Περίληψη
Η κριτική έκδοση των πέντε λόγων του Γεωργίου Γενναδίου Β΄ του Σχολαρίου Περὶ θείας προνοίας καὶ προορισμοῦ στηρίζεται στους κώδικες του 15ου αι. Parisinus Graecus 1289, 1294, 1292, Vaticanus Rossianus 986 και Pantocratorinus 127⸱ οι κώδικες στα μέρη που αφορούν τα εκδιδόμενα έργα είναι είτε αυτόγραφοι του Σχολαρίου είτε γραμμένοι υπό την άμεση επιστασία του, όπως συμβαίνει για τον Α΄ λόγο στον Vat. Rossianus 986 (που είναι γραμμένος από τον γραφέα του Σχολαρίου Ιωάννη Δοκειανό), καθώς και για τον Β΄ Λόγο στον Parisinus Graecus 1289 (που είναι εμβόλιμα γραμμένος από τον Αμοιρούτζη). Στην Εισαγωγή προβαίνουμε στην παρουσίαση του ιστορικοφιλοσοφικού και ιστορικοθεολογικού πλαισίου εντός του οποίου γεννήθηκαν οι πέντε Λόγοι: με οδηγό τα ίδια τα κείμενα διαπιστώθηκε η μετεξέλιξη της προβληματικής περί θείας προνοίας - εἱμαρμένης από επιμέρους στοιχείο στο πλαίσιο της υστεροβυζαντινής διαμάχης Πλατωνικών - Αριστοτελικών (οι εκπρόσωποι των οποίων με τα εν θέματι έργα τους παρατίθενται αναλυτ ...
Η κριτική έκδοση των πέντε λόγων του Γεωργίου Γενναδίου Β΄ του Σχολαρίου Περὶ θείας προνοίας καὶ προορισμοῦ στηρίζεται στους κώδικες του 15ου αι. Parisinus Graecus 1289, 1294, 1292, Vaticanus Rossianus 986 και Pantocratorinus 127⸱ οι κώδικες στα μέρη που αφορούν τα εκδιδόμενα έργα είναι είτε αυτόγραφοι του Σχολαρίου είτε γραμμένοι υπό την άμεση επιστασία του, όπως συμβαίνει για τον Α΄ λόγο στον Vat. Rossianus 986 (που είναι γραμμένος από τον γραφέα του Σχολαρίου Ιωάννη Δοκειανό), καθώς και για τον Β΄ Λόγο στον Parisinus Graecus 1289 (που είναι εμβόλιμα γραμμένος από τον Αμοιρούτζη). Στην Εισαγωγή προβαίνουμε στην παρουσίαση του ιστορικοφιλοσοφικού και ιστορικοθεολογικού πλαισίου εντός του οποίου γεννήθηκαν οι πέντε Λόγοι: με οδηγό τα ίδια τα κείμενα διαπιστώθηκε η μετεξέλιξη της προβληματικής περί θείας προνοίας - εἱμαρμένης από επιμέρους στοιχείο στο πλαίσιο της υστεροβυζαντινής διαμάχης Πλατωνικών - Αριστοτελικών (οι εκπρόσωποι των οποίων με τα εν θέματι έργα τους παρατίθενται αναλυτικά) σε κεντρικό θέμα μίας νέας (φιλοσοφικής και θεολογικής) διένεξης. Η σταδιακή αυτή μετεξέλιξη είναι ανιχνεύσιμη και, τελικώς, απολύτως διαπιστώσιμη μέσα από την αναλυτική παρουσίαση και συστηματική σύγκριση αποσπασμάτων σε μία σειρά από αλληλοδιάδοχα κείμενα, τόσο πρότερα των πέντε Λόγων του Σχολαρίου (Κατὰ τῶν Πλήθωνος ἀποριῶν ἐπ’ Ἀριστοτέλει, Πρὸς Πλήθωνα ἐπὶ τῇ πρὸς τὸ ὑπὲρ Λατίνων βιβλίον αὐτοῦ ἀπαντήσει ἢ κατὰ Ἑλλήνων, Ἐπιστολὴ τῇ βασιλίσσῃ περὶ τοῦ βιβλίου τοῦ Γεμιστοῦ, Περὶ τοῦ βιβλίου του Γεμιστοῦ καὶ κατὰ τῆς Ἑλληνικῆς πολυθεΐας και Περὶ τοῦ ἑνὸς ἐν Τριάδι Θεοῦ ἡμῶν καὶ πάντων τῶν ὄντων δημιουργοῦ, καὶ κατὰ ἀθέων ἤτοι αὐτοματιστῶν καὶ κατὰ πολυθέων), όσο και σύγχρονα αυτών (όπως το έργο του Θεοδώρου Αγαλλιανού μετεπ. Θεοφάνους επισκ. Μηδείας, Περὶ προνοίας) Όπως διαπιστώνεται, Πλήθων και Γεννάδιος, οι δύο μεγάλοι του καιρού τους (ο καθένας με διαφορετικό ομολογουμένως τρόπο), συνέπιπταν στην άποψη ότι η επιστροφή στα «πάτρια δόγματα» αποτελούσε τη μόνη οδό για την επιβίωση του ελληνικού Γένους. Ταυτόχρονα διαφωνούσαν ως προς το ποια