Περίληψη
Ποτέ μέχρι σήμερα η διάδοση της τεχνολογίας της πληροφορικής και
επικοινωνιών (ΤΠ&Ε) δεν υπήρξε μεγαλύτερη, τόσο σε επίπεδο ατομικής χρήσης, όσο και
σε επίπεδο οργανισμών και επιχειρήσεων. Αποτελεί κοινή παραδοχή, ότι η τεχνολογία
της πληροφορικής συμβάλλει ιδιαίτερα στην βελτίωση των λειτουργιών των
οργανισμών από τους οποίους υιοθετείται και με πολλούς τρόπους (πχ. πρόσβαση σε
πηγές πληροφόρησης, αμεσότητα επικοινωνίας, καλλίτερη οργάνωση, μείωση κόστους,
αύξηση παραγωγής, έλεγχος κ.α.). Ωστόσο, στην ιατρική κοινότητα παρατηρείται κάποια
σημαντική υστέρηση σε σχέση με άλλες επαγγελματικές ομάδες ως προς την αποδοχή
και χρήση των πληροφοριακών συστημάτων. Αν και η ΤΠ&Ε έχει συμβάλλει τα μέγιστα
με νέες τεχνολογίες που δεν υπήρχαν παλαιότερα ως εγγενής τεχνολογία στον
βιοιατρικό εξοπλισμό (πχ. στον απεικονιστικό τομέα) αλλάζοντας την πορεία της ίδιας
της ιατρικής, η χρήση πληροφοριακών συστημάτων μεταξύ των ιατρών παραμένει
ιδιαίτερα περιορισμένη και αυτό αποτελεί μια κοινή ...
Ποτέ μέχρι σήμερα η διάδοση της τεχνολογίας της πληροφορικής και
επικοινωνιών (ΤΠ&Ε) δεν υπήρξε μεγαλύτερη, τόσο σε επίπεδο ατομικής χρήσης, όσο και
σε επίπεδο οργανισμών και επιχειρήσεων. Αποτελεί κοινή παραδοχή, ότι η τεχνολογία
της πληροφορικής συμβάλλει ιδιαίτερα στην βελτίωση των λειτουργιών των
οργανισμών από τους οποίους υιοθετείται και με πολλούς τρόπους (πχ. πρόσβαση σε
πηγές πληροφόρησης, αμεσότητα επικοινωνίας, καλλίτερη οργάνωση, μείωση κόστους,
αύξηση παραγωγής, έλεγχος κ.α.). Ωστόσο, στην ιατρική κοινότητα παρατηρείται κάποια
σημαντική υστέρηση σε σχέση με άλλες επαγγελματικές ομάδες ως προς την αποδοχή
και χρήση των πληροφοριακών συστημάτων. Αν και η ΤΠ&Ε έχει συμβάλλει τα μέγιστα
με νέες τεχνολογίες που δεν υπήρχαν παλαιότερα ως εγγενής τεχνολογία στον
βιοιατρικό εξοπλισμό (πχ. στον απεικονιστικό τομέα) αλλάζοντας την πορεία της ίδιας
της ιατρικής, η χρήση πληροφοριακών συστημάτων μεταξύ των ιατρών παραμένει
ιδιαίτερα περιορισμένη και αυτό αποτελεί μια κοινή, διεθνή διαπίστωση, ανεξάρτητα
από το κατά περίπτωση σύστημα υγείας, την εκπαίδευση των ιατρών, την τεχνολογική
πρόοδο των χωρών και χρησιμοποιούμενο πληροφοριακό σύστημα.
