Περίληψη
Σκοπός: Το κολλαγόνο τύπου Ι είναι η βασική πρωτεΐνη στο δέρμα, στους τένοντες, στα οστά, αλλά και στο μεσοσπονδύλιο δίσκο. Βρίσκεται σε ικανές ποσότητες τόσο στον πηκτοειδή πυρήνα όσο και στον ινώδη δακτύλιο. Πολυμορφισμοί στο γονίδιο που κωδικοποιεί την παραγωγή κολλαγόνου Ι σχετίζονται με την παρουσία οστεοπόρωσης, ατελούς οστεογένεσης και του συνδρόμου Ehlers-Danhlos. Η δισκική νόσος είναι μια πολυπαραγοντική νόσος, στην οποία όμως έχει καταδειχθεί ότι η γενετική προδιάθεση έχει ουσιαστική θέση. Στη μελέτη μας συγκρίνουμε νεαρούς άνδρες με δισκοκήλη, με ένα αντιστοιχισμένο σύνολο υγειών ατόμων μη πασχόντων από δισκοκήλη, ελαχιστοποιώντας τους συμπαράγοντες κινδύνου για την εκφυλιστική δισκική νόσο. Σκοπός είναι να ελεγχθεί η συμβολή γενετικών πολυμορφισμών του γονιδίου του COL1A1, στην εμφάνιση κήλης μεσοσπονδύλιου δίσκου, της ΟΜΣΣ.
Υλικό – Μέθοδοι: Εικοσιτέσσερις νέοι άνδρες (ασθενείς) ηλικίας από 18 έως 32 ετών, (μ.ο.: 29±7.6 έτη), οι οποίοι υπηρετούσαν την στρατιωτική τους θητε ...
Σκοπός: Το κολλαγόνο τύπου Ι είναι η βασική πρωτεΐνη στο δέρμα, στους τένοντες, στα οστά, αλλά και στο μεσοσπονδύλιο δίσκο. Βρίσκεται σε ικανές ποσότητες τόσο στον πηκτοειδή πυρήνα όσο και στον ινώδη δακτύλιο. Πολυμορφισμοί στο γονίδιο που κωδικοποιεί την παραγωγή κολλαγόνου Ι σχετίζονται με την παρουσία οστεοπόρωσης, ατελούς οστεογένεσης και του συνδρόμου Ehlers-Danhlos. Η δισκική νόσος είναι μια πολυπαραγοντική νόσος, στην οποία όμως έχει καταδειχθεί ότι η γενετική προδιάθεση έχει ουσιαστική θέση. Στη μελέτη μας συγκρίνουμε νεαρούς άνδρες με δισκοκήλη, με ένα αντιστοιχισμένο σύνολο υγειών ατόμων μη πασχόντων από δισκοκήλη, ελαχιστοποιώντας τους συμπαράγοντες κινδύνου για την εκφυλιστική δισκική νόσο. Σκοπός είναι να ελεγχθεί η συμβολή γενετικών πολυμορφισμών του γονιδίου του COL1A1, στην εμφάνιση κήλης μεσοσπονδύλιου δίσκου, της ΟΜΣΣ.
Υλικό – Μέθοδοι: Εικοσιτέσσερις νέοι άνδρες (ασθενείς) ηλικίας από 18 έως 32 ετών, (μ.ο.: 29±7.6 έτη), οι οποίοι υπηρετούσαν την στρατιωτική τους θητεία και έπασχαν από δισκοκήλη σε ένα ή παραπάνω επίπεδα της ΟΜΣΣ, αντιστοιχίστηκαν με ομάδα ελέγχου (66 υγιείς νέους, ηλικίας από 18 έως 37 ετών με μ.ο.: 26±4.38), όσον αφορά, το φύλο, την ηλικία, σωματομετρικές παραμέτρους (Δείκτης Σωματικής Μάζας, ΔΣΜ), την επαγγελματική δραστηριότητα και το επίπεδο φυσικής κατάστασης. Οι συμμετέχοντες, υποβλήθηκαν σε πλήρη κλινική εξέταση, ενώ στη συνέχεια συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο στο οποίο καταγράφηκε η ημερήσια κατανάλωση αλκοόλ και το αν είναι καπνιστές ή όχι. Επίσης, έγινε μέτρηση της οστικής πυκνότητας με τη μέθοδο της ποσοτικής υπερηχομετρίας στην πτέρνα και στις δύο ομάδες. Όλοι οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε MRI ΟΜΣΣ για την επιβεβαίωση ή αποκλεισμό της ύπαρξης δισκοκήλης.