είναι τελικά αυτά τα «πάτρια δόγματα», ποια είναι η ορθή “θρησκευτική” πίστη ή “φιλοσοφική” αλήθεια, ποια (πρέπει να) είναι εν τέλει η ίδια η ταυτότητα του γένους, στην επιβίωση και συνέχεια του οποίου αμφότεροι απέβλεπαν από διαφορετικούς δρόμους πάντα: ο μεν Πλήθων προσδοκούσε αναβίωση και συνέχιση του παγανιστικού ελληνισμού με βάση την εἱμαρμένη, ενώ ο Σχολάριος πίστευε στην επιβίωση και σωτηρία του χριστιανικού ελληνισμού μέσω της επανόδου στην αυστηρή εφαρμογή των ηθικών κανόνων του χριστιανισμού και των νόμων της «βασιλείας των Ρωμαίων» στο πλαίσιο της -χριστιανικώς, και όχι στωικώς νοουμένης- θείας πρόνοιας. Μολονότι τα παραπάνω συνιστούν το γενικό ιστορικό και ιδεολογικό πλαίσιο στο οποίο συγγράφονται οι πέντε Λόγοι του Σχολάριου Περὶ θείας προνοίας καὶ προορισμοῦ, δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να ισχυριστούμε ότι το περιεχόμενό τους διαμορφώνεται «σε απόλυτη αντιστοιχία» και «ευθύγραμμα» προς τις διαμορφωμένες συνθήκες της εποχής. Όπως συμβαίνει με τον φιλοσοφικό λόγο εν γένει, έτσι και ο θεωρητικός χαρακτήρας των πέντε Λόγων (φιλοσοφικός και θεολογικός) και το περιεχόμενό τους, ασφαλώς και έχουν αναγωγές στην πραγματικότητα αλλά η τελευταία, ως καμβάς σύγκρουσης δύο Κόσμων (Βυζαντίου και Οθωμανών, Χριστιανισμού & Ισλάμ), δεν μπορεί, αναγωγικά και μόνο, να εκληφθεί ως γενεσιουργό αίτιο ή, πολύ περισσότερο, ως ερμηνευτικό πλαίσιο των όσων διαλαμβάνονται στους πέντε Λόγους. Στο Πρώτο Μέρος γίνεται αναλυτική παρουσίαση κάθε Λόγου ξεχωριστά, με παράλληλη καταγραφή, δίπλα στην κεντρική προβληματική, των επιμέρους τιθέμενων ζητημάτων (ενδεικτικά: πρόνοια vs. ειμαρμένη· πρόνοια – πρόγνωσις – προορισμός σε σχέση με την προαίρεση· το ζήτημα της χρησιμότητας των εὐχῶν και το παράδειγμα του Εζεκία· η θέση Μεγάλου Βασιλείου κατέναντι των απόψεων του Αναστασίου Σιναΐτου· ο λοιμός ως περίπτωση αυτόνομης δράσης των φυσικών νόμων κ. ά.). Παράλληλα, προχωρήσαμε σε λεπτομερή διερεύνηση και καταγραφή των πηγών του Γενναδίου (τις οποίες διακρίναμε σε ελληνόφωνες και θωμικές). Όπως διαπιστώθηκε, ο Γεννάδιος γνωρίζει σε βάθος και συνδιαλέγεται με ευχέρεια τόσο με την εγγύς παράδοση του ζητήματος της θείας προνοίας και του θείου προορισμού (κυρίως τους Μάρκο Ευγενικό, Δημήτριο Κυδώνη και Νικηφόρο Βλεμμύδη), όσο και με τη μέση (κυρίως, Νικόλαο Μεθώνης, Μιχαήλ Γλυκά, Γερμανό Κωνσταντινουπόλεως) αλλά και απώτερη (κυρίως Πρόκλο, Μ. Βασίλειο, Αναστάσιο Σιναΐτη, Θεοδώρητο Κύρου, Θεόδωρο Μοψουεστίας). Η «συνομιλία» με τα αναφερόμενα έργα λειτουργεί τόσο δομικά όσο και σε επίπεδο επιχειρηματολογίας (είτε υποστηρικτικής είτε αντιπαραθετικής). Παρατηρούμε ότι υπάρχουν ορισμένοι συγγραφείς τα έργα των οποίων λειτουργούν περισσότερο ή λιγότερο ως σταθερές για το Γεννάδιο: εδώ μπορούμε να αναφέρουμε τους τρεις λόγους Περὶ ὅρου ζωῆς του Νικολάου Μεθώνης, τον Λόγο ὅπως ἄλογον τὸ τοῦ θανάτου δέος ἀποδεικνύων του Δημητρίου Κυδώνη και την Ἀπόδειξιν ὅτι ἐδύνατο ἐξ ἀιδίου γεγενῆσθαι τὰ ὄντα καὶ ἀνατροπὴ ταύτης του Θεοφάνη Νικαίας. Αυτό ισχύει και για Πατέρες της Εκκλησίας, κυρίως τους Μ. Βασίλειο και Μάξιμο Ομολογητή, με τη