Περίληψη
Οι πληθυσμοί και τα είδη των κοινών πουλιών των αγροτικών περιοχών μειώνονται με γρήγορο ρυθμό σε όλη την Ευρώπη. Εντούτοις ορεινές περιοχές, όπως τα οροπέδια του Ζαγορίου Ιωαννίνων διατηρούν μία αξιοθαύμαστη ποικιλότητα τέτοιων ειδών, όπου καταγράφηκαν 143 από τα 187 είδη του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου (Ε.Π.Β.Π.) Παρά την μικρή τους έκταση, που καλύπτει μόλις το 0.38% του Ε.Π.Β.Π., εδώ παρουσιάζονται περίπου τα 2/3 από τα σημαντικότερα είδη της ορνιθοπανίδας του Εθνικού Πάρκου. Τρία είδη στρουθιόμορφων πουλιών είναι τα κοινότερα στα οροπέδια Ζαγορίου, ο Αετομάχος (Lanius collurio), ο Τσιφτάς (Miliaria calandra) και ο Θαμνοτσιροβάκος (Sylvia communis). Τα χαρακτηριστικά των θέσεων όπου αυτά φωλιάζουν συγκρίθηκαν με αντίστοιχα τυχαία επιλεγμένων επιφανειών. Χρησιμοποιώντας μοντέλα λογιστικής παλινδρόμησης και δέντρα ταξινόμησης βρέθηκε ότι τα πουλιά φωλιάζουν κατά προτίμηση σε θέσεις όπου βοσκότοποι με διάσπαρτους θάμνους ή μικρά δέντρα αναμιγνύονται με καλλιεργήσιμη γη. Η παρουσία ...
Οι πληθυσμοί και τα είδη των κοινών πουλιών των αγροτικών περιοχών μειώνονται με γρήγορο ρυθμό σε όλη την Ευρώπη. Εντούτοις ορεινές περιοχές, όπως τα οροπέδια του Ζαγορίου Ιωαννίνων διατηρούν μία αξιοθαύμαστη ποικιλότητα τέτοιων ειδών, όπου καταγράφηκαν 143 από τα 187 είδη του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου (Ε.Π.Β.Π.) Παρά την μικρή τους έκταση, που καλύπτει μόλις το 0.38% του Ε.Π.Β.Π., εδώ παρουσιάζονται περίπου τα 2/3 από τα σημαντικότερα είδη της ορνιθοπανίδας του Εθνικού Πάρκου. Τρία είδη στρουθιόμορφων πουλιών είναι τα κοινότερα στα οροπέδια Ζαγορίου, ο Αετομάχος (Lanius collurio), ο Τσιφτάς (Miliaria calandra) και ο Θαμνοτσιροβάκος (Sylvia communis). Τα χαρακτηριστικά των θέσεων όπου αυτά φωλιάζουν συγκρίθηκαν με αντίστοιχα τυχαία επιλεγμένων επιφανειών. Χρησιμοποιώντας μοντέλα λογιστικής παλινδρόμησης και δέντρα ταξινόμησης βρέθηκε ότι τα πουλιά φωλιάζουν κατά προτίμηση σε θέσεις όπου βοσκότοποι με διάσπαρτους θάμνους ή μικρά δέντρα αναμιγνύονται με καλλιεργήσιμη γη. Η παρουσία φρακτών και οι περιοδικά καμένοι θάμνοι και φυτοφράχτες είναι ιδιαίτερα σημαντικοί για τον Αετομάχο. Οι βιότοποι αυτοί διατηρούνται από παραδοσιακές αγροτικές δραστηριότητες και ιδιαίτερα από την εκτατική κτηνοτροφία. Εξετάστηκε επιπλέον η αναπαραγωγική δραστηριότητα σε σχέση με τα στοιχεία του τοπίου σε πέντε χωρικές κλίμακες (από 2x2 χιλιόμετρα ως 125x125 μέτρα). Χαρτογραφήθηκε τα έτη 2005 και 2006 ο χώρος κατανομής του Αετομάχου και καταγράφηκε αναλυτικά η αναπαραγωγική του επιτυχία και πραγματοποιήθηκε «ανάλυση κλίμακας». Από τα 68 ζευγάρια που κατασκεύασαν φωλιές, τα 2/3 απέτυχαν να αναθρέψουν νεοσσούς. Η παραγωγικότητα των υπόλοιπων ανήλθε στους 2,35 νεοσσούς ανά ζευγάρι. Οι περισσότερες φωλιές ήταν τοποθετημένες σε βοσκημένα πουρνάρια και αγκαθωτούς θάμνους. Οι φωλιές βρέθηκαν σε ανοιχτούς βοσκοτόπους που συνοδεύονταν από μεμονωμένους θάμνους. Επιτυχημένες φωλιές έχουν λιγότερα δέντρα, γεγονός που σχετίζεται πιθανά με μικρότερη θηρευτική πίεση. Φαίνεται ότι ο Αετομάχος συνδέεται ισχυρά με τη βόσκηση που διατηρεί το τοπίο «ανοιχτό» στο επίπεδο δομής και ετερογένειας του τοπίου και έμμεσα από τη μορφή και το είδος του θάμνων όπου τοποθετεί την φωλιά του. Τέλος υπολογίστηκαν χωρικές μεταβλητές του τοπίου, που ήταν δυνατόν να αναγνωριστούν με ακρίβεια στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945 και 1969 ως «δείκτες ιστορικής αλλαγής» για κάθε επιφάνεια που συγκρίθηκαν μεταξύ τους. Βρέθηκε ότι οι λιβαδικές περιοχές όπου ο Αετομάχος συνεχίζει να αναπαράγεται με επιτυχία το 2006 είναι αυτές που διατηρήθηκαν σχετικά αναλλοίωτες από το 1945 έως και σήμερα. Διαπιστώνουμε έτσι ότι η διατήρηση των «παραδοσιακών» χρήσεων γης και κυρίως της εκτατικής κτηνοτροφίας, διατηρεί ένα ιδιαίτερα πολύτιμο «πολιτισμικό» ενδιαίτημα οικοτόνων που αν και δυναμικό και συνεχώς μεταβαλλόμενο, είναι τελικά σταθερό ως αέναα επαναλαμβανόμενο. Αυτό διατηρείται κυρίως με τη βόσκηση αιγοπροβάτων, την ελεγχόμενη χρήση της φωτιάς και την περιοδική κοπή δέντρων και θάμνων. Ο Αετομάχος μπορεί αβίαστα να προταθεί ως ένα κατάλληλο είδος «βιοδείκτης» των ορεινών αγροοικοσυστημάτων και πιστεύεται ότι μπορεί να αποτελέσει εύχρηστο «εργαλείο» ορθολογικής διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Common farmland birds are declining throughout Europe; however marginal farmlands that escaped intensification or land abandonment remain a heaven for farmland species in some Mediterranean mountains. The three mountain plateaus of Central Zagori Municipality in Epirus region NW Greece are such areas and can be characterized as ‘local bird biodiversity hotspot’, as 143 from the 187 species of the Northern Pindos National Park have been recorded here, including also the most threatened species. The commonest farmland birds of the area are the Red-backed Shrike (Lanius collurio), the Corn Bunting (Miliaria calandra) and Common Whitethroat (Sylvia communis). Their microhabitat preferences were studied comparing land use, structural and vegetation physiognomic characteristics. Using logistic regression and classification trees models it was found that all show a preference for agricultural mosaics dominated by rangelands with scattered shrub or short trees mixed with arable land. Fences an ...
Common farmland birds are declining throughout Europe; however marginal farmlands that escaped intensification or land abandonment remain a heaven for farmland species in some Mediterranean mountains. The three mountain plateaus of Central Zagori Municipality in Epirus region NW Greece are such areas and can be characterized as ‘local bird biodiversity hotspot’, as 143 from the 187 species of the Northern Pindos National Park have been recorded here, including also the most threatened species. The commonest farmland birds of the area are the Red-backed Shrike (Lanius collurio), the Corn Bunting (Miliaria calandra) and Common Whitethroat (Sylvia communis). Their microhabitat preferences were studied comparing land use, structural and vegetation physiognomic characteristics. Using logistic regression and classification trees models it was found that all show a preference for agricultural mosaics dominated by rangelands with scattered shrub or short trees mixed with arable land. Fences and the periodically burned bushes and hedgerows are particularly important for Red-backed Shrike. All those habitat requirements are maintained by traditional rural activities and especially by extensive livestock-rearing. Furthermore detailed data on breeding Red-backed Shrikes and their habitat preferences has been gathered during the years 2005 and 2006 and was analysed in five landscape scales. From the 68 pairs that built a nest, 2/3 failed to raise nestlings. The productivity of these successful pairs was 2.35 nestlings per pair. Most nests were placed in bushes with needles such as prickly oaks, depressed by grazing. The nests were found in open pasturelands and were accompanied by scattered bushes in all landscape scales. Successful nests have fewer trees, which are probably related with higher nest predation. It appears that Red-backed Shrikes are strongly associated with grazing, that maintains the vegetation "open" and the landscape heterogeneity high, while indirectly grazing is shaping the vegetation that the species use for placing its nest. Moreover several landscape variables were measured using aerial photographs of the years 1945, 1969 and 2006. It was found that juveniles were raised successfully in areas with less change since 1945. We suppose that the current population of Red-backed Shrikes constitutes a remnant of an older population, which continues to breed successfully only in "islands" where traditional rural activities remain the same. Thus it is evident that the maintenance of "traditional" land uses and especially the extensive livestock-rearing, is important to preserve precious "cultural landscape". Activities formerly characterized as "devastating" for the Mediterranean environment, such as goats grazing, the use of fire and the periodical cutting of trees and shrubs seems that favour biodiversity that needs to be preserved through specific management actions. Red-backed Shrike can be proposed as a suitable "bio indicator" of pasturelands; a useful "tool" for the evaluation of locally adapted agri-environmental measures in mountainous National Parks.
περισσότερα