Περίληψη
Η παρούσα εργασία προσπάθησε να παρακολουθήσει τους πρωταγωνιστές του ερευνώμενου αρχείου στην πορεία που κατέγραψαν στο χώρο και το χρόνο, χωρίς να είναι βέβαιο ότι ήταν ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος ανάδειξης ζητημάτων που αφορούσαν τις νοοτροπίες, τις καθημερινές πρακτικές, τις σκέψεις και τις αντιδράσεις τους. Στόχος της μελέτης ήταν σε μεγάλο βαθμό η ανάγνωση πέρα από τις γραμμές και ο συνδυασμός των ελλειπτικών και αποσπασματικών αναφορών των επιστολογράφων με δεδομένα της βιβλιογραφίας, την ανάδειξη του κόσμου τουεμπορίου του 18ου αιώνα και την κατανόηση των σκέψεων και των απόψεων τους. Στους εμπόρους των παροικιών αποδόθηκαν ζητήματα νεωτερισμού, ενδιαφέροντος για τα τεκταινόμενα της δυτικής Ευρώπης και παρακολούθησης των εξελίξεων στο χώρο της του πνεύματος, όπως διαμορφώθηκαν στα πλαίσια του διαφωτισμού. Οι έμποροι αυτοί θεωρήθηκαν ουσιαστικά οι φορείς των νέων ιδεών και υποστηρικτές κάθε νέας τάσης και πρακτικής που γνώριζαν στα εδάφη, όπου κινούνταν. Η συζήτηση για το αν ήτα ...
Η παρούσα εργασία προσπάθησε να παρακολουθήσει τους πρωταγωνιστές του ερευνώμενου αρχείου στην πορεία που κατέγραψαν στο χώρο και το χρόνο, χωρίς να είναι βέβαιο ότι ήταν ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος ανάδειξης ζητημάτων που αφορούσαν τις νοοτροπίες, τις καθημερινές πρακτικές, τις σκέψεις και τις αντιδράσεις τους. Στόχος της μελέτης ήταν σε μεγάλο βαθμό η ανάγνωση πέρα από τις γραμμές και ο συνδυασμός των ελλειπτικών και αποσπασματικών αναφορών των επιστολογράφων με δεδομένα της βιβλιογραφίας, την ανάδειξη του κόσμου τουεμπορίου του 18ου αιώνα και την κατανόηση των σκέψεων και των απόψεων τους. Στους εμπόρους των παροικιών αποδόθηκαν ζητήματα νεωτερισμού, ενδιαφέροντος για τα τεκταινόμενα της δυτικής Ευρώπης και παρακολούθησης των εξελίξεων στο χώρο της του πνεύματος, όπως διαμορφώθηκαν στα πλαίσια του διαφωτισμού. Οι έμποροι αυτοί θεωρήθηκαν ουσιαστικά οι φορείς των νέων ιδεών και υποστηρικτές κάθε νέας τάσης και πρακτικής που γνώριζαν στα εδάφη, όπου κινούνταν. Η συζήτηση για το αν ήταν προοδευτικοί και νεωτεριστικοί ως κοινωνικό σώμα ή αντίθετα αν παρέμεναν προσκολλημένοι στις αντιλήψεις της κοινωνίας καταγωγής τους είναι μακρά και αποσκοπούσε στην αναζήτηση των απαρχών των vεωτεριστικών ιδεών, που ασπάστηκαν οι Έλληνες λόγιοι πριν από την Επανάσταση του 1821. Το αρχείο της οικογένειας Πόνδικα τελικά μάλλον αφήνει περισσότερα ερωτήματα απ' όσα απαντά, καθώς σταματά πριν από τη Γαλλική Επανάσταση και τη σύλληψη του Ρήγα Βελεστινλή στη Βιέννη, πριν από γεγονότα που για την ευρωπαϊκή και την ελληνική ιστορία αποτέλεσαν σταθμούς και επηρέασαν ανθρώπους και σκέψεις. Ωστόσο επιτρέπει να δοθούν απαντήσεις σε ζητήματα αναφορικά με τις αντιλήψεις και τις νοοτροπίες τους, αναδεικνύοντας τη διαφορετικότητα στο εσωτερικό του σώματος των εμπόρων και την πολυδιάσπαση του. Οι βαλκάνιοι έμποροι κινούμενοι σε νέες χώρες και διαδρομές και ερχόμενοι σε επαφή με άγνωστες κοινωνίες αντιδρούσαν με προσωπικό και συλλογικό τρόπο στα ερεθίσματα που δέχονταν. Ωστόσο η προσαρμογή