διαφορά ότι στην περίπτωσή τους δεν είναι τόσο η εκτενής χρήση αποσπασμάτων τους που τούς καθιστά οιονεί άξονες του έργου του Γενναδίου όσο η επαναλαμβανόμενη αξιωματική αναφορά θέσεών τους. Σε άλλες περιπτώσεις, η επίκληση συγκεκριμένων προσώπων-αυθεντιών της ιεράς παράδοσης εξυπηρετεί κυρίως συμβολικούς λόγους: τέτοιες περιπτώσεις, για παράδειγμα, αποτελούν οι αναφορές του Γενναδίου στους Διονύσιο Αρεοπαγίτη, Ιουστίνο, Ιωάννη Χρυσόστομο, Γρηγόριο το Θεολόγο και Κύριλλο Αλεξανδρείας.Εκείνο επίσης που αξίζει να σημειωθεί είναι η εκτεταμένη χρήση του θωμικού έργου. Η γνωστή παραδοχή ότι ο Γεννάδιος γνώριζε και θαύμαζε τη σκέψη και το έργο του Θωμά Ακυινάτη αποδεικνύεται εδώ συγκεκριμένα και ειδικά.Ειδικότερα, ο Γεννάδιος αφενός χρησιμοποιεί τις σωστές κατ’ αυτόν πατερικές πηγές ως ‘αυθεντίες’ και αφετέρου τον Θωμά ως τον ‘σωστό’ θεολόγο, δηλ. ερμηνευτή τους. Στη διάκριση "διδασκάλων" - "θεολόγων" προβαίνει ο ίδιος ο Θωμάς, αλλά και ο Δημήτριος Κυδώνης. Όλα τα παραπάνω καταδεικνύονται διεξοδικά μέσα από το υπόμνημα των θωμικών πηγών των πέντε Λόγων: ο συγγραφέας αντλεί εκτενώς από τη Summa contra Gentiles (κυρίως το 3ο Βιβλίο) και τη Summa Theologiae (κυρίως τις Quaestiones 19 [Περὶ τῆς θείας βουλήσεως], 22 [Περὶ τῆς θείας προνοίας] και 23 [Περὶ προορισμοῦ], τόσο από την εκδοχή του πλήρους κειμένου της μετάφρασης των Summae από τον Δημήτριο Κυδώνη στην περίπτωση του πρώτου Λόγου, όσο και από τις Επιτομές των δύο αυτών θωμικών έργων που συνέταξε o ίδιος ο Γεννάδιος, προκειμένου για τους υπόλοιπους τέσσερις Λόγους. Ακολούθως, επιχειρείται μια συνοπτική ιστορικοφιλοσοφική αποτίμηση των αντιλήψεων του Σχολάριου περί προνοίας: διαπιστώνεται ότι ο Σχολάριος τάσσεται με σαφήνεια, μέσα από την παράθεση θεολογικών και φιλοσοφικών επιχειρημάτων, υπέρ του θείου προορισμού του ανθρώπου, αλλά κατά τρόπο που δεν αναιρεί το αυτεξούσιό του, άποψη που συμμερίζεται, με διάφορες παραλλαγές, η πλειονότητα των Ελλήνων Πατέρων και των λογίων του Βυζαντίου. Επιπλέον, σε αντίθεση με τον αριστοτελισμό που διέπει τις σχετικές απόψεις του Μάρκου Ευγενικού, όπου το βουλεύεσθαι θεωρείται αιτία παράλληλη προς και ανεξάρτητη από τη θεία πρόνοια, ο Σχολάριος συγχρονίζεται με τον νεοπλατωνίζοντα αριστοτελισμό του Θωμά, όπου το βουλεύεσθαι όχι μόνο προγινώσκεται από τον υπέρχρονο Θεό αλλά και προσδιορίζεται από αυτόν, αν και με τρόπο τέτοιο ώστε να μην αίρεται ο ελεύθερος χαρακτήρας του. Η βαθιά γνώση της φιλοσοφικής και θεολογικής παράδοσης του ζητήματος της θείας προνοίας και του θείου προρισμού ώθησε το Γεννάδιο στο να θεωρήσει και να προβάλλει εαυτόν ως τον «απλανή οδηγό» στην εν λόγω προβληματική (παραχώρησε, θα λέγαμε, ο ίδιος το δικαίωμα αυτό στον εαυτό του, πριν ακόμη του το παραχωρήσουν οι άλλοι). Άλλωστε και στη βάση αυτή αναμετρήθηκε στο ζήτημα με συγχρόνους του (Πλήθων, Βησσαρίων, Ευγενικός) και σε κάποιες περιπτώσεις οι απόψεις του υιοθετήθηκαν συντριπτικά (Θεόδωρος Αγαλλιανός). Στο Δεύτερο Μέρος προβαίνουμε στη διεξοδική παρουσίαση της χειρόγραφης παράδοσης του κειμένου των πέντε Λόγων. Προτάσσεται περιγραφή των πέντε κωδίκων του 15ου αι. που