Επιπτώσεις της επιλεκτικότητας του αλιευτικού εργαλείου τράτα βυθού σε ιχθυοπληθυσμούς, αλιεία και βιοποικιλότητα
Περίληψη
Η επιλεκτικότητα είναι το κύριο χαρακτηριστικό ενός αλιευτικού εργαλείου, το οποίο περιγράφει την πιθανότητα που έχει ένα αλιευτικό εργαλείο να επιλέξει ή να παρακρατήσει συγκεκριμένα είδη ή/και συγκεκριμένα μεγέθη ενός είδους. Διακρίνεται σε επιλεκτικότητα ως προς το είδος και σε επιλεκτικότητα ως προς μέγεθος, με τη δεύτερη να συγκεντρώνει μέχρι σήμερα την πλειονότητα των σχετικών ερευνών. Η επιλεκτικότητα παρέχει κρίσιμες πληροφορίες για τη σωστή διαχείριση της αλιείας και τον προσδιορισμό διαχειριστικών μέτρων, καθώς συσχετίζεται με πολλά σημαντικά ζητήματα, όπως η βιωσιμότητα των αποθεμάτων, οι απορρίψεις, τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα, η βιοποικιλότητα, η συμπεριφορά των ψαριών και η αποδοτικότητα, η βιωσιμότητα και η κερδοφορία της αλιείας. Επομένως, η έρευνα σχετικά με την επιλεκτικότητα θα πρέπει να υλοποιείται σε συνδυασμό με αυτά τα θέματα. Η παρούσα διδακτορική διατριβή αποσκοπεί στη διερεύνηση των επιπτώσεων της επιλεκτικότητας του σάκου της τράτας βυθού στους ιχθυοπληθυσμού ...
Η επιλεκτικότητα είναι το κύριο χαρακτηριστικό ενός αλιευτικού εργαλείου, το οποίο περιγράφει την πιθανότητα που έχει ένα αλιευτικό εργαλείο να επιλέξει ή να παρακρατήσει συγκεκριμένα είδη ή/και συγκεκριμένα μεγέθη ενός είδους. Διακρίνεται σε επιλεκτικότητα ως προς το είδος και σε επιλεκτικότητα ως προς μέγεθος, με τη δεύτερη να συγκεντρώνει μέχρι σήμερα την πλειονότητα των σχετικών ερευνών. Η επιλεκτικότητα παρέχει κρίσιμες πληροφορίες για τη σωστή διαχείριση της αλιείας και τον προσδιορισμό διαχειριστικών μέτρων, καθώς συσχετίζεται με πολλά σημαντικά ζητήματα, όπως η βιωσιμότητα των αποθεμάτων, οι απορρίψεις, τα παρεμπίπτοντα αλιεύματα, η βιοποικιλότητα, η συμπεριφορά των ψαριών και η αποδοτικότητα, η βιωσιμότητα και η κερδοφορία της αλιείας. Επομένως, η έρευνα σχετικά με την επιλεκτικότητα θα πρέπει να υλοποιείται σε συνδυασμό με αυτά τα θέματα. Η παρούσα διδακτορική διατριβή αποσκοπεί στη διερεύνηση των επιπτώσεων της επιλεκτικότητας του σάκου της τράτας βυθού στους ιχθυοπληθυσμούς, την αλιεία και τη βιοποικιλότητα. Ταυτόχρονα, ερευνά το καλύτερο σενάριο για τον σάκο της τράτας, σύμφωνα με την ισχύουσα μεσογειακή νομοθεσία της ΕΕ, δοκιμάζοντας διαφορετικούς τύπους ματιών στο δίχτυ του σάκου. Τέλος, επιδιώκει επίσης να προσδιορίσει τα κύρια πρότυπα συμπεριφοράς των ψαριών που μπορούν να υποστηρίξουν τη βελτίωση της επιλεκτικότητας του σάκου της τράτας. Αν και η πειραματική αλιεία για τη συλλογή των δεδομένων διεξήχθη στα αλιευτικά πεδία της ελληνικής αλιείας με τράτα στο Νότιο Αιγαίο, η έρευνα αυτή αποσκοπεί στη δημιουργία γνώσης και παροχή πληροφοριών που αφορούν γενικά την αλιεία με τράτα βυθού στη Μεσόγειο.