Περίληψη
Η βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη με πολυάριθμες δράσεις που δεν σχετίζονται μόνο με την υγεία των οστών και τον μεταβολισμό του ασβεστίου. Η βιταμίνη D μετατρέπεται ενζυματικά στο ήπαρ σε 25-υδροξυβιταμίνη D (25(OH)D), την κύρια μορφή κυκλοφορίας της βιταμίνης D. Υπάρχουν δύο (εμπορικά) διαθέσιμες μορφές, η D2 (εργοκαλσιφερόλη) και η D3 (χοληκαλσιφερόλη). Η βιταμίνη D έχει άμεση δράση στη διαφοροποίηση των χονδροκυττάρων και των οστεοβλαστών προς σχηματισμό οστού αλλά και τον μεταβολισμό του ασβεστίου - φωσφόρου, με πιο συγκεκριμένη τη δράση της στην εντερική και τη νεφρική επαναρρόφησή τους. Οι χαμηλές συγκεντρώσεις της 25(OH)D στο αίμα έχουν συσχετισθεί με την παθογένεση ή και την εξέλιξη διαφόρων χρόνιων ασθενειών όπως ο σακχαρώδης διαβήτης (ΣΔ) τύπου 2, το μεταβολικό σύνδρομο, η παχυσαρκία, τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ορισμένες μορφές καρκίνου αλλά και αυτοάνοσες παθήσεις όπως ΣΔ τύπου 1, σκλήρυνση κατά πλάκας, νόσος Crohn, ψωρίαση vulgaris κ.λπ. Αρκετές μελέτες έχουν συσ ...
Η βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη με πολυάριθμες δράσεις που δεν σχετίζονται μόνο με την υγεία των οστών και τον μεταβολισμό του ασβεστίου. Η βιταμίνη D μετατρέπεται ενζυματικά στο ήπαρ σε 25-υδροξυβιταμίνη D (25(OH)D), την κύρια μορφή κυκλοφορίας της βιταμίνης D. Υπάρχουν δύο (εμπορικά) διαθέσιμες μορφές, η D2 (εργοκαλσιφερόλη) και η D3 (χοληκαλσιφερόλη). Η βιταμίνη D έχει άμεση δράση στη διαφοροποίηση των χονδροκυττάρων και των οστεοβλαστών προς σχηματισμό οστού αλλά και τον μεταβολισμό του ασβεστίου - φωσφόρου, με πιο συγκεκριμένη τη δράση της στην εντερική και τη νεφρική επαναρρόφησή τους. Οι χαμηλές συγκεντρώσεις της 25(OH)D στο αίμα έχουν συσχετισθεί με την παθογένεση ή και την εξέλιξη διαφόρων χρόνιων ασθενειών όπως ο σακχαρώδης διαβήτης (ΣΔ) τύπου 2, το μεταβολικό σύνδρομο, η παχυσαρκία, τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ορισμένες μορφές καρκίνου αλλά και αυτοάνοσες παθήσεις όπως ΣΔ τύπου 1, σκλήρυνση κατά πλάκας, νόσος Crohn, ψωρίαση vulgaris κ.λπ. Αρκετές μελέτες έχουν συσχετίσει τη μητρική ανεπάρκεια της 25(OH)D [Vitamin D Deficiency / (VDD)] με ανεπιθύμητα αποτελέσματα στην εγκυμοσύνη όπως προεκλαμψία, καισαρική τομή (ΚΤ), σακχαρώδης διαβήτης κύησης (ΣΔΚ) και πρόωρος τοκετός ενώ στα νεογνά με αυξημένη πιθανότητα ΣΔ τύπου 1, χαμηλό βάρος γέννησης, κρίσεις υποκαλιαιμίας, μειωμένη σκελετική ανάπτυξη, χαμηλή ανοσοποίηση, μειωμένη πνευμονική ωρίμανση, βρογχικό άσθμα, αλλεργική ρινίτιδα και άλλες. Η προβιταμίνη D3 συντίθεται μη ενζυματικά από την 7-δεϋδροχοληστερόλη του δέρματος, ύστερα από την έκθεσή του στις υπεριώδεις ακτίνες του ηλιακού φωτός. Η κατάσταση της βιταμίνης D εκτιμάται μετρώντας τις συγκεντρώσεις της 25(OH)D του αίματος. Οι συγκεντρώσεις της 25(OH)D αποτελούν έναν συνδυασμό της έκθεσης στο ηλιακό φως και της διατροφής. Η μειωμένη διαθεσιμότητα της βιταμίνης D προκύπτει από τη δευτερογενή ανεπαρκή διατροφική πρόσληψη της βιταμίνης D, από διαταραχές δυσαπορρόφησης του λίπους ή/και από έλλειψη του ηλιακού φωτός. Ο ήλιος διεγείρει την παραγωγή της βιταμίνης D3 στο δέρμα, η οποία εξαρτάται άμεσα από την εποχή, την ηλικία του ατόμου, τη μελάγχρωση του δέρματος, το ποσοστό κάλυψης του σώματος του ατόμου μέσω της ένδυσης και τη χρήση προϊόντων αντηλιακής προστασίας. Η κατάσταση της βιταμίνης D στο αίμα βελτιώνεται με μια σωστή διατροφική πρόσληψη βιταμίνης D (βρώση λιπαρών ψαριών, εμπλουτισμένων τροφών με βιταμίνη D, όπως του γάλακτος, των χυμών πορτοκαλιού κ.λπ.). Επίσης, μια υψηλή διατροφική πρόσληψη ασβεστίου έχει σημαντική επίδραση στη διατήρηση των συγκεντρώσεων της 25(OH)D, καθώς αυξάνει τον χρόνο ημιζωής της 25(OH)D. Στις ομάδες υψηλού κινδύνου για VDD συμπεριλαμβάνονται οι ηλικιωμένοι, τα παιδιά, τα πρόωρα νεογνά, οι έγκυες, οι παντός είδους ιδρυματοποιημένοι, τα άτομα με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, η σκουρόχρωμη φυλή, άτομα που λαμβάνουν φαρμακευτικές ουσίες (κορτικοστεροειδή, αντιεπιληπτικά, αντιφυματικά, αντιμυκητιασικά), άτομα με ηπατική ανεπάρκεια, άτομα με σύνδρομο δυσαπορρόφησης (νόσος Crohn, ελκώδη κολίτιδα, κοιλιοκάκη, παγκρεατική ανεπάρκεια, ινοκυστική νόσος), άτομα που στερούνται άσκησης, με μικρότερη έκθεση στον ήλιο και οι αποκλειστικά χορτοφάγοι. Όλα αυτά τα άτομα χρειάζονται συστηματική λήψη συμπληρωμάτων διατροφής με