χρησιμοποιούνται για τη έκδοση. Ακολουθεί περιγραφή των ύστερων κωδίκων που σώζουν τους πέντε Λόγους. Στην ιστορία της διάδοσης (disseminatio) του κειμένου των λόγων βλέπουμε να επικρατεί συντριπτικά η παράδοση που απορρέει από τον Par. Gr. 1289. Ο πέμπτος Λόγος δεν γνωρίζει καθόλου διάδοση, γεγονός το οποίο μπορεί να οφείλεται εν μέρει στην εξ αρχής μη συμπερίληψή του στο εμβληματικό corpus τού Par. Gr. 1289, στον οποίον ο Σχολάριος συναριθμεί τους υπόλοιπους λόγους και από τον οποίον απορρέουν τα περισσότερα αντίγραφα. Αυτό ενδεχομένως να συμβαίνει επειδή ο πέμπτος Λόγος αποτελεί κείμενο που γεννήθηκε σε πλαίσιο διαφορετικό από αυτό των υπολοίπων, αποτελώντας κατά βάση μια θεωρητική δικαίωση του εὔχεσθαι έναντι του προορισμού. Επίσης, εξάγονται συμπεράσματα για τους κώδικες και τις μεταξύ τους σχέσεις και συγκροτούνται στέμματα ανά Λόγο. Επιπροσθέτως εξετάζονται όλες οι έντυπες εκδόσεις των έργων. Με βάση όλα τα παραπάνω, δίνεται η ratio editionis. Το Δεύτερο Μέρος ολοκληρώνεται με μια ενότητα που αναφέρεται στο θέμα της σήμανσης των παραθεμάτων των πέντε λόγων από τον ίδιο τον Σχολάριο. Το Τρίτο Μέρος περιλαμβάνει την κριτική έκδοση των Λόγων. Συγκροτούνται τρία υπομνήματα: δύο υπομνήματα πηγών και κριτικό υπόμνημα. Λόγω της εκτενέστατης σχολάρειας χρήσης της Summa theologiae, Ia και της Summa contra Gentiles του Θωμά Ακυινάτη (καθώς και των δύο Florilegia Thomistica που συνέθεσε ο Σχολάριος), το υπόμνημα πηγών διακρίνεται σε apparatus fontium variorum και apparatus fontium Thomisticorum. Το πρώτο περιλαμβάνει τα Γραφικά χωρία και τα χωρία από έργα Πατέρων της εκκλησίας και βυζαντινών συγγραφέων, ενώ το δεύτερο θωμικά χωρία. Ο λόγος της διάκρισης είναι ουσιαστικός, κατά το ότι καθρεφτίζει το σκεπτικό με το οποίο προσέφυγε ο Σχολάριος στις πηγές που χρησιμοποίησε: το πρώτο υπόμνημα περιλαμβάνει τις χριστιανικές auctoritates, δηλαδή τα κείμενα εκείνα που περιέχουν μεν τη χριστιανική διδασκαλία αλλά χρήζουν ερμηνείας από θεολόγους προκειμένου η διδασκαλία αυτή να συλληφθεί απλανώς, ενώ το δεύτερο περιλαμβάνει χωρία από έργα του Θωμά, ο οποίος κατά τον Σχολάριο είναι ο ευστοχότερος θεολόγος τόσο ως προς τα θέματα που πραγματεύονται οι πέντε Λόγοι όσο και γενικότερα. Στην πραγματικότητα, η σχολάρεια διάκριση μεταξύ διδασκάλου και θεολόγου καθιστά τη συγκρότηση δύο υπομνημάτων υποχρεωτική, εξηγεί δε γιατί ο Σχολάριος δεν μνημονεύει πουθενά τον Θωμά στους Λόγους του: ο λόγος είναι ότι ο Σχολάριος μνημονεύει μόνον auctoritates που χρήζουν διασάφησης ή ερμηνείας· ο Θωμάς δεν χρήζει διασάφησης ή ερμηνείας, αλλά διασαφεί και ερμηνεύει ο ίδιος. Η παραπομπή στα θωμικά έργα είναι τόσο εσωτερική (αριθμός μέρους/βιβλίου, κεφαλαίου/άρθρου, παραγράφου κ.λπ.) όσο και εξωτερική, δηλαδή ο αναγνώστης παραπέμπεται, ελλείψει εκδόσεως της μετάφρασης των δύο αυτών θωμικών έργων από το Δημήτριο Κυδώνη που διάβασε ο Σχολάριος, στους κώδικες που πιθανότατα χρησιμοποίησε, με αναφορά των σχετικών φύλλων.