Περίληψη
Η ρύθμιση της διατροφικής πρόσληψης έχει γίνει δύσκολο έργο στις μέρες μας. Στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου η κοινωνική πίεση για λεπτότητα είναι ευρέως διαδεδομένη και τα περιβαλλοντικά ερεθίσματα για υπερκατανάλωση φαγητού άφθονα, το έργο αυτό γίνεται ακόμη πιο απαιτητικό. Ωστόσο, ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες, ορισμένα άτομα καταφέρνουν να ρυθμίζουν αποτελεσματικά την κατανάλωση τους καθώς επιτυγχάνουν να τρώνε υγιεινά και με μέτρο. Αυτή η διατριβή υποστηρίζει ότι μια αποτελεσματική προσέγγιση στη ρύθμιση της κατανάλωσης τροφής είναι η εσωτερικά ρύθμιζόμενη διατροφή. Η εσωτερικά ρυθμιζόμενη διατροφή είναι μια μή περιοριστική μορφή ρύθμισης της κατανάλωσης τροφής που βασίζεται στην ανταπόκριση στα σωματικά σημάδια πείνας και κορεσμού. Προηγούμενη έρευνα έχει δείξει ότι η εσωτερικά ρυθμιζόμενη διατροφή όχι μόνο συσχετίζεται με βελτίωση δεικτών υγείας αλλά οδηγεί σε αυτήν. Ωστόσο, η βιβλιογραφία πάνω στην εσωτερικά ρυθμιζόμενη διατροφή είναι πολύ κατακερματισμένη και βασισμένη π ...
Η ρύθμιση της διατροφικής πρόσληψης έχει γίνει δύσκολο έργο στις μέρες μας. Στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου η κοινωνική πίεση για λεπτότητα είναι ευρέως διαδεδομένη και τα περιβαλλοντικά ερεθίσματα για υπερκατανάλωση φαγητού άφθονα, το έργο αυτό γίνεται ακόμη πιο απαιτητικό. Ωστόσο, ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες, ορισμένα άτομα καταφέρνουν να ρυθμίζουν αποτελεσματικά την κατανάλωση τους καθώς επιτυγχάνουν να τρώνε υγιεινά και με μέτρο. Αυτή η διατριβή υποστηρίζει ότι μια αποτελεσματική προσέγγιση στη ρύθμιση της κατανάλωσης τροφής είναι η εσωτερικά ρύθμιζόμενη διατροφή. Η εσωτερικά ρυθμιζόμενη διατροφή είναι μια μή περιοριστική μορφή ρύθμισης της κατανάλωσης τροφής που βασίζεται στην ανταπόκριση στα σωματικά σημάδια πείνας και κορεσμού. Προηγούμενη έρευνα έχει δείξει ότι η εσωτερικά ρυθμιζόμενη διατροφή όχι μόνο συσχετίζεται με βελτίωση δεικτών υγείας αλλά οδηγεί σε αυτήν. Ωστόσο, η βιβλιογραφία πάνω στην εσωτερικά ρυθμιζόμενη διατροφή είναι πολύ κατακερματισμένη και βασισμένη πάνω σε περιορισμέναθεωρητικά μοντέλα.Αυτή η διατριβή αγκαλιάζει την πολυμορφία σε αυτό το πεδίο και τη χρησιμοποιεί για να χτίσει ένα ολοκληρωμένο θεωρητικό πλαίσιο για τον εσωτερικά ρυθμιζόμενο τρόπο διατροφής. Αυτό το πλαίσιο χρησιμοποιείται στη συνέχεια ως βάση για την προαγωγή της μέτρησης και των εφαρμογών σε αυτόν τον τομέα. Συγκεκριμένα, τα ακόλουθα ερευνητικά ερωτήματα εξετάζονται στα κεφάλαια αυτής της διατριβής: 1. Ποια χαρακτηριστικά ατομικής διαφοράς υποστηρίζουν τον εσωτερικό ρυθμιζόμενο τρόπο διατροφής, πώς συνδέονται μεταξύ τους και πώς οδηγούν σε αποτελεσματική ρύθμιση της διατροφικής πρόσληψης; 2. Πώς μπορούμε να ποσοτικοποιήσουμε αυτά τα χαρακτηριστικά ατομικής διαφοράς στον πληθυσμό; 3. Σε τί βαθμό εκδηλώνεται η ευαισθησία στα σωματικά σημάδια πείνας και κορεσμού (ως χαρακτηριστικό) σε συμπεριφορικές δοκιμασίες (ως κατάσταση); 4. Σε τί βαθμό επηρεάζεται η αντίληψη των σωματικών σημαδιών πείνας και κορεσμού (ως κατάσταση) από την εστίαση της προσοχής στο σώμα; Για την εξέταση των διαφόρων στοιχείων του πρώτου ερευνητικού ερωτήματος, πραγματοποιήθηκε μια αφηγηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με τα διάφορα πρότυπα εσωτερικά ρυθμιζόμενης διατροφής (Κεφάλαιο 2). Ο όρος εσωτερικά ρυθμιζόμενος τρόπος διατροφής επινοήθηκε, ο οποίος ορίσθηκε ως η γενική τάση να τρεφόμαστε ως απάντηση στα σωματικά σημάδια πείνας και κορεσμού η οποία υποστηρίζεται από ένα συγκεκριμένο σύνολο χαρακτηριστικών ατομικής διαφοράς, ονομαστικά: 1. ευαισθησία στα σωματικά σημάδια πείνας και