Τα δεδομένα συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια δύο πλόων πειραματικής αλιείας, που πραγματοποιήθηκαν στα αλιευτικά πεδία της τράτας βυθού στο Νότιο Αιγαίο (Κυκλάδες, Σαρωνικός Κόλπος, Κόλπος Πεταλιών-Ν. Ευβοϊκός και Β. Ευβοϊκός κόλπος) το Σεπτέμβριο-Οκτώβριο 2014 και το Μάιο-Ιούνιο 2015. Το βάθος αλιείας κυμαινόταν μεταξύ 50 και 310 m, βάθη όπου συνήθως δραστηριοποιείται η αλιεία με τράτα. Για την πειραματική αλιεία, ενοικιάστηκε επαγγελματική μηχανότρατα, έτσι ώστε να επιτευχθούν συνθήκες παρόμοιες με εκείνες της εμπορικής αλιείας. Η μηχανότρατα διέθετε τράτα που χρησιμοποιείται στην εμπορική αλιεία και στην οποία ο σάκος κατασκευάστηκε από τρία διαφορετικά δίχτυα (δίχτυ με ρομβοειδή μάτια 40 mm, τετράγωνα μάτια 40 mm ή ρομβοειδή μάτια 50 mm) με στόχο τη μελέτη της επιλεκτικότητας. Συνολικά, διεξήχθησαν 162 έγκυρες καλάδες, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο κάλυψης του σάκου με κάλυμμα (cover-codend method), μέθοδος που χρησιμοποιείται ευρέως για τη συλλογή δεδομένων σε μελέτες επιλεκτικότητας. Η δειγματοληψία βασίστηκε σε τρία κλάσματα, που περιελάμβαναν χωριστά τα διαφυγόντα (που συλλέγονται στο κάλυμμα), τα εκφορτούμενα και τα απορριπτόμενα (μετά από τη διαλογή από τους ψαράδες επί του σκάφους του παρακρατηθέντος στο σάκο αλιεύματος). Αυτό το δειγματοληπτικό σχήμα αποτέλεσε καινοτομία σε σχέση με το σχήμα των δύο κλασμάτων (διαφυγόντα/παρακρατηθέν αλίευμα, που χρησιμοποιήθηκε μέχρι σήμερα στις μελέτες επιλεκτικότητας. Οι αναλύσεις, προκειμένου να εκτιμηθεί με ακρίβεια η αβεβαιότητα, βασίστηκαν στη μέθοδο διπλής δειγματοληψίας με επανάθεση (double bootstrapping), ώστε να ληφθεί υπόψη η διακύμανση τόσο μεταξύ των καλάδων όσο και εντός των καλάδων. Όλες οι αναλύσεις υλοποιήθηκαν χρησιμοποιώντας το λογισμικό SELNET.Οι πολυ-ειδικές αλιείες, όπως η αλιεία με τράτα βυθού στη Μεσόγειο, αποτελούν πάντα μια πρόκληση στην αλιευτική διαχείριση. Η επιλεκτικότητα του σάκου της τράτας και οι απορρίψεις είναι ζητήματα που σχετίζονται με τη διαχείριση της αλιείας, αλλά έχουν μελετηθεί και μοντελοποιηθεί χωριστά μέχρι σήμερα. Στο πλαίσιο της διερεύνησης της επιλεκτικότητας της τράτας και των επιπτώσεών της στους ιχθυοπληθυσμούς, τις απορρίψεις και την αλιεία, αναπτύχθηκε για πρώτη φορά παγκοσμίως, μια καινοτόμος προσέγγιση για τη μοντελοποίηση δύο διαδοχικών διαδικασιών επιλογής ως προς το μέγεθος σε ό,τι αφορά το συνολικό πληθυσμό ενός είδους, που εισέρχεται στον σάκο της τράτας. Οι διαδικασίες αυτές αναφέρονται αφ’ ενός στο εργαλείο μέσα στη θάλασσα (επιλεκτικότητα του σάκου τράτας ως προς το μέγεθος - codend