Το κριτικό υπόμνημα περιλαμβάνει όλες τις variae lectiones, επιπροσθέτως δε κάθε τι γραμμένο στα περιθώρια των κωδίκων. Διαφορές και παραναγνώσεις της έκδοσης του M. Jugie (1928) ή προηγούμενων εκδόσεων δεν σημειώνονται στο κριτικό υπόμνημα. Στο περιθώριο του κειμένου σημειώνονται τα φύλλα του βασικού κώδικα ανά Λόγο. Επίσης, παραγραφοποιήσαμε τους λόγους ανά ευρύτερη θεματική ενότητα σε σχέση με την αντίστοιχη του Jugie.Του κειμένου έπονται adnotationes. Πρόκειται για τα παραθέματα που στους apparatus fontium αναγράφονται ως πηγές. Η ενότητα αυτή σκοπό έχει να διευκολύνει τον αναγνώστη να συγκρίνει τα παρατιθέμενα χωρία με τα εκδιδόμενα κείμενα του Σχολάριου, προκειμένου να αντιληφθεί πληρέστερα και ακριβέστερα τον τρόπο με τον οποίο εργάστηκε ο Σχολάριος για να συνθέσει τα κείμενά του.Τέλος, στο Παράρτημα παρουσιάζονται τα δάνεια χωρία του έργου Περὶ προνοίας του Θεοδώρου Αγαλλιανού από την Ἐπιστολὴν πρὸς Ἰσίδωρον ἱερομόναχον, περὶ ὅρων ζωῆς αἰτήσαντα του Μάρκου Ευγενικού και από το Περὶ θείας προνοίας καὶ προορισμοῦ, σπουδαῖον του Σχολάριου και αναδεικνύεται η στενή κειμενική σύνδεση των τριών έργων.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
My critical edition of George Gennadius II - Scholarius’ (c. 1400 - 1472) five discourses On the Divine Providence and Predestination is based on the 15th century codices Parisinus Graecus 1289, 1294, 1292, Vaticanus Rossianus 986 and Pantocratorinus 127. Their relevant parts either are autographs or were written under Scholarios’ supervision; the latter holds for the first Discourse in Vat. Ross. 986, written by Scholarios’ scribe John Dokeianos, and for the Second Discourse in Parisinus Graecus 1289, written by George Amiroutzis. The Introduction offers a sketch of the historical, philosophical, and theological context within which the five Discourses were produced; it is argued that we witness the transformation of the divine providence issue from a particular topic in the context of the late Byzantine Plato - Aristotle controversy to a central theme of a new, both (philosophical and theological, controversy between Scholarios on the one hand and both Plethon and erring Christian th ...
My critical edition of George Gennadius II - Scholarius’ (c. 1400 - 1472) five discourses On the Divine Providence and Predestination is based on the 15th century codices Parisinus Graecus 1289, 1294, 1292, Vaticanus Rossianus 986 and Pantocratorinus 127. Their relevant parts either are autographs or were written under Scholarios’ supervision; the latter holds for the first Discourse in Vat. Ross. 986, written by Scholarios’ scribe John Dokeianos, and for the Second Discourse in Parisinus Graecus 1289, written by George Amiroutzis. The Introduction offers a sketch of the historical, philosophical, and theological context within which the five Discourses were produced; it is argued that we witness the transformation of the divine providence issue from a particular topic in the context of the late Byzantine Plato - Aristotle controversy to a central theme of a new, both (philosophical and theological, controversy between Scholarios on the one hand and both Plethon and erring Christian theologians on the other. This is shown