Περιφερειακές ανισότητες και νέοι που δεν απασχολούνται, εκπαιδεύονται ή καταρτίζονται (NEET) στον Ευρωπαϊκό Μεσογειακό νότο: ανάλυση της σχέσης μεταξύ περιφερειακής ανθεκτικότητας και πολιτικών νεανικής απασχόλησης - πρόνοιας σε μια περίοδο διαδοχικών κρίσεων
Περίληψη
Οι κοινωνικοοικονομικές μεταρρυθμίσεις που σταδιακά εφαρμόστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες και επιταχύνθηκαν από τις πρόσφατες και διαδοχικές κρίσεις, είχαν σημαντικές συνέπειες στην οικονομία και την κοινωνία. Ο αντίκτυπος των κρίσεων αυτών ήταν πολύ μεγάλος στις νεανικές αγορές εργασίας, ειδικά σε αυτές του Ευρωπαϊκού Μεσογειακού Νότου, με κύρια χαρακτηριστικά τη μεγάλη δυσκολία εισόδου στην αγορά εργασίας, την αυξανόμενη εργασιακή ευελιξία και επισφάλεια και την ανεπάρκεια στοχευμένων πολιτικών. Συγκεκριμένα, η ανεργία των νέων, η οποία έφτασε το 2013 στο υψηλότερο επίπεδο από την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), οδήγησε την Ένωση να εισαγάγει το ακρωνύμιο "NEET" (Not in Employment, Education or Training) θέλοντας να δώσει έμφαση στα νεαρά άτομα που είναι εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης ή κατάρτισης. Η ευαλωτότητα των νέων δεν αποδίδεται αποκλειστικά και μόνο από το αν βρίσκονται σε κατάσταση ΝΕΕΤ καθώς νέες / νέοι εργαζόμενες/ εργαζόμενοι που απασχολούνται με όρους ακούσιας ευέλικτ ...
Οι κοινωνικοοικονομικές μεταρρυθμίσεις που σταδιακά εφαρμόστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες και επιταχύνθηκαν από τις πρόσφατες και διαδοχικές κρίσεις, είχαν σημαντικές συνέπειες στην οικονομία και την κοινωνία. Ο αντίκτυπος των κρίσεων αυτών ήταν πολύ μεγάλος στις νεανικές αγορές εργασίας, ειδικά σε αυτές του Ευρωπαϊκού Μεσογειακού Νότου, με κύρια χαρακτηριστικά τη μεγάλη δυσκολία εισόδου στην αγορά εργασίας, την αυξανόμενη εργασιακή ευελιξία και επισφάλεια και την ανεπάρκεια στοχευμένων πολιτικών. Συγκεκριμένα, η ανεργία των νέων, η οποία έφτασε το 2013 στο υψηλότερο επίπεδο από την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), οδήγησε την Ένωση να εισαγάγει το ακρωνύμιο "NEET" (Not in Employment, Education or Training) θέλοντας να δώσει έμφαση στα νεαρά άτομα που είναι εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης ή κατάρτισης. Η ευαλωτότητα των νέων δεν αποδίδεται αποκλειστικά και μόνο από το αν βρίσκονται σε κατάσταση ΝΕΕΤ καθώς νέες / νέοι εργαζόμενες/ εργαζόμενοι που απασχολούνται με όρους ακούσιας ευέλικτης απασχόλησης είναι επίσης σε δυσχερή ή επισφαλή θέση. Η μείωση των μισθών, η αύξηση της φτώχειας καθώς οι πιο εντατικές ευέλικτες ρυθμίσεις εργασίας, που εισήχθησαν κυρίως μετά τα δεκαετία του 1970 - και πιο εντατικά από τη δεκαετία του 1990- με επίσημο στόχο τη μείωση της ανεργίας μέσω της προσαρμογής του μεγέθους του εργατικού δυναμικού στις διακυμάνσεις του επιχειρηματικού κύκλου, φαίνεται πως δημιούργησαν και συνεχίζουν να δημιουργούν σημαντικές συνθήκες επισφάλειας για τη νεολαία.Προκειμένου να αντιμετωπιστούν σε κάποιο βαθμό τα προβλήματα που είχε προκαλέσει η πρόσφατη Μεγάλη Ύφεση (Great Recession) στις νεανικές αγορές εργασίας, τα κράτη μέλη της ΕΕ δεσμεύτηκαν να εφαρμόσουν το σχέδιο δράσης "Εγγυήσεις για τη νεολαία" (Youth Guarantee - YG). To εν λόγω σχέδιο εντάσσεται στο πλαίσιο της Στρατηγικής της ΕΕ για τη νεολαία 2010-2018, σε συνέχεια της σχετικής σύστασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (Απρίλιος 2013). Σκοπός του σχεδίου δράσης ήταν η διασφάλιση ότι όλοι οι νέοι ηλικίας κάτω των 25 ετών θα λαμβάνουν μια ποιοτική προσφορά απασχόλησης, συνεχιζόμενης εκπαίδευσης, μαθητείας ή πρακτικής άσκησης εντός τεσσάρων μηνών από τη στιγμή που θα μείνουν άνεργοι ή θα εγκαταλείψουν την επίσημη εκπαίδευση. Μετά το πρώτο πανδημικό σοκ, το Youth Guarantee αντικαταστάθηκε από την ενισχυμένη έκδοσή του, το 2020, για να συμβάλει πιο αποτελεσματικά στη δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης (και απασχολησιμότητας) για τους νέους (έως 29 ετών) καθώς οι συνέπειες της πανδημίας προστέθηκαν σε ένα ήδη δυσμενές κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο. Τα παραπάνω αποκτούν ειδική βαρύτητα στις περιφέρειες του Ευρωπαϊκού Μεσογειακού Νότου. Αυτή η πολιτική Εγγυήσεων νεανικής απασχολησιμότητας βασίζεται και αντλεί από τις πολιτικές workfare (απασχόλησης-πρόνοιας ή πρόνοιας μέσω απασχόλησης) και περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα μέτρων στήριξης που χρησιμεύουν ως ομπρέλα για τη μετάβαση των νέων στην ενήλικη ζωή, με αμφιλεγόμενα ωστόσο, αποτελέσματα. Επίσης, οι Ευρωπαϊκές πολιτικές μπροστά στις προκλήσεις των δίδυμων μεταβάσεων (δηλ. ψηφιακή μετάβαση και ενεργειακή μετάβαση), οι οποίες επιταχύνθηκαν μετά την πανδημία και την ενεργειακή κρίση του 2022, έθεσαν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους, τις δεξιότητες του εργατικού δυναμικού και των νέων ειδικότερα. Όροι όπως reskilling (βλ. επανεκπαίδευση – επανακατάρτιση) και upskilling (βλ.αναβάθμιση των δεξιοτήτων) αποτελούν βασικούς παράγοντες της τρέχουσας πολιτικής συζήτησης για την ψηφιακή και την ενεργειακή μετάβαση. Ωστόσο, καθώς η ανάπτυξη δεξιοτήτων είναι μια εγγενώς κοινωνική διαδικασία, που δημιουργείται και διατηρείται από ιεραρχικές σχέσεις εξουσίας εντός και εκτός της αγοράς εργασίας, οι υπερβολικές προσδοκίες για τον ρόλο των δεξιοτήτων και τις ευκαιρίες που αυτές που αυτές δημιουργούν στην αγορά εργασίας πρέπει να επανεξεταστούν κάτω από ένα κριτικό θεωρητικό και μεθοδολογικό πλαίσιο.Η παρούσα διατριβή είναι γραμμένη στα Αγγλικά και ακολουθεί το πρότυπο thesis-by-publication. Το κύριο σώμα της είναι χωρισμένο σε οκτώ διακριτά κεφάλαια (συμπεριλαμβανομένης της Εισαγωγής), ενώ περιλαμβάνει τρία κεφάλαια στο Παράρτημα με επιπλέον ερευνητικό υλικό, αποτελέσματα και τα ερωτηματολόγια της έρευνας. Πιο αναλυτικά, το κύριο σώμα της διατριβής αποτελείται από άρθρα τα οποία είτε είναι ήδη δημοσιευμένα, είτε πρόκειται να υποβληθούν σύντομα, ενώ στο τέλος βρίσκονται το ερωτηματολόγιο και οι ερωτήσεις για τις ημι-δομημένες συνεντεύξεις με τους εμπειρογνώμονες για την αγορά εργασίας και την Εγγύηση για τη νεολαία.Στο επίπεδο της θεωρητικής συμβολής, η διατριβή ακολουθεί βασικές αρχές και έννοιες της Γεωγραφικής Πολιτικής Οικονομίας και της Εξελικτικής Οικονομικής Γεωγραφίας. Με βάση αυτές, η παρούσα διατριβή εξετάζει την άνιση γεωγραφία της νεανικής επισφάλειας μέσω διάφορων αλλά εως τωρα μη-αλληλένδετων εννοιών όπως είναι η Aνθεκτικότητα και η έννοια του Workfare. Οι έννοιες αυτές ιδωμένες υπό το πρίσμα της Γεωγραφικής Πολιτικής Οικονομίας και της Εξελικτικής Οικονομικής Γεωγραφίας ενώ αναγνωρίζουν τον ηγεμονικό ρόλο του καπιταλισμού, ταυτόχρονα αναδεικνύουν την αναπαραγωγή των κοινωνικο-χωρικών ανισοτήτων με αέναο τρόπο. Έτσι, η προσαρμοστικότητα, η ανθεκτικότητα, η εξάρτηση από τη διαδρομή, το θεσμικό πλαίσιο και τα χωρικά φαινόμενα «εγκλωβισμού»- ‘lock-in', έχουν ως στόχο να τονίσουν τους τρόπους με τους οποίους οι γεωγραφικές διαμορφώσεις της οικονομικής δραστηριότητας, αναδύονται και μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου, καθώς και τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που έχουν «εξελικτικό» χαρακτήρα. Ακόμα, η έννοια του Workfare αν και αναλύει τη σημασία των κοινωνικών θεσμών για την οικονομία και την κοινωνία, στην παρούσα διατριβή δίνει μεγάλη έμφαση στις κοινωνικο-χωρικές ανισότητες που αναπαράγει. Έτσι, η αγορά εργασίας θεωρείται ως ένας σύνθετος γεωγραφικός χώρος όπου εξαρτάται από το κοινωνικό υπόβαθρο, τη γεωγραφική θέση και την οικονομική ισχύ, παρά ένας αφηρημένος χώρος που καταλαμβάνεται από αυτόνομα άτομα που έχουν ίσες ευκαιρίες. Σε αυτό το πλαίσιο, στην παρούσα διατριβή και ο ρόλος των δεξιοτήτων, της εκπαίδευσης και των πιθανών αναντιστοιχιών δεν εξετάζονται υπό το πρίσμα της θεωριών καθοδηγούμενων από την αγορά (π.