Περίληψη
Η παρούσα διατριβή εξετάζει την επίδραση που ασκήθηκε στην ποιότητα των ευρωπαϊκών τραπεζικών χρηματοοικονομικών καταστάσεων από δύο σημαντικά γεγονότα: την υποχρεωτική υιοθέτηση των ΔΠΧΑ (IFRS) και την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση (global financial crisis). Για την αξιολόγηση αυτής της επίδρασης δόθηκε βαρύτητα σε εκείνες τις λογιστικές ιδιότητες με την ισχυρότερη ικανότητα να αξιολογήσουν τον βαθμό βελτίωσης ή μη της λογιστικής ποιότητας.Καταρχήν, εξετάζεται η συνάφεια της αξίας της λογιστικής πληροφόρησης (value relevance) πριν και μετά την υποχρεωτική υιοθέτηση των ΔΠΧΑ, δεδομένου ότι η συνάφεια θεωρείται από το ΣΔΛΠ ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της λογιστικής ποιότητας. Παράλληλα, μια άλλη λογιστική ιδιότητα που έχει συγκεντρώσει την εύνοια της ακαδημαϊκής έρευνας είναι η δεσμευμένη συντηρητικότητα (conditional conservatism). Ωστόσο, το ΣΔΛΠ δεν θεωρεί τη συντηρητικότητα απαραίτητο χαρακτηριστικό της λογιστικής ποιότητας λόγω της επίδρασης που μπορεί να έχει στην ουδετε ...
Η παρούσα διατριβή εξετάζει την επίδραση που ασκήθηκε στην ποιότητα των ευρωπαϊκών τραπεζικών χρηματοοικονομικών καταστάσεων από δύο σημαντικά γεγονότα: την υποχρεωτική υιοθέτηση των ΔΠΧΑ (IFRS) και την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση (global financial crisis). Για την αξιολόγηση αυτής της επίδρασης δόθηκε βαρύτητα σε εκείνες τις λογιστικές ιδιότητες με την ισχυρότερη ικανότητα να αξιολογήσουν τον βαθμό βελτίωσης ή μη της λογιστικής ποιότητας.Καταρχήν, εξετάζεται η συνάφεια της αξίας της λογιστικής πληροφόρησης (value relevance) πριν και μετά την υποχρεωτική υιοθέτηση των ΔΠΧΑ, δεδομένου ότι η συνάφεια θεωρείται από το ΣΔΛΠ ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της λογιστικής ποιότητας. Παράλληλα, μια άλλη λογιστική ιδιότητα που έχει συγκεντρώσει την εύνοια της ακαδημαϊκής έρευνας είναι η δεσμευμένη συντηρητικότητα (conditional conservatism). Ωστόσο, το ΣΔΛΠ δεν θεωρεί τη συντηρητικότητα απαραίτητο χαρακτηριστικό της λογιστικής ποιότητας λόγω της επίδρασης που μπορεί να έχει στην ουδετερότητα των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Λόγω της διχογνωμίας που έχει συγκεντρώσει η εν λόγω ιδιότητα, μέρος της διατριβής εξετάζει τη σχέση μεταξύ της συνάφειας της λογιστικής πληροφόρησης και της δεσμευμένης συντηρητικότητας του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα, καθώς και τον βαθμό στον οποίο η παραπάνω σχέση επηρεάζεται από την υποχρεωτική εφαρμογή των ΔΠΧΑ.Μπορεί το τραπεζικό περιβάλλον στην Ευρώπη να νομοθετείται και να εποπτεύεται σε συλλογικό επίπεδο, προσφέροντας έτσι ένα ορισμένο επίπεδο ομοιογένειας ανεξάρτητα από το που εδρεύει η κάθε τράπεζα. Ωστόσο, θα ήταν παράδοξο να μην ληφθούν υπόψη θεσμικοί παράγοντες (institutional factors) που είναι βαθιά ριζωμένοι και παραδοσιακά διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Επομένως, στη διατριβή αυτή ιδιαίτερη σημασία επαφίεται στη νομική προέλευση κάθε ευρωπαϊκής χώρας, τον βαθμό διαφοροποίησης μεταξύ των εθνικών λογιστικών προτύπων (ΕΛΠ) και των ΔΠΧΑ, καθώς και το επίπεδο νομικής συμμόρφωσης της κάθε χώρας. Όλοι αυτοί οι παράγοντες εξετάζονται προκειμένου να δοθεί μια ερμηνεία για τις διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται σε διακρατικό επίπεδο.Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι η δεσμευμένη συντηρητικότητα συσχετίζεται θετικά (αρνητικά) με τη συνάφεια της λογιστικής πληροφόρησης πριν (μετά) την υποχρεωτική υιοθέτηση των ΔΠΧΑ. Το εύρημα αυτό επιβεβαιώνει τους στόχους που έθεσε το ΣΔΛΠ για υψηλότερη συνάφεια και χαμηλότερη συντηρητικότητα. Περαιτέρω, οι αναλύσεις σε επίπεδο θεσμικών παραγόντων παρέχουν ενδείξεις ότι τα χαρακτηριστικά κάθε χώρας καθορίζουν όχι μόνο μια πιθανή βελτίωση της λογιστικής ποιότητας αλλά και τη σχέση μεταξύ συνάφειας και συντηρητικότητας.Στο επόμενο σκέλος του παρόντος πονήματος διερευνάται το επίπεδο της διαφάνειας στον τραπεζικό κλάδο και εξετάζονται οι επιπτώσεις της πρόσφατης χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η διαφάνεια ερμηνεύεται σε συνάρτηση με δύο επιμέρους λογιστικές ιδιότητες των κερδών: τη συντηρητικότητα και την επικαιρότητα (earnings timeliness). Στην περίπτωση αυτή χρησιμοποιούνται τρία μοντέλα για την επιμέτρηση της συντηρητικότητας και δύο επιπλέον μοντέλα για την επιμέτρηση της επικαιρότητας, προβαίνοντας στην κατάλληλη τροποποίησή τους για τις ανάγκες της παρούσας έρευνας. Όλα τα χρησιμοποιούμενα μοντέλα είναι εδραιωμένα στον ακαδημαϊκό χώρο και η ταυτόχρονη χρήση τους επιτρέπει την επαληθευσιμότητα των αποτελεσμάτων και την ενίσχυση της αξιοπιστίας τους. Τα ευρήματα δεν τεκμηριώνουν την ύπαρξη συντηρητικότητας κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της υποχρεωτικής εφαρμογής των ΔΠΧΑ στις ευρωπαϊκές τράπεζες. Ωστόσο, τα επίπεδα της συντηρητικότητας αυξάνονται σημαντικά μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης (υψηλότερη επικαιρότητα των προβλέψεων για επισφαλή δάνεια, υψηλότερη επικαιρότητα στην αναγνώριση "άσχημων ειδήσεων" και ασύμμετρα αυξημένα αρνητικά δεδουλευμένα). Επιπλέον, η επικαιρότητα αυξάνεται σημαντικά μετά το έναυσμα της κρίσης. Τα παραπάνω στοιχεία συνδυαστικά για την επικαιρότητα και τη συντηρητικότητα υποδηλώνουν μια προσπάθεια των τραπεζών να αυξήσουν τη διαφάνειά τους μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης ώστε να αμβλύνουν τις αρνητικές συνέπειες της αδιαφάνειας που τυπικά χαρακτηρίζει τον επιχειρηματικό κλάδο τους.