Ερωτήματα που τίθενται και έχει έννοια να διερευνηθούν είναι για παράδειγμα
«τι επιδρά στην διαμόρφωση της στάσης των ιατρών», «έχουν όλοι ενιαία αντίληψη, ή
διαφοροποιούνται και αν ναι, μπορούν να ταυτοποιηθούν σε ομάδες με κοινά
χαρακτηριστικά ως προς τη στάση τους και με ποια κριτήρια», «μπορεί να προβλεφθεί η
συμπεριφορά ομάδων έναντι της τεχνολογίας της πληροφορικής» «είναι τέτοια τα
χαρακτηριστικά των ομάδων ώστε να μπορούν να τύχουν χειρισμών και παρεμβάσεων»
κ.α. Οι απαντήσεις σε ένα πλαίσιο τέτοιων ερωτημάτων, όχι μόνο βοηθά στην
κατανόηση του προβλήματος και των πιθανών παραγόντων που υποβόσκουν στην
δημιουργία των τάσεων απέναντι στην αποδοχή και χρήση της τεχνολογίας της
πληροφορικής, αλλά κάλλιστα μπορούν να οδηγήσουν στην ανάπτυξη πολιτικών και
στρατηγικής μέσω των οποίων θα ήταν δυνατόν να γίνουν παρεμβάσεις για αλλαγή της
κατάστασης.
Η παρούσα διατριβή εξετάζει τους παράγοντες που επηρεάζουν τη στάση των
νοσοκομειακών ιατρών και του νοσηλευτικού προσωπικού ως προς την υιοθέτηση,
αποδοχή και χρήση της ΤΠ&Ε και των Πληροφοριακών Συστημάτων Υγειονομικής
Περίθαλψης (ΠΣΥΠ). Για να αποφευχθούν επιδράσεις και συσχετίσεις με συγκεκριμένα
τεχνικά χαρακτηριστικά που μπορεί να διαφοροποιούν μεταξύ τους διαφορετικά ΠΣΥΠ, η
θεώρηση δεν επικεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο ΠΣΥΠ, ούτε καν σε επίπεδο τεχνικών
χαρακτηριστικών. Αντίθετα, εξετάζει τη στάση του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού σε
σχέση με οργανωτικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά των ΠΣΥΠ, και ιδιαίτερα υπό το
πρίσμα μιας σχετικά νέας αντίληψης για την άσκηση της ιατρικής –που διαρκώς κερδίζει
έδαφος και εκφράζει μια διαφορετική κουλτούρα- την Επί Ενδείξεων Βασιζόμενη Ιατρική
(ΕΕΒΙ). Και τούτο δεν είναι τυχαίο. Όπως αναλύεται εκτενέστερα στα κεφάλαια που
ακολουθούν, υπάρχουν αποχρώσεις ενδείξεις -και τεκμηριώνεται εμπειρικά στην
διατριβή- η θετική στάση του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού έναντι της ΕΕΒΙ σχετίζεται
με την θετική στάση έναντι των ΠΣΥΠ και αυτό λειτουργεί επ’ ωφελεία και των δύο.
Ενσωματώνοντας την ΕΕΒΙ στην αρχιτεκτονική δομή που περιγράφει τα
οργανωτικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά των ΠΣΥΠ, συγκροτείται ένα κατάλληλο,
ισχυρό θεωρητικό πλαίσιο. Σκοπός της έρευνας είναι η διερεύνηση λανθανουσών κυρίως
σχέσεων μεταξύ των δομών της οργανωτικής δομής των ΠΣΥΠ, συμπεριλαμβανομένης
της ΕΕΒΙ, όπως αυτές αναμένεται να υφίστανται με βάση το θεωρητικό πλαίσιο. Στην συγχρονική1 μελέτη που υλοποιήθηκε μέσω ερωτηματολογίων
αυτοαναφοράς, έλαβαν μέρος 1015 ιατροί και νοσηλευτές από 14 μεγάλα νοσοκομεία
της Ελλάδας, επιτυγχάνοντας ένα δείγμα 604 ατόμων, ενός δηλ. από τα μεγαλύτερα
δείγματα που έχουν ποτέ χρησιμοποιηθεί στην ιατρική κοινότητα. Το εργαλείο μέτρησης
αποτελείται από 135 στοιχεία (ερωτήσεις) τα οποία περιγράφουν καθιερωμένες
επιμέρους δομές στην βιβλιογραφία.
Συγκεκριμένα, χρησιμοποιήθηκαν σε μια ενιαία λογική το Μοντέλο Αποδοχής
Τεχνολογίας (ΜΑΤ), ο Δείκτης Τεχνολογικής Ετοιμότητας (ΔΤΕ) και η Κλίμακα Στάσης Επί
Ενδείξεων Βασιζόμενης Ιατρικής (ΚΣΕΕΒΙ).