χ. θεωρία του Ανθρώπινου Κεφαλαίου) όπου η ιδέα της αυτό-επένδυσης με τη μορφή της εκπαίδευσης καθιστά τους αποφοίτους υπεύθυνους για την ατομική επιτυχία ή αποτυχία. Ως εκ τούτου, ο ρόλος των δεξιοτήτων και της εκπαίδευσης επιβεβαιώνει τη σημασία του χώρου και της πολιτικής οικονομίας, καθώς η διατριβή αναδεικνύει ότι οι δεξιότητες και η εργασία επηρεάζονται διαρκώς από ευρύτερες διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων των δημογραφικών και κοινωνικοοικονομικών αλλαγών, των θεσμικών ρυθμίσεων και του πεδίου της κοινωνικής αναπαραγωγής.Στόχος της είναι i) η μελέτη της άνισης γεωγραφία της νεανικής επισφάλειας των νέων ΝΕΕΤ στον μεσογειακό ευρωπαϊκό Νότο και ii) η παραγωγή ενός χωρικά ευαίσθητου εννοιολογικού πλαισίου σχετικά με την αλληλεπίδραση μεταξύ της πολιτικής της Εγγύησης για τη νεολαία, της ελαστικοποίησης της εργασίας και της (υψηλής/χαμηλής) περιφερειακής ανθεκτικότητας. Συγκεκριμένα μέσω μιας ολοκληρωμένης διαπεριφερειακής ανάλυσης μελετάται το προφίλ και η κατανομή των ΝΕΕΤ (νέων εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης ή κατάρτισης), η εξάπλωση μορφών επισφαλούς ευέλικτης απασχόληση των νέων (βλ. προσωρινές και μερικής απασχόλησης θέσεις εργασίας), αλλά και ο ρόλος των δεξιοτήτων και της εκπαίδευσης. Παράλληλα αναλύεται ο αντίκτυπος της πιο πρόσφατης και ευρέως διαδεδομένης πολιτικής της Ε.Ε. για την απασχολησιμότητα των νέων (βλ. Youth Guarantee Action Plan).Μέσω της ανάλυσης αυτής, η διατριβή επιχειρεί μια εμπειρικά θεμελιωμένη εννοιολογική προσέγγιση της επισφάλειας της αγοράς εργασίας των νέων μέσω της διερεύνησης της ικανότητας των νεανικών αγορών εργασίας να αντέχουν τους κλυδωνισμούς "ανακάμπτοντας", "προχωρώντας" ή απλά παραμένοντας σε κατάσταση "υστέρησης" και της εισαγωγής του Youth Guarantee στο ευρύτερο πλαίσιο του Workfare και τη σύνδεσή του με την επισφάλεια. Με τον τρόπο αυτό εν τέλει αποκωδικοποιούνται οι διαδρομές της επισφάλειας των νεανικών αγορών εργασίας μέσω της σχέσης μεταξύ της περιφερειακής ανθεκτικότητας και του workfare. Ως εκ τούτου, η παρούσα διατριβή, συμβάλλει στην i) εμπεριστατωμένη συγκριτική και διαπεριφερειακή ανάλυση της ανεργίας των νέων, της αδράνειας και της επισφάλειας στον Μεσογειακό Νότο της ΕΕ, για την περίοδο μετά τη Μεγάλη Ύφεση και στην ii) συγκριτική θεωρητικοποίηση και σύνθεση δύο προηγουμένως ασύνδετων τμημάτων της βιβλιογραφίας: περιφερειακή ανθεκτικότητα και τις πολιτικές του workfare.Τα βασικά ερωτήματα της Διατριβής είναι:1. Με ποια έννοια υπάρχει πρόβλημα στις περιφερειακές αγορές εργασίας των νέων; Ποιο ρόλο παίζουν οι νέοι NEETs, η ελαστικοποίηση και η επισφάλεια;2. Πώς οι Εγγυήσεις για τη νεολαία, επηρεάζουν την (μη) επιτυχή μετάβαση από τη νεότητα στην ενηλικίωση και ποιον ρόλο παίζουν σε αυτό οι ευέλικτες ρυθμίσεις απασχόλησης και οι δεξιότητες;3. Ποιες επιπτώσεις έχει η πολιτική του workfare στους νέους; Ποιοι παράγοντες καθορίζουν την αλληλεπίδραση μεταξύ του workfare και της (υψηλής/χαμηλής) ανθεκτικότητας στις αγορές εργασίας των νέων;Τα ανωτέρω ερευνητικά ερωτήματα έρχονται να καλύψουν μία σειρά από κενά και να συνεισφέρουν σε θεματικές που δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο συστηματικής και ενδελεχούς έρευνας. Συγκεκριμένα, αν και υπάρχουν μελέτες για τις πολιτικές workfare στη μεταφορντική εποχή αλλά και πιο πρόσφατες, αυτές επικεντρώνονται σε χώρες εκτός του Νότου της Ε.Ε., (δηλ. σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Δανία και τα Σκανδιναβικά κράτη), που έχουν παραδοσιακά αναπτύξει τέτοιες πολιτικές. Επίσης, οι εμπειρικές μελέτες που εστιάζουν στα πρόσφατα προγράμματα πολιτικής για τους νέους στον Νότο της Ε.Ε., δεν τοποθετούν τα ευρήματα τους κριτικά ως προς το ευρύτερο πλαίσιο του ‘workfare’ και ούτε υιοθετούν μια χωρικά-ευαίσθητη οπτική. Ακολούθως, οι μελέτες για τη νεολαία έχουν εν μέρει παραβλέψει τις πιθανές διασυνδέσεις με την περιφερειακήανθεκτικότητα, ενώ και οι μελέτες για την περιφερειακή ανάπτυξη έχουν παραμελήσει να εξετάσουν την ανθεκτικότητα και τις συνθήκες επισφάλειας των ευάλωτων νεανικών αγορών εργασίας, αλλά και θέματα που άπτονται των δεξιοτήτων και της εκπαίδευσης του εργατικού δυναμικού. Επιπλέον, ενώ υπάρχουν αρκετές αναλύσεις για την ανθεκτικότητα και τις ‘περιφέρειες που έχουν μείνει πίσω’ (left-behind regions) δεν υπάρχουν μέχρι σήμερα αναλύσεις που να συνδέουν την ανθεκτικότητα των νεανικών αγορών εργασίας με τις πολιτικές απασχολησιμότητας. Συνεπώς, η ανά χείρας διατριβή αποτελεί την πρώτη διατριβή στην αγγλική γλώσσα, με βάση μια εκτενή επισκόπηση σχετικών δημοσιεύσεων, που αναλύει και εννοιολογεί με συστηματικό τρόπο τις χωρικά ευαίσθητες προκλήσεις της νεανικής επισφάλειας στον Μεσογειακό Νότο της Ε.Ε.Μεθοδολογικά, η διατριβή εφάρμοσε μια προσέγγιση μικτών μεθόδων που χρησιμοποιεί ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα που συλλέγονται μέσω δευτερογενών πηγών αλλά και επιτόπιας έρευνας, με στόχο την πιο ολοκληρωμένη ερμηνεία των αποτελεσμάτων. Όσον αφορά τη δομή της, ξεκινάει με το θεωρητικό πλαίσιο (Κεφάλαιο 1), συνεχίζει με την εμπειρική ανάλυση (Κεφάλαια 2, 3, 4, 5 και 6) και καταλήγει σε ένα τελικό κεφάλαιο (Κεφάλαιο 7) το οποίο αναδεικνύει τις προκλήσεις που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της έρευνας, αναλύει τα βασικά ευρήματα αλλά και τις νέες προκλήσεις λόγω των πρόσφατων γεγονότων (της πανδημίας, της Μεγάλης Παραίτησης και των δίδυμων μεταβάσεων) προτείνοντας νέα θέματα για περαιτέρω έρευνα, ενώ τα δύο κεφάλαια του Παραρτήματος συμπληρώνουν την έρευνα.Αναλυτικά, η διατριβή στο θεωρητικό-εννοιολογικό της μέρος εντάσσει την πολιτική του Youth Guarantee στο ευρύτερο πλαίσιο του Workfare και παρουσιάζει πώς οι πολιτικές αυτές για τους νέους και η επισφάλεια αλληλοεπηρεάζονται και πώς διαμορφώνεται η σχέση μεταξύ της ανθεκτικότητας και των ανωτέρω πολιτικών. Ανέδειξε ότι η ενσωμάτωση του workfare στις αγορές εργασίας των νέων δημιουργεί μια "συμβιωτική" σχέση με την επισφάλεια, διατηρώντας τον εφεδρικό στρατό νέων εργαζομένων που "εναλλάσσονται" μεταξύ ανεργίας, προσφορών workfare και υποαπασχόλησης. Επιπλέον, η σχέση μεταξύ της περιφερειακής ανθεκτικότητας και των πολιτικών workfare για τους νέους φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη γεωγραφικά και χρονικά. Υπό αυτή την έννοια, οι ανθεκτικές νεανικές αγορές εργασίας σε περιοχές που εξαρτώνται από τον τουρισμό αναπτύσσουν μια αδύναμη σχέση με τις πολιτικές workfare, αλλά έχουν μια ισχυρή σχέση με την επισφάλεια. Ωστόσο, οι ανθεκτικές αγορές εργασίας σε περιοχές που βρίσκονται ψηλά στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, σε συνδυασμό με ένα ισχυρό θεσμικό δίκτυο, εμφανίζουν ισχυρή σχέση με τις πολιτικές αυτές, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχείς μεταβάσεις για τους νέους. Αντίθετα, οι "καθυστερημένες" και απομακρυσμένες περιοχές που προσπαθούν να επιβιώσουν από τις διαδοχικές κρίσεις ή την παρατεταμένη ύφεση συνδέονται έντονα με τις προσφορές του workfare και την επισφάλεια. Μια πιο προσεκτική ματιά στη χρονική στιγμή της εφαρμογής αυτών των μέτρων δείχνει ότι η ικανότητα αντίστασης σε απρόβλεπτα σοκ συνδέεται με την επιστροφή της κοινωνικής πρόνοιας (welfare) και το "πάγωμα" του workfare. Η συνεκτίμηση της ανάγκης για καλές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας που προέκυψε μετά την πανδημία μπορεί να οδηγήσει σε ένα πιο ελπιδοφόρο μέλλον, κυρίως στις λιγότερο ανθεκτικές νεανικές αγορές εργασίας.