Με την μέθοδο της ASO/PCR και συμβατικής PCR αντίστοιχα, ελέγχθηκαν στο γενετικό υλικό των δύο ομάδων, οι πολυμορφισμοί Sp1 και ο πολυμορφισμός εισόδου 4-ζευγών βάσεων στην μη μεταφραζόμενη 3’ UTR περιοχή του γονιδίου του COL1A1, προκειμένου να συσχετιστούν με την παρουσία κήλης στο μεσοσπονδύλιο δίσκο. Τα αποτελέσματα αναλύθηκαν με SPSS v.11.0 και χρησιμοποιήθηκαν το χ2 τεστ και η ανάλυση πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης.
Αποτελέσματα: Οι δύο ομάδες ήταν πλήρως αντιστοιχισμένες όσον αφορά τις δημογραφικές, τις ανθρωπομετρικές παραμέτρους καθώς και το κάπνισμα και την κατανάλωση αλκοόλ. Δεν προέκυψαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στην ηλικία (p=0.063), το ΔΣΜ (p=0.4814), την κατανάλωση οινοπνευματωδών (p=0.6307) και το κάπνισμα (p=0.6545), μεταξύ των ομάδων της μελέτης. Κανένας από τους παράγοντες που μελετήθηκαν δεν είχε συσχέτιση με την παρουσία δισκοκήλης. Μόνο η ηλικία παρουσίασε τάση να αποτελέσει ανεξάρτητο προδιαθεσικό παράγοντα για δισκοκήλη (P=0.058). Οι τιμές των T-scores και Z-scores στην οστική πυκνομετρία βρέθηκαν στα φυσιολογικά όρια και για τις δύο ομάδες, χωρίς στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ της ομάδας των ασθενών, συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου (p=0.6605 για τα T-scores και p=0.8944 για τα Z-scores).
Στα υγιή άτομα, η συχνότητα εμφάνισης του ομόζυγου γονότυπου GG ήταν 33.3% και του ετερόζυγου GT ήταν 66.67, ενώ κανένας από τους υγιείς στην ομάδα ελέγχου δεν παρουσίασε τον ομόζυγο γονότυπο TT. Οι αντίστοιχες συχνότητες στους ασθενείς με δισκοκήλη ήταν 25%, 41.67% και 33.3%. Παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά, στη συχνότητα εμφάνισης του γονοτύπου ΤΤ, μεταξύ των ασθενών και υγιών ατόμων (p<0,0001). Η ανάλυση πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης, έδειξε ότι από τους παράγοντες που μελετήθηκαν, μόνο η παρουσία του Τ/Τ γονότυπου είχε ανεξάρτητη συσχέτιση με την παρουσία κήλης (p<0.0001).
Για τον δεύτερο πολυμορφισμό μελετήθηκαν οι γονότυποι Α1Α1, Α1Α2 και Α2Α2. Στα υγιή άτομα η συχνότητα εμφάνισης του ομόζυγου γονότυπου Α1Α1, ήταν 12.12%, ενώ του ετερόζυγου Α1Α2 ήταν 34.85% και του ομόζυγου Α2Α2 ήταν 53.03%. Οι αντίστοιχες συχνότητες στους ασθενείς με δισκοκήλη ήταν 12.50%, 29.17% και 58.33%. Δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ ασθενών και υγιών στη συχνότητα εμφάνισης των τριών γονοτύπων. Περαιτέρω ανάλυση των συχνοτήτων εμφάνισης των γονοτύπων, έδειξε ότι οι γονότυποι των δύο ομάδων (ασθενείς και ομάδα ελέγχου) δεν παρουσίασαν απόκλιση από την ισορροπία Hardy-Weinberg.
