Περίληψη
Σε αντίθεση με την άποψη του αφελούς ρεαλισμού σύμφωνα με την οποία το χρώμα είναι ιδιότητα των αντικειμένων και/ή των επιφανειών τους, η 'παραδοσιακή' φιλοσοφική θεώρηση του χρώματος υποστηρίζει ότι πρόκειται για υποκειμενική ιδιότητα και απλό αίσθημα. Στην Εισαγωγή μου σκιαγραφώ τους λόγους που πιστεύω ότι οδήγησαν σε αυτή την ευρέως αποδεκτή άποψη την οποία ονομάζω "Νοητικό υποκειμενισμό". Η άποψη αυτή συνήθως συνδυάζεται με έναν εμπειρικό και/ή λογικό ατομισμό και με την 'παραδοσιακή θεωρία του νοήματος'. Δύο προβλήματα προέχουν στο πλαίσιο αυτής τη? παράδοσης: η θεμελίωση τψν χρωματικών σχέσεων και το νόημα των χρωματικών όρων. Σκοπός της διατριβής μου είναι να βγάλει το χρώμα από τη σφαίρα του νοητού και του απλού, και να δώσει μία ικανοποιητική απάντηση στα παραπάνω προβλήματα. Η μέθοδος που ακολουθείται είναι η εξέταση τεσσάρων διαφορετικών απόψεων της σύγχρονης αναλυτικής φιλοσοφίας, των οποίων κοινό χαρακτηριστικό είναι η αντίθεση στον νοητικό υποκειμενισμό. Η κάθε μια αξιολο ...
Σε αντίθεση με την άποψη του αφελούς ρεαλισμού σύμφωνα με την οποία το χρώμα είναι ιδιότητα των αντικειμένων και/ή των επιφανειών τους, η 'παραδοσιακή' φιλοσοφική θεώρηση του χρώματος υποστηρίζει ότι πρόκειται για υποκειμενική ιδιότητα και απλό αίσθημα. Στην Εισαγωγή μου σκιαγραφώ τους λόγους που πιστεύω ότι οδήγησαν σε αυτή την ευρέως αποδεκτή άποψη την οποία ονομάζω "Νοητικό υποκειμενισμό". Η άποψη αυτή συνήθως συνδυάζεται με έναν εμπειρικό και/ή λογικό ατομισμό και με την 'παραδοσιακή θεωρία του νοήματος'. Δύο προβλήματα προέχουν στο πλαίσιο αυτής τη? παράδοσης: η θεμελίωση τψν χρωματικών σχέσεων και το νόημα των χρωματικών όρων. Σκοπός της διατριβής μου είναι να βγάλει το χρώμα από τη σφαίρα του νοητού και του απλού, και να δώσει μία ικανοποιητική απάντηση στα παραπάνω προβλήματα. Η μέθοδος που ακολουθείται είναι η εξέταση τεσσάρων διαφορετικών απόψεων της σύγχρονης αναλυτικής φιλοσοφίας, των οποίων κοινό χαρακτηριστικό είναι η αντίθεση στον νοητικό υποκειμενισμό. Η κάθε μια αξιολογείται χωριστά με σκοπό τη διαμόρφωση ενός περιεκτικότερου συμπεράσματος. Επίσης, η ουσιοκρατική θεωρία της αναφοράς των Kripke και Putnam -όπως εφαρμόζεται στις αισθητές ιδιότητες- χρησιμεύει ως συνδετικός κρίκος, βάσει της πρότασης ότι συνέβαλε στην αναζήτηση της σύνθετης και μη-νοητής ουσίας του χρώματος. Οι τίτλοι που δίνονται στα κεφάλαια στα οποία παρουσιάζονται οι τέσσερις διαφορετικές 'θεωρίες του χρώματος' αντικατοπτρίζουν την αντίθεσή τους στον νοητικό υποκειμενισμό. Στο πρώτο κεφάλαιο, ο "Φαινομενικός αντικειμενισμός" -παραμένοντας μέσα στο πλαίσιο που θεωρεί το χρώμα υποκειμενική ιδιότητα- εξετάζει τη θέση του ύστερου Wittgenstein υπέρ της σύνθετης και δημόσια παρατηρήσιμης -δηλ. φαινομενικά αντικειμενικής- 'γραμματικής' των χρωματικών εννοιών, και την ουσιοκρατική διαμόρφωση αυτής της θέσης από τον Bernard Harrison. Τα κεφάλαια II-IV πραγματεύονται την αναζήτηση μιας θέσης για το χρώμα στη φυσική περιγραφή του κόσμου. Ο "Φυσικός αντικειμενισμός" του δευτέρου κεφαλαίου υποστηρίζει ότι το χρώμα των αντικειμένων ταυτίζεται με το μήκος κύματος του φωτός που ανακλάται από την επιφάνεια" τους και η φαινομενική διάταξη των χρωμάτων με τη φυσική δομή του φάσματος. Ένας μεγάλος αριθμός επιχειρημάτων εναντίον αυτής της φυσικαλιστικής αναγωγής οδηγεί στον "Υλιστικό υποκειμενισμό" του τρίτου κεφαλαίου, όπου η ουσία του χρώματος αναζητείται στις νευροφυσιολογικές διεργασίες της χρωματικής όρασης. Παρά τον υλιστικό χαρακτήρα της, ο απόλυτος υποκειμενισμός αυτής της άποψης οδηγεί σε μια επανεξέταση του αντικειμενισμού του χρώματος, η οποία προσπαθεί να αποφύγει τα σημεία κριτικής που εκφράστηκαν εναντίον των δύο προηγούμενων εκδοχών του. Έτσι στο τέταρτο κεφάλαιο επιχειρείται ο συνδυασμός ενός "Φυσικού και φαινομενικού αντικειμενισμού". Αναδεικνύοντας την ακόμη μεγαλύτερη συνθετότητα των χρωματικών εννοιών, η εργασία μου οδηγείται στο συμπέρασμα ότι η ουσία του χρώματος έγκειται στη φυσιολογία της χρωματικής όρασης, αλλά ότι η αποσαφήνιση των χρωματικών εννοιών απαιτεί την ένταξη όλων των σχετικών με το χρώμα επιστημονικών στοιχείων για να μπορούν να αποφευχθούν παρερμηνείες και αντιφάσεις στην καθημερινή γλώσσα.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
