Περίληψη
Στους κοινόχρηστους πόρους, ως ιδιαίτερη κατηγορία φυσικών πόρων κατά κανόνα ανήκουν τα δάση, τα αλίπεδα, το νερό η άγρια ζωή, η ατμόσφαιρα κ.α. Πρόκειται για μία κοινωνικά προσδιορίσημη κατηγορία φυσικών πόρων. Εξαιτίας ορισμένων εγγενών αλλά κυρίως ιδιοκτησιακών ιδιοτήτων, οι πόροι της κατηγορίας αυτής μοιράζονται ένα σύνολο προβλημάτων με εξέχον εκείνο της οργάνωσης και της διαχείρισης τους. Στον πυρήνα οποιασδήποτε προσπάθειας οργάνωσης των πόρων αυτών ελλοχεύει πάντα η εμφάνιση της συμπεριφοράς του «λαθρεπιβάτη». Παρατηρώντας την ιδιαιτερότητα τους αυτή, ο Hardin (1977) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πόροι που χαρακτηρίζονται ως κοινόχρηστοι θα καταστραφούν. Ως απάντηση στο πρόβλημα, πρότεινε δύο αντιφατικές μεταξύ τους λύσεις: την κρατικοποίηση ή την ιδιωτικοποίηση. Ο Hardin, επηρεασμένος από τα δυτικότροπα πρότυπα οργάνωσης των κοινωνιών, παρέβλεψε μία τρίτη λύση: την δυνατότητα της αυτό-οργάνωσης, της δημιουργίας μίας ομάδας η οποία θα έχει την δυνατότητα να αναλάβει η ίδια τη ...
Στους κοινόχρηστους πόρους, ως ιδιαίτερη κατηγορία φυσικών πόρων κατά κανόνα ανήκουν τα δάση, τα αλίπεδα, το νερό η άγρια ζωή, η ατμόσφαιρα κ.α. Πρόκειται για μία κοινωνικά προσδιορίσημη κατηγορία φυσικών πόρων. Εξαιτίας ορισμένων εγγενών αλλά κυρίως ιδιοκτησιακών ιδιοτήτων, οι πόροι της κατηγορίας αυτής μοιράζονται ένα σύνολο προβλημάτων με εξέχον εκείνο της οργάνωσης και της διαχείρισης τους. Στον πυρήνα οποιασδήποτε προσπάθειας οργάνωσης των πόρων αυτών ελλοχεύει πάντα η εμφάνιση της συμπεριφοράς του «λαθρεπιβάτη». Παρατηρώντας την ιδιαιτερότητα τους αυτή, ο Hardin (1977) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι πόροι που χαρακτηρίζονται ως κοινόχρηστοι θα καταστραφούν. Ως απάντηση στο πρόβλημα, πρότεινε δύο αντιφατικές μεταξύ τους λύσεις: την κρατικοποίηση ή την ιδιωτικοποίηση. Ο Hardin, επηρεασμένος από τα δυτικότροπα πρότυπα οργάνωσης των κοινωνιών, παρέβλεψε μία τρίτη λύση: την δυνατότητα της αυτό-οργάνωσης, της δημιουργίας μίας ομάδας η οποία θα έχει την δυνατότητα να αναλάβει η ίδια τη διαμόρφωση και την εφαρμογή ενός συστήματος διαχείρισης. Το «συλλογικό πράττειν» και η εθελοντική συμμετοχή σε μία τέτοια ομάδα, στην κοινότητα των χρηστών, αποτελεί μία δυναμική, η οποία μέχρι πρόσφατα θεωρήθηκε περισσότερο ως παρωχημένη, ιστορική, παρά ωςγνήσια εναλλακτική μορφή διαχείρισης. Στο «συλλογικό πράττειν» όπως ανέπτυξε στη θεωρία ο Olson (1991), η επίτευξη της κοινής σκοποθεσίας εξαρτάται από ορισμένες μεταβλητές, οι οποίες είναι κοινές, και με παραμέτρους που εξασφαλίζουν την επιτυχή λειτουργία του καθεστώτος της κοινής ιδιοκτησίας. Στην περίπτωση που επιτυγχάνεται αυτή η συγκυρία μεταβλητών και παραμέτρων η κοινοτική διαχείριση μπορεί να συμβάλει αποτελεσματικά στην αποφυγή της τραγωδίας των κοινόχρηστων