Συμπέρασμα: Η ηλικία παρουσίαζε τάση να αποτελεί ανεξάρτητο προδιαθεσικό παράγοντα για δισκοκήλη. Ο πολυμορφισμός Sp1 στο γονίδιο του COL1A1, το οποίο ελέγχει την παραγωγή των 1 alpha(1) αλύσων του κολλαγόνου, είναι σημαντικά στατιστικός παράγοντας κινδύνου και σχετίζεται άμεσα με την προδιάθεση για τη δημιουργία δισκοκήλης. Αντίθετα δεν παρατηρήθηκε σημαντική συσχέτιση του πολυμορφισμού εισόδου 4-ζευγών βάσεων στην 3’ UTR περιοχή του γονιδίου του COL1A1, με την παρουσία δισκοκήλης σε νέους άρρενες. Το εύρημα αυτό ενισχύει ακόμα περισσότερο την άποψη μας ότι ο πολυμορφισμός στη θέση Sp1 είναι ειδικός για τη δισκοκήλη και δεν βρίσκεται σε ανισορροπία σύνδεσης (linkage disequilibrium) με κάποιο γειτονικό τμήμα ή κάποιες άλλες γειτονικές αλληλουχίες βάσεων στο ευμεγέθες γονίδιο του COL1A1.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Objectives: Lumbar disk disease (LDD) belongs to the most common musculoskeletal disorders in the western world. It is one of the most frequent conditions for which patients seek medical care and a major cause of work disability. Although the factors leading to the development of LDD are multiple and diverse, there is significant evidence of a genetic predisposition. The aim of this study is to determine the prevalence of COL1A1 genotypes and their association lumbar disc disease in a comparative group matched study including young male military recruits.
Materials-methods: Twenty-four patients with disc herniation (median age 29±7.6 years) were matched with 66 healthy volunteers with median age 26±4.38 years (controls), by gender, age, body mass index and level of physical performance. A questionnaire concerning, alcohol consumption and smoking was completed and calcaneal quantitative ultrasound was measured by heel ultrasound for each one of the 90 individuals as well. A detailed ...
Objectives: Lumbar disk disease (LDD) belongs to the most common musculoskeletal disorders in the western world. It is one of the most frequent conditions for which patients seek medical care and a major cause of work disability. Although the factors leading to the development of LDD are multiple and diverse, there is significant evidence of a genetic predisposition. The aim of this study is to determine the prevalence of COL1A1 genotypes and their association lumbar disc disease in a comparative group matched study including young male military recruits.
Materials-methods: Twenty-four patients with disc herniation (median age 29±7.6 years) were matched with 66 healthy volunteers with median age 26±4.38 years (controls), by gender, age, body mass index and level of physical performance. A questionnaire concerning, alcohol consumption and smoking was completed and calcaneal quantitative ultrasound was measured by heel ultrasound for each one of the 90 individuals as well. A detailed clinical and neurological examination was performed and documented in both groups. All patients had radiological confirmation of their disease. The visualised herniation had to be compatible with the clinical symptoms. The radiographic studies consisted of MRI evaluation of the affected area. Finally, the two groups were genotyped for Sp1 and a 4bp-base insertion at the 3’ UTR region, polymorphisms of COL1A1 gene, with ASO/PCR and conventional PCR methods retrospectively. Data were analyzed with SPSS v.11.0; chi-squared test and regression analysis were used as well.
Results: There were no statistically significant differences between the two groups by the age (p=0.063), BMI (p=0.4814), alcohol consumption (p=0.6307) and smoking (p=0.6545). The mean values of T-scores and Z-scores were within the normal range in both groups and there were no statistically significant differences in the values of these two scores, between patients with LDD and control subjects (p=0.6605 for the T-scores and p=0.8944 for the Z-scores). None of the above mentioned parameters had any statistically significant relation with the presence of lumbar LDD. Regression analysis revealed that age had the tendency to become independent risk factor for lumbar disc herniation (P=0.058).
For the Sp1 polymorphism at the COL1A1 gene, 33.3% of the controls were homozygous for the GG genotype and 66.67% of the controls were heterozygous GT versus 25% and 41.67% of the patients, while 33.3% of the patients were T/T versus none of the controls, which was statistically significant difference (p<0.0001). Regression analysis revealed that the presence of the TT genotype is an independent risk factor for lumbar disc herniation (p< 0.0001).
Regarding the second polymorphism, fourteen patients (58.33%) were homozygous for A2A2 versus 35 controls (53.03%), while three patients (12.50%) were A1A1, and eight of the control subjects (12.12%) had this genotype. There were no statistically significant differences in the presence of the two alleles of this polymorphism between patients with LDD and control subjects and there was no deviation from the Hardy-Weinberg equilibrium for both groups (patients and controls).
Conclusions: We conclude that the COL1A1 Sp1 site polymorphism appears to be specifically linked to LDD. The study of the second polymorphism, although negative, strengthens the observation, that the association of LDD with the functional Sp1 polymorphism of the COL1A1 gene is most likely specific and not in linkage disequilibrium with another locus, at least not as regards the 3’ UTR site of the gene that was investigated in the present study.
περισσότερα