Περίληψη
Ο Χαλκός είναι ένα πιο τα σημαντικότερα – βασικά ιχνοστοιχεία, ένας σημαντικός καταλύτης στη σύνθεση της αιμογλοβίνης και της απορρόφησης του Σιδήρου. Μετά τον Ψευδάργυρο και το Σίδηρο, ο Χαλκός είναι το τρίτο αφθονότερο ιχνοστοιχείο στο σώμα. Ο Χαλκός είναι ένα ευγενές μέταλλο, όπως ο Άργυρος και ο Χρυσός. Η υψηλή θερμική και ηλεκτρική αγωγιμότητα, τα χαμηλά επίπεδα διάβρωσης, η ικανότητα σχηματισμού κραμάτων μετάλλων και η ευπλαστότητά του είναι οι χρήσιμες ιδιότητες του Χαλκού που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία. Το μεγαλύτερο ποσοστό του μεταλλικού Χαλκού χρησιμοποιείται σε ηλεκτρικές εφαρμογές. Ο Χαλκός αποτελεί μία συνιστώσα μιας ενδομήτριας αντισυλληπτικής συσκευής και έτσι η αποδέσμευση Χαλκού είναι αναγκαία για αντισυλληπτικά αποτελέσματα. Η διαθεσιμότητα Χαλκού σε μία διατροφή είναι περίπου το 65-70%, εξαρτώμενων των διάφορων χημικών παραγόντων, σε συνδυασμό με άλλα μέταλλα και διατροφικά χαρακτηριστικά. Ο χρόνος ημιζωής του Χαλκού μέσα στον οργανισμό με βάση τη διατροφή μας, ...
Ο Χαλκός είναι ένα πιο τα σημαντικότερα – βασικά ιχνοστοιχεία, ένας σημαντικός καταλύτης στη σύνθεση της αιμογλοβίνης και της απορρόφησης του Σιδήρου. Μετά τον Ψευδάργυρο και το Σίδηρο, ο Χαλκός είναι το τρίτο αφθονότερο ιχνοστοιχείο στο σώμα. Ο Χαλκός είναι ένα ευγενές μέταλλο, όπως ο Άργυρος και ο Χρυσός. Η υψηλή θερμική και ηλεκτρική αγωγιμότητα, τα χαμηλά επίπεδα διάβρωσης, η ικανότητα σχηματισμού κραμάτων μετάλλων και η ευπλαστότητά του είναι οι χρήσιμες ιδιότητες του Χαλκού που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία. Το μεγαλύτερο ποσοστό του μεταλλικού Χαλκού χρησιμοποιείται σε ηλεκτρικές εφαρμογές. Ο Χαλκός αποτελεί μία συνιστώσα μιας ενδομήτριας αντισυλληπτικής συσκευής και έτσι η αποδέσμευση Χαλκού είναι αναγκαία για αντισυλληπτικά αποτελέσματα. Η διαθεσιμότητα Χαλκού σε μία διατροφή είναι περίπου το 65-70%, εξαρτώμενων των διάφορων χημικών παραγόντων, σε συνδυασμό με άλλα μέταλλα και διατροφικά χαρακτηριστικά. Ο χρόνος ημιζωής του Χαλκού μέσα στον οργανισμό με βάση τη διατροφή μας, είναι 13-33 μέρες, όταν η απέκκριση του γίνεται ακολουθώντας την βασική οδό απομάκρυνσης. Η τοξικότητα του Χαλκού είναι σπάνια και κυρίως επιδράει στο ήπαρ. Η ασθένεια του Wilson και η Ινδιάνικη κύρωση στην παιδική ηλικία είναι παραδείγματα από διάφορες χρόνιες ασθένειες στο ήπαρ που προκύπτει από τη γενετική προδιάθεση στην υπατική συσσώρευση του Χαλκού. Η συγκέντρωση Χαλκού στον ορό κυμαίνεται περίπου πάνω από 1,5mg/ml σε υγιή άτομα. Γαστρεντερικά συμπτώματα λαμβάνουν χώρα σε συγκεντρώσεις χαλκού κοντά στα 3mg/L αίματος. Η συσσώρευση του Χαλκού στον ανθρώπινο οργανισμό έχει ως αποτέλεσμα αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης νευρολογικών παθήσεων Parkinson ή ασθένειας Wilson. Για τους παραπάνω λόγους, ο προσδιορισμός του ποσοστού του Χαλκού στο πόσιμο νερό, στα τρόφιμα, σε φαρμακευτικά προϊόντα και σε βιολογικά δείγματα, είναι απαραίτητος για αποφυγή την συσσώρευσης του μετάλλου αυτού και έχει προσελκύσει μεγάλο ενδιαφέρον. Για το σκοπό αυτό είχαν εφαρμοστεί διάφορες τεχνικές ενόργανης ανάλυσης, όπως φασματομετρία ατομικής απορρόφησης με φούρνος γραφίτη (GFAAS), ηλεκτροθερμική φασματομετρία ατομικής απορρόφησης (ETAAS), ενόργανη ανάλυση ενεργοποίησης νετρονίων (ΙΝΑΑ), φασματοφωτομετρία (SP), υγρή χρωματογραφία υψηλής απόδοσης (HPLC), ιοντική χρωματογραφία (IC), βολταμετρία (V), ποτενσιομετρία (P) και φθορισμομετρία (F), η οποία και χρησιμοποιήθηκε στο εργαστήριο μας . Στην κατεύθυνση αυτή, η επιλογή του di-2-pyridyl ketone (Dpk) ως πιθανού αντιδραστηρίου σύζευξης, έδωσε πολύ ισχυρή αντίδραση με το Χαλκό (ΙΙ). Οι παράμετροι που μελετήθηκαν για βελτιστοποίηση της μεθόδου ήταν η συγκέντρωση του υποκατάστατη, το pH, ο χρόνος και η θερμοκρασία της αντίδρασης, η σχετική χημική συγγένεια μεταξύ των μετάλλων και του υποκατάστατη, το φάσμα απορρόφησης, ο μέσος χρόνος λειτουργίας του λαμπτήρα, η τάση του φωτοπολλαπλασιαστή και το εύρος μονοχρωματικής δέσμης. Η βέλτιστη περιοχή pH για την αντίδραση του Χαλκού (ΙΙ) και του Dpk που μελετήθηκε ήταν μεταξύ 3.0 και 6.0. Μελετήθηκαν τόσο όξινα όσο και αλκαλικά διαλύματα και βρέθηκε ότι κάτω από τιμή pH 2.0 και πάνω από τιμή pH 6.0 τα αποτελέσματα δεν ήταν ικανοποιητικά. Για το λόγο αυτό, χρησιμοποιήθηκε ένα ρυθμιστικό διάλυμα οξικού pH 3.4 για την αποφυγή ανεπιθύμητων αποκλίσεων των μετρήσεων. Όπως συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις, η θερμοκρασία δωματίου καθορίζει τον ρυθμό με τον οποίο προχωρά η αντίδραση.