Περίληψη
Ο προβληματισμός που έχει αναπτυχθεί από τη μακρόχρονη εφαρμογή της συμβατικής γεωργίας, τόσο για τις επιπτώσεις της στο περιβάλλον όσο και για τις επιπτώσεις της στην ποιότητα των παραγόμενων αγροτικών προϊόντων (Lobstain, 1999, Sundrum, 2001), οδήγησε στη δημιουργία νέων μορφών εναλλακτικής γεωργίας, με επικρατέστερες και πιο διαδεδομένες τη βιολογική και την ολοκληρωμένη γεωργία.Σημαντικό ρόλο στην υιοθέτηση αυτών των μορφών γεωργίας έπαιξε η Κοινή Αγροτική (Γεωργική) Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Κ.Α.Π., όπως συνήθως ονομάζεται, από τη θεσμοθέτηση της με τη Συνθήκη της Ρώμης στα τέλη του ’50 μέχρι σήμερα, προσπαθεί να αναπροσαρμόζει τους στόχους της, λαμβάνοντας υπόψη τις μεταβαλλόμενες ανάγκες της κοινωνίας και τις προτεραιότητες της κάθε εποχής (Petrick, 2008, Lyon, 2009). Έτσι, ενώ στην αρχή υιοθέτησε την πολιτική της εντατικοποίησης της παραγωγής για την επισιτιστική επάρκεια των αγροτικών προϊόντων (Tracy, 1989), από τη δεκαετία του ’80 μέχρι σήμερα, συγκλίνει στην στήρι ...
Ο προβληματισμός που έχει αναπτυχθεί από τη μακρόχρονη εφαρμογή της συμβατικής γεωργίας, τόσο για τις επιπτώσεις της στο περιβάλλον όσο και για τις επιπτώσεις της στην ποιότητα των παραγόμενων αγροτικών προϊόντων (Lobstain, 1999, Sundrum, 2001), οδήγησε στη δημιουργία νέων μορφών εναλλακτικής γεωργίας, με επικρατέστερες και πιο διαδεδομένες τη βιολογική και την ολοκληρωμένη γεωργία.Σημαντικό ρόλο στην υιοθέτηση αυτών των μορφών γεωργίας έπαιξε η Κοινή Αγροτική (Γεωργική) Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Κ.Α.Π., όπως συνήθως ονομάζεται, από τη θεσμοθέτηση της με τη Συνθήκη της Ρώμης στα τέλη του ’50 μέχρι σήμερα, προσπαθεί να αναπροσαρμόζει τους στόχους της, λαμβάνοντας υπόψη τις μεταβαλλόμενες ανάγκες της κοινωνίας και τις προτεραιότητες της κάθε εποχής (Petrick, 2008, Lyon, 2009). Έτσι, ενώ στην αρχή υιοθέτησε την πολιτική της εντατικοποίησης της παραγωγής για την επισιτιστική επάρκεια των αγροτικών προϊόντων (Tracy, 1989), από τη δεκαετία του ’80 μέχρι σήμερα, συγκλίνει στην στήριξη της αειφορικής γεωργίας, για την παραγωγή αγροτικών προϊόντων που παρέχουν ασφάλεια και ποιότητα στον καταναλωτή, σε μια προσπάθεια ορθότερης διαχείρισης των διατροφικών σκανδάλων (Maravegias et al, 2002, Dimara et al., 2004, Kontogeorgos & Semos, 2008). Επομένως, σημαντική ήταν και είναι η δύναμη των καταναλωτών, που μέσα από τις οργανώσεις τους μπορούν και επηρεάζουν την αγροτική πολιτική (European Commission, 2006, Consumer affair, 2011).Ταυτόχρονα, σημαντική είναι και η επίδραση των καταναλωτών στις μεγάλες αλυσίδες λιανικού εμπορίου, που κατ’ ουσία επέβαλαν την εφαρμογή των εναλλακτικών μορφών γεωργίας και κυρίως της ολοκληρωμένης γεωργίας, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσουν πιο αποτελεσματικά τυχόν μελλοντικές διατροφικές κρίσεις, μειώνοντας τον κίνδυνο ενδεχόμενης δυσφήμισης με την όποια οικονομική ζημιά (Lindgreen & Hingley, 2003, Tesco, 2011).Στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η θεσμοθετημένη επίδραση της Κ.Α.Π. στην εφαρμογή των εναλλακτικών μορφών γεωργίας είναι ιδιαίτερα σημαντική. Με τον κανονισμό 2092/91 ξεκίνησε η ουσιαστική ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας, η οποία συνεχίστηκε με αρκετές τροποποιήσεις, ενώ με τον κανονισμό 1257/99 αρχίζει η στήριξη της ολοκληρωμένης γεωργίας (Elliot & Mumford, 2002). Βέβαια, η συστηματική στήριξη μέτρων για την ποιότητα και ασφάλεια των γεωργικών προϊόντων ξεκινά από την μεταρρύθμιση του MacSharry το 1992, με κύριο σταθμό τη Νέα Κ.