size-selectivity) και αφ’ ετέρου στον αλιέα επί του σκάφους (επιλογή του αλιέα ως προς το μέγεθος – fisher size- selection). Το μοντέλο («συνολικό μοντέλο επιλογής» στο εξής) βασίστηκε στο νέο δειγματοληπτικό πρότυπο των τριών κλασμάτων (διαφυγόντα/απορριπτόμενα/ εκφορτούμενα). Αυτό έδωσε τη δυνατότητα μοντελοποίησης της πιθανότητας διαφυγής μέσω του σάκου της τράτας (που είχε ως αποτέλεσμα τα διαφυγόντα), καθώς και των επακόλουθων πιθανοτήτων απόρριψης και εκφόρτωσης λόγω της επιλογής επί του αλιευτικού σκάφους από τον αλιέα (με αποτέλεσμα τα εκφορτούμενα και τα απορριπτόμενα). Στην έρευνα που διεξήχθη εξετάστηκαν τρεις διαφορετικοί σάκοι τράτας και αρχικά τρία είδη ιχθύων. Το συνολικό μοντέλο, που περιέγραψε ταυτόχρονα την επιλογή ως προς το μέγεθος του εργαλείου και του αλιέα, βασίστηκε στην θεώρηση ότι ένα είδος, που εισέρχεται στον σάκο της τράτας, μπορεί να ακολουθήσει μια πολυωνυμική κατανομή με τρεις πιθανότητες, τη διαφυγή, την απόρριψη ή την εκφόρτωση. Το μοντέλο περιέγραψε τις πιθανότητες διαφυγής και εκφόρτωσης ως σιγμοειδείς καμπύλες, που έχουν σαν αποτέλεσμα μια κωδωνοειδή καμπύλη για την πιθανότητα απόρριψης, η οποία επηρεάζεται τόσο από την επιλεκτικότητα του εργαλείου όσο και από την επιλογή του ψαρά. Το μοντέλο περιέγραψε καλά (με βάση ειδικές στατιστικές παραμέτρους) τα πειραματικά δεδομένα των τριών ειδών στην αρχική μελέτη, καθώς και των 11 ειδών που εξετάστηκαν στη συνέχεια. Παρείχε δε ταυτόχρονα παραμέτρους για την επιλεκτικότητα, τα απορριπτόμενα και την επιλογή του αλιέα, πληροφορίες χρήσιμες στη διαχείριση της αλιείας. Η μέθοδος που προτάθηκε, αποτελεί μια απλή και οικονομικά συμφέρουσα προσέγγιση για την απόκτηση αυτών των πληροφοριών και μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά, εάν δεν υπάρχουν διαθέσιμα άλλα είδη δεδομένων (π.χ. από παρατηρητές επί αλιευτικών σκαφών). Το μοντέλο φάνηκε επίσης χρήσιμο για την εκτίμηση της δομής των απορρίψεων και των εκφορτώσεων ενός πληθυσμού που εισέρχεται στον σάκο της τράτας ή και για την εκτίμηση του συνολικού πληθυσμού που εισέρχεται στην τράτα όταν είναι διαθέσιμα στοιχεία για τις απορρίψεις και εκφορτώσεις, καθώς και για την εξέταση διαφορετικών σεναρίων για πιθανά διαχειριστικά μέτρα στην αλιεία με τράτα, στοιχεία ιδιαίτερα σημαντικά στη διαχείριση της αλιείας.Το συνολικό μοντέλο επιλογής ως προς το μέγεθος για την εκτίμηση των παραμέτρων επιλεκτικότητας του σάκου της τράτας και επιλογής του αλιέα εφαρμόστηκε σε πέντε σημαντικά εμπορικά είδη ψαριών (Merluccius merluccius, Mullus barbatus, Mullus surmuletus, Pagellus erythrinus και Lophius budegassa). Τα εμπορικά παρεμπίπτοντα αλιεύματα και το πρότυπο εκμετάλλευσής τους στη Μεσογειακή αλιεία με τράτα έχουν μελετηθεί