Αρχικά εφαρμόστηκε το ΜΑΤ για να διερευνηθούν οι σχέσεις μεταξύ των δομών
του (αντιληπτή χρησιμότητα, αντιληπτή ευκολία χρήσης, στάση ως προς τη χρήση και
πρόθεση συμπεριφοράς). Στην συνέχεια το μοντέλο επεκτάθηκε με την χρήση δύο
εξωτερικών μεταβλητών, την γνώση Τεχνολογίας Πληροφορικής και Επικοινωνιών
(ΤΠ&Ε) και τις λειτουργικές απαιτήσεις της ΤΠ&Ε προκειμένου να διερευνηθεί η
επίδραση των μεταβλητών αυτών στις δομές του ΜΑΤ. Επίσης χρησιμοποιήθηκε η
ιατρική ειδικότητα ως ρυθμιστής2 για τον διαχωρισμό του δείγματος σε ομάδες
(χειρουργούς και παθολόγους) και τον έλεγχο των διαφορών της στάσης των ομάδων.
Για τις αναλύσεις χρησιμοποιήθηκαν σύγχρονες ποσοτικές μέθοδοι, όπως η
Επιβεβαιωτική Παραγοντική Ανάλυση (CFA3), Δομικά Μοντέλα Εξισώσεων (SEM4) και
Ανάλυση Πολυομάδων Δομικής Ισοδυναμίας (MASI5). Τα αποτελέσματα εν γένει
συνάδουν με ευρήματα άλλων μελετών, ενώ προσδιορίζονται οι επιδράσεις μεταξύ των
εξωτερικών μεταβλητών.
Για την διερεύνηση της τάσης του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού να αποδεχθεί
την τεχνολογία, εφαρμόστηκε ο ΔΤΕ, ο οποίος δεν έχει τύχει εν γένει ευρείας εφαρμογής
στην υγεία. Αρχικά διατυπώθηκε η υπόθεση ότι και στον συγκεκριμένο πληθυσμό
διατηρούνται και αναγνωρίζονται οι πέντε διαστάσεις της τεχνολογικής ετοιμότητας
σύμφωνα με τις οποίες διακρίνεται και κατηγοριοποιείται το προφίλ του γενικού
πληθυσμού (εξερευνητές, πρωτοπόροι, σκεπτικιστές, παρανοούντες και αδρανείς). Κατά
δεύτερο λόγο διερευνήθηκαν τα χαρακτηριστικά και οι διαφορές των λανθανουσών
ομάδων του δείγματος ως προς τα δημογραφικά στοιχεία, την χρήση, την γνώση και τις
λειτουργικές απαιτήσεις των υπολογιστών. Για την ανάλυση των δεδομένων,
χρησιμοποιήθηκε διερευνητική παραγοντική ανάλυση και λανθάνουσα ανάλυση προφίλ6
(LPA) όπως υποστηρίζεται από το λογισμικό Mplus. Από τα αποτελέσματα
επιβεβαιώθηκε ότι υποστηρίζεται η ύπαρξη των πέντε διακριτών ομάδων τεχνολογικής
ετοιμότητας. Ωστόσο βρέθηκαν διαφορετικά χαρακτηριστικά των ομάδων σε σχέση με
τις αντίστοιχες του γενικού πληθυσμού, με την ομάδα των σκεπτικιστών να είναι η
επικρατέστερη. Επίσης βρέθηκαν διαφορές στις ομάδες ως προς τα δημογραφικά
στοιχεία (φύλλο, ηλικία, προϋπηρεσία, μέση εβδομαδιαία χρήση υπολογιστών κλπ).