by means of a full-fledged presentation and systematic comparison of certain passages from the relevant texts, written by Scholarios (Κατὰ τῶν Πλήθωνος ἀποριῶν ἐπ’ Ἀριστοτέλει, Πρὸς Πλήθωνα ἐπὶ τῇ πρὸς τὸ ὑπὲρ Λατίνων βιβλίον αὐτοῦ ἀπαντήσει ἢ κατὰ Ἑλλήνων, Ἐπιστολὴ τῇ βασιλίσσῃ περὶ τοῦ βιβλίου τοῦ Γεμιστοῦ, Περὶ τοῦ βιβλίου του Γεμιστοῦ καὶ κατὰ τῆς Ἑλληνικῆς πολυθεΐας και Περὶ τοῦ ἑνὸς ἐν Τριάδι Θεοῦ ἡμῶν καὶ πάντων τῶν ὄντων δημιουργοῦ, καὶ κατὰ ἀθέων ἤτοι αὐτοματιστῶν καὶ κατὰ πολυθέων) and others shortly before, or by and large at the same time as, the five Discourses (such as Theodore Agallianus’ Περὶ προνοίας).The two major figures in this intellectual wage-war, namely Plethon and Gennadius, converged in arguing that getting back to the true ‘ancient doctrines’ was the only way for the regeneration and prosperity of the Greek nation and humanity. Still, they fiercely disagreed as to what these πάτρια δόγματα actually are, what the correct "religious" or "philosophical" truth is. Plethon looked forward to the revival and continuation of pagan Hellenism on the basis of εἱμαρμένη, whereas Scholarios believed in the survival and salvation of the Christian Greeks by means of returning to the strict application of the moral rules of Christianity and the laws of the ‘kingdom of the Romans’ in the framework of the –Christian-, not Stoically-conceived– ‘divine Providence’. Regardless of the relative relevance of the purely historical and ideological context of the discussion in Scholarios’ Discourses on Divine Providence and Predestination, it is further argued that we cannot claim in a naively reductionist way that their doctrine can be accounted for in terms of their context. Unlike what some of the older and contemporary scholarly-like accounts of Scholarios’ writings assume, there is no evidence that the external canvas, i.e. the conflict between Byzantium and the Ottomans or Christianity and Islam, shaped Scholarios’ doctrine. As is the case with speculative (philosophical and theological) discourse in general, the true, direct context of the doctrine of Scholarios’ five Discourses is the set of the relevant writings on, and discussions of, the core issues by other, Greek and Latin, authors available to him. In Part One, each Discourse is presented in detail, with a parallel recording, of the particular issues raised: providence and determinism; providence and foreknowledge; predestination vs. human deliberation; the question of the usefulness of praying; Anastasius of Sinai’s opposition to Basil the Great’s ‘deterministic’, so to speak, view of Providence; pestilence as a case of autonomous action of natural laws within the Providence framework, etc.Moreover, a detailed investigation into the sources of Gennadius, distinguished as Greek and Thomist, is carried out. Gennadius had a wide and deep knowledge of the Christian and pagan Greek literature on the issue: Mark Eugenicus, Demetrius Cydones, Nikephoros Blemmydes; Nicholas of Methone, Michael Glykas, Germanos I of Constantinople; Proclus, Basil of Caesarea, Anastasios