βιταμίνη D. Παρόλο που η βιταμίνη D είναι εξαιρετικά σημαντική για την υγεία, η VDD είναι πολύ συχνή σε ολόκληρο τον Δυτικό κόσμο. Μάλιστα, σχετικά πρόσφατα, έγινε λόγος για ευρωπαϊκή πανδημία ανεπάρκειας της 25(OH)D. Σε αντίθεση με το αναμενόμενο για τις ανατολικές και τις νότιες μεσογειακές περιοχές και παρά τη φαινομενική ηλιοφάνεια, παρατηρείται υψηλός επιπολασμός χαμηλού status βιταμίνης D. Το φαινόμενο αυτό αποκαλείται «μεσογειακό παράδοξο» και όπως διαπιστώνεται αφορά και τη χώρα μας. H επιδημιολογική μελέτη της Ελληνικής Διατροφολογικής Εταιρείας με θέμα «Ο προσδιορισμός των επιπέδων της βιταμίνης D, σε δείγμα του ελληνικού πληθυσμού» αποδεικνύει πως το πρόβλημα της VDD αφορά και τη χώρα μας. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η VDD έχει θεωρηθεί από πολλούς παράγοντας εμφάνισης επιπλοκών τόσο στην ίδια τη μητέρα όσο και στο έμβρυο - νεογέννητό της. Επομένως, οι συγκεντρώσεις της 25(OH)D έχουν ιδιαίτερη σημασία περιγεννητικά. Η επάρκεια της 25(OH)D κατά τη διάρκεια της κύησης είναι απαραίτητη για την ομαλή ανάπτυξη του εμβρυϊκού σκελετού και την εξασφάλιση των απαραίτητων αποθεμάτων στο έμβρυο. Μέχρι σήμερα, πολλές μελέτες αποκαλύπτουν μια υψηλή συσχέτιση μεταξύ των μητρικών συγκεντρώσεων της 25(OH)D κι αυτών του νεογνού. Αυτό που μέχρι σήμερα παραμένει ασαφές είναι πώς ακριβώς αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ιδιαίτερα όταν υπάρχει σοβαρή έλλειψη των μητρικών συγκεντρώσεων της 25(OH)D αλλά και το πώς συμπεριφέρεται αυτή η συσχέτιση σε μια μεσογειακή χώρα όπως η Ελλάδα, στην οποία η ηλιοφάνεια ευνοεί τη σύνθεση της βιταμίνης D. Σε αυτή τη διατριβή, θα προσπαθήσουμε να εκτιμήσουμε τον ρόλο της μητρικής VDD στην εμφάνιση πιθανών επιπλοκών περιγεννητικά. Επίσης, θα αξιολογηθεί ο ρόλος της μητρικής VDD, στο τέλος της εγκυμοσύνης, στη διαμόρφωση των σωματομετρικών χαρακτηριστικών του νεογέννητου, υπό το πρίσμα της λήψης ή όχι προγεννητικών συμπληρωμάτων βιταμίνης D. Πιθανότατα, η μητρική VDD στην κύηση να σχετίζεται με τη μειωμένη εμβρυϊκή - νεογνική ανάπτυξη ή και τη διαφοροποίηση των νεογνικών σωματομετρικών χαρακτηριστικών. Αυτό συμπεραίνεται με βάση το γεγονός πως οι εμβρυϊκές συγκεντρώσεις της 25(OH)D φαίνεται να εξαρτώνται άμεσα από τις μητρικές συγκεντρώσεις της 25(OH)D. Οι λίγες μελέτες που συσχετίζουν τις μητρικές συγκεντρώσεις της 25(OH)D με τα ανθρωπομετρικά στοιχεία του νεογνού είναι αντιφατικές. Ωστόσο, στις υπάρχουσες μελέτες εντοπίζονται αρκετά σφάλματα που πολύ πιθανόν, οδηγούν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Οπωσδήποτε, κρίνεται απαραίτητη η μελέτη της προηγούμενης συσχέτισης σε διαφορετικές εβδομάδες κύησης, λαμβάνοντας υπόψιν τον δείκτη μάζας σώματος [Body Mass Index / (BMI)] της εγκύου (πριν και στο τέλος της κύησης) αλλά και την ερμηνεία των αποτελεσμάτων ανά χώρα στην οποία διεξάγεται η μελέτη, δεδομένης της διαφορετικότητας σε ηλιοφάνεια και των διαφορετικών εποχών που λαμβάνονται τα δείγματα. Επίσης, θα διερευνήσουμε την πιθανή επίδραση της μητρικής VDD στην τιμή της νεογνικής τριχοειδικής χολερυθρίνης, την τρίτη μέρα ζωής των νεογέννητων. Έως σήμερα, οι μελέτες που έχουν διερευνήσει την παραπάνω συσχέτιση είναι ελάχιστες και αφορούν κατά κύριο λόγο, ασιατικό και όχι μεσογειακό πληθυσμό. Οπωσδήποτε, απαιτούνται περισσότερες προοπτικές μελέτες για την αποσαφήνιση του ρόλου των μητρικών συγκεντρώσεων της 25(OH)D στην παθογένεση της νεογνικής υπερχολερυθριναιμίας. Τέλος, θα αποτιμήσουμε τον επιπολασμό της μητρικής και της νεογνικής VDD στην Ελλάδα, αξιολογώντας τις μητρικές συγκεντρώσεις της 25(OH)D στο τέλος την κύησης, λαμβάνοντας υπόψιν την επίδραση των προγεννητικών συμπληρωμάτων βιταμίνης D που χορηγήθηκαν στην εγκυμοσύνη. Σκοπός της μελέτης μας είναι να ερμηνευτεί αν τελικά, η συστηματική εισαγωγή των προγεννητικών συμπληρωμάτων βιταμίνης D βοηθά στη μείωση των ανεπιθύμητων επιπλοκών της εγκυμοσύνης. Η παρούσα μελέτη πραγματοποιήθηκε στο «Τζάνειο» Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά. Τα δείγματα αίματος που συγκεντρώθηκαν, αναλύθηκαν στο βιοχημικό εργαστήριο του νοσοκομείου, με τη σύμφωνη γνώμη της διευθύντριας του βιοχημικού τμήματος, κυρίας Τσελέπη, του τομέα και της διοίκησης του νοσοκομείου. Το πρωτόκολλο της μελέτης αξιολογήθηκε και εγκρίθηκε από το επιστημονικό συμβούλιο του νοσοκομείου. Η μελέτη μας αφορούσε μόνο Ελληνίδες έγκυες ή Ευρωπαίες έγκυες