Για την διερεύνηση της στάσης του προσωπικού ως προς την Επί Ενδείξεων
Βασιζόμενη Ιατρική (ΕΕΒΙ) χρησιμοποιήθηκε η Κλίμακα Στάσης Επί Ενδείξεων
Βασιζόμενης Ιατρικής (ΚΣΕΕΒΙ), η οποία δημιουργήθηκε αρχικά για εφαρμογή στην
ψυχική υγεία και την μελέτη της στάσης των ανθρώπων ως προς την αποδοχή της
καινοτομίας σε σχέση με τις Επί Ενδείξεων Βασιζόμενες Πρακτικές. Η κλίμακα επελέχθη διότι η ΕΕΒΙ αποτελεί και εκφράζει μια καινοτομική αντίληψη στην Ιατρική πρακτική.
Εξάλλου, το θεωρητικό υπόβαθρο στο οποίο έχει θεμελιωθεί η ΚΣΕΕΒΙ βασίζεται στην
θεωρία διάδοσης και εφαρμογής της καινοτομίας, το οποίο είναι αναμενόμενο να ισχύει
και για άλλους πληθυσμούς πλην εκείνων για τους οποίους δημιουργήθηκε αρχικά. Η
κλίμακα αποτελείται από 15 στοιχεία, οργανωμένα σε 4 διαστάσεις, ή παράγοντες
(αίτηση, απαιτήσεις, δεκτικότητα, απόκλιση) ενώ ως ξεχωριστή διάσταση αξιολογείται η
συνολική κλίματα των 15 στοιχείων η οποία αντιπροσωπεύει την γενική στάση ενός
ατόμου. Με την εφαρμογή της ΚΣΕΕΒΙ στο δείγμα διερευνήθηκε η δομή των παραγόντων
της, η αξιοπιστία και η εγκυρότητα της, τεκμηριώνοντας εμπειρικά την επέκταση της
κλίμακας στον τομέα υγείας. Για την διερεύνηση χρησιμοποιήθηκε Επιβεβαιωτική
Παραγοντική Ανάλυση με εκτίμηση μέγιστης πιθανοφάνειας, ενώ για την άριστη
εξομάλυνση του μοντέλου (έλεγχος προσαρμογής) χρησιμοποιήθηκαν διάφοροι δείκτες
όπως οι RMSEA, CFI, AIC, και SRMR. Συνοπτικά βρέθηκε ότι το ιατρονοσηλευτικό
προσωπικό έχει σημαντικά χαμηλότερη στάση ως προς την ΕΕΒΙ σε σχέση με του
επαγγελματίες παροχής υπηρεσιών ψυχικής υγείας.
Έχοντας διερευνήσει τους παράγοντες αποδοχής της ΤΠ&Ε, την τεχνολογική
ετοιμότητα και την στάση του προσωπικού ως προς την ΕΕΒΙ, αναζητήθηκε αρχικά το
θεωρητικό υπόβαθρο για την συσχέτιση της στάσης ως προς την ΕΕΒΙ και της στάσης ως
προς την ΤΠ&Ε. Διαισθητικά, θα ήταν αναμενόμενο ένας πληθυσμός που εμφανίζει
ισχυρή στάση ως προς την ΕΕΒΙ να αναπτύσσει την τάση να χρησιμοποιεί περισσότερο
και συχνότερα ΕΕΒΠ σε σχέση με ένα διαφορετικό πληθυσμό που δεν έχει τόσο ισχυρή
στάση ως προς την ΕΕΒΙ και κατά συνέπεια να έχει θετική στάση ως προς την ΤΠ&Ε. Το
ζήτημα συνεπώς ανάγεται στην διερεύνηση της στάσης και της μετέπειτα συμπεριφοράς
ενός πληθυσμού. Σε διάφορες μελέτες στην βιβλιογραφία έχει υποστηριχθεί γενικώς ότι
δεν υπάρχει ισχυρή συσχέτιση μεταξύ στάσης και συμπεριφοράς. Καταγράφεται δηλαδή
περιορισμένη ισχύς της δυνατότητας πρόβλεψης της συμπεριφοράς των ατόμων με
βάση τις πεποιθήσεις που αναπτύσσουν.