Στα επόμενα κεφάλαια η διατριβή παρουσιάζει την εμπειρική έρευνα. Αρχικά αναλύονται τα δευτερογενή δεδομένα που αφορούν τους νέους ΝΕΕΤ σε περιφερειακό επίπεδο (NUTS ΙΙ) αλλά και συνεντεύξεις με βασικούς πληροφορητές της αγοράς εργασίας, για να εξεταστεί η σχέση των νέων εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης και κατάρτισης με την περιφερειακή ανθεκτικότητα. Μετά, με στόχο να αναλυθούν σε βάθος τα θέματα που σχετίζονται με τη νεανική ανεργία και αδράνεια, η διατριβή προχωρά σε μια αμιγώς ποιοτική έρευνα με τη μορφή συνεντεύξεων με νέους ΝΕΕΤ ή νέους που εναλλάσσονται μεταξύ ανεργίας και υποαπασχόλησης. Στη συνέχεια, αναλύονται δευτερογενή δεδομένα σε επίπεδο περιφερειών (NUTS ΙΙ), σχετικά με τη συνολική απασχόληση αλλά και τις επισφαλείς μορφές ευέλικτης απασχόλησης (βλ. μερική και προσωρινή) με σκοπό την ανάλυση της απόκρισης των πολλαπλών μορφών νεανικής απασχόλησης στις διαδοχικές κρίσεις (δηλ. την κρίση του 2009 έως και την περίοδο της πανδημίας της COVID-19). Μετά από τη σε βάθος μελέτη των συνθηκών στις νεανικές αγορές εργασίας στον Μεσογειακό Νότο της ΕΕ, το εμπειρικό μέρος ασχολήθηκε με την αξιολόγηση του αντίκτυπου της Ευρωπαϊκής πολιτικής Youth Guarantee, χρησιμοποιώντας δευτερογενή δεδομένα τα οποία συμπληρώνονται από συνεντεύξεις με βασικούς πληροφορητές (key informants) της πολιτικής αυτής. Το εμπειρικό μέρος ολοκληρώθηκε με την ανάλυση επίσης δευτερογενών δεδομένων σε επίπεδο περιφερειών (NUTS ΙΙ) σχετικά με τους βαθύτερους ερμηνευτικούς παράγοντες πίσω από χωρική κατανομή του επιπέδου δεξιοτήτων των εργαζομένων με υψηλή κατάρτιση ή εκπαιδευτικό επίπεδο.Τα βασικά ευρήματα της εμπειρικής ανάλυσης ανέδειξαν με σαφήνεια τις σύγχρονες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι νεανικές αγορές εργασίας. Αρχικά, τα ευρήματα έδειξαν κατά πόσο οι νεανικές αγορές εργασίας του Μεσογειακού Νότου της Ε.Ε. μπόρεσαν να αντέξουν τις διαδοχικές κρίσεις μετατοπιζόμενες «προς τα πίσω ή προς τα εμπρός», πηγαίνοντας, με άλλα λόγια, σε πιο βιώσιμες και ανοδικές αναπτυξιακές πορείες ή συνεχίζοντας σε έναν δρόμο οπισθοχώρησης και «υστέρησης». Ο πρώτος βασικός παράγοντας που καθόρισε την χαμηλή ανθεκτικότητα των περιφερειακών νεανικών αγορών εργασίας, είναι ο συνεχιζόμενος κατακερματισμός της αγοράς εργασίας ο οποίος σχετίζεται όχι μόνο με τον κατακερματισμό της παραγωγικής δομής αλλά και με τις διαφορετικές συνθήκες εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι ενώ ορισμένοι εργαζόμενοι απολαμβάνουν σταθερή και ασφαλή σταδιοδρομία με καλές προοπτικές εξέλιξης, άλλοι αντιμετωπίζουν αστάθεια στην απασχόληση, εισοδηματική αβεβαιότητα και κακές προοπτικές σταδιοδρομίας. Όπως εντοπίστηκε, ο έντονος προσανατολισμός των νησιωτικών περιοχών προς τον τομέα του τουρισμού και την ευέλικτη αλλά επισφαλή απασχόληση αποτέλεσε μια μορφή "προσαρμοστικής ανθεκτικότητας" κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους. Ωστόσο, μετέπειτα αυτή η τακτική κατέστησε τις νεανικές αγορές εργασίας ευάλωτες στο «απρόβλεπτο σοκ» της πανδημίας. Επίσης, οι εξαρτήσεις από τοπικές ιδιαιτερότητες που σχετίζονται με την ιστορία και τη γεωγραφία των τόπων είχαν μεγάλο αντίκτυπο στις μεταβολές της απασχόλησης και της ανεργίας των νέων. Σημαντικό ρόλο σε αυτές τις πορείες παίζουν οι διαφοροποιημένες οικονομίες, τα δίκτυα υποδομών και οι τοπικοί θεσμοί, καθώς οι αγορές εργασίας που του δημόσιου τομέα και της γεωργία χαμηλής παραγωγικότητας. Έτσι, περιφέρειες αγροτικές κυρίως που «μένουν πίσω» και επίσης χρησιμοποιούν τον αγροτικό τομέα ως «δίχτυ ασφάλειας» δεν μπορούν να δημιουργήσουν πορείες ανάπτυξης.Οι διαρθρωτικές ελλείψεις ορισμένων οικονομιών λόγω της θέσης τους στους δι-εθνικούς καταμερισμούς εργασίας έχουν επίσης διαμορφώσει την ανθεκτικότητα των αγορών εργασίας των νέων. Για παράδειγμα, οι περιφέρειες που είναι πιο ευνοϊκά «τοποθετημένες» ως προς τους διεθνείς καταμερισμούς εργασίας, μπόρεσαν να "απορροφήσουν" τον αρνητικό αντίκτυπο των υφεσιακών πιέσεων. Τέλος, οι άτυπες πρακτικές, που συνδέονται με τους καθιερωμένους κοινωνικούς κανόνες και την πολυδιάστατη δράση των διαφόρων φορέων στις περιοχές μελέτης, αποτελεί επίσης σημαντικό παράγοντα ανθεκτικότητας. Η άτυπη απασχόληση – η οποία είναι εκτεταμένη στον Νότο της Ε.Ε., εκτός από μεροληπτικά στατιστικά αποτελέσματα σχετίζεται και με τους κοινωνικούς κανόνες αλλά και τον ρόλο της οικογένειας. Έτσι πρακτικές της άτυπης απασχόλησης αλλά και οι μικρές και οικογενειακές επιχειρήσεις θα μπορούσαν να αποτελέσουν εμπόδια για την ένταξη των νέων στις τοπικές αγορές εργασίας, λόγω της επικράτησης πρακτικών επισφαλούς απασχόλησης, αλλά και χαμηλών προοπτικών εξέλιξης της σταδιοδρομίας.Επίσης, καθοριστικός είναι και ο ρόλος των μη-τυπικών σχέσεων απασχόλησης στην ανθεκτικότητα των νεανικών αγορών εργασίας. Οι ελαστικές μορφές απασχόλησης, κυρίως επισφαλείς, συνεισφέρουν στην απορρόφηση των διακυμάνσεων του επιχειρηματικού κύκλου (καθώς οι νέοι προσλαμβάνονται και απολύονται εύκολα ανάλογα με τις ανάγκες του οικονομικού κύκλου), κυρίως στις εύρωστες περιφέρειες αλλά παρέχουν μια εφεδρεία στις εξαρτώμενες από τον τουρισμό αγορές εργασίας, αλλά και σε αυτές «που έχουν μείνει πίσω». Επίσης, η έρευνα ανέδειξε τη σημασία της αλληλο-σύνδεσης των πολλαπλών χωρικών κλιμάκων στην ανθεκτικότητα των νεανικών αγορών εργασίας. Έτσι, ο ρόλος των εθνικών τάσεων αποδείχτηκε σημαντικός ως προς την ανθεκτικότητα των νεανικών αγορών εργασίας κατά τη διάρκεια των περιόδων ύφεσης, ενώ τα περιφερειακά χαρακτηριστικά ήταν καθοριστικά για τη διαμόρφωση της πορείας ανάκαμψης πολλών περιφερειών (την περίοδο ανάκαμψης μεταξύ της κρίσης χρέους και της πανδημικής ύφεσης).Η ποιοτική έρευνα με τους ΝΕΕΤ και υποαπασχολούμενους ανέδειξε ζητήματα που σχετίζονται με τη δομική λειτουργία των νεανικών αγορών εργασίας και δευτερευόντως με τις πράξεις των ίδιων των νέων. Συγκεκριμένα, η ανάλυση έδειξε ότι οι περισσότεροι συμμετέχοντες επιθυμούσαν να δοθούν κίνητρα στους εργοδότες να προσλάβουν ή να εκπαιδεύσουν τους νέους, αλλά και ότι οι νέοι προσπαθούν να καθορίσουν τη ζωή τους μέσω των πράξεων τους. Στο ίδιο πλαίσιο, οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες θεωρούσαν ότι βρήκαν ή τουλάχιστον προσπάθησαν να βρουν δουλειά μέσω προσωπικών επαφών και όχι μέσω κρατικών θεσμών, ενώ πιστεύουν ότι το κράτος δεν τους βοηθάει να σχεδιάσουν το μέλλον τους και ότι η ύφεση στην οικονομία εξακολουθεί να διαιωνίζει τα προβλήματα απασχολησιμότητας που αντιμετωπίζουν.Στη συνέχεια, η μελέτη του αντίκτυπου της πολιτικής ‘Εγγύηση για τη νεολαία’ στις περιφέρειες της Ισπανίας και της Ιταλίας ανέδειξε τα θέματα που σχετίζονται με τη βοήθεια που παρέχει η πολιτική αυτή στους νέους να εισέλθουν στην αγορά εργασίας αλλά και τις συνθήκες που διαφοροποιούν την εφαρμογή της σε περιφερειακό επίπεδο. Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα προγράμματα απασχολησιμότητας, αν και έχουν σχεδιαστεί για την αντιμετώπιση της ανεργίας των νέων και της επισφάλειας, μπορεί στην πραγματικότητα να επιτείνουν την εργασιακή ανασφάλεια. Η έρευνα ανέδειξε σημαντικές προκλήσεις που σχετίζονται με την όχι καλή διαχείριση του μητρώου των εγγραφών των ωφελούμενων, το σχεδιασμό από ‘πάνω προς τα κάτω’, τη μη εξειδίκευση σε περιφερειακό επίπεδο και την αναποτελεσματική παρακολούθηση της εφαρμογής αυτών των προγραμμάτων. Πράγματι, ο μη αποτελεσματικός σχεδιασμός και η προβληματική εφαρμογή τους όσον αφορά στη βελτίωση της μακροπρόθεσμης ένταξης των νέων στην αγορά εργασίας μπορεί να αποδοθεί κατά πολλούς τρόπους στην προσωρινή (συχνά χαμηλά αμειβόμενη ή μερική απασχόληση) απασχόληση που προωθείται διαμέσου της πολιτικής. Η έρευνα επιβεβαιώνει ότι ο χαρακτήρας αυτής της πολιτικής ‘από την πλευρά της προσφοράς’ επιτείνει σε μεγάλο βαθμό την επισφάλεια, ενώ ταυτόχρονα πάσχει από θεσμικές και λειτουργικές αδυναμίες.