που γεννήθηκαν ή διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα για παραπάνω από μια δεκαετία, επωφελούμενες από τον μεσογειακό ήλιο της χώρας μας. Συλλέχθηκαν δεδομένα από 248 ζεύγη υγιών Ελληνίδων μητέρων και των νεογνών τους. Επιλέξαμε να κάνουμε μια συγχρονική μελέτη συσχέτισης (cross-sectional study), καθώς προσδιορίσαμε τον ρόλο των μητρικών συγκεντρώσεων της 25(OH)D πάνω στα μητρικά και στα νεογνικά αποτελέσματα της κύησης, μόνο τη συγκεκριμένη στιγμή του τοκετού και όχι σε όλο το διάστημα της κύησης. Οι έγκυες που προσήλθαν και γέννησαν στη Μαιευτική και Γυναικολογική κλινική του «Τζανείου», χωρίστηκαν σε αυτές που λάμβαναν συμπλήρωμα βιταμίνης D των 400-800 IU μαζί με ασβέστιο και σε αυτές που δεν λάμβαναν κανενός είδους συμπλήρωμα, για να εκτιμηθεί η δράση των προγεννητικών συμπληρωμάτων βιταμίνης D. Τα δεδομένα που αφορούσαν τις μητέρες συλλέχθηκαν στην έναρξη του τοκετού (στο τέλος της κύησης) ενώ αυτά που αφορούσαν τα νεογνά συλλέχθηκαν αμέσως μετά τη γέννηση. Οι μητρικές συγκεντρώσεις της 25(OH)D προσδιορίστηκαν διαμέσου αιμοληψίας. Τα δείγματα αίματος των μητέρων λήφθηκαν από τις μαίες του τμήματος στην παραλαβή των επιτόκων. Τη μητέρα συνόδευε πάντα ιστορικό με τα δημογραφικά χαρακτηριστικά της, τα φαινοτυπικά χαρακτηριστικά της, το BMI της στην αρχή της εγκυμοσύνης, τη μεταβολή του βάρους της στην κύηση, τυχόν προϋπάρχοντα της κύησης νοσήματα, τις διατροφικές της συνήθειες, τον τρόπο ζωής της, το μορφωτικό της επίπεδο, την κοινωνικό-οικονομική της κατάσταση, τυχόν χρήση φαρμακευτικών σκευασμάτων και την καταγραφή πιθανών επιπλοκών στην παρούσα κύηση. Τα ζεύγη μητέρας - νεογνού κατηγοριοποιήθηκαν ανά εποχή σε δύο ομάδες (άνοιξη – καλοκαίρι, χειμώνας – φθινόπωρο). Επίσης, προσδιορίστηκαν και αξιολογήθηκαν οι νεογνικές συγκεντρώσεις της 25(OH)D του ομφάλιου λώρου, αμέσως μετά την απολίνωσή του και της τριχοειδικής χολερυθρίνης των νεογέννητων, την τρίτη μέρα ζωής τους. Κατά τη γέννηση, καταγράφηκαν το φύλο και τα βιομετρικά στοιχεία των νεογνών όπως το ύψος, το βάρος, η περίμετρος κεφαλής, η περίμετρος κοιλιάς, η περίμετρος θώρακα, το μήκος του μηριαίου και το μήκος του αντιβραχίου. Σύμφωνα με την Αμερικάνικη Ενδοκρινολογική Εταιρεία (American Endocrinology Society), οι επίτοκες χωρίστηκαν σε εκείνες που είχαν: α) επαρκείς συγκεντρώσεις της 25(OH)D (≥30 ng/ml) β) ανεπαρκείς συγκεντρώσεις της 25(OH)D (21-29 ng/ml) γ) ελλιπείς συγκεντρώσεις της 25(OH)D (≤20 ng/ml) και δ) σοβαρά ελλιπείς συγκεντρώσεις της 25(OH)D (<12 ng/ml). Σύμφωνα με τα κριτήρια επάρκειας της Αμερικάνικης Παιδιατρικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας (American Pediatric Endocrinology Society), τα νεογνά των μητέρων της κάθε κατηγορίας χωρίστηκαν κι αυτά, όπως και οι μητέρες τους, σε νεογνά με α) επαρκείς συγκεντρώσεις της 25(OH)D (≥30 ng/ml), β) ανεπαρκείς συγκεντρώσεις της 25(OH)D (16-29 ng/ml), γ) ελλιπείς συγκεντρώσεις της 25(OH)D (≤15 ng/ml) και δ) σοβαρά ελλιπείς συγκεντρώσεις της 25(OH)D (<12,5 ng/ml).Εν τέλει, με τη διατριβή αυτή, έχουμε σκοπό να προσφέρουμε στην επιστημονική κοινότητα την υπάρχουσα γνώση για τη βιταμίνη D, την οποία οι επαγγελματίες υγείας μπορούν να χρησιμοποιήσουν, για να προσφέρουν τα μέγιστα στην πρόληψη της VDD, στη θεραπεία της, και στην αποφυγή των ανεπιθύμητων επιπλοκών της.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Vitamin D is a fat-soluble vitamin with numerous actions that are not only related to bone health and calcium metabolism. Vitamin D is enzymatically converted in the liver to 25-hydroxyvitamin D (25(OH)D), the major circulating form of vitamin D. There are two (commercially) available forms, D2 (ergocalciferol) and D3 (cholecalciferol). Vitamin D has a direct effect on the differentiation of chondrocytes and osteoblasts, for bone formation, but also on calcium-phosphorus metabolism, with a more specific effect on their intestinal and renal re-absorption. Low levels of 25(OH)D in the blood have been associated with the pathogenesis or progression of various chronic diseases such as diabetes mellitus (DM) type 2, metabolic syndrome, obesity, cardiovascular diseases, some forms of cancer, but also autoimmune diseases such as type 1 DM, multiple sclerosis, Crohn's disease, psoriasis vulgaris, etc. Several studies have associated maternal 25(OH)D deficiency [Vitamin D Deficiency / (VDD)] wi ...