of Sinai, Theodoret of Cyrrhus, and Theodore of Mopsuestia. Some of these authors are seen by Scholarios as deserving the label ‘theologians’, on account of their knowledge of philosophy, which enabled them to properly interpret the fundamental textual source of Christianity, i.e. the Bible. Of course, this does not imply that all of them agreed with each other or that Scholarios felt obliged to agree with this or that ‘theologian’. Some others, he explained, dared to treat of the above issues without being qualified for this. The fact that they were saints is not a remedy for their being unqualified. Thomas Aquinas is, to Scholarios, the best-qualified of all. This accounts for Scholarios’ extensive use of Thomas. Scholarios worked like this. On the one hand, he used the patristic sources he considered correct as ‘auctoritates’; on the other, he exploited Thomas as the proper theologian, i.e., the interpreter of the ‘auctoritates’. The distinction between 'teachers' and 'theologians' is drawn by Thomas himself as well as by Demetrius Kydones, who was the main transmitter of Aquinas’ oeuvre in Byzantium. So, the apparatus fontium, along with the Adnotationes, where the passages used by Scholarios are fully quoted, shows that our author draws extensively upon the Summa contra Gentiles, Bk. III and the Summa Theologiae, Ia, especially Qu. 19 [On the divine will], 22 [On the divine providence] and 23 [On predestination]. When writing the first of his five Discourses, Scholarios had access to the full version of Cydones’ translation of these two Thomistic works; as for the remaining Discourses, Scholarios was based on his own epitomes of Cydones’ translation of these two theological works. Moreover, I offer an analysis of Scholarios’ doctrine. I argue that Scholarios clearly argues for God’ predestination of man, but in a way that does not cancel man’s self-determination; this was a view shared, with a number of variations, by the majority of the Greek Fathers and Byzantine scholars. Moreover, unlike the Aristotelianism that permeates the relevant views of Marcus Eugenicus, who considered βουλεύεσθαι a cause parallel to, and independent of, divine providence, Scholarios is in sync with Thomas’ neoplatonizing Aristotelianism, where βουλεύεσθαι is not only known by the transcendental God in advance but also determined by Him, though in such a way that its free nature be not removed. Scholarios’ deep knowledge of the philosophical and theological tradition of the question of divine providence and predestination led him to consider and present himself as the unerring guide on the issue, granted, we might say, this right to himself even before others grant it to him. In Part Two, I meticulously present the manuscript tradition of the text of the five Discourses. A description of the five 15th century codices used for the edition is offered, followed by a description of the later extant codices. In the history of the dissemination (disseminatio) of the text of the Discourses, the tradition stemming from cod. Par. gr. 1289 