Τέλος, η εμπειρική ανάλυση ανέδειξε την άνιση γεωγραφία της αντιστοίχισης των επαγγελμάτων χαμηλών, μεσαίων και υψηλών δεξιοτήτων με εργαζόμενους υψηλής εκπαίδευσης. Εδώ σημειώνεται ότι ενώ τα προηγούμενα μέρη της διατριβής επικεντρώθηκαν στις περιφέρειες του Μεσογειακού Ευρωπαϊκού Νότου, η τελική αυτή εμπειρική μελέτη επιχειρεί τη χωρική διασύνδεση της διατριβής με άλλα με άλλα ευρωπαϊκά κοινωνικοοικονομικά και θεσμικά καθεστώτα με στόχο την ανάδειξη των συγκλίσεων και των αποκλίσεων τοποθετώντας την εμπειρική έρευνα σε ένα ευρύτερο γεωγραφικό πλαίσιο. Βασικό εύρημα της έρευνας είναι ότι, υπάρχει σαφής αντιστοίχιση του επιπέδου δεξιοτήτων και εκπαίδευσης στις πρωτεύουσες και μητροπολιτικές περιοχές σε σχέση με τις λιγότερο εύπορες και ‘που υστερούν’ περιοχές. Τα ευρήματα της έρευνας υπογραμμίζουν πέντε διαφορετικές, αλλά αλληλένδετες παραμέτρους που διαμορφώνουν άμεσα την κατανομή των δεξιοτήτων και της εκπάιδευσης: τον οικονομικό δυναμισμό των εθνικών οικονομιών, τις ιδιαιτερότητες των περιφερειακών δομών των οικονομιών, το επίπεδο αστικοποίησης, τις τοπικές θεσμικές δομές και πρακτικές και τα δημογραφικά στοιχεία. Συνεπώς, το ανθρώπινο κεφάλαιο διαμορφώνεται από πολλαπλές ταυτόχρονες δυνάμεις, οι περισσότερες από τις οποίες σχετίζονται μεταξύ τους με διαλεκτικό τρόπο, αλλά και αποτελεί -στο βαθμό που εντάσσεται στην παραγωγή μέσα από ποιοτικές και καλές θέσεις εργασίας- πολύ σημαντικό παράγοντα περιφερειακής ανάπτυξης.Τα βασικά ευρήματα της Διατριβής αναδεικνύουν πώς οι πολιτικές workfare για τους νέους και η επισφάλεια αλληλοεπηρεάζονται και πώς διαμορφώνεται η σχέση μεταξύ ανθεκτικότητας και workfare. Φαίνεται ότι η ενσωμάτωση του workfare στις αγορές εργασίας των νέων δημιουργεί μια "συμβιωτική" σχέση με την επισφάλεια, διατηρώντας μια μεγάλη δυνητικά «δεξαμενή εργατικού δυναμικού» (βλ. εφεδρικού στρατού νέων εργαζόμενων ή ανέργων) που "εναλλάσσονται" μεταξύ ανεργίας, προσφορών workfare και υποαπασχόλησης. Επιπλέον, η σχέση μεταξύ της περιφερειακής ανθεκτικότητας και της εργασίας για τους νέους φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη γεωγραφικά και χρονικά. Η σχέση αυτή, ωστόσο δεν εξετάζεται, σε ένα στενό, ‘από την πλευρά της προσφοράς’ πλαίσιο, με μοναδικό γνώμονα την αγορά που ενισχύει την ατομική ευθύνη. Aντιθέτως εννοιολογείται υπό το πρίσμα των μεταβάσεων των νέων στην ενηλικίωση με βιώσιμο τρόπο, υποστηρίζοντας δηλαδή ότι η ανθεκτικότητα των αγορών εργασίας θα πρέπει να συνδέεται με την έννοια της ποιοτικής και καλά αμειβόμενης απασχόλησης.Η Διατριβή καταλήγει στο ότι νέοι εκτός εργασίας, εκπαίδευσης ή κατάρτισης είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την επισφάλεια, καθώς αποτελούν μέρος του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού και, ως εκ τούτου, είναι " το νεανικό πρεκαριάτο". Αυτή η σύνδεση είναι ιδιαίτερα εμφανής σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία, οι οποίες ακολούθησαν νεοφιλελεύθερα αναπτυξιακά παραδείγματα μετά τις σοβαρές επιπτώσεις της κρίσης του 2008, μειώνοντας τις δημόσιες δαπάνες, διευκολύνοντας την ελεύθερη αγορά και καταργώντας τα εργασιακά δικαιώματα προκειμένου να μειώσουν το δημοσιονομικό τους έλλειμμα. Οι αλλαγές αυτές μεταμόρφωσαν αμετάκλητα τον κόσμο της εργασίας και, ιδίως, τις αγορές εργασίας των νέων. Αν και η παρούσα έρευνα δεν συνδέει την υποτάξη (under class) με τους γηγενείς NEETs, υποστηρίζει ότι η νεανική ανεργία και αδράνεια συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τις κοινωνικές παθολογίες της εργατικής τάξης, όπου η επισφάλεια της εργατικής/μεσαίας τάξης έχει εργαλειοποιηθεί για την επιβολή των καπιταλιστικών επιδιώξεων. Έτσι, η επικρατούσα ανασφάλεια στις εργασιακές σχέσεις αναγκάζει τους νέους να αποδέχονται είτε επισφαλείς μορφές απασχόλησης ή να παίρνουν μέρος σε προγράμματα κατάρτισης ή απασχόλησης (workfare) για να ενισχύσουν την απασχολήσιμότητά τους.Σε πολλές περιοχές της μεσογειακής ΕΕ ειδικότερα, αυτή η εργασιακή επισφάλεια δεν προέκυψε μόνο ως αποτέλεσμα της κρίσης του 2008, αλλά υπήρχε πολύ νωρίτερα. Σε πολλές λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές της Ελλάδας, στον υπανάπτυκτο ιταλικό νότο και στις νοτιοανατολικές περιοχές της Ισπανίας, των οποίων η βιομηχανική δομή βασιζόταν στις κατασκευές, τη γεωργία και τις επιχειρήσεις έντασης εργασίας, ενθαρρύνθηκε η άτυπη απασχόληση. Αν και τα ποσοστά ανεργίας ήταν σχετικά χαμηλά στη δεκαετία του 00 (χωρίς ωστόσο στοχευμένες Ευρωπαϊκές πολιτικές για τη νεολαία), η οικονομία και αγορά εργασίας δεν είχαν ανοδική πορεία, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι νέοι εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης ή κατάρτισης, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης και όλες αυτές οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι νέοι αποτελούσαν μέρος ενός διαρθρωτικού προβλήματος και όχι παράμετρο της οικονομικής διακύμανσης. Σε αρκετές περιοχές τα ποσοστά των νέων εκτός εκπαίδευσης ή απασχόλησης ήταν ήδη υψηλά πριν από την κρίση χρέους, ενώ έφτασαν σε σημαντικό επίπεδο κατά τη διάρκεια της ύφεσης και εξακολουθούν να μην έχουν μειωθεί σε σημαντικό βαθμό, που σημαίνει ότι, αν και τα αυξήθηκαν λόγω της ύφεσης, δεν αποτελούν άμεσο αποτέλεσμα της ύφεσης, αλλά μάλλον μια προϋπάρχουσα κατάσταση. Αντίθετα, τα ποσοστά αυτά στις ιδιαίτερα ανεπτυγμένες περιφέρειες, οι οποίες όχι τυχαία βρίσκονται κοντά στην Κεντρική Ευρώπη και κατέχουν ανώτερη θέση στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους και μειώθηκαν σημαντικά μετά την ύφεση. Σε αυτές τις περιοχές, τα ποσοστά αυτά ακολούθησαν ένα κυκλικό πρότυπο με τάση επιστροφής στα αρχικά χαμηλά ποσοστά. Επομένως, η αρχική χωρική ανισότητα οδήγησε σωρευτικά σε ολοένα διευρυνόμενους κύκλους ανισότητας, επιβεβαιώνοντας την προσέγγιση της σωρευτικής αιτιότητας.Παρόμοιες τάσεις ακολουθεί και η ανθεκτικότητα της νεανικής απασχόλησης, αναδεικνύοντας όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, βασικούς παράγοντες ανθεκτικότητας όπως οι διαρθρωτικές ελλείψεις, ο συνεχιζόμενος κατακερματισμός της αγοράς εργασίας, οι εξαρτήσεις από τις τοπικές ιδιαιτερότητες και οι άτυπες πρακτικές, που συνδέονται με καθιερωμένους κοινωνικούς κανόνες. Ο αντίκτυπος των κρίσεων στις νεανικές αγορές εργασίας του Μεσογειακού Νότου της Ε.Ε. σχετίζεται με τους παραπάνω παράγοντες οι οποίοι συντέλεσαν στους διαφορετικούς τρόπους απόκρισης αυτών των αγορών εργασίας. Συγκεκριμένα, η αγορά εργασίας στις τουριστικές και νησιωτικές περιοχές ανέπτυξε μια μορφή προσαρμοστικής ανθεκτικότητας κατανέμοντας τους πόρους της προς τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού προκειμένου να επιβιώσει από την κρίση του 2008. Το τίμημα γι' αυτό ήταν η περαιτέρω ευελικτοποίηση της εργασίας των νέων και η επικράτηση επαγγελμάτων χαμηλής ειδίκευσης. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αυτού του είδους η ανθεκτικότητα διαταράχθηκε λόγω εξωτερικών (και απρόβλεπτων) παραγόντων (π.χ. ταξιδιωτικοί περιορισμοί και υγειονομική ανασφάλεια). Αυτή η διατάραξη της εποχικής εργασίας οδήγησε στη συνέχεια στην Παραίτηση, όπου σε αυτό το κύμα οι νέοι, κυρίως η γενιά Ζ, επαναπροσδιορίζουν τις αξίες της κοινωνικής δικαιοσύνης και της βιωσιμότητας αναζητώντας καλύτερες θέσεις εργασίας και ευκαιρίες. Αντίθετα, η αγορά εργασίας των νέων στις καθυστερημένες περιοχές του Μεσογειακού Νότου της ΕΕ προσπαθεί να επιβιώσει όχι μόνο από τις κρίσεις, αλλά και από τις προκλήσεις της συνεχόμενης παρακμής τους. Οι νεανικές αγορές εργασίας δεν μπορούν να «αναπηδήσουν προς τα πίσω» ή να «προχωρήσουν σε νέες ανθεκτικές καταστάσεις», δεδομένου ότι κυριαρχούνται από χαμηλής ειδίκευσης επαγγέλματα και τομείς. Ωστόσο, η συγκέντρωση του δημόσιου τομέα σε αρκετές από αυτές λειτουργεί ως δίχτυ ασφαλείας που απορροφά τα πολύ υψηλά ποσοστά ΝΕΕΤ και τις απώλειες απασχόλησης. Ως αποτέλεσμα, αυτή η μακροχρόνια διαδικασία γεωγραφικής ανομοιομορφίας στο μεσογειακό Νότο της ΕΕ - συνδέεται περισσότερο με αυτές τις δραστηριότητες χαμηλής ειδίκευσης παρά με την αποβιομηχάνιση όπως ισχύει για περιοχές του Βιομηχανικού Βορρά, καθώς η μεταποίηση ιστορικά δεν ευδοκιμούσε εκεί. Η ανάδειξη τέτοιων τόπων ως τόπων δυσαρέσκειας αντανακλά την εντατικοποίηση των κοινωνικών και χωρικών ανισοτήτων κατά την τελευταία δεκαετία όχι μόνο στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, από όπου προήλθε ο όρος, αλλά και στις περιοχές που αναλύθηκαν.