σε περιορισμένο βαθμό. Ως εκ τούτου, μελετήθηκαν 9 επιπλέον είδη παρεμπιπτόντων αλιευμάτων (Trachurus trachurus, Micromesistius poutassou, Boops boops, Serranus cabrilla, Lepidorhombus boscii, Helicolenus dactylopterus, Citharus linguatula και Spicara flexuosa), εφαρμόζοντας το συνολικό μοντέλο επιλογής ως προς το μέγεθος, για την επιλεκτικότητα του σάκου της τράτας και την επιλογή του αλιέα επί του σκάφους. Για τις αναλύσεις αυτές, εξετάστηκαν τρεις σάκοι τράτας, κατασκευασμένοι από δίχτυ i) με ρομβοειδή μάτια 40 mm (40D), ii) τετράγωνα μάτια 40 mm (40S) και iii) ρομβοειδή μάτια 50 mm (50D). Το πρώτο δίχτυ, δεν επιτρέπεται πλέον στις μεσογειακές χώρες της ΕΕ, αλλά εξακολουθεί να χρησιμοποιείται σε άλλες περιοχές της Μεσογείου, ενώ τα δύο τελευταία δίχτυα, είναι σε χρήση σύμφωνα με κανονισμούς της ΕΕ. Για κάθε είδος που εξετάστηκε, το μοντέλο έδωσε τη δυνατότητα ταυτόχρονης εκτίμησης της πιθανότητας διαφυγής, απόρριψης και εκφόρτωσης για κάθε σάκο της τράτας. Τα αποτελέσματα, χρήσιμα στη διαχείριση της αλιείας, έδειξαν ότι ο σάκος της τράτας 40D ήταν επιζήμιος για τα αποθέματα όλων των ειδών. Ο σάκος της τράτας 40S ήταν καταλληλότερος για τη βιωσιμότητα των 5 από τα υπό μελέτη είδη (M. barbatus, M. surmuletus, M. poutassou, B. boops, S. cabrilla), με παραμέτρους επιλεκτικότητας του εργαλείου παραπλήσιες με το ελάχιστο μήκος αναφοράς διατήρησης (MCRS) και το μήκος πρώτης γεννητικής ωριμότητας (LFM) του κάθε είδους. Η συνθήκη αυτή συνοδευόταν επίσης από νόμιμα αλιεύματα σύμφωνα με τις παραμέτρους επιλογής του αλιέα, μεγαλύτερη συμμόρφωση του αλιέα στους κανονισμούς, αμελητέες απορρίψεις και μικρότερες πιθανές οικονομικές απώλειες για τον αλιέα. Οι απώλειες ήταν συγκριτικά εντονότερες στον σάκο 50D, οποίος φάνηκε να οδηγεί σε μεγαλύτερες οικονομικές απώλειες λόγω διαφυγής και μεγάλων εμπορικού ενδιαφέροντος ατόμων. Ο σάκος της τράτας 50D βρέθηκε πιο κατάλληλος από τον σάκο του 40S για τη βιωσιμότητα του γλωσσοειδούς C. linguatula, ωστόσο, λόγω της επιλογής από τον αλιέα μόνο των μεγαλύτερων ατόμων ως εκφορτώσεις, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, αυτός ο σάκος χαρακτηρίστηκε από υψηλή πιθανότητα απόρριψης. Τόσο ο σάκος 40S όσο και ο σάκος 50D ήταν κατάλληλοι για τη βιωσιμότητα του είδους S. smaris και με παρόμοια αποτελέσματα για την αλιεία. Ωστόσο, ο σάκος 50D φάνηκε ότι δεν ακολουθεί τις προδιαγραφές των κανονισμών της ΕΕ για καλύτερη επιλεκτικότητα σε σχέση με το 40S για τα περισσότερα αποθέματα και επομένως θα πρέπει να εξεταστεί η κατάργηση του ή η χρήση του μόνο σε πεδία με στόχο τα γλωσσοειδή. Κανένας από τους σάκους δεν ήταν αποτελεσματικός για τα είδη M. merluccius, T. trachurus, C. lastoviza, H. dactylopterus, P. erythrinus