Περίληψη
Τα κακοήθη γλοιώματα είναι οι πιο κοινοί πρωτογενείς όγκοι του κεντρικού
νευρικού συστήματος με θνησιμότητα που πλησιάζει το 80% στον πρώτο χρόνο της
διάγνωσης τους. Η υψηλή τους διεισδυτικότητα καθιστά τις παρούσες θεραπείες, όπως την
χειρουργική εξαίρεση και την ακτινοθεραπεία ανεπαρκείς, ενώ καινούργιες προσεγγίσεις
όπως η ανοσοθεραπεία μελετούνται προσεκτικά ως πιθανά βοηθήματα στη θεραπεία των
ασθενών με κακοήθη γλοιώματα.
Ένας αριθμός παραγόντων έχει προταθεί ότι παίζει σημαντικό ρόλο στην διαφυγή
των γλοιωμάτων από το ανοσολογικό σύστημα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η
φτωχή τους ανοσογενεσιμότητα, εφ’ όσον δεν εκφράζονται ειδικές ανοσοσφαιρίνες και
ειδικά αντισώματα για τα γλοιώματα. Ένας άλλος παράγοντας είναι η θέση τους μέσα στο
κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ), το οποίο θεωρείται ως ένα «ανοσο-προνομιούχο»
όργανο του ανθρωπίνου σώματος. Τέλος, ακόμη ένας παράγοντας που συντελεί στη
διαφυγή από το ανοσολογικό σύστημα είναι το γεγονός ότι τα γλοιωματικά κύτταρα ...
Τα κακοήθη γλοιώματα είναι οι πιο κοινοί πρωτογενείς όγκοι του κεντρικού
νευρικού συστήματος με θνησιμότητα που πλησιάζει το 80% στον πρώτο χρόνο της
διάγνωσης τους. Η υψηλή τους διεισδυτικότητα καθιστά τις παρούσες θεραπείες, όπως την
χειρουργική εξαίρεση και την ακτινοθεραπεία ανεπαρκείς, ενώ καινούργιες προσεγγίσεις
όπως η ανοσοθεραπεία μελετούνται προσεκτικά ως πιθανά βοηθήματα στη θεραπεία των
ασθενών με κακοήθη γλοιώματα.
Ένας αριθμός παραγόντων έχει προταθεί ότι παίζει σημαντικό ρόλο στην διαφυγή
των γλοιωμάτων από το ανοσολογικό σύστημα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η
φτωχή τους ανοσογενεσιμότητα, εφ’ όσον δεν εκφράζονται ειδικές ανοσοσφαιρίνες και
ειδικά αντισώματα για τα γλοιώματα. Ένας άλλος παράγοντας είναι η θέση τους μέσα στο
κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ), το οποίο θεωρείται ως ένα «ανοσο-προνομιούχο»
όργανο του ανθρωπίνου σώματος. Τέλος, ακόμη ένας παράγοντας που συντελεί στη
διαφυγή από το ανοσολογικό σύστημα είναι το γεγονός ότι τα γλοιωματικά κύτταρα είναι
ικανά να εκκρίνουν ποικίλες ανοσοκατασταλτικές κυτοκίνες, οι οποίες δρουν
κατασταλτικά στην κυτταροτοξική δράση των Τ κυττάρων. Οι κυτοκίνες είναι
πολυλειτουργικές πρωτεΐνες, οι οποίες εμπλέκονται σε διακυτταρικές επικοινωνίες και
κυτταρικές λειτουργίες και οι οποίες μπορούν να δείξουν τις επιδράσεις τους στο ΚΝΣ
τόσο άμεσα, όσο και έμμεσα. Οι δράσεις τους είναι τόσο ανοσορυθμιστικές όσο και
νευροδιαμορφωτικές, αφού μπορούν να προέρχονται, είτε από περιφερικά όργανα του
ανοσολογικού συστήματος και να διαπερνούν στη συνέχεια τον αιμοτοεγκεφαλικό
φραγμό, ή να παράγονται από νευρωνικά κύτταρα του ΚΝΣ.
Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση της έκφρασης των κυτοκινών
στα γλοιώματα και η πιθανή συμμετοχή τους στην κακοήθεια και στην αγγειογέννεση των
όγκων.