As opposed to the naive realist view that colour is a property of objects and/or their surfaces, the 'traditional' philosophical view has been that colour is a subjective quality and a simple sensation. In my Introduction I trace what I believe to be the reasons for this widely held view which I qualify as "Mentalist Subjectivism", usually connected to an empirical and/or logical atomism and a 'traditional theory of meaning'. Emphasis is placed on two problems which arise within this tradition: the difficulty of providing a basis for colour complexity and the issues related to the meaning of colour terms. My thesis' aim is to take colour out of the sphere of the mental and the simple, and to give a satisfactory answer to the above problems. This is done by examining four different sets of views in recent analytical philosophy which challenge mentalist subjectivism. Each is evaluated separately with the aim of reaching a more comprehensive conclusion. It is also suggested that Kripke an ...
As opposed to the naive realist view that colour is a property of objects and/or their surfaces, the 'traditional' philosophical view has been that colour is a subjective quality and a simple sensation. In my Introduction I trace what I believe to be the reasons for this widely held view which I qualify as "Mentalist Subjectivism", usually connected to an empirical and/or logical atomism and a 'traditional theory of meaning'. Emphasis is placed on two problems which arise within this tradition: the difficulty of providing a basis for colour complexity and the issues related to the meaning of colour terms. My thesis' aim is to take colour out of the sphere of the mental and the simple, and to give a satisfactory answer to the above problems. This is done by examining four different sets of views in recent analytical philosophy which challenge mentalist subjectivism. Each is evaluated separately with the aim of reaching a more comprehensive conclusion. It is also suggested that Kripke and Putnam's essentialist theory of reference, as applied to sensible qualities, has played an important role in encouraging the search for colour's complex and non-mental nature. The four positions are given chapter headings which reflect their opposition to the 'traditional view'. Chapter I, "Phenomenal Objectivism", still within the colour-as-subjective-quality framework, examines the later Wittgenstein's view in favour of a complex and publicly observable -i.e. phenomenally objective- 'grammar' for our colour concepts and Bernard Harrison's essentialist elaboration of this view. Chapters II-IV encompass the search for a place for colour in the physical description of the world. In chapter II, "Physical Objectivism", the colour of objects is identified with the wavelength of light reflected from their surfaces and the phenomenal ordering of colours with the spectrum's structure. Several arguments against this physicalist reduction lead the search for colour's essence in the direction of neurophysiological processes in chapter III, "Materialist Subjectivism". Despite its materialist character, the absolute subjectivism involved in this view leads to an attempt to re-establish a type of colour objectivism, this time rid of the points criticized in its two earlier versions; thus chapter IV presents a combined "Physical and Phenomenal Objectivism". Bringing forth various aspects of colour's complexity, my thesis is led to the Conclusion that the essence of colour lies with the physiology of colour vision, but that our colour concepts need to incorporate all the relevant scientific information, if confusions in our everyday language are to be avoided.
περισσότερα