Περίληψη
Η διαθλαστική χειρουργική με χρήση excimer laser είναι ένα ταχύτατα αναπτυσσόμενο και δημοφιλές πεδίο της οφθαλμολογίας. Η αποτελεσματικότητα των φωτοεκτομών και η προβλεψιμότητα του διαθλαστικού αποτελέσματος αυτού του είδους των επεμβάσεων, σχετίζεται στενά με τον ακριβή έλεγχο της επουλωτικής αντίδρασης του κερατοειδή μετά το εισαγόμενο χειρουργικό τραύμα. Όπως έχει φανεί από ιστολογικές μελέτες με ηλεκτρονική μικροσκοπία, η βασική επουλωτική αντίδραση του κερατοειδή συνίσταται στην ενεργοποίηση και αλλαγή του αριθμού των κερατοκυττάρων του στρώματος, την σταδιακή αναγέννηση του υποεπιθηλιακού νευρικού πλέγματος και την επιθηλιακή υπερπλασία στη θέση της εκτομής. Η παροδική ενεργοποίηση των στρωματικών κερατοκυττάρων σε ινοβλάστες και μυοϊνοβλάστες, έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή νέου κολλαγόνου στο στρώμα των χειρουργημένων οφθαλμών με συνέπεια τη μερική υποστροφή του επιχειρούμενου χειρουργικού αποτελέσματος (διαθλαστική διόρθωση).Η βασική και κλινική έρευνα στον τομέα της φωτο ...
Η διαθλαστική χειρουργική με χρήση excimer laser είναι ένα ταχύτατα αναπτυσσόμενο και δημοφιλές πεδίο της οφθαλμολογίας. Η αποτελεσματικότητα των φωτοεκτομών και η προβλεψιμότητα του διαθλαστικού αποτελέσματος αυτού του είδους των επεμβάσεων, σχετίζεται στενά με τον ακριβή έλεγχο της επουλωτικής αντίδρασης του κερατοειδή μετά το εισαγόμενο χειρουργικό τραύμα. Όπως έχει φανεί από ιστολογικές μελέτες με ηλεκτρονική μικροσκοπία, η βασική επουλωτική αντίδραση του κερατοειδή συνίσταται στην ενεργοποίηση και αλλαγή του αριθμού των κερατοκυττάρων του στρώματος, την σταδιακή αναγέννηση του υποεπιθηλιακού νευρικού πλέγματος και την επιθηλιακή υπερπλασία στη θέση της εκτομής. Η παροδική ενεργοποίηση των στρωματικών κερατοκυττάρων σε ινοβλάστες και μυοϊνοβλάστες, έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή νέου κολλαγόνου στο στρώμα των χειρουργημένων οφθαλμών με συνέπεια τη μερική υποστροφή του επιχειρούμενου χειρουργικού αποτελέσματος (διαθλαστική διόρθωση).Η βασική και κλινική έρευνα στον τομέα της φωτοδιαθλαστικής χειρουργικής εστιάζεται κυρίως σε εναλλακτικούς τρόπους ελέγχου της επουλωτικής αντίδρασης του κερατοειδή με σκοπό την βελτίωση τόσο της προβλεψιμότητας όσο και της αποτελεσματικότητας των φωτοδιαθλαστικών κερατεκτομών. Για αυτό τον σκοπό έχουν προταθεί εναλλακτικές χειρουργικές τεχνικές αλλά και χρήση φαρμακευτικών παραγόντων τόσο διεγχειρητικά όσο και κατά την πρώιμη μετεγχειρητική περίοδο.Συγκεκριμένα, κλινικές μελέτες έχουν δείξει πως η εφαρμογή της ενέργειας του laser κάτω από ένα στρωματικό κρημνό (τεχνική LASIK) φαίνεται να προσφέρει ικανοποιητικό έλεγχο της επουλωτικής αντίδρασης του κερατοειδή σε σχέση με τις επιφανειακές κερατεκτομές. Δεδομένων ωστόσο των διεγχειρητικών κινδύνων της δημιουργίας του κρημνού και μετεγχειρητικών επιπλοκών, όπως η μετεγχειρητική εκτασία του κερατοείδούς, η διεθνής διαθλαστική κοινότητα προσανατολίζεται στην ανεύρεση μεθόδων βελτιστοποίησης των επιφανειακών κερατεκτομών. Για το σκοπό αυτό, σήμερα δοκιμάζονται βελτιωμένες επιφανειακές κερατεκτομές που αναφέρονται σαν «προηγμένες κερατεκτομές επιφάνειας» (advanced surface ablations) με περισσότερο δημοφιλή σήμερα την χειρουργική τεχνική epi-LASIK αλλά και την κλασσική επιφανειακή κερατεκτομή με διεγχειρητική χρήση μιτομυκίνης C (PRK MMC) ενός κυτταροστατικού φαρμάκου με ευρεία χρήση στην χειρουργική του οφθαλμού.