Περίληψη
Η παρούσα διατριβή ασχολείται με την έννοια της ηδονής στην ηθική θεωρία του Αριστοτέλη. Έχοντας συνείδηση των δυσκολιών που εγείρει ο Πλατωνικός ορισμός της ηδονής ως αισθητής πλήρωσης κάποιου είδους έλλειψης, ο Σταγειρίτης αναπτύσσει στα Ηθικά Νικομάχεια τη δική του εναλλακτική. Η απόφαση του Αριστοτέλη, ωστόσο, να πραγματευτεί την ίδια θεματική δις εντός του ίδιου έργου, και μάλιστα μέσω δύο καθόλα αντιφατικών εκθέσεων, μάς φέρνει αντιμέτωπους με ένα μείζον δίλημμα. Πώς ακριβώς θα πρέπει να αντιληφθούμε την ηδονή; Ως την ανεμπόδιστη δραστηριότητα της φυσικής κατάστασης, όπως φαίνεται να προτείνει το Βιβλίο VII; Ή μήπως ως ένα επιπρόσθετο στοιχείο που επέρχεται σε μια ήδη τέλεια δραστηριότητα προκειμένου να της προσδώσει συμπληρωματική αξία, κατά τη σύσταση του Βιβλίου Χ; Μέχρι πρότινος, η συνήθης τάση ήταν να εκλαμβάνεται η παραπάνω ασυμφωνία είτε ως ένδειξη συγγραφής από διαφορετικά πρόσωπα είτε ως οφειλόμενη στον ίδιο συγγραφέα (δηλαδή τον Αριστοτέλη), ο οποίος άλλαξε γνώμη, διέπρ ...
Η παρούσα διατριβή ασχολείται με την έννοια της ηδονής στην ηθική θεωρία του Αριστοτέλη. Έχοντας συνείδηση των δυσκολιών που εγείρει ο Πλατωνικός ορισμός της ηδονής ως αισθητής πλήρωσης κάποιου είδους έλλειψης, ο Σταγειρίτης αναπτύσσει στα Ηθικά Νικομάχεια τη δική του εναλλακτική. Η απόφαση του Αριστοτέλη, ωστόσο, να πραγματευτεί την ίδια θεματική δις εντός του ίδιου έργου, και μάλιστα μέσω δύο καθόλα αντιφατικών εκθέσεων, μάς φέρνει αντιμέτωπους με ένα μείζον δίλημμα. Πώς ακριβώς θα πρέπει να αντιληφθούμε την ηδονή; Ως την ανεμπόδιστη δραστηριότητα της φυσικής κατάστασης, όπως φαίνεται να προτείνει το Βιβλίο VII; Ή μήπως ως ένα επιπρόσθετο στοιχείο που επέρχεται σε μια ήδη τέλεια δραστηριότητα προκειμένου να της προσδώσει συμπληρωματική αξία, κατά τη σύσταση του Βιβλίου Χ; Μέχρι πρότινος, η συνήθης τάση ήταν να εκλαμβάνεται η παραπάνω ασυμφωνία είτε ως ένδειξη συγγραφής από διαφορετικά πρόσωπα είτε ως οφειλόμενη στον ίδιο συγγραφέα (δηλαδή τον Αριστοτέλη), ο οποίος άλλαξε γνώμη, διέπραξε κάποιου είδους ασυνέπεια ή απλώς συνέθεσε δύο πραγματείες που δεν προορίζονταν για συμπερίληψη στο ίδιο έργο. Μέσω, λοιπόν, μιας ενδελεχούς παρουσίασης και ανάλυσης του περιεχομένου τους, πρωταρχικός μου στόχος κατά τη συγγραφή της παρούσας διατριβής είναι να καταδείξω ότι οι εν λόγω εκθέσεις δεν είναι τόσο αντιφατικές μεταξύ τους όσο εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνονται. Ο μόνος επίσημος ορισμός της ηδονής είναι αυτός που εντοπίζεται στο Βιβλίο Χ, ενώ η φόρμουλα του Βιβλίου VII θα ήταν σκόπιμο να εκληφθεί ως μια βελτιωμένη εκδοχή του αντίπαλου μοντέλου και όχι ως ένας ορισμός με την αυστηρή έννοια του όρου. Όσον αφορά την υπεροχή τους, βασική μου αξίωση είναι ότι η έκθεση του Βιβλίου Χ συνιστά την πιο εκλεπτυσμένη και φιλοσοφικά ανώτερη εκδοχή ̇ και μολονότι υπάρχουν κάποιες ασυμφωνίες, ή ακόμα και περιστασιακές επικαλύψεις, πιστεύω ακράδαντα, ενάντια στην επικρατούσα άποψη, ότι αμφότερες οι εκθέσεις σχεδιάστηκαν εξαρχής για να αποτελέσουν μέρος των Ηθικών Νικομαχείων. Την ίδια στιγμή, εξίσου προβληματικό φαντάζει ένα χωρίο του Βιβλίου VII (EN VII.12 1153a7-15), το οποίο φαίνεται να περιορίζει την ηδονή αποκλειστικά και μόνο στις τέλειες ενέργειες, στις δραστηριότητες δηλαδή εκείνες που εμπεριέχουν τον σκοπό τους. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται αυτόματα ότι όλες διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που μας επαναφέρουν στη φυσική μας κατάσταση, δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως ηδονές, αλλά ωσάν να ήταν στην καλύτερη των περιπτώσεων ευχάριστες απλά και μόνο «κατά σύμπτωση» (κατὰ συμβεβηκός). Δεν είναι, ωστόσο, παράδοξος ο εν λόγω ισχυρισμός, δεδομένου ότι συχνά απολαμβάνουμε να επιδιδόμαστε σε δραστηριότητες που έχουν έναν εξωτερικό σκοπό, έναν σκοπό που μπορούμε είτε επιτύχουμε είτε όχι; Και επιπλέον, αν έτσι έχουν πράγματα, θα μπορούσαμε να μεμφθούμε τον Αριστοτέλη για τη διαμόρφωση ενός μοντέλου που φαίνεται να αγνοεί τόσο διαδομένες απολαύσεις, όπως το φαγητό και το ποτό; Μήπως η αριστοτελική θεωρία, ανίκανη να εξηγήσει τις ηδονές εκείνες που συνοδεύουν τις λεγόμενες διαδικασίες αποκατάστασης, συνιστά εν τέλει μια αδύναμη απάντηση στον Πλάτωνα; Σκοπός της διατριβής μου, σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, είναι να προσφέρω μια εναλλακτική ερμηνεία του EN VII.12, η οποία εξαλείφει όλους αυτούς τους προβληματισμούς. Στο πλαίσιο αυτό, υποστηρίζω ότι η διάκριση μεταξύ "κατοχής" και "χρήσης" ή μεταξύ μιας "έξεως" και της "ενεργοποίησής" της είναι κρίσιμη για την ορθή κατανόηση της Αριστοτελικής σκέψης: οι ενέργειες τύπου διαδικασίας είναι εξίσου ικανές να αποφέρουν ηδονή μέσω μιας πολύ συγκεκριμένης πτυχής τους, η οποία συνίσταται στην ενεργή χρήση των αντίστοιχων έξεων. Εν κατακλείδι, η βασική καινοτομία της παρούσας μελέτης έγκειται στο γεγονός ότι όχι μόνο παρουσιάζει τα προβλήματα που θέτει η περί ηδονής θεωρία των Ηθικών Νικομάχειων, αλλά επιπλέον κατορθώνει να τα επιλύσει χωρίς να αμφισβητεί ούτε την ευλογοφάνεια ούτε τη συνοχή της Αριστοτελικής πραγμάτευσης.