμέτρων είναι απαραίτητη για την επιτυχημένη επικοινωνία του συναισθηματικού μηνύματος των μουσικών δημιουργών.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The phenomenon of consonance/dissonance characterizes every listening experience, influencing decisively the emotional reactions of the listeners. In this study, the influence of different levels of consonance/dissonance on the perception of specific affective dimensions (valence, arousal, intensity) and the perception of the basic emotions of joy, sadness, fear and anger was investigated. In addition, we studied the effect on the preferences of the audience, and the influence of gender, age and previous music education. The methodology included the completion of three electronic questionnaires twofold: Questionnaire I focused on the verbal evaluation of emotional states that were perceived when listening to musical stimuli, and questionnaires II and III were fortified with visual stimuli. The musical stimuli were original music tracks in three variations with different degrees of dissonance. The visual stimuli were photographs and videos depicting different emotional states. The parti ...
The phenomenon of consonance/dissonance characterizes every listening experience, influencing decisively the emotional reactions of the listeners. In this study, the influence of different levels of consonance/dissonance on the perception of specific affective dimensions (valence, arousal, intensity) and the perception of the basic emotions of joy, sadness, fear and anger was investigated. In addition, we studied the effect on the preferences of the audience, and the influence of gender, age and previous music education. The methodology included the completion of three electronic questionnaires twofold: Questionnaire I focused on the verbal evaluation of emotional states that were perceived when listening to musical stimuli, and questionnaires II and III were fortified with visual stimuli. The musical stimuli were original music tracks in three variations with different degrees of dissonance. The visual stimuli were photographs and videos depicting different emotional states. The participants were adults (83 participants in questionnaire I, 54 in questionnaire II, 52 in questionnaire III), 29 prepubertal children (11–12 years-old) and 13 infants (5–6 years-old). The main finding of the study was the fact that the structural factor of consonance/dissonance has a large impact on listeners’ emotional reactions, as it affects all emotional dimensions and the basic emotions tested at a significant statistical level, with the greatest effect being on the perception of valence, joy, fear and anger. Specifically, we found that with an increase in the level of dissonance, arousal, intensity and the more negative feelings of fear and anger increase, while valence, joy and sadness decrease. However, the participants did not show sensitivity in the identification and evaluation of the second degree of dissonance. The perception of most emotional states changed only when there was great variation in the degree of dissonance. Gender seemed to have a small effect, as men tended to connect intermediate levels of dissonance with more negative emotions and greater arousal, probably because they perceived the degree of dissonance as a threatening signal. The results of this research revealed that there is a big difference in emotional behaviour between infants and adults, almost complete agreement among prepubertal children and adults, and few differences between adults. In conclusion, the expressive musical factor of consonance/dissonance seems to be quite culturally specific, being mainly a result of exposure to a particular musical culture, since children’s emotional reactions are established and similar to those of adults until the age of 11-12 years. Previous musical training had no special effect on the emotional reactions of participants to music consonance/dissonance. In contrast, the effect on the variable of preference was very large. Consonant musical pieces attracted the greatest preference regardless of gender, age and music education of the participants, which is in line with previous research. In terms of methodology, the verbal process and the use of visual stimuli produced similar results, which makes them equally effective methodologies in the study of musical emotions. At the end of this thesis, detailed proposals for educational applications were made in line with the findings; these point in two directions: a) proposals that emphasize the emotional education of children through the cultivation and exploration of musical emotions, and b) proposals that promote the teaching of the expressive parameter of consonance/dissonance, since recognition of various acoustic parameters appears necessary for successful communication of the emotional message of the composers.
περισσότερα