και L. boscii ως προς το MCRS ή LFM του κάθε είδους, αν και ο σάκος 40S ευνοούσε περισσότερο τη διαφυγή των νεαρών M. merluccius, ενώ ο 50D των νεαρών P. erythrinus. Όλοι οι σάκοι της τράτας ήταν επιβλαβείς για το L. budegassa καθώς η πλειονότητα των νεαρών συγκρατούνταν από τον σάκο της τράτας, με αποτέλεσμα αμελητέα διαφυγόντα, υψηλή πιθανότητα απόρριψης και εκφορτούμενα με μέγεθος πολύ μικρότερο από το LFM του είδους. Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις, η συμπεριφορά του ψαρά για κάθε είδος ήταν σταθερή σε όλους τους σάκους, επιλέγοντας για ορισμένα είδη άτομα μικρότερα από το MCRS ή το LFM (π.χ. M. merluccius, C. lastoviza), μεγαλύτερα για είδη κυρίως παρεμπιπτόντων αλιευμάτων (π.χ. T. trachurus, H. dactylopterus, L. boscii) ή παρόμοια με το MCRS ή το LFM, εάν δεν υπήρχαν διαθέσιμα νεαρά άτομα στο αλίευμα, λόγω της επιλεκτικότητας του εργαλείου (π.χ. Mullus spp., M. poutassou, S. cabrilla). Γενικά, η συμπεριφορά των ψαράδων ήταν πιο νόμιμη όταν γινόταν χρήση του σάκου 40S. Ωστόσο, ακόμη και στην περίπτωση του σάκου 40S, φαίνεται να απαιτούνται μετατροπές στο εργαλείο για τη βελτίωση της επιλεκτικότητας πολλών ειδών. Για κάποια από αυτά όμως, ήταν προφανές, ότι η μόνη λύση για την προστασία των νεαρών τους ήταν η προστασία των νηπιοτροφείων τους (π.χ. L. budegassa), δεδομένου ότι η απαιτούμενη αύξηση του ματιού στο σάκο της τράτας θα οδηγούσε σε απώλεια πολλών άλλων σημαντικού εμπορικού ενδιαφέροντος αλιευμάτων. Περαιτέρω μελέτες θα είναι χρήσιμο να διεξαχθούν στο μέλλον για επιπλέον είδη, καθώς η αλιεία με τράτα στη Μεσόγειο είναι μια πολύ-ειδική αλιεία.Η μείωση της σύλληψης νεαρών ατόμων και των απορρίψεων αποτελούν σημαντικούς στόχους στην αλιευτική πολιτική. Ως εκ τούτου, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στο μπακαλιάρο (M. merluccius), που είναι ένα σημαντικό εμπορικό είδος με πολλά υπομεγέθη άτομα, τόσο στις απορρίψεις όσο και στις εκφορτώσεις (σύμφωνα με τα προαναφερόμενα αποτελέσματα για την επιλεκτικότητα του εργαλείου και του αλιέα σε αυτό το είδος). Για το σκοπό αυτό, το συνολικό μοντέλο επιλογής ως προς το μέγεθος του μπακαλιάρου χρησιμοποιήθηκε για την πρόβλεψη της δομής των απορρίψεων και των εκφορτώσεων του σε περιοχές και περιόδους υψηλής και χαμηλής παρουσίας νεοστρατολογούμενων στην αλιεία μπακαλιάρων, χρησιμοποιώντας τους δύο επιτρεπόμενους, σύμφωνα με τη νομοθεσία, σάκους για την τράτα (40S και 50D). Επιπλέον, εξετάστηκαν ορισμένοι δείκτες εκμετάλλευσης, που σχετίζονται με το πρότυπο επιλογής του εργαλείου και του αλιέα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι και οι δύο σάκοι ήταν ακατάλληλοι για τη βιώσιμη αλιεία του μπακαλιάρου σε περιοχές και περιόδους υψηλής παρουσίας