Ωστόσο ο Campbell (1963) υποστήριξε ότι οι δηλώσεις και οι ενέργειες των
ατόμων αντικατοπτρίζουν την ίδια επίκτητη διάθεση συμπεριφοράς. Επεκτείνοντας την
θεωρία του Campbell, ο Duncan υποστήριξε ότι το κλειδί της συσχέτισης στάσης –
συμπεριφοράς δεν είναι το πόσο ισχυρή είναι η συσχέτιση, αλλά το εάν υπάρχει κάποιο
συγκεκριμένο είδος δομικής σχέσης. Δηλαδή κατά τον Duncan η αντίφαση στάσης -
συμπεριφοράς οφείλεται στην πιθανολογική σύνδεση μεταξύ των αντιδράσεων ή
ενεργειών (οι οποίες δεν είναι άμεσα παρατηρήσιμες, αλλά πχ. λανθάνουσες) και της
προδιάθεσης από την οποία εξαρτώνται. Στις μελέτες τους χρησιμοποίησαν
αναδιπλούμενα μοντέλα7 (ή αλλιώς μοντέλα ιδανικού σημείου) και έδειξαν ότι η
αυτοαναφερόμενη στάση και η αυτοαναφερόμενη συμπεριφορά, ανήκουν στην ίδια
λανθάνουσα συνέχεια, συνεπώς εκφράζουν το ίδιο πράγμα, ενώ οι προτάσεις
συμπεριφοράς τοποθετούνται συστηματικά σε διαφορετικές θέσεις στο ενιαίο διάστημα
στάσης-συμπεριφοράς.
Στο τελευταίο μέρος της παρούσης έρευνας, χρησιμοποιώντας το μονοδιάστατο
μοντέλο GUM8 όπως εφαρμόζεται στο λογισμικό GGUM2004 τεκμηριώνεται εμπειρικά
ότι η στάση προς την ΕΕΒΠ και η συμπεριφορά ως προς την ΤΠ&Ε έχουν την ίδια κοινή
αιτία που είναι η πρόθεση συμπεριφοράς ως προς την ΕΕΒΠ, ενώ οι προτάσεις στάσης
προηγούνται συστηματικά από τις προτάσεις συμπεριφοράς στο ενιαίο διάστημα στάσης
– συμπεριφοράς. Τέλος, επειδή τα αναδιπλούμενα μοντέλα δίνουν τη δυνατότητα πιθανολογικής σύνδεσης μεταξύ της γενικής στάσης και των επιμέρους δεικτών της,
μπορούν να προβλεφθούν ταυτόχρονα οι δεσμευμένες πιθανότητες και το εύρος της
συμπεριφοράς για ένα πληθυσμό. Με βάση τις πιθανότητες δέσμευσης προτείνεται
τελικώς ένα μοντέλο το οποίο βασίζεται στην θεωρία της καινοτομίας του Rogers (1995)
για την διάδοση της ΤΠ&Ε στο νοσοκομειακό περιβάλλον.
Εν κατακλείδι, επιβεβαιώνεται ότι καλώς συνδέεται το ρεύμα της Επί Ενδείξεων
Βασιζόμενης Ιατρικής με τα Πληροφοριακά Συστήματα Υγειονομικής Περίθαλψης. Η Επί
Ενδείξεων Βασιζόμενη Ιατρική μπορεί να αποτελέσει το όχημα μέσω του οποίου μπορεί
να επιτευχθεί η υιοθέτηση, αποδοχή και χρήση των Πληροφοριακών συστημάτων
Υγειονομικής Περίθαλψης μεταξύ του προσωπικού παροχής υπηρεσιών υγείας στο
νοσοκομειακό περιβάλλον, δημιουργώντας έτσι νέες προοπτικές και ορίζοντες και για τα
δύο.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The diffusion of information and communication technology (ICT) has never been
bigger than in this era, as far as the individual and the organization and enterprises use
are concerned. It is a common sense that ICT benefits the operations of the organizations
which accept it in many ways (i.e. access to information sources, directness of
communication, better organization, decreasing costs, increasing production, control etc).
However, comparing to other professional groups there is an important delay in the
acceptance and use of ICT among the medical community. Although ICT contributes in
medical practice by introducing new technology, which did not exist some years ago and
it is now embedded in biomedical devices (i.e. in radiology) leading to a change it the
medical practice itself, ICT has not been widely used by the medical staff. This is a global,
common observation not dependant on the health system of the different countries, on
the doctors training, on the technolog ...