Παρ' όλα αυτά, οι περιφέρειες ‘super star’ που τοποθετούνται σε πιο ευνοϊκή θέση στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας και βασίζονται σε πιο δυναμικές βιομηχανίες παρουσίασαν ένα είδος απορροφητικής ανθεκτικότητας που τους επιτρέπει να απορροφούν τους κραδασμούς και να μετατοπίζουν την αγορά εργασίας τους σε κάποια άλλη κατάσταση ή μορφή, συνήθως λιγότερο ευνοϊκή από ό,τι πριν. Αυτά τα διοικητικά και επιχειρηματικά κέντρα συχνά καθορίζουν τη θέση ολόκληρης της χώρας μέσα στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας και αντιπροσωπεύουν το αναπτυξιακό δυναμικό της χώρας τους. Σε αυτά τα μέρη συγκεντρώνεται το εργατικό δυναμικό υψηλής ειδίκευσης, αν και, σε πολλές περιπτώσεις η συγκέντρωση αυτή είναι μεγαλύτερη από ό,τι μπορούν να υποστηρίξουν οι αγορές εργασίας τους. Συνεπώς συγκεντρώνουν άτομα υψηλής εκπαίδευσης και σε επαγγέλματα χαμηλής ειδίκευσης, οδηγώντας σε βαθιές ανισότητες και έντονο ανταγωνισμό ακόμη και στις πιο δυναμικές περιφερειακές αγορές εργασίας που οδηγεί στον εργασιακό δυισμό.Ως εκ τούτου, είναι εμφανής η ενθήκευση των πολιτικών workfare στις αγορές εργασίας των νέων η οποία συνδέεται άμεσα με τα διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Μεσογειακός Νότος της ΕΕ. Ωστόσο, οι πολιτικές αυτές έχουν μέχρι στιγμής αποτύχει να αντιμετωπίσουν τις αδυναμίες της αγοράς εργασίας των νέων, αν και η εισαγωγή της διάστασης της νεολαίας στις πολιτικές της ΕΕ μετράει πάνω από είκοσι χρόνια. Οι πολιτικές αυτές δεν φαίνεται να αποτελούν λύση στα προβλήματα της ανεργίας, της αδράνειας και της επισφάλειας των νέων. Υπό αυτό το πρίσμα η επανεκπαίδευση ή αναβάθμιση των δεξιοτήτων ίσως τελικά να μην μπορούν να ενσωματώσουν τους νέους στην αγορά εργασίας εάν δεν αντιμετωπιστούν τα βασικά δομικά τους προβλήματα. Αντίθετα, στοχευμένες περιφερειακές πολιτικές με έμφαση στη βιωσιμότητα των πόρων (και των ανθρώπινων) θα μπορούσαν να υποστηρίξουν πιο ανθεκτικές νεανικές αγορές εργασίας.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The socio-economic reforms that have been gradually implemented in recent decades and accelerated by the recent and successive crises have had a significant impact on the economy and society. The impact of these crises has been very strong on youth labour markets, especially in the European Mediterranean South, with the main characteristics of high entry difficulties into the labour market, increasing labour flexibility and precariousness, and the inadequacy of targeted policies. In particular, youth unemployment, which reached its highest level since the founding of the European Union (EU) in 2013, has led the Union to introduce the acronym 'NEET' (Not in Employment, Education or Training) to emphasise young people who are not in employment, education or training. The vulnerability of young people is not only due to whether they are in NEET status, as young women/young workers who are in involuntary flexible employment are also in a difficult or precarious situation. The decline in wa ...
The socio-economic reforms that have been gradually implemented in recent decades and accelerated by the recent and successive crises have had a significant impact on the economy and society. The impact of these crises has been very strong on youth labour markets, especially in the European Mediterranean South, with the main characteristics of high entry difficulties into the labour market, increasing labour flexibility and precariousness, and the inadequacy of targeted policies. In particular, youth unemployment, which reached its highest level since the founding of the European Union (EU) in 2013, has led the Union to introduce the acronym 'NEET' (Not in Employment, Education or Training) to emphasise young people who are not in employment, education or training. The vulnerability of young people is not only due to whether they are in NEET status, as young women/young workers who are in involuntary flexible employment are also in a difficult or precarious situation. The decline in wages, the increase in poverty and the more intensive flexibilisation of employment relationships, which was introduced mainly after the 1970s - and increasingly since the 1990s - with the formal aim of reducing unemployment by adjusting the size of the workforce to the fluctuations of the economic cycle, have obviously led to a considerable precarisation of young people and continue to do so.In order to address to some extent the problems in youth labour markets caused by the recent Great Recession, EU Member States have committed to implementing the Youth Guarantee (YG) Action Plan. This plan is part of the EU Youth Strategy 2010-2018 and follows the recommendation of the European Council (April 2013). The aim of the action plan was to ensure that all young people under the age of 25 receive a high-quality offer of employment, further education, an apprenticeship or a traineeship within four months of becoming unemployed or leaving formal education. After the first pandemic shock, the Youth Guarantee was replaced in 2020 by an extended version to contribute more effectively to the creation of employment opportunities (and employability) for young people (up to 29 years old), as the effects of the pandemic were added to an already unfavourable socio-economic context. This is particularly the case in the southern regions of the European Mediterranean. This Youth Employment Guarantee policy builds on the workfare policy (employment - social assistance or welfare to work) and includes a wide range of support measures that serve as an umbrella for young people's transition to adulthood, with controversial results. European policies have also put the skills of the labour force, and young people in particular, at the heart of the challenges of twin transitions (i.e. digital transition and energy transition), which have accelerated following the pandemic and the 2022 energy crisis. Concepts such as reskilling and upskilling are key factors in the current political debate on the digital and energy transitions. However, as skills development is an inherently social process created and maintained by hierarchical power relations within and outside the labour market, exaggerated expectations of the role of skills and the opportunities they create in the labour market need to be reconsidered within a critical theoretical and methodological framework. This thesis is written in English and follows the thesis-by-publication model. The main body of the thesis is divided into eight different chapters (including the introduction) and includes three chapters in the Appendix with additional research material, results and the survey questionnaires. More specifically, the main body of the thesis consists of articles that are either published or forthcoming, while the questionnaire and the questions for the semi-structured interviews with labour market and Youth Guarantee experts are at the end. On the level of theoretical contribution, the thesis follows the basic principles and concepts of Political Economic Geography and Evolutionary Economic Geography. On this basis, this thesis explores the uneven geography of youth precarity through different but previously unconnected concepts such as resilience and the concept of workfare. These concepts, considered in the light of Geographical Political Economy and Evolutionary Economic Geography, recognise the hegemonic role of capitalism but also highlight the constant reproduction of socio-spatial inequalities. Adaptability, resilience, path dependency, institutional context and spatial 'lock-in' phenomena thus aim to emphasise the ways in which geographical configurations of economic activity emerge and change over time, as well as the processes and mechanisms that are 'evolutionary' in