νεοστρατολογούμενων ατόμων, με το σάκο 50D να έχει χειρότερα αποτελέσματα από τον 40S. Αντίθετα, η αλιεία και με τους δύο σάκους, σε περιοχές και σε περιόδους χαμηλής παρουσίας νεοστρατολογούμενων ατόμων, παρουσίασε τα χαμηλότερα ποσοστά απορρίψεων και μεγέθη εκφορτώσεων πλησίον στο MCRS. Οι δείκτες εκμετάλλευσης έδειξαν ότι ο λόγος απόρριψης (απορριπτόμενα/παρακρατηθέν αλίευμα) αλλοιώνεται σε σχέση με την πραγματικότητα, λόγω της επιλογής του αλιέα να συμπεριλάβει υπομεγέθη άτομα (< MCRS) στις εκφορτώσεις. Επίσης, ακόμη και σε περιοχές και περιόδους με χαμηλή παρουσία νεοστρατολογούμενων ατόμων μπακαλιάρου, ο λόγος απόρριψης κατά βάρος ήταν περίπου 8%. Αυτή η τιμή είναι μεγαλύτερη από την εξαίρεση του 5%, που έχει καθοριστεί για την αναγκαστική εκφόρτωση των απορρίψεων του μπακαλιάρου. Επομένως, αν οι διαχειριστές της αλιείας θέλουν να αποφύγουν την αναγκαστική εκφόρτωση των απορρίψεων του μπακαλιάρου, θα πρέπει να προτείνουν κάποια σχετικά διαχειριστικά μέτρα. Τέλος, η συμμετοχή των υπομεγεθών ατόμων μπακαλιάρου στις εκφορτώσεις, μπορεί να εκφράζει το 5% της αξίας των νομίμων εκφορτώσεων σε περιοχές και περιόδους χαμηλής παρουσίας νεαρών ατόμων, αλλά μπορεί να πλησιάσει ακόμη και το 30% της αξίας τους όταν η παρουσία των νεαρών είναι υψηλή. Στοιχείο που εξηγεί την επιλογή των υπομεγεθών ατόμων στις εκφορτώσεις από τους αλιείς. Τα αποτελέσματα παρείχαν χρήσιμες πληροφορίες για τη διαχείριση της αλιείας με στόχο την αποφυγή των νεαρών στα αλιεύματα και τη μείωση των απορρίψεων. Ως πιθανό μέτρο, για τη βιωσιμότητα των αποθεμάτων του μπακαλιάρου συζητήθηκε, η χωρο-χρονική απαγόρευση της αλιείας με τράτα σε περιοχές και περιόδους υψηλής παρουσίας νεαρών μπακαλιάρων (νηπιοτροφεία), καθώς η βελτίωση της επιλεκτικότητας του εργαλείου φαίνεται δύσκολο να επιτευχθεί γι’ αυτό το είδος στο άμεσο μέλλον.Η αλιεία, είναι ευρέως αποδεκτό ότι, έχει σημαντικές επιπτώσεις στη θαλάσσια βιοποικιλότητα. Επομένως, διάφοροι παράγοντες που σχετίζονται με αυτό το θέμα, όπως η αφθονία, ο πλούτος των ειδών, οι δείκτες ποικιλότητας, η ποιοτική και ποσοτική σύσταση των ειδών, το τροφικό επίπεδο και ο δείκτης τρωτότητας διερευνήθηκαν, στην παρούσα διατριβή, για τη διαπίστωση των επιπτώσεων της επιλεκτικότητας του σάκου της τράτας στη βιοποικιλότητα. Ο στόχος ήταν ο εντοπισμός διαφορών ανάμεσα στη συνολική εισερχόμενη στο σάκο της τράτας βιοκοινότητα και τα κλάσματα (διαφυγόντα, παρακρατηθέν στο σάκο αλίευμα, απορριπτόμενα και εκφορτούμενα), που δημιουργούνται εξ αιτίας των συνολικών διαδικασιών επιλογής (εργαλείου και αλιέα) κατά την αλιεία. Οι τρεις προαναφερθέντες σάκοι τράτας (40D, 50D και 40S) εξετάστηκαν και συγκρίθηκαν και σε αυτή την έρευνα. Γενικά, η αλιεία με