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Copper is an essential trace element, which is an important catalyst for heme synthesis and iron absorption. Following zinc and iron, copper is the third most abundant trace element in the body. Copper is a noble metal, like silver and gold. Useful industrial properties include high thermal and electrical conductivity, low corrosion, alloying ability, and malleability. Most of the metallic copper appears in electrical applications. Copper is a constituent of intrauterine contraceptive devices and the release of copper is necessary for their contraceptive effects. The bioavailability of copper from the diet is about 65–70% depending on a variety of factors including chemical form, interaction with other metals, and dietary components. The biological half-life of copper from the diet is 13–33 days with bilary excretion being the major route of elimination. Chronic copper toxicity is rare and primarily affects the liver. Wilson’s disease and Indian childhood cirrhosis are examples of seve ...
Copper is an essential trace element, which is an important catalyst for heme synthesis and iron absorption. Following zinc and iron, copper is the third most abundant trace element in the body. Copper is a noble metal, like silver and gold. Useful industrial properties include high thermal and electrical conductivity, low corrosion, alloying ability, and malleability. Most of the metallic copper appears in electrical applications. Copper is a constituent of intrauterine contraceptive devices and the release of copper is necessary for their contraceptive effects. The bioavailability of copper from the diet is about 65–70% depending on a variety of factors including chemical form, interaction with other metals, and dietary components. The biological half-life of copper from the diet is 13–33 days with bilary excretion being the major route of elimination. Chronic copper toxicity is rare and primarily affects the liver. Wilson’s disease and Indian childhood cirrhosis are examples of severe chronic liver disease that results from the genetic predisposition to the hepatic accumulation of copper. The serum copper concentration ranges up to approximately 1.5 mg/L in healthy persons. Gastrointestinal symptoms occur at whole blood concentrations near 3 mg Cu/L. Copper accumulation may increase the risk of neurological diseases as Parkinson’s or Wilson’s diseases. Therefore, the determination of copper levels in drinking water, food, and pharmaceutical formulations, biological and other samples is necessary for prevention of copper overload and has attracted considerable attention. For this purpose, several instrumental techniques have been employed, such as graphite furnace atomic-absorption spectrometry (GFAAS), electrothermal atomic-absorption spectrometry (ETAAS), instrumental neutron activation analysis (INAA), high-performance liquid chromatography (HPLC), ion chromatography (IC), voltametry (V), potentiometry (P), fluorimetry (F) and absorption spectrophotometry which was utilized in our laboratory. Our efforts were indeed proved fruitful by choosing di-2-pyridyl ketone(Dpk) as a potent coordination reagent, that gives a very strong absorbance reaction with copper(II). Some method essentials including concentration of ligand, reaction pH, temperature, time required for completion of the reaction, relative chemical affinity between metals and ligand, absorption spectra, slits width and lamp current were investigated in detail to establish the optimum conditions for the method. The most appropriate pH range, where the reaction of copper (II) and Dpk was investigated, was found to be between 3.0 and 6.0. Both acid and alkaline solutions were studied and the results showed that below pH 2.0 and above pH 6.0 the results are not satisfactory. Thus an acetates buffer solution of pH 3.4 was used throughout, to prevent undesirable deviations of measurements. As for any given reaction, among other external factors at room temperature the system was stable in time. Experimental data show that Dpk concentration substantially affects the sensitivity of the method. The optimum concentration of Dpk for a range of copper within 1 to 5 μM was found to be from 30 μM up to 200 μM. For the experiments the Dpk concentration of 30 μM was choose.
περισσότερα