nature. However, although the concept of workfare analyses the importance of social institutions for the economy and society, in this work it places great emphasis on the socio-spatial inequalities that it reproduces. Thus, the labour market is considered as a complex geographical space in which it depends on social origin, geographical location and economic power, rather than an abstract space occupied by autonomous individuals who have equal opportunities. In this context, this thesis does not consider the role of skills, education and possible maladjustment in the light of market-orientated theories (e.g. human capital theory), where the idea of self-investment in the form of education makes graduates responsible for individual success or failure. The role of skills and education confirms the importance of the field and political economy, as the thesis emphasises that skills and work are constantly influenced by broader processes, including demographic and socio-economic changes, institutional arrangements and the field of social reproduction. The thesis aims to i) examine the uneven geography of youth precarity of young NEETs in the Mediterranean South of Europe and ii) provide a spatially sensitive conceptual framework for the interaction between youth guarantee policy, labour flexibilisation and (high/low) regional resilience. In particular, an integrated cross-regional analysis will analyse the profile and distribution of NEETs (young people not in employment, education or training), the prevalence of precarious forms of flexible employment among young people (see temporary and part-time jobs) and the role of skills and education. At the same time, the impact of recent and far-reaching EU policy on youth employability (see Youth Guarantee Action Plan) are analysed. Through this analysis, the paper attempts an empirically grounded conceptualisation of precarity in the youth labour market by examining the ability of youth labour markets to withstand shocks by 'bouncing back', 'moving on' or simply remaining in a state of 'delay', and by introducing the Youth Guarantee into the broader context of workfare and its link to precarity. In this way, the trajectory of precarity in youth labour markets is ultimately decoded through the relationship between regional resilience and workfare. In doing so, this thesis contributes to i) a thorough comparative and cross-regional analysis of youth unemployment, inactivity and precarity in the Southern Mediterranean region of the EU for the post-Great Recession period and ii) a comparative theorisation and synthesis of two previously unconnected pieces of literature: regional resilience and the politics of workfare. The key questions of this thesis are:1. To what extent is there a problem in regional youth labour markets? What role do young NEETs, flexibilisation and precarity play?2. How does Youth Guarantee affect the (unsuccessful) transition from youth to adulthood and what role do flexible employment relationships and qualifications play?3. What impact does workfare policy have on young people? What factors determine the interaction between workfare and (high/low) labour market resilience for young people? The above research questions are intended to fill a number of gaps and contribute to topics that have not yet been systematically and thoroughly researched. In particular, while there are studies on workfare policies in the post-Fordist era and more recently, these focus on countries outside the EU South (i.e. countries such as the US, the UK, Denmark and the Nordic countries) that have traditionally developed such policies. Moreover, empirical studies that focus on recent youth policy programmes in the EU South do not critically relate their findings to the broader context of workfare, nor do they adopt a spatially sensitive perspective. As a result, studies on youth have sometimes overlooked possible links to regional resilience, while studies on regional development have also failed to consider the resilience and precariousness of vulnerable youth labour markets and issues related to skills and labour force training. Furthermore, while there are several analyses of resilience and 'regions left behind', there have been no analyses linking youth labour market resilience to employability measures. Therefore, this is the first English-language work to systematically analyse and conceptualise the spatially sensitive challenges of youth precarity in the Mediterranean South of the EU based on a comprehensive review of relevant publications. Methodologically, this thesis utilised a mixed methods approach, collecting quantitative and qualitative data through secondary sources and fieldwork to allow for a more comprehensive interpretation of the results. In terms of structure, it begins with the theoretical framework (Chapter 1), continues with the empirical analysis (Chapters 2, 3, 4, 5 and 6) and concludes with a final chapter (Chapter 7) highlighting the challenges that have arisen throughout the research, analysing the main findings and identifying new challenges due to recent events (the pandemic, the Great Recession and the twin transitions) that suggest new topics for further research, while the two chapters in the appendix conclude the research. Specifically, the theoretical-conceptual part of the thesis places youth guarantee policy in the broader context of workfare, showing how these youth policies and precarity influence each other and how the relationship between resilience and these policies is shaped. It shows that the integration of workfare into youth labour markets creates a 'symbiotic' relationship with precarity and maintains a reserve army of young workers who 'alternate' between unemployment, workfare offers and underemployment. Moreover, the relationship between regional resilience and youth workfare policies appears to be particularly sensitive geographically and temporally. In this sense, resilient youth labour markets in tourism-dependent regions develop a weak relationship with workfare policies, but have a strong relationship with precarity. However, resilient labour markets in regions with a high international division of labour and a strong institutional network have a strong relationship with these policies, which can lead to successful transitions for young people. In contrast, 'left-behind' and remote regions that have struggled with successive crises or prolonged recessions are strongly associated with workfare provision and precarity. A closer look at the timing of the implementation of these measures shows that the ability to withstand unforeseen shocks is linked to the return of social assistance and the freezing of workfare. Addressing the post-pandemic need for good and well-paid jobs can lead to a more promising future, especially in less resilient youth labour markets. In the following chapters, the thesis presents the empirical research. First, secondary data on young NEETs at regional level (NUTS II) and interviews with key labour market informants are analysed to investigate the relationship between young people not in employment, education and training and regional resilience. In order to analyse the problems associated with youth unemployment and inactivity in depth, this thesis conducts a purely qualitative study in the form of interviews with young NEETs or young people who move between unemployment and underemployment. Secondary data at regional level (NUTS II) on both total employment and precarious forms of flexible employment (see part-time and temporary work) are then evaluated to analyse the response of different forms of youth employment to successive crises (i.e. from the 2009 crisis to the COVID-19 pandemic period). After the in-depth