clearly prevails. The fifth Discourse enjoyed no dissemination at all; this was perhaps due to the fact that Scholarios did not include it in the emblematic autographed set of writings in cod. Par. Gr. 1289. This, in turn, may be due to the fact that the fifth Discourse emerged in a context different from that of the previous ones; he is a simply a theoretical defence of praying to God against Predestination.In the stemma codicum I also include all printed versions of the works edited. Based on all of the above, the ratio editionis is offered given. Part Two also includes a section dealing with the issue of how Scholarios himself marked his own quotations of passages. Part Three includes the critical edition of the Discourses. Three apparatuses are offred: two apparatus fontium and an apparatus criticus. Because of Scholarios’ extensive use of Aquinas’ Summa theologiae, Ia and Summa contra Gentiles as well as of the two Florilegia Thomistica compiled by himself, the apparatus fontium is divided into apparatus fontium variorum and apparatus fontium Thomisticorum. The former includes the Scriptural passages and passages from the works of Church Fathers and Byzantine authors used by Scholaros, while the latter includes Thomistic passages. The reason for the distinction is not only practical but also substantial: it reflects the way in which Scholarios resorted to the sources he used: the first apparatus fontium includes the Christian auctoritates, i.e. those texts that contain Christian doctrine but require interpretation by theologians in order for that doctrine to be grasped unerringly; the second one includes passages from the works of Thomas, who, according to Scholarios, is the best theologian ever. In fact, the Scholastic distinction between teacher and theologian makes the construction of two apparatus fontium obligatory. It also explains why Scholarios nowhere mentions Thomas in his Discourses: the reason is that Scholarios mentions only auctoritates that needed to be clarified or interpreted; Thomas does not need clarification or interpretation; it is he who clarifies and interprets. The apparatus criticus includes all the variae lectiones as well as everything written in the margins of the codices. This or that misreading in M. Jugie’s old edition (1928) or in certain even earlier editions is not included. I also offer a partially new division of the writings into paragraphs. The Adnotationes are supposed to make it easier for the reader to compare the passages referred to to the Scholarian writings edited here, so that the reader be enabled to fully understand the exact way in which Scholarios composed his texts. An Appendix presents in an exhaustive way Theodore Agallianos’ so far undetected borrowings from Mark Eugenicus’ Ἐπιστολὴ πρὸς Ἰσίδωρον ἱερομόναχον, περὶ ὅρων ζωῆς αἰτήσαντα and from Scholarios’ Περὶ θείας προνοίας καὶ προορισμοῦ, σπουδαῖον in Agallianos’ Περὶ θείας προνοίας. This highlights the earliest instance of reception of the set of Scholarian writings edited critically in Part III.
περισσότερα