Vitamin D is a fat-soluble vitamin with numerous actions that are not only related to bone health and calcium metabolism. Vitamin D is enzymatically converted in the liver to 25-hydroxyvitamin D (25(OH)D), the major circulating form of vitamin D. There are two (commercially) available forms, D2 (ergocalciferol) and D3 (cholecalciferol). Vitamin D has a direct effect on the differentiation of chondrocytes and osteoblasts, for bone formation, but also on calcium-phosphorus metabolism, with a more specific effect on their intestinal and renal re-absorption. Low levels of 25(OH)D in the blood have been associated with the pathogenesis or progression of various chronic diseases such as diabetes mellitus (DM) type 2, metabolic syndrome, obesity, cardiovascular diseases, some forms of cancer, but also autoimmune diseases such as type 1 DM, multiple sclerosis, Crohn's disease, psoriasis vulgaris, etc. Several studies have associated maternal 25(OH)D deficiency [Vitamin D Deficiency / (VDD)] with adverse pregnancy outcomes such as pre-eclampsia, Caesarean section, gestational diabetes mellitus (GDM) and premature delivery, while in newborns with increased possibility of type 1 DM, low birth weight, hypokalemia attacks, reduced skeletal growth, low immunity, reduced lung maturation, bronchial asthma, allergic rhinitis and others. Pro-vitamin D3 is synthesized nonenzymatic-ally from the 7-dehydrocholesterol of the skin, after its exposure to the ultraviolet rays of sunlight. Vitamin D status is assessed by measuring blood 25(OH)D concentrations. 25(OH)D concentrations are a combination of sunlight exposure and diet. Reduced availability of vitamin D results from secondary insufficient dietary intake of vitamin D, fat malabsorption disorders, and/or lack of sunlight. The sun stimulates the production of vitamin D3 in the skin, which directly depends on the season, the person's age, skin pigmentation, the percentage of the person's body coverage through clothing and the use of sun protection products. The vitamin D status in the blood improves with a proper dietary intake of vitamin D (eating oily fish, vitamin D-fortified foods, milk, orange juices, etc.). Also, a high dietary calcium intake has a significant effect on the maintenance of 25(OH)D concentrations, as it increases the half-life of 25(OH)D.High-risk groups for VDD include the elderly, children, premature infants, pregnant women, institutionalized people of all kinds, people with low educational levels, dark-skinned people, people taking medications (corticosteroids, anti-epileptics, anti-tuberculosis, anti-fungals) , people with liver failure, people with malabsorption syndrome (Crohn's disease, ulcerative colitis, celiac disease, pancreatic insufficiency, fibro-cystic disease), people who lack exercise, with less sun exposure and exclusively vegetarians. All these people need a systematic intake of food supplements with vitamin D.Although vitamin D is extremely important for health, VDD is very common throughout the Western world. In fact, recently, there was talk of a European pandemic of 25(OH)D deficiency. Contrary to what was expected for the eastern and southern Mediterranean regions and despite the apparent sunshine, a high prevalence of low vitamin D status is observed. This phenomenon is called the "Mediterranean paradox" and as it turns out, it also concerns our country. Although Greece is characterized by prolonged sunshine, most Greeks seem to show a high percentage of VDD. The epidemiological study of the Hellenic Nutrition Society on the topic "The determination of vitamin D levels in a sample of the Greek population" proves that the problem of VDD concerns our country as well.As mentioned above, VDD has been considered by many as a factor in the occurrence of complications both in the mother herself and in her fetus-newborn. Therefore, 25(OH)D concentrations are of particular importance perinatally. Adequacy of 25(OH)D during pregnancy is necessary for the normal development of the fetal skeleton and ensuring the necessary reserves in the fetus. To date, many studies reveal a high correlation of maternal 25(OH)D concentrations with those of the newborn. What remains unclear to date is how exactly they interact with each other, especially when there is a severe lack of maternal 25(OH)D concentrations, but