κορεσμού, 2. αυτο-αποτελεσματικότητα στη χρήση σωματικών σημαδιών πείνας και κορεσμού για τον προσδιορισμό του πότε και πόσο τρώμε, 3. εμπιστοσύνη στις φυσιολογικές διαδικασίες του σώματος για τη ρύθμιση της κατανάλωσης τροφής (εσωτερική εμπιστοσύνη) , 4. μια χαλαρή σχέση με το φαγητό (νομιμοποίηση φαγητού) και 5. μια τάση να απολαμβάνουμε το φαγητό κατά τη διάρκεια της σίτισης (απόλαυση φαγητού). Αυτά τα χαρακτηριστικά θεωρήθηκαν ως μή εναλλάξιμα, καθώς καθένα από αυτά συλλαμβάνει μια μοναδική πτυχή του εσωτερικά ρυθμιζόμενου τρόπου διατροφής. Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκε ένα κλασικό θεωρητικό μοντέλο διατροφικής συμπεριφοράς, το περιοριστικό μοντέλο διατροφής, για να εξηγήσει πώς ο εσωτερικά ρυθμιζόμενος τρόπος διατροφής οδηγεί σε αποτελεσματική ρύθμιση της διατροφικής πρόσληψης. Υποστηρίχθηκε ότι τα χαρακτηριστικά ατομικής διαφοράς της εσωτερικά ρυθμιζόμενης διατροφής επιτρέπουν στα άτομα να διατηρούν στενό έλεγχο της κατανάλωσης τροφής, καθώς σχηματίζουν μια τάση να ξεκινάμε γεύματα ως απάντηση σε μέτρια σημάδια πείνας και να σταματάμε τα γεύματα ως απάντηση σε μέτρια σημάδια κορεσμού. Υποτίθεται ότι, σε αυτόν τον στενό έλεγχο, υπάρχει λιγότερο περιθώριο για παράγοντες έκτος της φυσιολογίας του σώματος να ασκήσουν τις επιρροές τους στην διατροφική πρόσληψη.Η ολοκληρωμένη εννοιολογική σύλληψη του εσωτερικά ρυθμιζόμενου τρόπου διατροφής χρησιμοποιήθηκε ως βάση για να οδηγήσει την έρευνα στα υπόλοιπα κεφάλαια αυτής της διατριβής. Δεδομένου ότι καμία από τις διαθέσιμες κλίμακες αυτοαναφοράς δεν θα μπορούσε να συλλάβει επαρκώς την πλήρη πολυπλοκότητα και θεωρητική δομή του εσωτερικά ρυθμιζόμενου τρόπου διατροφής, μία νέα κλίμακα αναπτύχθηκε για το σκοπό αυτό (Κεφάλαιο 3), εξετάζοντας έτσι το δεύτερο ερευνητικό ερώτημα αυτής της διατριβής. Χρησιμοποιήθηκε μια διαδικασία σταδιακή, βασισμένη στη θεωρία και καθοδηγούμενη από ερευνητικά ευρήματα για την ανάπτυξη της Πολυδιάστατης Κλίμακας Εσωτερικά Ρυθμιζόμενης Διατροφής (MIRES) και για την παροχή αρχικών στοιχείων για την εγκυρότητά της. Δημιουργήθηκε ένα προκαταρκτικό σύνολο ερωτήσεων που αξιολογούν κάθε ένα από τα χαρακτηριστικά ατομικής διαφοράς του εσωτερικά ρυθμιζόμενου τρόπου διατροφής. Αυτό το σύνολο ερωτήσεων τροποποιήθηκε σύμφωνα με σχόλια ερευνητών διατροφής και εμπειρογνωμόνων και υποβλήθηκε περαιτέρω σε δύο γύρους προκαταρκτικών δοκιμών σε δείγματα φοιτητών. Ξεκινώντας από τη δομή που προέκυψε από αυτό το προκαταρκτικό έργο, οι ψυχομετρικές ιδιότητες της κλίμακας δοκιμάστηκαν και επιβεβαιώθηκαν σε ευρεία δείγματα καταναλωτών από το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, ελήφθησαν στοιχεία σχετικά με την εσωτερική δομή και συνοχή της κλίμακας, την σταθερότητα μέτρησης και τη χρονική σταθερότητα δύο εβδομάδων. Επιπλέον, η εγκυρότητα της εννοιολογικής κατασκευής της κλίμακας, καθώς επίσης και η αποκλίνουσα, συγκλίνουσα, συντρέχουσα και επαυξητική της εγκυρότητα επιβεβαιώθηκαν σε αυτήν την συγχρονική έρευνα.Μετά την ανάπτυξη και αρχική επικύρωση του MIRES, αυτή η διατριβή μετέφερε τον έλεγχο εγκυρότητας υποκατηγοριών του MIRES ένα βήμα πιο πέρα (Κεφάλαιο 4). Διεξήχθησαν δύο προ-εγγεγραμένα πειράματα συμπεριφοράς για να εκτιμηθεί η εγκυρότητα της εννοιολογικής κατασκευής δύο υποκατηγοριών του MIRES: ευαισθησία στα σωματικά σημάδια κορεσμού (SS) και ευαισθησία στα σωματικά σημάδια πείνας (SH). Σε αυτά τα πειράματα, εξετάστηκαν οι συσχετίσεις των SS και SH με συμπεριφορικούς δείκτες της τυχαίας ικανότητας των ατόμων να αντιληφθούν την έναρξη του κορεσμού και της πείνας (αντίστοιχα), εξετάζοντας έτσι το τρίτο ερευνητικό ερώτημα αυτής της διατριβής. Δύο τυποποιημένες