Η τεχνική epi-LASIK συνίσταται στον μηχανικό διαχωρισμό και τη διατήρηση του επιθηλιακού κρημνού που μετά το πέρας της επέμβασης επανατοποθετείται στο κερατικό στρώμα με στόχο να λειτουργήσει σαν μηχανικός φραγμός της επιφάνειας ελέγχοντας την μετεγχειρητική φλεγμονή και επομένως την επουλωτική αντίδραση του στρώματος του κερατοειδή. Τα κλινικά αποτελέσματα της τεχνικής βρίσκονται υπό εξέλιξη ενώ αναμένεται ακόμη η σύγκρισή της με άλλες μεθόδους φωτοδιαθλαστικής χειρουργικής για την διόρθωση αμετρωπιών.Η διεγχειρητική χρήση της μιτομυκίνης C έχει βρει ευρεία εφαρμογή στην χειρουργική του πτερυγίου και πρόσφατα προτάθηκε η χρήση της και για τον έλεγχο της επουλωτικής αντίδρασης του κερατοειδή μετά από φωτοδιαθλαστικές επεμβάσεις. Έχει δειχτεί πως η κυτταροστατική δράση του φαρμάκου είναι τόσο δοσοεξαρτώμενη όσο και χρονοεξαρτώμενη. Ενώ υπάρχει συναίνεση από την επιστημονική κοινότητα αναφορικά με την χρησιμοποιούμενη συγκέντρωση, όσον αφορά στον χρόνο εφαρμογής της προφυλακτικά στη χειρουργική του κερατοειδή, οι χρόνοι εφαρμογής ποικίλλουν ανάμεσα σε χειρουργούς από 10 εώς 120 δευτερόλεπτα.Σκοπός της προτεινόμενης διδακτορικής διατριβής είναι ο προσδιορισμός του αποτελεσματικότερου χρονικού διαστήματος της διεγχειρητικής εφαρμογής της μιτομυκίνης C (therapeutic window), συγκέντρωσης 0.02%. Στόχος επίσης της μελέτης είναι ο συγκριτικός έλεγχος των δύο παραπάνω τεχνικών σε σχέση με τον επαρκή έλεγχο της επουλωτικής αντίδρασης του κερατοειδή, αλλά και την προβλεψιμότητα, αποτελεσματικότητα και ασφάλεια των παραπάνω τεχνικών για την διόρθωση χαμηλής και μέτριας μυωπίας.Η πρώτη φάση της μελέτης θα περιλάβει τον προσδιορισμό της επουλωτικής αντίδρασης του κερατοειδή μετά από επιφανειακή κερατεκτομή με διεγχειρητική χρήση μιτομυκίνης C σε διάφορους χρόνους εφαρμογής της, στο πειραματικό μοντέλο του κουνελιού. Συγκεκριμένα προβλέπεται προοπτική 6μηνη μελέτη με χρήση ομάδας μαρτύρων που θα λάβει κλασσική επιφανειακή κερατεκτομή, για τον έλεγχο διεγχειρητικής εφαρμογής διαφόρων χρόνων (από 10 έως 120 δευτερολέπτων) της καθιερωμένης συγκέντρωσης του φαρμάκου. Έπειτα θα ακολουθήσει συνεστιακή μικροσκοπία (confocal microscopy) και ιστολογικός έλεγχος των δειγμάτων με σκοπό τον προσδιορισμό του ελάχιστου χρόνου για τον επαρκή έλεγχο της αντίδρασης του κερατοειδή.Η δεύτερη φάση του πρωτοκόλλου θα περιλάβει προοπτική συγκριτική μελέτη των δύο τεχνικών (PRK MMC και epi-Lasik) σε δείγμα ασθενών χαμηλής και μέτριας μυωπίας με ελάχιστη παρακολούθηση ενός χρόνου. Τα κριτήρια αξιολόγησης θα περιλάβουν την αποτελεσματικότητα, την προβλεψιμότητα, το χρόνο σταθεροποίησης καθώς και την in vivo μικροσκοπία των χειρουργημένων οφθαλμών με χρήση συνεστιακού μικροσκοπίου.
περισσότερα