τράτα βρέθηκε να παράγει ένα κλάσμα διαφυγόντων, που είχε πάντα χαμηλότερες τιμές σε αφθονία, πλούτο ειδών και δείκτη τρωτότητας, παρόμοιες σε δείκτες ποικιλότητας και τροφικό επίπεδο και διαφορετικές στην ποσοτική σύσταση των ειδών σε σύγκριση με τη συνολική εισερχόμενη στο σάκο βιοκοινότητα. Ως προς τους αλιείς, αυτοί φάνηκε να επιλέγουν σε όλες τις περιπτώσεις ως εκφορτώσεις, ένα κλάσμα που είχε πάντα χαμηλότερες τιμές σε πλούτο ειδών και δείκτες ποικιλότητας και υψηλότερες σε τροφικό επίπεδο. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι απέρριπταν βασικά ένα κλάσμα που είχε τις υψηλότερες τιμές σε δείκτες ποικιλότητας και τρωτότητας και χαμηλότερες σε τροφικό επίπεδο σε σχέση με τα άλλα κλάσματα, ακόμη και συγκριτικά με τη συνολική εισερχόμενη βιοκοινότητα. Σε αυτό το κλάσμα των απορριπτόμενων, διαπιστώθηκε το μεγαλύτερο ποσοστό των Ελασμοβραγχίων, τα οποία είναι από τα πλέον ευάλωτα είδη και τα οποία έχουν πολύ χαμηλή επιλεκτικότητα. Πρέπει να αναφερθεί επίσης, ότι ένας μεγάλος αριθμός ειδών (~220) εντοπίστηκε στο σύνολο της εισερχόμενης σε κάθε σάκο βιοκοινότητας, από τον οποίο περίπου το 83% παρακρατήθηκε στον σάκο της τράτας, υποδηλώνοντας την πολυ-ειδική φύση της αλιείας με τράτα στη Μεσόγειο. Επιπλέον, περίπου το 60% του συνολικού αριθμού των ειδών απελευθερώθηκε, αλλά περίπου το 80% απορρίφθηκε και μόνο το 23% (~50 είδη) εκφορτώθηκε. Από τα εκφορτωθέντα, περίπου το 90% σε αριθμό αποτελούσαν μόνο 6 είδη (Parapenaeus longirostris, S. smaris, Illex coindetii M. merluccius, M. barbatus, M. surmuletus). Τα αποτελέσματα υποδηλώνουν τη χαμηλή αποτελεσματικότητα του εργαλείου, αφού από τον μεγάλο αριθμό ειδών που εισέρχονται στον σάκο της τράτας μόνο ένα μικρό μέρος είναι τελικά εμπορεύσιμο. Αξίζει να σημειωθεί επίσης, ότι δεν υπάρχουν προς το παρόν ιδιαίτερες πληροφορίες σχετικά με την επιβίωση των ειδών που διαφεύγουν, στοιχείο που είναι σημαντικό στην εκτίμηση των επιπτώσεων του εργαλείου και στην συνολική κριτική για την επιλεκτικότητα του. Οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν στην παρούσα διατριβή για τη φυσική κατάσταση και δραστηριότητα των ειδών στο σάκο κατά τη διάρκεια της αλιείας με τράτα, επιτρέπουν τη διατύπωση υποθέσεων για μεγάλη πιθανότητα επιβίωσης κάποιων εκ των ειδών, αλλά μικρή έως μηδαμινή για άλλα. Αν και οι τρεις σάκοι της τράτας δεν διέφεραν σημαντικά στο κλάσμα των διαφυγόντων όσον αφορά τους δείκτες ποικιλότητας, το τροφικό επίπεδο και το δείκτη τρωτότητας, ο σάκος 40S έδειξε γενικά ένα σημαντικά υψηλότερο ποσοστό στον αριθμό των ειδών και ατόμων που διαφεύγουν (ιδιαίτερα για τον μπακαλιάρο) και λιγότερες διαφορές στην ποιοτική και ποσοτική σύσταση των ειδών σε σχέση με τη συνολική εισερχόμενη