also how this correlation behaves in a Mediterranean country like Greece, in which sunshine favors vitamin D synthesis.In this study, we will try to assess the role of maternal VDD in the occurrence of possible perinatal complications. Also, the role of maternal VDD, at the end of pregnancy, in shaping the somatometric characteristics of the newborn will be assessed, in the light of receiving or not prenatal vitamin D supplementation. It is likely that maternal VDD in pregnancy is associated with reduced feto - neonatal development or the differentiation of neonatal somatometric characteristics. This is inferred based on the fact that fetal 25(OH)D concentrations appear to be directly dependent on maternal 25(OH)D concentrations. The few studies relating maternal 25(OH)D concentrations to neonatal anthropometrics are contradictory. However, several errors are found in the existing studies, which may lead to different conclusions. In any case, it is considered necessary to study the previous correlation in different weeks of pregnancy, taking into account the body mass index (BMI) of the pregnant woman (before and at the end of pregnancy) but also the interpretation of the results by country in which the study is conducted, given the difference in sunshine and the different times the samples are taken. Also, we will investigate the possible effect of maternal VDD on the value of neonatal capillary bilirubin, on the third day of life of the newborns. To date, the studies that have investigated the above association are few and mainly concern an Asian and not a Mediterranean population. Certainly, more prospective studies are needed to clarify the role of maternal 25(OH)D concentrations in the pathogenesis of neonatal hyperbilirubinemia. Finally, we will assess the prevalence of maternal and neonatal VDD in Greece, assessing maternal 25(OH)D concentrations at the end of pregnancy, taking into account the effect of prenatal vitamin D supplementation administered during pregnancy. The aim of our study is to interpret, if finally, the systematic introduction of prenatal vitamin D supplements helps to reduce unwanted pregnancy complications.The present study was carried out at the "Tzaneio" General Hospital of Piraeus. The blood samples collected were analyzed in the biochemical laboratory of the hospital, with the consent of the director of the biochemical department, Mrs. Tselepi, the sector and the hospital administration. The study protocol was reviewed and approved by the hospital's scientific board. Our study only concerned Greek pregnant women or pregnant women who were born or have been living permanently in Greece, for more than a decade, benefiting from the Mediterranean sun of our country. Data were collected from 248 pairs of healthy Greek mothers and their newborns. We chose to do a cross-sectional study, as we determined the role of maternal 25(OH)D concentrations on maternal and neonatal pregnancy outcomes, only at the specific moment of delivery and not throughout pregnancy. The pregnant women who came and gave birth at the Obstetrics and Gynecology clinic of "Tzaneio", were divided into those who received a vitamin D supplement of 400-800 IU together with calcium and those who did not receive any type of supplement, in order to assess the effect of prenatal of vitamin D supplementation. Data on mothers were collected at the onset of labor while those on neonates were collected immediately after birth. Maternal 25(OH)D concentrations were determined by blood sampling. The blood samples of the mothers were taken by the midwives. The mother was always accompanied by a history with her demographic characteristics, her phenotypic characteristics, her BMI at the beginning of the pregnancy, the change in her weight during pregnancy, any preexisting diseases of the pregnancy, her eating habits, her lifestyle, her educational level, her socioeconomic situation, any use of pharmaceutical preparations and the recording of possible choices in the present pregnancy. The mother-newborn pairs were categorized by season into two groups (Spring – Summer, Winter – Autumn). Also, neonatal 25(OH)D concentrations of the umbilical cord at birth, immediately after its ligation, and capillary bilirubin, on the third day of life of the newborns, were determined and