The diffusion of information and communication technology (ICT) has never been
bigger than in this era, as far as the individual and the organization and enterprises use
are concerned. It is a common sense that ICT benefits the operations of the organizations
which accept it in many ways (i.e. access to information sources, directness of
communication, better organization, decreasing costs, increasing production, control etc).
However, comparing to other professional groups there is an important delay in the
acceptance and use of ICT among the medical community. Although ICT contributes in
medical practice by introducing new technology, which did not exist some years ago and
it is now embedded in biomedical devices (i.e. in radiology) leading to a change it the
medical practice itself, ICT has not been widely used by the medical staff. This is a global,
common observation not dependant on the health system of the different countries, on
the doctors training, on the technological progress of the different nations, or even on the
information system in use.
Questions posed and need to be explored are “what influences doctors attitude”,
“does all the medical staff share the same perception towards ICT or not, and if yes, is it
possible that medical staff be categorized in subgroups having common attributes in
terms of attitude”, “is it possible to predict subgroup behaviour towards ICT”, “is it
possible to use subgroup attributes in order to make interventions and guide groups” etc.
Answers to such questions not only do help to understand the problem and the
parameters that underlay in the creation of the resistance of the acceptance and use of
ICT, but may also be used so that policies for interventions and change are developed.
This dissertation explores the factors which influence medical doctors and nursing
staff’s attitude towards the adoption and use of ICT and Clinical Information Systems
(CIS). In order to avoid effects and cross-relations with technical characteristics that
differentiate one CIS from another, the survey is not focused either on a concrete CIS or
on specific technical characteristics. Instead, the research is focused on the attitude of the
medical and nursing staff in terms of the organizational and operational characteristics of
CIS, specifically in the light of a relatively new perception of medical practice, which is
permanently grown, Evidence Based Medicine (EBM). This is not accidental. As it is
extensively explained in the text, there is evidence that the positive attitude of the
medical and nursing staff towards EBM is related to the positive attitude towards the CIS
and this is beneficial for both EBM and CIS.
By embodying EBM in the architectural structure which describes the operational
and organizational characteristics of CIS, an appropriate and robust theoretical context is
composed. The purpose of this research is the investigation of the latent relations among
the organizational structures of the CIS, including EBM, as they are expected to subsist
based on the theoretical concept.
The main survey, which is crossectional type, was accomplished via self-reporting
questioners, participated 1015 doctors and nurses from 13 main state hospitals of
Greece. Finally 604 individuals answered the questioners and this is one of the biggest
samples tested in the health sector. The measurement instrument consists of 214 items
(questions) which describe well based structures found in the literature.
Specifically, the Technology Acceptance Model (TAM), the Technology Readiness
Index (TRI) and the Evidence Based Practice Attitude Scale (EBPAS) were used in the same
concept. Originally, the TAM was used in order to explore the relations between its
structures (Perceived Easy of Use, Perceived usefulness, Attitude towards computer use
and Behavioral Intention). Thereafter, the basic TAM model was expanded, using two
external variables, namely ICT knowledge and future demands, in order to investigate the
effect of there variables in the TAM structures. Moreover, the medical spatiality was used
as moderator in order to separate the sample into two groups (surgeons and
pathologists) and test for possible different attitude of the two groups. For the purposes
of the statistical analysis modern quantitative methods were used, such as Confirmatory
Factor Analysis, Structural Equation Modeling and Multi-group Analysis of Structural
Invariance. Generally, the results are in line with other results found in the literature
while the effects of the external parameters are being estimated.
In order to investigate the tendency of the medical and nursing personnel to
accept technology, the Technology Readiness Index (TRI) was used. The assumption that
the five dimensions of technology readiness hold for the specific population was
examined first, according the dimensions of technology readiness of the general
population (explorers, pioneers, skeptics, paranoids and laggards). In addition, the
characteristics and differences of the latent groups of the sample were investigated,
towards the demographic data, the computer use, and the computer knowledge and
feature demands. Explanatory Factor Analysis aw well as Latent Profile Analysis were
conducted to analyze data, using Mplus software.