Η έκκριση των κυτοκινών αξιολογήθηκε σε απομονωμένα μονοπύρηνα κύτταρα
του περιφερικού αίματος (PBMCs) 50 ασθενών με κακοήθη γλοιώματα σταδίου IV, άμεσα
προεγχειρητικά, συγκριτικά με 50 μάρτυρες. Παράλληλα, μελετήθηκε η έκκριση
κυτοκινών σε 10 πρωτογενείς καλλιέργειες με την χρήση της μεθοδολογίας ELISPOT. Οι
κυτοκίνες Th1-τύπου, TNFα και IFNγ βρεθήκανε μειωμένες στους ασθενείς σε σχέση με
τους μάρτυρες (p=0.01 και p<0.001, αντίστοιχα). Σε αντίθεση, οι κυτοκίνες τύπου Th2
(IL-4 και IL-10) βρεθήκανε να είναι αυξημένες στους ασθενείς σε σχέση με τους μάρτυρες
Ανοσολογικός προσδιορισμός των κυτοκινών και ο ρόλος τους στα γλοιώματα
II
τόσο στα περιφερικά κύτταρα, όσο και στις πρωτογενείς καλλιέργειες (p<0.05, p<0.001
αντίστοιχα).
Για τον ανοσοϊστοχημικό καθορισμό των κυτοκινών IL-6, IL-8, COX-2, IL-10,
VEGF και CD34 χρησιμοποιήθηκαν 23 ασθενείς από τους οποίους ελήφθησαν
ιστοτεμάχια τα οποία μονιμοποιήθηκαν σε φορμαλίνη και εμβυθίστηκαν σε παραφίνη. Η
μελέτη των μικροαγγείων πραγματοποιήθηκε με το αντίσωμα anti-CD34 και με τη βοήθεια
προγράμματος υπολογιστού.
Έκφραση της IL-6 ανιχνεύθηκε σε όλα τα δείγματα και έδειξε μια αύξηση στην
έκφραση σε σχέση με το επίπεδο νέκρωσης (p=0.005). Η έκφραση της IL-6 παρουσίασε
παράλληλη αύξηση με το στάδιο κακοήθειας (p=0.020). Η έκφραση της IL-8 ήτανε
αυξημένη σε όλα τα δείγματα. Η έκφρασή της όμως δεν σχετίζεται με το στάδιο
νέκρωσης, ούτε με το στάδιο κακοήθειας. Η κυτοκίνη COX ανιχνεύθηκε σε όλα τα
δείγματα. Επίσης η COX δεν παρουσίασε θετική συσχέτιση με την αύξηση του βαθμού
κακοήθειας αλλά και με τον βαθμό της νέκρωσης. Η ανοσοδραστηκότητα της πρωτεΐνης
VEGF ανιχνεύθηκε σε 58,3% των κυττάρων και παρουσίασε θετική συσχέτιση με το
βαθμό κακοήθειας του όγκου (p=0.035). Η έκφραση των επιπέδων της IL-10
παρουσιάστηκαν χαμηλά τόσο σε επίπεδο έντασης της χρώσης, όσο και σε ποσοστό
θετικών κυττάρων και δεν παρουσίασε καμία θετική συσχέτιση με τον βαθμό νέκρωσης
και βαθμό κακοήθειας. Η ανοσοδραστικότητα της CD34 έδειξε ότι οι αγγειακοί
ογκομετρικοί παράμετροι δεν επηρεάζονται από τον όγκο όυτε από το βαθμό της
νέκρωσης.
Η έκφραση της διαλυτής CD95 μετρήθηκε με τη βοήθεια της ELISA, η οποία
εμφανίστηκε μειωμένη και δεν ήτανε στατιστικά σημαντική (p>0.05) σε σχέση με τα
φυσιολογικά επίπεδα.
Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης δηλώνουν ότι οι
ασθενείς με κακοήθη γλοιώματα εμφανίζουν, ευρεία καταστολή της κυτταρικής ανοσίας
πιθανόν εξαιτίας της έντονης απορύθμισης του κυτοκινετικού τους προφίλ. Έτσι φαίνεται
ότι τα γλοιώματα προάγουν μια αλλαγή από την Th1 (διεγέρτες) σε Th2 (καταστολείς)
κυτταρική απάντηση, έκφραση των κυτοκινών που υποστηρίζει μια προώθηση της χυμικής
ανοσίας σε βάρος της κυτταρικής ανοσίας, συμβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σε μια
ανεπαρκή ικανότητα του οργανισμού να καταπολεμά τα γλοιώματα.
περισσότερα