examination of the conditions of youth labour markets in the EU Southern Mediterranean, the empirical part dealt with the assessment of the impact of the European Youth Guarantee policy, using secondary data complemented by interviews with key informants of this policy. The empirical part was rounded off by analysing secondary data at regional level (NUTS II) on the underlying explanatory factors for the spatial distribution of skill levels of highly skilled or educated workers. The main results of the empirical analysis clearly highlighted the current challenges for youth labour markets. First, the results showed whether youth labour markets in the Mediterranean South of the EU were able to withstand the successive crises by moving 'backwards or forwards', in other words, by moving towards a more sustainable and upward growth path or by remaining on a path of regression and 'falling behind'. The first key factor that has determined the low resilience of regional youth labour markets is the persistent fragmentation of the labour market, which is related not only to the fragmentation of the production structure but also to different working conditions. This means that some workers enjoy stable and secure careers with good job prospects, while others face unstable employment, insecure incomes and poor job prospects. As has been noted, the strong focus of island regions on the tourism sector and flexible but precarious employment was a form of 'adaptive resilience' during the debt crisis. Subsequently, however, this tactic left youth labour markets vulnerable to the 'unpredictable shock' of the pandemic. The dependence on local characteristics related to the history and geography of places has also had a major impact on changes in youth employment and unemployment. Diversified economies, infrastructure networks and local institutions play an important role, as do public sector labour markets and low-productivity agriculture. Rural regions in particular, which are 'lagging behind' and also use the agricultural sector as a 'safety net', are unable to create growth paths. The structural deficits of some economies due to their position in the binational division of labour have also shaped the resilience of youth labour markets. For example, regions that are more favourably 'positioned' in terms of the international division of labour have been able to 'absorb' the negative effects of the recession. Finally, informal practises linked to established social norms and the multidimensional behaviour of different actors in the regions under study are also an important factor for resilience. Informal employment, which is widespread in the South of the EU, is not only statistically biassed, but is also linked to social norms and the role of the family. Thus, informal employment practises and small and family businesses could be a barrier to the integration of young people into local labour markets due to the prevalence of precarious employment practises and low career development prospects. The role of non-standard employment relationships in the resilience of youth labour markets is also crucial. Flexible forms of employment, especially precarious ones, help to cushion the fluctuations of the business cycle (as young people can be easily hired and fired depending on the needs of the economic cycle), especially in the more affluent regions, but also provide a reserve for labour markets dependent on tourism and those 'left behind'. The study has also shown the importance of multi-spatial interlinkages for the resilience of youth labour markets. For example, the role of national trends in shaping the resilience of youth labour markets in times of recession was found to be important, while regional characteristics played a crucial role in shaping the recovery path of many regions (the recovery phase between the debt crisis and the pandemic recession).Qualitative research with NEETs and the underemployed has highlighted issues related to the structural functioning of youth labour markets and, secondarily, to the actions of young people themselves. In particular, the analysis showed that most participants wanted employers to be incentivised to hire or train young people, but also that young people try to determine their lives through their actions. In this context, most participants felt that they found or at least tried to find a job through personal contacts rather than through state institutions. They believe that the state does not help them to plan their future and that the recession in the economy is exacerbating the employability problems they face. The study on the impact of the Youth Guarantee in the regions of Spain and Italy highlighted the problems related to the support that this policy offers young people entering the labour market and the conditions that characterise its implementation at regional level. The study concluded that employability programmes, although designed to combat youth unemployment and precarious employment, can actually exacerbate job insecurity. The study highlighted significant problems related to poor management of the register of beneficiaries, top-down planning, lack of specificity at regional level and ineffective monitoring of the implementation of these programmes. The ineffective design and problematic implementation of these programmes in terms of improving the long-term integration of young people into the labour market is in many ways due to the temporary (often low-paid or part-time) employment promoted by these policy. The study confirms that the 'supply-side' nature of this policy largely exacerbates precariousness while suffering from institutional and operational weaknesses. Finally, the empirical analysis has shown the uneven geographical distribution of low, medium and high-skilled occupations among highly skilled workers. At this point, it should be noted that the previous parts of the thesis focussed on the regions of the Mediterranean South of Europe, while this final empirical study attempts to spatially link the thesis to other European socio-economic and institutional systems in order to highlight convergences and divergences by placing the empirical research in a broader geographical context. A key finding of the research is that there is a clear equalisation of skill and education levels in capital and metropolitan regions compared to less affluent and 'lagging' regions. The results of the survey reveal five different but interrelated parameters that directly influence the distribution of skills and education: the economic dynamics of national economies, the characteristics of regional economic structures, the degree of urbanisation, local institutional structures and practises, and demographics. Consequently, human capital is shaped by many simultaneous forces, most of which are dialectically linked, but it is also - to the extent that it is integrated into production through quality and good jobs - a very important factor for regional development. The main findings of this thesis show how youth workfare policies and precarity influence each other and how the relationship between resilience and workfare is shaped. It appears that the integration of workfare into youth labour markets creates a 'symbiotic' relationship with precarity by maintaining a large potential 'pool of labour' (see reserve army of young workers or unemployed) that 'switches' between unemployment, workfare offers and underemployment. Moreover, the relationship between regional resilience and youth employment appears to be particularly sensitive to geography and time. However, this relationship is not considered within a narrow, 'supply-side' framework focussing exclusively on the market and the promotion of individual responsibility. Rather, it