μεθοδολογίες χρησιμοποιήθηκαν για την αξιολόγηση των δεικτών συμπεριφοράς. Συγκεκριμένα, η δοκιμασία φόρτισης νερού χρησιμοποιήθηκε για την εκτίμηση του κατωφλίου κορεσμού στο εργαστήριο (δηλ., το ποσοστό της χωρητικότητας του στομάχου που πρέπει να γεμίσει με νερό για να αντιληψθεί το άτομο το πρώτο σωματικό σημάδι κορεσμού) και η δοκιμασία προ-φόρτισης χρησιμοποιήθηκε για την εκτίμηση του κατωφλίου πείνας υπό ημι-ελεγχόμενες συνθήκες (δηλ., το χρονικό διάστημα που πρέπει να περάσει μετά την κατανάλωση ενός τυποποιημένου προ-φορτίου για να αντιληφθεί το άτομο το πρώτο σωματικό σημάδι πείνας). Επιπλέον, οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο αυτοαναφοράς που εμπίπτει στον ευρύτερο τομέα της επίγνωσης σωματικών αισθήσεων (Πολυδιάστατη Αξιολόγηση της Εσωτερικής Επίγνωσης - MAIA). Διαπιστώθηκε ότι σε ένα υγιές δείγμα ανδρών και γυναικών (19-68 ετών), η SS δεν συσχετίστηκε με το κατώφλι κορεσμού (Μελέτη 1). Ομοίως, σε ένα υγιές δείγμα νεαρών γυναικών (18-27 ετών), η SH δεν συσχετίστηκε με το κατώφλι πείνας (Μελέτη 2). Ούτε η MAIA συσχετίστηκε με τα κατώφλια κορεσμού και πείνας, αλλά συσχετίστηκε θετικά με τις SS και SH. Συνήχθη το συμπέρασμα ότι αυτή η έρευνα απέτυχε να συλλέξει ισχυρές αποδείξεις σχετικά με την εγκυρότητα της εννοιολογικής κατασκευής των υποκατηγοριών MIRES. Ωστόσο, το εύρημα ότι αυτές οι υποκατηγορίες εμπίπτουν στο ευρύτερο θεωρητικό κατασκεύασμα που σκοπεύουν να μετρήσουν (δηλ., η εσωτερική επίγνωση) παρέχει προκαταρκτική υποστήριξη για την εγκυρότητα της εννοιολογικής κατασκευής τους.Τέλος, η παρούσα διατριβή έδωσε επίσης προσοχή σε πιθανές εφαρμογές στον τομέα της εσωτερικά ρυθμιζόμενης διατροφής. Συγκεκριμένα, διερεύνησε την επίδραση μιας σύντομης παρέμβασης ενσυνειδητότητας (δηλ., εστίαση προσοχής στο σώμα) στην αντίληψη των σωματικών σημαδιών κορεσμού και πείνας (Κεφάλαιο 5), εξετάζοντας έτσι το τελευταίο ερευνητικό ερώτημα αυτής της διατριβής. Η ενσυνειδητότητα είναι μια έννοια που μελετάται όλο και περισσότερο στον τομέα της ρύθμισης κατανάλωσης τροφής και αρκετές μελέτες έχουν τεκμηριώσει τις θετικές επιπτώσεις της στην διατροφική πρόσληψη και το βάρος. Ωστόσο, λίγα είναι γνωστά για τους υποκείμενους μηχανισμούς με τους οποίους η ενσυνειδητότητα ασκεί αυτά τα αποτελέσματα. Αυτή η διατριβή εξέτασε έναν τέτοιο πιθανό μηχανισμό που δεν έχει λάβει επαρκή προσοχή σε προηγούμενες έρευνες. Προσθέτοντας μια δεύτερη πειραματική ομάδα (δηλ. ομάδα ενσυνειδητότητας) σε καθεμία από τις μελέτες που παρουσιάστηκαν στο Κεφάλαιο 4, οι μελέτες μετατράπηκαν σε quasi πειράματα, επιτρέποντας έτσι, να μελετηθούν οι επιπτώσεις της ενσυνειδητότητας στην αντίληψη των σωματικών σημαδιών κορεσμού και πείνας κάτω από ελεγχόμενες πειραματικές συνθήκες. Διαπιστώθηκε ότι μια σύντομη άσκηση ενσυνειδητότητας (σάρωση σώματος) δεν επηρέασε την αντίληψη του κορεσμού (Μελέτη 1) αλλά βελτίωσε την ικανότητα αντίληψης σωματικών σημαδιών πείνας (Μελέτη 2). Μετά την κατανάλωση ενός τυποποιημένου προ-φορτίου, οι συμμετέχοντες στην ομάδα ενσυνειδητότητας αντιλήφθηκαν την έναρξη της πείνας 18 λεπτά νωρίτερα από εκείνους στην ομάδα ελέγχου και αυτή η επίδραση παρέμεινε επίσης παρουσία των μεταβλητών ελέγχου. Ως εκ τούτου, συνήχθη το συμπέρασμα ότι ακόμη και μια μεμονωμένη άσκηση ενσυνειδητότητας μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την αντίληψη των σημαδιών πείνας, ενώ πιο εντατική εκπαίδευση ενσυνειδητότητας μπορεί να απαιτείται για να επηρεάστεί η αντίληψη των σημαδιών κορεσμού.