evaluated. At birth, neonates' sex and biometrics such as height, weight, head circumference, abdominal circumference, chest circumference, femur length and forearm length were recorded. According to the American Endocrinology Society, patients were divided into those with: a) adequate 25(OH)D concentrations (>30 ng/ml) b) insufficient 25(OH)D concentrations (21-29 ng/ml) c) deficient 25(OH)D concentrations (<20 ng/ml) and d) severely deficient 25(OH)D concentrations (<12 ng/ml). According to the adequacy criteria of the American Pediatric Endocrinology Society, the newborns of the mothers of each category were divided, like their mothers, into newborns with a) adequate of 25(OH)D concentrations (>30 ng /ml), b) deficient of 25(OH)D concentrations (16-29 ng/ml), c) lack of 25(OH)D concentrations (≤15 ng/ml) and d) severely lack of (<12.5 ng/ml ml).Finally, with this investigation, we aim to provide the scientific community with the existing knowledge about vitamin D, which health professionals can use, to offer the maximum in the prevention of VDD, its treatment, and the avoidance of its unwanted complications.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
La vitamina D è una vitamina liposolubile con numerose azioni che non sono legate solo alla salute delle ossa e al metabolismo del calcio. La vitamina D viene convertita enzimaticamente nel fegato in 25-idrossivitamina D (25(OH)D), la principale forma circolante di vitamina D. Esistono due forme (commercialmente) disponibili, D2 (ergocalciferolo) e D3 (colecalciferolo). La vitamina D ha un effetto diretto sulla differenziazione dei condrociti e degli osteoblasti per la formazione ossea, nonché sul metabolismo del calcio-fosforo, con un effetto più specifico sul loro riassorbimento intestinale e renale. Basse concentrazioni di 25(OH)D nel sangue sono state associate alla patogenesi o alla progressione di varie malattie croniche come il diabete mellito (DM) di tipo 2, la sindrome metabolica, l'obesità, le malattie cardiovascolari, alcune forme di cancro e condizioni autoimmuni come diabete di tipo 1, sclerosi multipla, morbo di Crohn, psoriasi volgare, ecc. Diversi studi hanno associato ...
La vitamina D è una vitamina liposolubile con numerose azioni che non sono legate solo alla salute delle ossa e al metabolismo del calcio. La vitamina D viene convertita enzimaticamente nel fegato in 25-idrossivitamina D (25(OH)D), la principale forma circolante di vitamina D. Esistono due forme (commercialmente) disponibili, D2 (ergocalciferolo) e D3 (colecalciferolo). La vitamina D ha un effetto diretto sulla differenziazione dei condrociti e degli osteoblasti per la formazione ossea, nonché sul metabolismo del calcio-fosforo, con un effetto più specifico sul loro riassorbimento intestinale e renale. Basse concentrazioni di 25(OH)D nel sangue sono state associate alla patogenesi o alla progressione di varie malattie croniche come il diabete mellito (DM) di tipo 2, la sindrome metabolica, l'obesità, le malattie cardiovascolari, alcune forme di cancro e condizioni autoimmuni come diabete di tipo 1, sclerosi multipla, morbo di Crohn, psoriasi volgare, ecc. Diversi studi hanno associato la carenza materna di 25(OH)D [carenza di vitamina D / (VDD)] con esiti avversi della gravidanza come preeclampsia, taglio cesareo (CS), diabete mellito gestazionale (GDM) e parto prematuro, mentre nei neonati con aumento possibilità di diabete di tipo 1, basso peso alla nascita, attacchi di ipokaliemia, ridotta crescita scheletrica, bassa immunità, ridotta maturazione polmonare, asma bronchiale, rinite allergica e altri. La provitamina D3 viene sintetizzata in modo non enzimatico dal 7-deidrocolesterolo della pelle, dopo la sua esposizione ai raggi ultravioletti della luce solare. Lo stato della vitamina D viene valutato misurando le concentrazioni di 25(OH)D nel sangue. Le concentrazioni di 25(OH)D sono una combinazione di esposizione alla luce solare e dieta. La ridotta disponibilità di vitamina D deriva da un apporto alimentare secondario insufficiente di vitamina D, da disturbi di malassorbimento dei grassi e/o dalla mancanza di luce solare. Il sole stimola la produzione di vitamina D3 nella pelle, che dipende direttamente dalla stagione, dall'età della persona, dalla pigmentazione della pelle, dalla percentuale di copertura del corpo