Περίληψη
Η διατριβή πραγματεύεται χάλκινα σκεύη του 4ου-7ου αιώνα με αφετηρία τα αντικείμενα της συλλογής του Μουσείου Μπενάκη, τα οποία είναι στην πλειοψηφία τους αδημοσίευτα. Τα σκεύη οργανώνονται σε δέκα πέντε ενότητες με βάση τα μορφολογικά τους χαρακτηριστικά. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, κάθε κεφάλαιο που αντιστοιχεί σε χωριστή ενότητα αντικειμένων περιλαμβάνει ανάλυση των τεχνικών χαρακτηριστικών των σκευών, τυπολογική κατηγοριοποίηση τους, αναλυτική παρουσίαση της καταγωγής και εξέλιξης του κάθε τύπου, τα παράλληλά του, καθώς και ανάλυση της διακόσμησης. Τα χάλκινα αντικείμενα συγκρίνονται επίσης με αντίστοιχης μορφολογίας σκεύη από διαφορετικά υλικά και εξετάζονται οι σχέσεις μίμησης ή παράλληλης εξέλιξης που συνδέουν και ιεραρχούν τα υλικά. Το κάθε κεφάλαιο ολοκληρώνεται με τη διερεύνηση της πιθανής χρήσης για την οποία προοριζόταν η αντίστοιχη ενότητα σκευών και τον εντοπισμό της ορολογίας με την οποία τα αντικείμενα αυτά εμφανίζονται στις φιλολογικές και μη πηγές. Ιδιαίτερη έμφαση έ ...
Η διατριβή πραγματεύεται χάλκινα σκεύη του 4ου-7ου αιώνα με αφετηρία τα αντικείμενα της συλλογής του Μουσείου Μπενάκη, τα οποία είναι στην πλειοψηφία τους αδημοσίευτα. Τα σκεύη οργανώνονται σε δέκα πέντε ενότητες με βάση τα μορφολογικά τους χαρακτηριστικά. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, κάθε κεφάλαιο που αντιστοιχεί σε χωριστή ενότητα αντικειμένων περιλαμβάνει ανάλυση των τεχνικών χαρακτηριστικών των σκευών, τυπολογική κατηγοριοποίηση τους, αναλυτική παρουσίαση της καταγωγής και εξέλιξης του κάθε τύπου, τα παράλληλά του, καθώς και ανάλυση της διακόσμησης. Τα χάλκινα αντικείμενα συγκρίνονται επίσης με αντίστοιχης μορφολογίας σκεύη από διαφορετικά υλικά και εξετάζονται οι σχέσεις μίμησης ή παράλληλης εξέλιξης που συνδέουν και ιεραρχούν τα υλικά. Το κάθε κεφάλαιο ολοκληρώνεται με τη διερεύνηση της πιθανής χρήσης για την οποία προοριζόταν η αντίστοιχη ενότητα σκευών και τον εντοπισμό της ορολογίας με την οποία τα αντικείμενα αυτά εμφανίζονται στις φιλολογικές και μη πηγές. Ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί στα στοιχεία που αντλούνται από τους μη φιλολογικού περιεχομένου πάπυρους, όχι μόνο διότι ο πλούτος των πληροφοριών τους αποτελεί μοναδικής σημασίας πηγή, αλλά και επειδή η πλειοψηφία των χάλκινων αντικειμένων που εξετάζονται είναι αιγυπτιακής κατασκευής και συμβαδίζουν απολύτως με τα στοιχεία των παπύρων. Παράλληλα, γίνεται προσπάθεια να διακριβωθεί, όσο οι πήγες και τα αρχαιολογικά κατάλοιπα το επιτρέπουν, εάν η ορολογία για τα σκεύη παραμένει ίδια ή εξελίσσεται και διαφοροποιείται ανά τους αιώνες και κατά πόσον η διαφοροποίηση αυτή αντιστοιχεί και σε τροποποιήσεις της χρήσης των σκευών. Στο δεύτερο μέρος συγκεντρώνονται σε τρία κεφάλαια τα στοιχεία που συνάχθηκαν από τη μελέτη όλων των κατηγοριών των σκευών. Τα δεδομένα από τις τεχνικές αναλύσεις καταδεικνύουν την αδιάσπαστη συνέχεια αλλά και τις εξελίξεις στη χαλκοτεχνία της ύστερης αρχαιότητας σε σύγκριση με την ακμαία προγενέστερη ρωμαϊκή παραγωγή. Οι εξελίξεις που εντοπίστηκαν στη σύνθεση των κυρίαρχων κραμάτων και στις τεχνικές που εφάρμοζαν τα εργαστήρια αντανακλούν με εύγλωττο συχνά τρόπο τις αλλαγές στις ιστορικές συνθήκες που επηρέασαν τόσο την εξόρυξη και διακίνηση πρώτων υλών, όσο και την οργάνωση των εργαστηρίων και της παραγωγής τους. Τα λίγα διαθέσιμα στοιχεία για τα εργαστήρια συγκεντρώνονται σε ένα χωριστό κεφάλαιο, το οποίο αναφέρεται στις συντεχνίες των τεχνιτών του χαλκού, τη χωροταξική τοποθέτηση των εργαστηρίων χαλκού μέσα στον πολεοδομικό ιστό των οικισμών και στην οργάνωση της παραγωγής χάλκινων αντικείμενων. Το τελευταίο κεφάλαιο του δευτέρου μέρους πραγματεύεται τα στοιχεία που συνάγονται από τη μελέτη των σχημάτων και της διακόσμησης των αντικείμενων. Διαπιστώνεται η ισχυρή τυποποίηση της χαλκοτεχνικής παραγωγής της περιόδου, καθώς διακοσμητικά στοιχεία και μέρη σκευών εμφανίζονται συχνά απαράλλακτα σε ποικίλες κατηγορίες αντικειμένων. Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν συνολικά την παραγωγή χάλκινων σκευών της περιόδου είναι η συνέχεια με τα ρωμαϊκά σχήματα και η εξάρτηση της διακόσμησης τους από μία κυρίαρχη μόδα που εκπορευόταν από τα μεγάλα κέντρα της αυτοκρατορίας και την επίσημη τέχνη της εποχής. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου αναπτύσσεται ο κατάλογος των αντικείμενων, ανά κατηγορία, με σύντομη περιγραφή και παράθεση των παράλληλων σκευών.