πόρων. Η εδραιωμένη «νόρμα» συνεργασίας, μέσω των μηχανισμών που αναλύει ο Axelrood (1984,1997) συμβάλλει στην αποφυγή της εμφάνισης της συμπεριφοράς του λαθρεπιβάτη ως κυρίαρχο πρότυπο, απομακρύνοντας τον κίνδυνο κατάρρευσης της κοινοτικής οργάνωσης εξαιτίας εσωτερικών «θορύβων». Η γεωγραφική διασπορά των εμπειρικών παραδειγμάτων επιτυχούς και ανεπιτυχούς λειτουργίας του καθεστώτος της κοινοτικής ιδιοκτησίας - που παρουσιάζονται στην διατριβή- αποδεικνύει τη βιωσιμότητα του σε διαφορετικές οικονομικές κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνθήκες, επιβεβαιώνοντας την λειτουργία της κοινοτικής ιδιοκτησίας ως μία από τις τρεις εφικτές λύσεις του προβλήματος οργάνωσης των κοινόχρηστωνπόρων. Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην κοινοτική δασοπονία, ως στρατηγική αειφόρουδασικής και αγροτικής ανάπτυξης που δομείται στις αρχές της κοινοτικής ιδιοκτησίας, αλλά διαμορφώθηκε στα επιστημονικά εργαστήρια των Δυτικών χώρων, δεν αποτελεί δηλαδή αντίδραση των ίδιων των χρηστών των δασών. Στην κοινοτική δασοπονία, Κράτος και κοινότητα αποτελούν δύο ισότιμους συνεργάτες με στόχο την προστασία του δάσους και την βελτίωση των συνθηκών και του επιπέδου ζωής των αγροτικών πληθυσμών. Αποδεικνύεται ότι η αειφορική διαχείριση των κοινόχρηστων πόρων είναι δυνατή μέσω της συν-διαχείρισης, δηλαδή μέσω της ισότιμης συμμετοχής τριών παραγόντων: της Κοινότητας, του Κράτους και μη Κυβερνητικών οργανισμών, Ιδιωτικών Εταιρειών. Το δάσος του Ράντη, στο νησί της Ικαρίας αποτελεί το εμπειρικό παράδειγμα που πραγματεύεται η Διδακτορική Διατριβή. Μέσα από την ανασύνθεση των οικονομικών και κοινωνικών δεδομένων ιστορικών περιόδων και τη μελέτη περιγραφών του τοπίου του νησιού, επιχειρείται η καταγραφή των ανθρώπινων δράσεων και επεμβάσεων στο δάσος. Η ιστορική μελέτη συμβάλλει στην κατανόηση της παρούσας εικόνας που παρουσιάζει το δάσος του Ράντη, των αιτιών και των συντεταγμένων που διαμόρφωσαν την σημερινή κατάσταση. Η προοπτική της κοινοτικής οργάνωσης σήμερα στο δάσος του Ράντη, δεν αποτελεί κατ' ανάγκη οπισθοδρομική αναβίωση του κοινοτικού συστήματος, που συναντάμε για αιώνες στο εμπειρικό παράδειγμα. Βασιζόμενοι στη μακραίωνη παράδοση, που συχνά επικαλούνται και οι κάτοικοι της παραδασόβιας κοινότητας, ίσως να είναι δυνατόν να εδραιωθεί ένα σύστημα αειφόρου κοινοτικής διαχείρισης του δάσους. Το σύγχρονο σύστημα της κοινοτικής οργάνωσης, επωφελούμενο τις δυνατότητες που προσφέρει ησύγχρονη τεχνολογία στη διάδοση της γνώσης και της πληροφορίας, υποστηριζόμενο από τους τρεις ισότιμους συν-διαχειριστές αποτελεί ενδεχομένως ένα διαχειριστικό σχέδιο που απαντά αποτελεσματικά, σταθερά, δίκαια και προσαρμοστικά στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σε κάθε τοπική αλλά και παγκόσμια κοινωνικό-πολιτισμική ιδιαιτερότητα.
περισσότερα