The results support the existence of the five discrete medical groups of Technology
Readiness. However, different group characteristics were found, comparing to the
characteristics of the general population, the skeptics group being the predominant
among them. Additionally, differences were found among the groups according to the
demographic data (gender, age, tenure, average computer use per week, etc).
In order to investigate the attitude of the medical personnel towards the Evidence
Based Medicine, the Evidence Based Practice Attitude Scale was used, which was
originally created to measure innovation acceptance in relation of Evidence Based
Practices in mental health. The Scale was chosen, because the Evidence Based Medicine
signifies an innovative perception on medical practice. In addition, the theoretical
background on which the Evidence Based Practice Attitude Scale has been developed is
based on the theory of diffusion and implementation of innovation, which obviously
applies in other populations, besides those it was initially formed. The scale consists of 15
items, organized in 4 dimensions (subscales or factors), namely Appeal, Requirements,
Openness and Divergence. The entire scale of the 15 items is concerned as a separate,
fifth dimension, it is estimated independently, and represents the general attitude of an
individual.
By applying the Evidence Based Practice Attitude Scale in the sample, the
structure of its factors, its reliability and validity were tested, providing empirical
evidence the extension of the scale in the health sector. For the tests, Confirmatory
Factorial Analysis with maximum likelihood algorithms was used, while for the best fit of
the model a variety of indexes were used, such as, the RMSEA, the CFI, the AIC and the
SRMR. In summary, it was found that both the medical and the nursing personnel have a
low attitude towards the Evidence Based Medicine comparing to the mental health
service providers.
Having investigated the acceptance factors of the ICT, the technology readiness as
well as the attitude of the personnel towards the Evidence Based Medicine, the next issue
was to find the appropriate theoretical background to relate the attitude towards the Evidence Based Medicine with the attitude towards Information and Communication
Technology. Intuitively, it would be expected a population with strong attitude towards
the Evidence Based Medicine to develop the tendency to use the Evidence Based
Medicine more frequently comparing to a population who does not have such a strong
attitude towards the Evidence Based Medicine, thus to develop a positive attitude
towards the Information and Communication Technology. Thus, the issue concludes to
the investigation of the attitude and the consequent behavior of a population. In the
literature, various research support generally that there is a poor relation between
attitude and behavior. In other words, there is a limited power of the possibility to
foresee people’s behavior based on their believes.
However, Campbell (1963) argued that an individual’s declarations and actions
reflect the same acquired disposition of behavior. Duncan, extended Campbell’s theory,
claiming that the key to correlate the attitude and behavior is not how strong the relation
is, but if a specific structural relationship among them. In other words, according to
Duncan, the contradiction of attitude and behavior is due to the probabilistic correlation
of the reactions or actions (which are not directly observable, i.e. latent) and the
disposition on which they depend on. In their research, they used unfolding models (or
Ideal Point Models) to show that the self-reporting attitude and self- reporting behavior
belong to the same latent continuum, so they express the same concept, while behavior
statements are located systematically in different positions in the behavior-attitude
continuum.
The unidimensional Graded Unfolding Model GUM7 was used in the final part of
this research, as it is applied in the GGUM2004 software, to empirically demonstrate that
the attitude towards the Evidence Based Medicine and the behavior towards the
Information and Communication Technology share the same common cause, which is the
behavior intention towards the Evidence Based Medicine, and that by placing the
statements assessing attitude towards Evidence Based Medicine and Information and
Communication Technology self-reported use on a single attitude-behavior continuum,
attitude statements systematically prelude the behavior statements on the single
attitude-behavior continuum. As unfolding models provide a probabilistic connection
between the general attitude and its indicators, the reserved possibilities and the
behavior for a population may be simultaneously foreseen. Based on the engagement
possibilities and Rogers (1995) theory of innovation, a model is proposed for the diffusion
of Information and Communication Technology in the health sector.
In conclusion, the establishment of the relation of the Evidence Based Medicine to
the Communication and Information Technology is confirmed. Evidence Based Medicine
may well be the vehicle via which the adoption and use of Clinical Information Systems
among health care providers may be achieved, thus creating new prospects and horizons
for both Evidence Based Medicine and Clinical Information Systems.
περισσότερα