Α.Π. της μεταρρύθμισης του Fischler το 2003, όπου δίνονται κίνητρα ενεργοποίησης διαφόρων μορφών εναλλακτικής γεωργίας (Carbone & Sorrentino, 2006).Όπως αναφέρθηκε, οι αντιπροσωπευτικότερες μορφές εναλλακτικής γεωργίας είναι η βιολογική και η ολοκληρωμένη γεωργία. Και οι δύο αυτές μορφές χρησιμοποιούν συγκεκριμένα συστήματα ολοκληρωμένης διαχείρισης, που μέσα από την πιστή τήρηση αυστηρών πρωτοκόλλων, παράγουν πιστοποιημένα προϊόντα (Monteiro & Caswell, 2008).Ο έλεγχος (audit) για την τήρηση των προτύπων αυτών γίνεται από ανεξάρτητους διαπιστευμένους φορείς ιδιωτικού δικαίου (Certification Body), όπου δύνανται να παρέχουν αναγνωρισμένο πιστοποιητικό για τα προϊόντα αυτά (EUREP, 1997, Tesco, 2011, ΟΠΕΓΕΠ, 2013). Η ταυτοποίηση αυτών των πιστοποιημένων προϊόντων γίνεται μέσω της ιχνηλασιμότητας. Η διαδικασία αυτή κρίνεται τόσο κρίσιμη που ενισχύεται εμμέσως από τα μέτρα της Κ.Α.Π. (ΕΚ 178/2002, Agenda 2000, Health Check 2008), τα οποία θεσμοθέτησαν την υποχρεωτική εφαρμογή της στα αγροτικά προϊόντα, ενώ παράλληλα τυγχάνει ευρείας αποδοχής και υιοθέτησης από τους εμπλεκόμενους στην αλυσίδα εμπορίας αγροτικών προϊόντων (Maraveyas & Doukas, 2009).Η βιολογική γεωργία, που κλείνει περίπου έναν αιώνα παρουσίας στην παγκόσμια γεωργία, είναι από τις πλέον αειφορικές μεθόδους που παράγουν ασφαλή για κατανάλωση γεωργικά προϊόντα. Από τη διεθνή βιβλιογραφία, παλαιότερες έρευνες συνέκλιναν στην άποψη ότι η υιοθέτηση της βιολογικής γεωργίας στηρίζεται κυρίως στην περιβαλλοντική συνείδηση και στην ιδεολογία των παραγωγών (Willer and Gillmour, 1992, Fairweather, 1999, Duram, 2000, Storstad and Bjorkhaug, 2003). Παρόλα αυτά το ιδεολογικό υπόβαθρο εξασθένησε, ιδιαίτερα μετά την ενσωμάτωση της βιολογικής γεωργίας στο σύγχρονο οικονομικό σύστημα (Rigby and Caceres, 2001). Πιο πρόσφατες έρευνες στηρίζουν την άποψη ότι η σημαντική ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας συνεπικουρείται από τις ποικίλες πολιτικές παρεμβάσεις της Ε.Ε. και τα οικονομικά κίνητρα που παρέχει το υπάρχον καθεστώς της Κ.Α.Π. (Tzouramani et al., 2009, Stolze & Lampkin, 2009, Offermann et al., 2009). Έτσι, η τελευταία μεταρρύθμιση της Κ.Α.Π. το 2003 φαίνεται να έχει τη δυνατότητα να υποστηρίξει την συνεχιζόμενη θετική ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας (Haring & Offermann, 2005).Παρόλα αυτά, τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι η βιολογική γεωργία, αν και παρουσιάζει ανοδική πορεία, δεν κατάφερε να επικρατήσει ούτε σε ελληνικό αλλά ούτε σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο (FiBL-Global Organic Statistic and News - 2011 {http://www.organic-world.net}). Στα αίτια του φαινομένου θα μπορούσε να αναφερθεί η βιωσιμότητα των βιολογικών γεωργικών εκμεταλλεύσεων (Nardone et al., 2004), ενώ οι κατά 30-40% μειωμένες αποδόσεις της βιολογικής γεωργίας, συγκριτικά με τη συμβατική (Nieberg και Offermann, 2003), μπορεί να εγείρουν επισιτιστικό πρόβλημα, από τον συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό της γης. Ωστόσο, υπάρχουν χώρες σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως η Αυστραλία και η Αργεντινή και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως η Αυστρία και η Σουηδία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα υψηλό ρυθμό ανάπτυξης της βιολογικής γεωργίας (http://www.organic-world.net).