attraverso gli indumenti e dall'uso di prodotti di protezione solare. Lo stato della vitamina D nel sangue migliora con un adeguato apporto dietetico di vitamina D (consumo di pesce azzurro, alimenti arricchiti di vitamina D come latte, succhi d'arancia, ecc.). Inoltre, un elevato apporto di calcio nella dieta ha un effetto significativo sul mantenimento delle concentrazioni di 25(OH)D, poiché aumenta l’emivita del 25(OH)D. I gruppi ad alto rischio di VDD comprendono gli anziani, i bambini, i neonati prematuri, le donne incinte, le persone istituzionalizzate di ogni tipo, le persone con un basso livello di istruzione, le persone dalla pelle scura, le persone che assumono farmaci (corticosteroidi, antiepilettici, antitubercolari, antifungini), le persone con insufficienza epatica, persone affette da sindrome da malassorbimento (morbo di Crohn, colite ulcerosa, celiachia, insufficienza pancreatica, malattia fibrocistica), persone che fanno poca attività fisica, che si espongono meno al sole ed esclusivamente vegetariani. Tutte queste persone hanno bisogno di assumere regolarmente integratori di vitamina D. Sebbene la vitamina D sia estremamente importante per la salute, la VDD è molto comune in tutto il mondo occidentale. In effetti, relativamente di recente, si è parlato di una pandemia europea di carenza di 25(OH)D. Contrariamente a quanto previsto per le regioni orientali e meridionali del Mediterraneo e nonostante l'apparente soleggiamento, si osserva un'elevata prevalenza di bassi livelli di vitamina D. Questo fenomeno è chiamato "paradosso mediterraneo" e, come riscontrato, riguarda anche il nostro Paese. Lo studio epidemiologico della Hellenic Nutrition Society sul tema "La determinazione dei livelli di vitamina D in un campione della popolazione greca" dimostra che il problema della VDD riguarda anche il nostro Paese. Come accennato in precedenza, la VDD è stata considerata da molti come un fattore di insorgenza di complicanze sia nella madre stessa che nel feto-neonato. Pertanto, le concentrazioni di 25(OH)D sono di particolare importanza nel periodo perinatale. Un adeguato apporto di 25(OH)D durante la gravidanza è necessario per il normale sviluppo dello scheletro fetale e per garantire le riserve necessarie nel feto. Ad oggi molti studi rivelano un’elevata correlazione tra le concentrazioni di 25(OH)D materne e quelle del neonato. Ciò che rimane poco chiaro ad oggi è come interagiscono esattamente tra loro, soprattutto quando c’è una grave carenza di concentrazioni materne di 25(OH)D, ma anche come si comporta questa correlazione in un paese mediterraneo come la Grecia, dove il sole favorisce la sintesi delle vitamine. D. In questa tesi cercheremo di valutare il ruolo del VDD materno nell'insorgenza di possibili complicanze perinatali. Verrà inoltre valutato il ruolo del VDD materno, alla fine della gravidanza, nella formazione dei somicaratteristiche metriche del neonato, alla luce del fatto che ha ricevuto o meno un'integrazione prenatale di vitamina D. Molto probabilmente, il VDD materno in gravidanza è correlato alla ridotta crescita fetale-neonatale o alla differenziazione delle caratteristiche somatometriche neonatali. Ciò si deduce dal fatto che le concentrazioni fetali di 25(OH)D sembrano essere direttamente dipendenti dalle concentrazioni materne di 25(OH)D. I pochi studi che mettono in relazione le concentrazioni materne di 25(OH)D con l’antropometria neonatale sono contraddittori. Tuttavia, negli studi esistenti si riscontrano diversi errori che molto probabilmente portano a conclusioni diverse. In ogni caso, si ritiene necessario studiare la correlazione precedente nelle diverse settimane di gravidanza, tenendo conto dell'indice di massa corporea [Indice di massa corporea / (BMI)] della donna incinta (prima e alla fine della gravidanza) ma anche l'interpretazione dei risultati per paese in cui viene effettuato lo studio, data la diversità del soleggiamento e i diversi orari in cui vengono prelevati i campioni.Inoltre, investigheremo il possibile effetto del VDD materno sul valore della bilirubina capillare neonatale, al terzo giorno di vita dei neonati. Ad oggi gli studi che hanno indagato la suddetta correlazione sono pochi e riguardano prevalentemente una popolazione asiatica e non mediterranea. Certamente sono necessari ulteriori