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The dissertation discusses the copper alloy vessels of the 4th to the 7th centuries using as a starting point the Benaki Museum Collection. The vessels under examination are organized in groups according to their morphological characteristics. In the first part of the book, in fourteen chapters -each corresponding to a separate group of vessels- are presented the technical examination of the objects, their typological analysis, a detailed discussion of the origins and evolution of each form and the discussion of their decoration. The copper alloy vessels are also compared to similar objects made of different materials, mainly ceramics, glass and silver, and their interrelations reflecting the hierarchy of materials are examined. The last part of each chapter is dedicated to the discussion of (i) the possible uses of the vessels and (ii) the terms by which the ancient sources refer to them. Particular emphasis has been given to the examination of such references in the non philological ...
The dissertation discusses the copper alloy vessels of the 4th to the 7th centuries using as a starting point the Benaki Museum Collection. The vessels under examination are organized in groups according to their morphological characteristics. In the first part of the book, in fourteen chapters -each corresponding to a separate group of vessels- are presented the technical examination of the objects, their typological analysis, a detailed discussion of the origins and evolution of each form and the discussion of their decoration. The copper alloy vessels are also compared to similar objects made of different materials, mainly ceramics, glass and silver, and their interrelations reflecting the hierarchy of materials are examined. The last part of each chapter is dedicated to the discussion of (i) the possible uses of the vessels and (ii) the terms by which the ancient sources refer to them. Particular emphasis has been given to the examination of such references in the non philological papyri, not only because the papyrological material reveals an amazing wealth of information on this field, but also because most of the objects under examination are also of Egyptian origin, thus fitting perfectly in the historical framework echoed in the papyri. Furthermore the author has tried, as far as the sources and the archaeological remains allow it, to determine whether the names of the vessels remained unaltered through the centuries or if they varied and whether any possible change of name might correspond to a modification in practices involving the use of the vessels. In the second part of the dissertation the data gathered during the study of all the types of vessels are examined together in three recapitulative chapters. The data of the technical analyses reveal the continuity but also the gradual yet deep changes copper work underwent in comparison with the flourishing earlier roman production. These changes that were recognized in the alloys and the techniques employed by the late roman coppersmiths reflect, often eloquently the historical shifts that affected profoundly the mining and distribution of metals and the organization of the workshops and their production. The scattered information on the coppersmiths workshops is presented in a separate chapter referring to the syntechniae of the smiths the placement of their workshops within the urban canvas of cities and settlements and the organization of the production of copperware. The last chapter of the second part of the book presents the results of the examination of the forms and decoration of the vessels. The main conclusion is the strong standardization of copper alloy vessels revealed most clearly in the repetition of a limited number of motifs and of certain parts of the vessels -such as finials, handles etc.- which are encountered identical on multiple objects. The production of copper alloy vessels of the period is marked by the continuity with earlier roman forms on the one hand and by the dependence on a main stylistic trend that emanated from the centers of the empire and expressed the official art of the era, on the other. The third and last part of the book includes the catalogue of the objects with a short description and a condensed reference to their parallels.
περισσότερα