Αν η συμβατική και η βιολογική γεωργία καταλαμβάνουν τις δύο αντίθετες και ίσως ακραίες μεθόδους καλλιέργειας, από την ανεξέλεγκτη χρήση αγροχημικών έως τον πλήρη αποκλεισμό τους, η ολοκληρωμένη γεωργία παρουσιάζεται ως η χρυσή τομή που προσπαθεί να συγκεράσει τις αρνητικές με τις θετικές συνέπειες των δύο άλλων μορφών (Lobstein, 1999, Morris & Winter, 1999, Gellynck & Kuhne, 2007). Έτσι, αυτή η μορφή γεωργίας φαίνεται να τυγχάνει ευρείας παγκόσμιας αποδοχής με συνεχή αυξητική τάση την τελευταία δεκαετία, όπου ξεκίνησε να εφαρμόζεται συστηματικά και στην ελληνική γεωργία (ΟΠΕΓΕΠ, 2013, EISA, 2013). Στην ολοκληρωμένη γεωργία, αφενός δεν παρουσιάζεται αξιοσημείωτη μεταβολή της στρεμματικής απόδοσης και αφετέρου, οι εισροές και οι εκροές των καλλιεργειών παρουσιάζουν θετικότερο ισοζύγιο για τον - 167 -παραγωγό, ενώ ελέγχονται μέσω τεκμηριωμένων διαδικασιών (Jordan et al., 1995, IACPA, 1998, European Commission DG Environment, 2003).Είναι γεγονός ότι η ολοκληρωμένη γεωργία φαίνεται να ικανοποιεί τις απαιτήσεις της αγοράς για την προστασία του περιβάλλοντος και την ποιότητα των προϊόντων, ενώ παράλληλα προστατεύει το εισόδημα των παραγωγών (Cowell & Clift, 1995, El Titi, 1999, Chemnitz et al., 2007). Ταυτόχρονα, εξασφαλίζει και την απαίτηση της Κ.Α.Π. για την ιχνηλασιμότητα των γεωργικών προϊόντων και τη καλύτερη διαχείριση σε περίπτωση έκτακτης κρίσης (Canali, 2008, Gawron & Theuvsen, 2006).Δυστυχώς όμως, το μεγάλο πρόβλημα της ολοκληρωμένης γεωργίας παραμένει η αδυναμία στατιστικής παρακολούθησης της, αφού δεν υπάρχει επίσημη βάση καταχώρησης δεδομένων, με αποτέλεσμα οι όποιες στατιστικές αναλύσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο να γίνονται κατά προσέγγιση, από το συνδυασμό διαφόρων πηγών (European Commission, 2008). Η προσπάθεια του ΕΛΓΟ Δήμητρα (πρώην ΟΠΕΓΕΠ) για τη δημοσίευση στατιστικών στοιχείων που αφορούν την ολοκληρωμένη διαχείριση στον ελλαδικό χώρο, περιορίζεται μόνο στην πιστοποίηση των αγροτικών προϊόντων κατά Agro 2.1-2.2 την τελευταία πενταετία, χωρίς να προσμετρά και τα υπόλοιπα είδη πιστοποιήσεων, όπως το Globalgap, Nurture, QS κλπ. (ΟΠΕΓΕΠ, 2013).Το έναυσμα για τη παρούσα διατριβή αποτέλεσε η ύπαρξη ερευνητικού κενού για την εξέλιξη της βιολογικής και ολοκληρωμένης γεωργίας σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, αλλά και η επίδραση που δέχονται αυτές οι μορφές από την Κ.Α.Π. που ασκείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η διατριβή βασίστηκε σε ένα θεωρητικό και μεθοδολογικό μοντέλο αξιολόγησης των παραγόντων εκείνων που επηρεάζουν την εφαρμογή των εναλλακτικών αυτών μορφών γεωργίας, μέσα από την Κ.Α.Π.. Εκτός από την περιγραφική ανάλυση, που θεωρείται δεδομένη σε κάθε παρόμοια έρευνα, χρησιμοποιήθηκε τόσο η δίτιμη και πολυωνυμική παλινδρόμηση, όσο και η ανάλυση διακύμανσης κατά ένα παράγοντα (ANOVA), προκειμένου να προσδιοριστούν οι μεταβλητές εκείνες που επιδρούν στην εφαρμογή της βιολογικής και ολοκληρωμένης γεωργίας και η επίδραση αυτών από την Κ.Α.Π..Έτσι, με βάση τους στόχους της έρευνας, μελετήθηκαν τα χαρακτηριστικά των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και η στάση των παραγωγών που εφαρμόζουν τις τρεις μορφές γεωργίας (συμβατική - βιολογική – ολοκληρωμένη), καθώς και οι παράγοντες εκείνοι που επιδρούν στην εφαρμογή αυτών των μορφών και επηρεάζονται από τα μέτρα της Κ.Α.Π., ώστε αυτή να βελτιωθεί και να γίνει ένα πιο αποτελεσματικό εργαλείο για τους έλληνες παραγωγούς
περισσότερα