studi prospettici per chiarire il ruolo delle concentrazioni materne di 25(OH)D nella patogenesi dell’iperbilirubinemia neonatale. Infine, valuteremo la prevalenza della VDD materna e neonatale in Grecia, valutando le concentrazioni materne di 25(OH)D alla fine della gravidanza, tenendo conto dell'effetto degli integratori prenatali di vitamina D somministrati durante la gravidanza. Lo scopo del nostro studio è quello di interpretare se, infine, l’introduzione sistematica di integratori di vitamina D nel periodo prenatale aiuta a ridurre le complicanze indesiderate della gravidanza. Il presente studio è stato condotto presso l'Ospedale Generale "Zaneio" del Pireo. I campioni di sangue raccolti sono stati analizzati nel laboratorio biochimico dell'ospedale, con il consenso del direttore del dipartimento di biochimica, la signora Tselepi, del settore e dell'amministrazione ospedaliera. Il protocollo dello studio è stato rivisto e approvato dal comitato scientifico dell'ospedale. Il nostro studio ha riguardato solo le donne incinte greche o le donne incinte europee che sono nate o vivono stabilmente in Grecia da più di un decennio, beneficiando del sole mediterraneo del nostro Paese. I dati sono stati raccolti da 248 coppie di madri greche sane e dai loro neonati. Abbiamo scelto di effettuare uno studio trasversale, poiché abbiamo determinato il ruolo delle concentrazioni materne di 25(OH)D sugli esiti materni e neonatali della gravidanza, solo al momento specifico del travaglio e non durante l'intero periodo della gravidanza. Le donne incinte che sono venute e hanno partorito presso la clinica di Ostetricia e Ginecologia di "Zaneios", sono state divise in quelle che hanno ricevuto un integratore di vitamina D di 400-800 UI insieme a calcio e quelle che non hanno ricevuto alcun tipo di integratore, in ordine per valutare l'effetto degli integratori prenatali di vitamina D. I dati sulle madri sono stati raccolti all'inizio del travaglio (alla fine della gravidanza) mentre quelli sui neonati sono stati raccolti immediatamente dopo la nascita. Le concentrazioni materne di 25(OH)D sono state determinate mediante prelievo di sangue. I campioni di sangue delle madri sono stati prelevati dalle ostetriche del reparto al ricevimento delle tariffe. La madre è stata sempre accompagnata da un'anamnesi con le sue caratteristiche demografiche, le sue caratteristiche fenotipiche, il suo BMI all'inizio della gravidanza, la variazione del suo peso durante la gravidanza, le eventuali patologie preesistenti, le sue abitudini alimentari, il suo stile di vita, il suo livello educativo , la sua situazione socio-economica, l'eventuale uso di preparati farmaceutici e la registrazione di eventuali complicazioni nella gravidanza in corso. Le coppie madre-neonato sono state classificate in base alla stagione in due gruppi (primavera – estate, inverno – autunno). Inoltre, sono state determinate e valutate le concentrazioni neonatali di 25(OH)D del cordone ombelicale, immediatamente dopo la sua legatura, e la bilirubina capillare dei neonati, al terzo giorno di vita. Alla nascita sono stati registrati il sesso dei neonati e dati biometrici quali altezza, peso, circonferenza della testa, circonferenza addominale, circonferenza del torace, lunghezza della coscia e lunghezza dell'avambraccio. Secondo l’American Endocrinology Society, i soggetti sono stati divisi in quelli con: a) concentrazioni adeguate di 25(OH)D (≥30 ng/ml) b) concentrazioni insufficienti di 25(OH)D (21-29 ng/ml) c) carenti concentrazioni di 25(OH)D (≤20 ng/ml) e d) concentrazioni gravemente carenti di 25(OH)D (<12 ng/ml). Secondo i criteri di adeguatezza dell'American Pediatric EndocrinolAmerican Pediatric Endocrinology Society, i neonati delle madri di ciascuna categoria sono stati divisi, come le loro madri, in neonati con a) concentrazioni adeguate di 25(OH)D (≥30 ng/ml), b) concentrazioni insufficienti di 25(OH)D (16-29 ng/ml), c) concentrazioni carenti di 25(OH)D (≤15 ng/ml) ed) concentrazioni gravemente carenti di 25(OH)D (<12,5 ng/ml). Infine, con questa tesi, miriamo a fornire alla comunità scientifica le conoscenze esistenti sulla vitamina D, che gli operatori sanitari possono utilizzare, per offrire il massimo nella prevenzione della VDD, nel suo trattamento e nell’evitare le sue complicanze indesiderate.
περισσότερα