Συνολικά, η παρούσα διατριβή παρέχει μία σταθερή θεωρητική βάση για την μελέτη του εσωτερικά ρυθμιζόμενου τρόπου διατροφής, ένα αξιόπιστο εργαλείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την μέτρησή του, όπως επίσης και έμπνευση για πιθανές εφαρμογές στην έρευνα και πρακτική σε αυτό το πεδίο. Παρέχει μια αφετηρία για μια ενοποιημένη κατανόηση των υπαρχουσών μή διαιτητικών προσεγγίσεων στη διατροφή, συμπληρώνει (με ευρήματα διαχρονικής έρευνας) υπάρχοντα στοιχεία σχετικά με την προσαρμοστική φύση του εσωτερικά ρυθμιζόμενου τρόπου διατροφής και παράγει γνώσεις που είναι σχετικές με διάφορα κανάλια βιβλιογραφίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τη μέτρηση, τον έλεγχο εγκυρότητας εννοιολογικής κατασκευής, την ενσυνειδητότητα και την εσωτερική επίγνωση.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Food intake regulation has become a difficult task nowadays. In modern societies, where the societal pressure for thinness is widespread and the environmental triggers of overeating abundant this task becomes even more challenging. Yet, even under these circumstances, some individuals manage to regulate their eating effectively as they achieve to eat healthily and in moderation. This thesis argues that one effective approach to eating regulation is internally regulated eating. Internally regulated eating is a non-restrictive form of eating regulation that is grounded on responsiveness to bodily signals of hunger and satiation. Previous research has shown that internally regulated eating is not only associated with improved health outcomes but also leads to them. However, the literature on internally regulated eating is highly fragmented and built upon limited theoretical accounts.This thesis embraces the multiformity in this field and uses it to build an integrated theoretical framewor ...
Food intake regulation has become a difficult task nowadays. In modern societies, where the societal pressure for thinness is widespread and the environmental triggers of overeating abundant this task becomes even more challenging. Yet, even under these circumstances, some individuals manage to regulate their eating effectively as they achieve to eat healthily and in moderation. This thesis argues that one effective approach to eating regulation is internally regulated eating. Internally regulated eating is a non-restrictive form of eating regulation that is grounded on responsiveness to bodily signals of hunger and satiation. Previous research has shown that internally regulated eating is not only associated with improved health outcomes but also leads to them. However, the literature on internally regulated eating is highly fragmented and built upon limited theoretical accounts.This thesis embraces the multiformity in this field and uses it to build an integrated theoretical framework of internally regulated eating style. This framework is then used as a basis to advance measurement and applications in this field. Specifically, the following research questions are addressed in the chapters of this thesis: 1. Which are the individual-difference characteristics that underpin the internally regulated eating style, how do they associate with each other, and how do they lead to effective regulation of food intake?; 2. How can we quantify these individual-difference characteristics in the population?; 3. To what extent does sensitivity to bodily signals of hunger and satiation (trait) manifest itself in behavioural tasks (state)?; 4. To what extent is perception of bodily signals of hunger and satiation (state) affected by focused attention to the body?To address the different elements of the first research question, a narrative review of the literature on various paradigms of internally regulated eating was conducted (Chapter 2). The term internally regulated eating style was coined, defined as the general tendency to eat in response to physiological signals of hunger and satiation, which is underpinned by a specific set of individual-difference characteristics, namely, 1. sensitivity to physiological signals of hunger and satiation, 2. self-efficacy in using physiological signals of hunger and satiation to determine when and how much to eat, 3. trust on the body’s physiological processes for the regulation of eating (internal trust), 4. a relaxed relationship with food (food legalising), and 5. a tendency to savour the food while eating (food enjoyment). These characteristics were theorised to not be interchangeable, as each of them captures a unique aspect of the internally regulated eating style. Furthermore, a classical theoretical model of eating behaviour, the boundary model of eating, was used to explain how the internally regulated eating style leads to effective regulation of food intake. It was argued that the individual-difference characteristics of internally regulated eating enable individuals to maintain narrow control of their eating, as they form an inclination to initiate meals in response to moderate signals of hunger and to cease meals in response to moderate signals of satiation. It is assumed that, in this narrow control, there is less room for non-physiological factors to exert their influences on food intake.The comprehensive conceptualisation of internally regulated eating style was used as a basis to drive research in the remaining chapters of this thesis. Since none of the available selfreport measures could adequately capture the full complexity and theoretical structure of the internally regulated eating style, a new measure was developed for this purpose (Chapter 3), thereby addressing the second research question of this thesis. A stepwise, theory-based, and empirically driven process was used to develop the Multidimensional Internally Regulated Eating Scale (MIRES) and to provide initial evidence for its validity. A preliminary item pool was generated with items assessing each of the individual-difference characteristics of the internally regulated eating style. This item pool was revised according to feedback from nutrition researchers and experts and was further subjected to two rounds of preliminary testing with college samples. Starting from the structure that emerged from this preliminary work, the scale’s psychometric properties were tested and confirmed in broad samples of consumers from the UK and US. Specifically, evidence on the scale’s internal structure and consistency, measurement invariance, and two-week temporal stability was obtained. In addition, the construct, discriminant, convergent, criterion, and incremental validity of the scale were upheld in this cross-sectional research.Following the development and initial validation of the MIRES, this thesis took the validity testing of MIRES subscales one step forward (Chapter 4). Two pre-registered behavioural experiments were conducted to assess the construct validity of two MIRES subscales: sensitivity to bodily signals of satiation (SS) and sensitivity to bodily signals of hunger (SH). In these experiments, associations of SS and SH with behavioural indicators of the incidental ability to perceive the onset of satiation and hunger (respectively) were examined, thereby addressing the third research question of this thesis. Two standardised methodologies were employed to assess the behavioural indicators. Specifically, the water load test was used to assess satiation threshold