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The present dissertation examines the influence exerted on the quality of European banks’ financial statements by two major events: the mandatory adoption of the International Financial Reporting Standards (IFRS) and the global financial crisis. In order to evaluate this effect, the attention was focused on the accounting properties with the strongest ability to assess the potential improvement of accounting quality.First, I examine the value relevance of accounting information before and after the mandatory adoption of IFRS, given that value relevance is considered by the International Accounting Standards Board (IASB) one of the cornerstones of accounting quality. Moreover, conditional conservatism is another accounting property upon which academic research has widely invested. However, the IASB does not consider prudence (conservatism) a necessary feature of accounting quality because of the effect it may have on the neutrality of financial statements. Because of the controversy tha ...
The present dissertation examines the influence exerted on the quality of European banks’ financial statements by two major events: the mandatory adoption of the International Financial Reporting Standards (IFRS) and the global financial crisis. In order to evaluate this effect, the attention was focused on the accounting properties with the strongest ability to assess the potential improvement of accounting quality.First, I examine the value relevance of accounting information before and after the mandatory adoption of IFRS, given that value relevance is considered by the International Accounting Standards Board (IASB) one of the cornerstones of accounting quality. Moreover, conditional conservatism is another accounting property upon which academic research has widely invested. However, the IASB does not consider prudence (conservatism) a necessary feature of accounting quality because of the effect it may have on the neutrality of financial statements. Because of the controversy that this property has raised, a significant part of the thesis examines the relationship between the relevance of accounting information and conditional conservatism of the European banking sector and the extent to which the above relationship is affected by the mandatory application of IFRS.The banking environment in Europe is regulated and monitored collectively, thus providing a certain level of uniformity regardless of each bank’s place of establishment. However, it would be naive to disregard institutional factors that are deeply rooted and traditionally differ from country to country. Therefore, in this thesis special attention is paid to the legal origin of each European country, the degree of differentiation between national accounting standards and IFRS, as well as the level of legal enforcement in each country. All these factors are considered in order to provide explanations for the differences observed at international level.The findings suggest that conditional conservatism is correlated positively (negatively) with value relevance before (after) mandatory IFRS adoption. This finding confirms the objectives set by the IASB for higher value relevance and lower conservatism. Furthermore, the analysis at the level of institutional factors provides evidence that each country’s characteristics determine not only a possible improvement of accounting quality, but also the relationship between relevance and conservatism.The next part of this dissertation investigates the level of transparency in the banking sector and examines the impact of the recent financial crisis. Transparency is interpreted with reference to two specific properties of accounting earnings, i.e. conditional conservatism and earnings timeliness. In this case three models are used to measure conservatism and two additional models to gauge timeliness, after applying the necessary modifications for the purposes of this research context. All models are prominent in the academic world and their simultaneous use allows the verifiability of the results and the enhancement of their reliability.The findings do not support the existence of conservatism during the first years of the mandatory IFRS application by European banks. However, the levels of conservatism increase significantly after the outbreak of the financial crisis (higher timeliness of loan loss provisions, timelier “bad news” recognition and asymmetrically increased negative accruals). Moreover, earnings timeliness grows significantly following the crisis outset. This evidence on combined conservatism and timeliness suggests an attempt of banks to increase transparency following the financial crisis burst to mitigate the adverse consequences of the opacity typically characterising the industry.
περισσότερα