is conceptualised in terms of the sustainable transitions of young people into adulthood, arguing that the resilience of labour markets should be linked to the notion of quality and well-paid employment. The paper concludes that young people without work, education or training are inextricably linked to precarity, as they are part of the surplus labour force and thus form the 'youth precariat'. This link is particularly evident in countries such as Greece, Italy and Spain, which, following the severe effects of the 2008 crisis, pursued neoliberal development paradigms by cutting public spending, facilitating the free market and abolishing labour rights in order to reduce their budget deficits. These changes have irrevocably altered the world of work and, in particular, labour markets for young people. Although this research does not link the underclass to indigenous NEETs, it argues that youth unemployment and inactivity are largely linked to the social pathologies of the working class, where the precarity of the working/middle class has been instrumentalised to enforce capitalist aspirations. Thus, the prevailing insecurity in labour relations forces young people to either accept precarious forms of employment or to participate in training or employment programmes (workfare) in order to improve their employability. In many regions of the EU in the Mediterranean in particular, this labour insecurity did not just emerge as a result of the 2008 crisis, but existed much earlier. In many less developed regions of Greece, in the underdeveloped south of Italy and in the south-eastern regions of Spain, whose industrial structure was based on construction, agriculture and labour-intensive enterprises, informal employment was encouraged. Although unemployment rates were relatively low in the 00s (albeit without targeted European youth policies), the economy and labour market were not on an upward trend, suggesting that young people without employment, education or training, flexible forms of employment and all the challenges faced by young people are part of a structural problem rather than a parameter of economic fluctuation. In several regions, rates of young people out of education or employment were already high before the debt crisis and reached significant levels during the recession that have not significantly declined to date, suggesting that while they have increased due to the recession, they are not a direct consequence of the recession, but rather a pre-existing condition. In contrast, in the highly developed regions, which are not coincidentally close to Central Europe and have a higher status in the international division of labour, these rates rose during the debt crisis and fell significantly after the recession. In these regions, these rates followed a cyclical pattern with a tendency to return to the original low rates. The initial spatial inequality thus cumulatively led to ever greater cycles of inequality, which confirms the approach of cumulative causality. Similarly, the resilience of youth employment highlights important resilience factors such as structural deficits, the persistent fragmentation of the labour market, dependence on local specificities and informal practises linked to established social norms, as mentioned above. The impact of the crisis on youth labour markets in the Southern Mediterranean region of the EU is related to the above-mentioned factors, which have contributed to the different responses of these labour markets. In particular, the labour market in the tourism and island regions developed a form of adaptability by directing its resources towards the monoculture of tourism in order to survive the 2008 crisis. The price for this was the further optimisation of young people's work and the prevalence of low-skilled occupations. However, during the pandemic, this type of resilience was disrupted by external (and unforeseen) factors (e.g. travel restrictions and health insecurity). This interruption of seasonal work then led to resignation. In this wave, young people, especially Generation Z, are redefining values such as social justice and sustainability in search of better jobs and opportunities. In contrast, the youth labour market in the lagging regions of the EU's Mediterranean South is trying to survive not only the crises, but also the challenges of their ongoing decline. Youth labour markets cannot 'recover' or 'transition to new resilient situations' as they are dominated by low-skilled occupations and sectors. However, the concentration of the public sector in some of them acts as a safety net, absorbing very high NEET rates and employment losses. As a result, this long-standing process of geographical inequality in the Mediterranean South of the EU is more closely linked to these low-skilled activities than to deindustrialisation, as is the case for regions in the industrial North, where manufacturing has historically not flourished. The emergence of such places as sites of discontent reflects the intensification of social and spatial inequalities over the last decade, not only in the US and UK, where the term originated, but also in the regions analysed. Nevertheless, 'superstar" regions, more favourably positioned in the international division of labour and based on more dynamic industries, have shown a kind of absorptive capacity that allows them to absorb shocks and shift their labour market to another state or form, generally less favourable than before. These administrative and business centres often determine the position of the entire country within global value chains and represent the growth potential of their country. Highly skilled workers are concentrated in these locations, although in many cases this concentration is greater than their labour market can cope with. They therefore concentrate highly skilled people in low-skilled occupations, leading to great inequalities and intense competition even in the most dynamic regional labour markets, resulting in labour dualism. It is therefore clear that workfare policies have a negative impact on youth labour markets, which is directly linked to the structural problems faced by the Mediterranean South of the EU. However, these policies have so far failed to address the weaknesses of the youth labour market, despite the introduction of the youth dimension in EU policies more than twenty years ago. These policies do not seem to be a solution to the problems of unemployment, inactivity and precariousness of young people. Against this background, retraining or skills upgrading may not be able to integrate young people into the labour market if their underlying structural problems are not addressed. Instead, a targeted regional policy focusing on the sustainability of resources (and people) could support a more resilient youth labour market.
περισσότερα
Κατεβάστε τη διατριβή σε μορφή PDF (7.01 MB)
(Η υπηρεσία είναι διαθέσιμη μετά από δωρεάν εγγραφή)
|
Όλα τα τεκμήρια στο ΕΑΔΔ προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα.
|
Στατιστικά χρήσης
ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Αφορά στις μοναδικές επισκέψεις της διδακτορικής διατριβής για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΞΕΦΥΛΛΙΣΜΑΤΑ
Αφορά στο άνοιγμα του online αναγνώστη για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΕΙΣ
Αφορά στο σύνολο των μεταφορτώσων του αρχείου της διδακτορικής διατριβής.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
ΧΡΗΣΤΕΣ
Αφορά στους συνδεδεμένους στο σύστημα χρήστες οι οποίοι έχουν αλληλεπιδράσει με τη διδακτορική διατριβή. Ως επί το πλείστον, αφορά τις μεταφορτώσεις.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Σχετικές εγγραφές (με βάση τις επισκέψεις των χρηστών)
λιγότερα
περισσότερα