Περίληψη
Στη μελέτη αυτή επιχειρήθηκε να αναδειχθούν μέσα από τον τύπο του 19ου αι. μ.Χ. οι μεθοδεύσεις για τη διάδοση αντιλήψεων περί βυζαντινής τέχνης και η προσληψιμότητά τους από το κοινό της εποχής. Επίσης, μελετήθηκαν ορισμένες αντανακλάσεις αυτής της διαδραστικής σχέσης στην καθιέρωση της νέας αισθητικής αντίληψης στον τομέα της εκκλησιαστικής εικονογραφίας που προωθήθηκε από τη βαυαρική εξουσία και από το μεγαλύτερο μέρος του πνευματικού δυναμικού της εποχής. Για το λόγο αυτό, αρχικά σκιαγραφήθηκε το περίγραμμα της σχέσης της πολιτικής τοποθέτησης των εντύπων, του κοινωνικού τους ρόλου και της ανταπόκρισής τους στους εθνικούς στόχους με την περί «βυζαντινού πολιτισμού» θεματογραφία τους. Στη συνέχεια, σχολιάστηκαν δημοσιεύματα που απεικονίζουν τη στάση των κρατικών παραγόντων απέναντι στα μνημεία της βυζαντινής περιόδου και τις αντιδράσεις για την εγκατάλειψή τους. Επίσης ερευνήθηκαν άρθρα που αναφέρονται στην τεκμηρίωση της διαχρονικότητας της ελληνικής τέχνης, στη στάση των διανοουμέν ...
Στη μελέτη αυτή επιχειρήθηκε να αναδειχθούν μέσα από τον τύπο του 19ου αι. μ.Χ. οι μεθοδεύσεις για τη διάδοση αντιλήψεων περί βυζαντινής τέχνης και η προσληψιμότητά τους από το κοινό της εποχής. Επίσης, μελετήθηκαν ορισμένες αντανακλάσεις αυτής της διαδραστικής σχέσης στην καθιέρωση της νέας αισθητικής αντίληψης στον τομέα της εκκλησιαστικής εικονογραφίας που προωθήθηκε από τη βαυαρική εξουσία και από το μεγαλύτερο μέρος του πνευματικού δυναμικού της εποχής. Για το λόγο αυτό, αρχικά σκιαγραφήθηκε το περίγραμμα της σχέσης της πολιτικής τοποθέτησης των εντύπων, του κοινωνικού τους ρόλου και της ανταπόκρισής τους στους εθνικούς στόχους με την περί «βυζαντινού πολιτισμού» θεματογραφία τους. Στη συνέχεια, σχολιάστηκαν δημοσιεύματα που απεικονίζουν τη στάση των κρατικών παραγόντων απέναντι στα μνημεία της βυζαντινής περιόδου και τις αντιδράσεις για την εγκατάλειψή τους. Επίσης ερευνήθηκαν άρθρα που αναφέρονται στην τεκμηρίωση της διαχρονικότητας της ελληνικής τέχνης, στη στάση των διανοουμένων απέναντι στην τέχνη της εποχής της τουρκοκρατίας, σε συγκρούσεις μεταξύ υπερασπιστών παραδοσιακών και νεωτερικών τάσεων, ενώ, ως ενδεικτικά των επιλεκτικών αναφορών και μεθοδεύσεων προκειμένου να καθιερωθούν δυτικότροπα στοιχεία στην εκκλησιαστική εικονογραφία, εξετάστηκαν κείμενα που προωθούν το έργο και το μάθημα του ιερομόναχου Αγαθάγγελου Τριανταφύλλου ως βυζαντινό. Ακόμη, η έρευνα στράφηκε στο θέμα της αγιογραφίας, όπου το ενδιαφέρον εστιάστηκε στους λεκτικούς χειρισμούς δημοσιευμένων κειμένων που σχολιάζουν την τέχνη του Πανσελήνου και προβάλλουν το έργο του L. Thiersch και τη νέα τεχνοτροπική αντίληψη που εισάγεται από κύκλους του Πολυτεχνείου και διαχέεται στο κοινό. Τέλος, επιχειρήθηκε μια συνολική προσέγγιση της στάσης που τήρησε απέναντι στη βυζαντινή τέχνη το Πολυτεχνείο, ο Κλήρος και το Κοινό, τρεις κομβικοί παράγοντες για την προώθηση και πρόσληψη της αισθητικής αντίληψης της εποχής. Η ερευνητική προσέγγιση των δημοσιευμάτων έδειξε ότι η στάση αυτή δεν ήταν ευθύγραμμη σ’ όλη τη διάρκεια του αιώνα. Η προσκόλληση στο κλασικό μεγαλείο, επέβαλε το συστηματικό παραγκωνισμό της παράδοσης ως ανασταλτικού παράγοντα για την πραγμάτωση της ουτοπιστικής προσδοκίας της εξομοίωσης προς τη Δύση. Η συνειδητοποίηση, όμως, του κενού της διαχρονικής συνέχειας και η αναγκαιότητα της ένταξης της βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου μέσα στον πολιτισμικό ιστό της εποχής οδήγησε, όσον αφορά τον τομέα της τέχνης, στην επιλογή της ιδιότυπης λύσης των ξενόφερτων νεωτερικών στοιχείων που, ενώ έφεραν τη σφραγίδα της δυτικής έκφρασης, καθιερώθηκαν ως μορφικά ισοδύναμα βυζαντινών προτύπων. Ταυτόχρονα, τα βυζαντινά υποδείγματα και οι εκλαϊκευμένες εκδοχές τους περιφρονήθηκαν ως τυποποιημένα και ανεπίκαιρα. Η Εκκλησία, από την οποία θα αναμενόταν, λόγω της αμεσότητας της σχέσης της με τη χριστιανική παράδοση, μια ουσιώδης παρεμβατική πρακτική στη διαδικασία διευθέτησης και πλαισίωσης των αισθητικών επιλογών, δεν τήρησε σαφή στάση σε εικαστικά ζητήματα που αφορούσαν το δικό της χώρο. Τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, λόγω έλλειψης καλλιτεχνικών αξιών με ευκρινώς αντιληπτά χαρακτηριστικά, ήταν δεκτικά απέναντι σε οποιοδήποτε καινούριο ερέθισμα. Η ετερόκλητη αστική τάξη, συμφιλιωμένη με την επείσακτη κυρίαρχη ευρωπαϊκή κουλτούρα, τήρησε επιφυλακτική στάση απέναντι στη βυζαντινή και λαϊκή δημιουργία. Όλ’ αυτά είναι ενδεικτικά μιας συμβιβαστικής τάσης του κοινωνικού ιστού με την ιδέα της αναζήτησης της συνέχειας της ελληνικής τέχνης μέσα στις αρχές της δυτικής σκέψης.