τους σε καινούργια και διαφορετικά δεδομένα εξαρτιόταν και τροποποιούνταν ανάλογα με την οικονομική επιφάνεια των ιδίων, τις προσωπικές διασυνδέσεις και φιλοδοξίες. Ακόμα και αν το ενδεχόμενο εγκατάστασης σε νέο τόπο αποτελούσε αμφίβολη επιλογή ή η σύνδεση τους με την πατρίδα φάνταζε σαφής και σταθερή, οι νέες και διαφοροποιούμενες συνθήκες διαβίωσης και δράσης οδηγούσαν σε τροποποίηση κάθε αρχικού σχεδιασμού και αναθεώρηση αντιλήψεων και αποφάσεων. Βασικό συμπέρασμα που εξάγεται από το αρχείο της οικογένειας Πόνδικα, παρόλο που αποτελεί μια περίπτωση και δίνει μια αποσπασματική εικόνα, είναι το γεγονός της πολυδιάσπασης της επαγγελματικής ομάδας των εμπόρων σε επιμέρους κατηγορίες, καθώς ανήκαν σε ποικίλα κοινωνικά στρώματα, και ο καθένας τους διέθετε διαφορετική οικονομική και πολιτική επιρροή. Η κοινή καταγωγή αποτελούσε συνδετικό παράγοντα, με χαλαρή ισχύ, ο οποίος ανατρεπόταν, όταν τα μεταβαλλόμενα ενδιαφέροντα έστρεφαν το άτομο σε άλλες επαγγελματικές και κοινωνικές κατευθύνσεις. Το ζήτημα των προσωπικών σχέσεων και δεσμών, που ο Ψυρούκης και ο Νικολόπουλος συζητούν αμφισβητώντας τη χρησιμότητα τους και την ύπαρξη τους μεταξύ των αποδήμων, τίθεται σαφώς μέσα από το αρχείο της οικογένειας Πόνδικα, καθώς οι συγγενικοί δεσμοί και οι φιλικές γνωριμίες και επαφές αποτελούσαν ακρογωνιαίο λίθο της επιχειρηματικής τους δράσης. Η υπέρβαση τους δημιουργούσε προβλήματα σε πρακτικό και ηθικό επίπεδο, τα οποία προσπαθούσαν να διαπραγματευτούν και να διαχειριστούν. Με την ηθική του εμπορίου και τον ορισμό των αρχών που έπρεπε να διαπερνούν μια επιχειρηματική σχέση προσπαθούσαν να θέσουν τις βάσεις της συνεργασίας με τους εταίρους και τους συνεργάτες. Η ηθική, όπως την ορίζει ο Sombart περιγράφοντας και αναλύοντας τις αξίες του αστού της δυτικής Ευρώπης, αναφερόταν στον αντρικό κόσμο των εμπόρων, τους κατεξοχήν πρωταγωνιστές, που προσπαθούσαν να θέσουν το πλαίσιο δράσης και να διασφαλίσουν την επιτυχία του εγχειρήματος τους σε μια εποχή, η οποία χαρακτηριζόταν από μεταβάσεις, μεταβολές και νέες πολιτικοοικονομικές συνθήκες, στο πλαίσιο των οποίων οι ίδιοι άλλοτε επιχειρούσαν και άλλοτε όχι να ανατρέψουν κατεστημένες και οικείες πρακτικές και συμπεριφορές. Η συχνή επίκληση της ηθικής μαρτυρεί την προσπάθεια τους να καθορίσουν τους όρους διεξαγωγής του εμπορίου, έτσι όπως οι ίδιοι τους γνώριζαν ή όπως ήθελαν να τους προσδιορίσουν. Η ανυπαρξία αναλυτικών ισολογισμών και λογαριασμών από το αρχείο Πόνδικα, που θα επέτρεπαν τον υπολογισμό των εμπορευμάτων που διακινούσαν, το περιθώριο κέρδους και την πορεία της επιχείρησης τους, αντισταθμίζεται από το πλήθος των σωζόμενων επιστολών και πρόχειρων σημειώσεων και λογαριασμών καθημερινών εξόδων, που στρέφουν το ενδιαφέρον σε ζητήματα ιδεολογίας, πρακτικής και νοοτροπίας, αφήνοντας ανοιχτό το θέμα των αριθμών. Η παράθεση αποσπασμάτων από τις επιστολές αποσκοπούσε στην ανάδειξη του ιδιαίτερου τρόπου έκφρασης των ατόμων της εποχής, στόχος ήταν να μιλήσουν τα ίδια τα πρόσωπα, όπου ήταν δυνατό και σκόπιμο. Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονταν, η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν, τα λεκτικά δάνεια από άλλες γλώσσες αποτελούν ένα πεδίο, στο οποίο δεν αναφέρθηκε η παρούσα έρευνα και απομένει κάποια στιγμή διερευνηθεί. Η γλωσσική ανάλυση του κειμένου, ο χειρισμός της γλώσσας και η σύνταξη, η γραμματική, η ορθογραφία των κειμένων αποτελούν, εξ άλλου, ένα ξεχωριστό, μεγάλο πεδίο έρευνας. Η χρήση της γραφής ως μέσου επικοινωνίας έδινε τη δυνατότητα στο άτομο να διατυπώσει αιτήματα, επιθυμίες, παραγγελίες, παράπονα ή δυσαρέσκεια. Η άγνοια της, αντίθετα, του στερούσε την αμεσότητα της επικοινωνίας, το εργαλείο εκείνο που μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να επικοινωνήσει και να διεκδικήσει. Το γεγονός αυτό αντιμετωπιζόταν με τη "συμπαράσταση και συνδρομή συγγενών και φίλων, που δέχονταν να συντάξουν ή να διαβάσουν επιστολές, θέτοντας στις υπηρεσίες τους τις γνώσεις τους. Η περίπτωση αυτή αφορούσε κυρίως τις γυναίκες του αρχείου, τις συγγενείς και φίλες των κατεξοχήν πρωταγωνιστών του αρχείου, οι οποίοι ήταν άντρες. Οι γυναίκες διεκδικούσαν το μερίδιο της προσοχής των αντρών, ενώ, όπου και όποτε οι περιστάσεις το επέτρεπαν και το επέβαλλαν, προέβαλαν στο προσκήνιο της δράσης. Το γυναικείο στοιχείο στη ζωή των βαλκάνιων εμπόρων κατείχε διττό ρόλο, αυτόν του απόντος στο χώρο και του παρόντος στη ζωή τους. Είναι πολύ πιθανόν να δραστηριοποιούνταν οι ίδιες οι γυναίκες ως έμποροι στο χώρο της Βαλκανικής και της κεντρικής Ευρώπης, όταν είχαν τη δυνατότητα και την ευκαιρία. Και το γεγονός ότι δεν εμφανίζεται ανάλογη περίπτωση στο αρχείο της οικογένειας Πόνδικα θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο. Το ενδεχόμενο αυτό ενισχύεται από την αντίστοιχη ενασχόληση γυναικών της Βαλκανικής στο χώρο της Ουγγαρίας, όπως, αντίθετα, μαρτυρεί το συγκεκριμένο αρχείο. Η παρουσία γυναικών στη ζωή των απόντων αντρών αποτελούσε σημαντικό σύνδεσμο με τα εδάφη που οι τελευταίοι εγκατέλειπαν λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων. Η προσωρινή αυτή αναχώρηση έπαιρνε κάποιες φορές τη μορφή της μόνιμης απουσίας και της αντίστοιχης εγκατάστασης σε ένα νέο χώρο. Οι αναφορές του απόντος εμπόρου στον τόπο καταγωγής ή διαμονής της οικογένειας του, που στα πρώτα χρόνια απουσίας του ήταν συχνές, αργότερα αραίωναν και διαφοροποιούνταν ποιοτικά. Το ενδιαφέρον του σταδιακά στρεφόταν από το εξωτερικό στο εσωτερικό του τόπου εγκατάστασης, από τα Βαλκάνια στην Ουγγαρία, όπου έβλεπε να εξελίσσεται μελλοντικά η ζωή του και η παρουσία του. Ένα προσωπικό ή οικογενειακό αρχείο προσφέρει την ιδιαίτερη δυνατότητα της προσέγγισης του ατόμου από μια οπτική γωνία τέτοια, η οποία επιτρέπει την ανάδειξη νοοτροπιών, πρακτικών, αντιλήψεων και αποφάσεων για ζητήματα καθημερινής υφής, ενώ αντίθετα έχει το μειονέκτημα της μεμονωμένης περίπτωσης, της αφήγησης μιας συγκεκριμένης ιστορίας. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά του αρχειακού αυτού υλικού προσπάθησε η παρούσα εργασία να εκμεταλλευτεί και να αναδείξει ή, αντίθετα, να αντισταθμίσει καταφεύγοντας σε συμπληρωματικές αρχειακές πηγές και βιβλιογραφικές αναφορές.
περισσότερα