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The present dissertation deals with the notion of pleasure in Aristotle’s ethical theory. Having realized the difficulties arising from the Platonic definition of pleasure as the perceived replenishment of some sort of lack, the Stagirite develops in the Nicomachean Ethics his own alternative. Aristotle’s decision, however, to treat the same subject twice within a single treatise, and indeed, via two quite incompatible accounts posits a dilemma. Should we understand pleasure as the unimpeded activity of the natural state, as Book VII seems to suggest? Or, should we adopt the perspective of Book X, according to which pleasure is just an additional perfection that supervenes on activity? So far, the common tendency was to take the above discrepancy as indicating authorship by different writers, or as being due to the authorship of the same writer (i.e., Aristotle) who either changed his mind, committed an inconsistency, or simply wrote two treatises that were not supposed to be included ...
The present dissertation deals with the notion of pleasure in Aristotle’s ethical theory. Having realized the difficulties arising from the Platonic definition of pleasure as the perceived replenishment of some sort of lack, the Stagirite develops in the Nicomachean Ethics his own alternative. Aristotle’s decision, however, to treat the same subject twice within a single treatise, and indeed, via two quite incompatible accounts posits a dilemma. Should we understand pleasure as the unimpeded activity of the natural state, as Book VII seems to suggest? Or, should we adopt the perspective of Book X, according to which pleasure is just an additional perfection that supervenes on activity? So far, the common tendency was to take the above discrepancy as indicating authorship by different writers, or as being due to the authorship of the same writer (i.e., Aristotle) who either changed his mind, committed an inconsistency, or simply wrote two treatises that were not supposed to be included in the same work. Through a thorough presentation and analysis of their content, my primary aim here is to show that the accounts in question are not as incompatible as they prima facie seem to be. The only official definition of pleasure is the one found in Book X, whereas Book VII’s formula must simply be taken as an improved version of the opponent’s model, and not as a definition in the strict sense of the term. As regards their superiority, it is pretty clear to me that the account in Book X is the more advanced and sophisticated one; and although there are some discrepancies or even some occasional overlapping, I strongly believe that, contrary to the prevailing view, they were both meant to form part of the Nicomachean Ethics. At the same time, what appears to be equally problematic is a Book VII’s passage (EN VII.12 1153a7-15), which seems to restrict the scope of pleasure only to complete activities, namely to activities that contain their own ends. This automatically implies that all kinds of processes, including those that restore us back to our natural state, should not be regarded as pleasures, but rather as being at best pleasant only “incidentally” (κατὰ συμβεβηκός). But isn’t that strange, given that we often enjoy doing things that have an external end, an end we may or may not attain? And moreover, if this is the case, can we blame Aristotle for the shaping of a model that fails to accommodate such common pleasures as eating and drinking? Does the Aristotelian theory, unable as it is to explain pleasures taken in restorative processes, constitute, after all, a weak response to Plato? The second purpose of my thesis is to offer an alternative interpretation of EN VII.12 that eliminates all these questions. In this respect, I argue that the distinction between “possession” and “use” or between a “state” and its “activation” is crucial for a proper understanding of Aristotle’s reasoning: processes are equally able to yield pleasure due to a particular aspect of theirs which consists in the active use of corresponding states. In conclusion, the main thrust of the present study is not only that it addresses the problems posed by the Nicomachean theory of pleasure, but also that it manages to deal with them essentially without questioning either the plausibility or the coherence of the Aristotelian account.
περισσότερα