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This study aims to bring to light, through the press of the 19th century AD, the approaches that were used to make perceptions on Byzantine art widely known and the extent to which these perceptions were well received by the public at the time. It also examines certain repercussions that this interactive relationship had on the establishment of the new aesthetic perception of ecclesiastical iconography promoted by the Bavarian rulers and most of the period’s intelligentsia. An outline is therefore first provided of the relationship between the publications’ political leanings, their social role and their compliance with national objectives through their articles on Byzantine culture. This is followed by a discussion on publications that reflect the stance of government officials towards Byzantine monuments and reactions to their abandonment. Also examined are articles on documentation attesting to the development of Greek art through time, on intellectuals’ stance towards art produced ...
This study aims to bring to light, through the press of the 19th century AD, the approaches that were used to make perceptions on Byzantine art widely known and the extent to which these perceptions were well received by the public at the time. It also examines certain repercussions that this interactive relationship had on the establishment of the new aesthetic perception of ecclesiastical iconography promoted by the Bavarian rulers and most of the period’s intelligentsia. An outline is therefore first provided of the relationship between the publications’ political leanings, their social role and their compliance with national objectives through their articles on Byzantine culture. This is followed by a discussion on publications that reflect the stance of government officials towards Byzantine monuments and reactions to their abandonment. Also examined are articles on documentation attesting to the development of Greek art through time, on intellectuals’ stance towards art produced during the period of Ottoman rule and on the conflict between proponents of traditional and modernist trends; in addition, texts promoting the work and teachings of the monk-priest Agathangelos Triantafyllou as Byzantine are examined as specimens of selected references and plans involving the establishment of Western elements in ecclesiastical iconography. Research was also conducted on icons of saints, focusing on the wording of published texts commenting on the art of Panselinos and promoting the work of L. Thiersch and the new stylistic approach introduced by Polytechnic circles and disseminated to the public. Lastly, the stances maintained towards Byzantine art by the Polytechnic School, the Clergy and the Public - three pivotal groups in the promotion and reception of the aesthetic perception of the time - were approached as a whole. The research approach to the publications showed that their respective stances did not coincide all through the century. The devotion to the grandeur of Classical art resulted in tradition being pushed aside as a deterrent to the utopian expectation of westernisation. However, the realisation that there was a gap in the continuity and the need to incorporate the Byzantine and post-Byzantine periods into the cultural fabric of the period led, where art is concerned, to the peculiar solution of importing modernist elements which, although bearing the stamp of Western expression, were established as equivalent in form to Byzantine models. At the same time, Byzantine specimens and their popularised versions were scorned as being outdated and too standardised. The Church, which, given its direct ties with Christian tradition, would be expected to have taken decisive action in accommodating and guiding aesthetic choices, did not maintain a firm stance where artistic issues within its sphere were concerned. The laity, lacking clearly defined artistic values, were open to any new stimulus that should come along, while the disparate bourgeoisie, reconciled as it was with the imported and dominant European culture, maintained a reserved stance towards Byzantine and popular art.
περισσότερα