in the laboratory (i.e., the percentage of stomach capacity that needs to be filled with water for the person to perceive the first bodily signal of satiation) and the preload test was used to assess hunger threshold in a semi-controlled setting (i.e., the amount of time that needs to pass after consumption of a standardised preload for the person to perceive the first bodily signal of hunger). In addition, participants filled in a self-report measure that taps into the broader domain of awareness of bodily sensations (Multidimensional Assessment of Interoceptive Awareness - MAIA). It was found that in a healthy sample of males and females (19-68 years), SS was not associated with satiation threshold (Study 1). Likewise, in a healthy sample of young females (18-27 years), SH was not associated with hunger threshold (Study 2). MAIA was not associated with the satiation and hunger thresholds either, but it was positively associated with SS and SH. It was concluded that this research failed to obtain strong evidence on the construct validity of the MIRES subscales; however, the finding that these subscales tap into the broader theoretical construct they are intended to measure (i.e., interoceptive awareness) provides preliminary support for their construct validity.Finally, this thesis also paid attention to potential applications in the field of internally regulated eating. Specifically, it investigated the effect of a brief mindfulness intervention (i.e., focussed attention to the body) on perception of bodily signals of satiation and hunger (Chapter 5), thereby addressing the last research question of this thesis. Mindfulness is an increasingly studied concept in the domain of eating regulation and several studies have documented its positive effects on food intake and weight. Yet, little is known about the underlying mechanisms by which mindfulness exerts these effects. This thesis examined one such potential mechanism that has not received adequate attention in prior research. By adding a second experimental group (i.e., mindfulness group) to each of the studies presented in Chapter 4, the studies were turned into quasi experiments, allowing thus, the effects of mindfulness on perception of bodily signals of satiation and hunger to be studied in a controlled experimental setting. It was found that a brief mindfulness exercise (body scan) did not influence the perception of satiation (Study 1) but improved the ability to perceive bodily signals of hunger (Study 2). After consuming a standardized preload, participants in the mindfulness group perceived the onset of hunger 18min earlier than those in the control group and this effect persisted also in the presence of control variables. Hence, it was concluded that even a single mindfulness exercise can improve the perception of hunger signals substantially, while more intensive mindfulness training may be required to impact the perception of satiation signals.Overall, this thesis provides a solid theoretical foundation for the study of internally regulated eating style, a reliable instrument that can be used for its measurement, as well as inspiration for potential applications in research and practice in this field. It provides a starting point for a unified understanding of existing non-dieting approaches to eating, supplements (with cross-sectional data) existing evidence on the adaptive nature of the internally regulated eating style, and generates insights that are relevant to various streams of literature, including those on measurement, construct validation, mindfulness, and interoception.
περισσότερα