βιοκοινότητα. Επιπλέον, ο σάκος 40S παρουσίασε χαμηλότερο ποσοστό ως προς την αφθονία στις απορρίψεις και υψηλότερο στις εκφορτώσεις στο παρακρατηθέν αλίευμα (0,6:1) σε σχέση με τους άλλους δύο σάκους της τράτας (0,9:1). Αν και ο σάκος 40S φάνηκε λιγότερο επιβλαβής, δεν φάνηκε ούτε αυτός να είναι επαρκής για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Τα αποτελέσματα αναδεικνύουν την ανάγκη για επείγουσα τροποποίηση της τράτας με στόχο την εξάλειψη του κλάσματος των απορριπτόμενων και ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων ειδών που περιλαμβάνονται σε αυτό (π.χ. Ελασμοβράγχια). Επιπλέον, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι δείκτες ποικιλότητας και το τροφικό επίπεδο της εισερχόμενης βιοκοινότητας, αν και μη ανιχνεύσιμο εύκολα στο παρόν, φαίνεται να αλλάζουν σταδιακά με την πάροδο του χρόνου εξ αιτίας i) της συνεχούς μη-αφαίρεσης των μικρών σε μέγεθος οργανισμών (σημαντική παρουσία στα διαφυγόντα), οι οποίοι είναι χαμηλότερου τροφικού επιπέδου και τρωτότητας και ii) της συνεχούς αφαίρεσης των μεγαλύτερων οργανισμών (σημαντική παρουσία στο παρακρατηθέν αλίευμα), οι οποίοι είναι και υψηλότερου τροφικού επιπέδου και τρωτότητας. Αυτά αποτελούν στοιχεία, που μπορεί να επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό τη βιοποικιλότητα μακροπρόθεσμα. Συγκριτικές μελέτες σε βάθος χρόνου είναι απαραίτητες για την ανάδειξη τέτοιων αλλαγών.Τέλος, η διερεύνηση της συμπεριφοράς των ειδών στον σάκο της τράτας αποκάλυψε διαφορετικά χαρακτηριστικά για τα 32 είδη που μελετήθηκαν. Ορισμένα είδη (B. boops, Pagellus acarne, Pagellus bogaraveo, Dentex maroccanus, Mullus spp., Spicara spp., Trachurus spp., Engraulis encrasicolus) εμφάνισαν πολύ υψηλό ποσοστό δυναμικής κατάστασης και υψηλής δραστηριότητας, γεγονός που αποτελεί ένδειξη υψηλής πιθανότητας διαφυγής και πιθανότητας επιβίωσης στη θάλασσα μετά τη διαφυγή από το σάκο της τράτας. Αντίθετα, ορισμένα είδη (L. budegassa, Munida spp., P. longirostris, Sepia spp., Zeus faber, M. merluccius, Arnoglossus spp.) παρουσίασαν υψηλό ποσοστό παθητικής κατάστασης, και υψηλό ποσοστό (30-50%) ημιθανών ατόμων, ένδειξη χαμηλής πιθανότητας διαφυγής καθώς και επιβίωσης μετά από αυτή. Για ορισμένα είδη (M. merluccius, Serranus hepatus, Zeus faber), η δυναμική κατάσταση μειώθηκε σημαντικά (> 50%) κατά τη διάρκεια της αλιείας με τράτα, ενώ για άλλα επηρεάστηκε σε μικρότερο βαθμό (Centracanthus cirrus, Serranus cabrilla, P. erythrinus, Trachinus spp.). Από τα 32 είδη που μελετήθηκαν, τα 23 παρουσίασαν κάποια δραστηριότητα διαφυγής (απόπειρα διαφυγής, διαφυγή, παγίδευση, παγίδευση αλλά τελική απεμπλοκή). Η δραστηριότητα διαφυγής φάνηκε να λαμβάνει χώρα σε όλες τις φάσεις της αλιείας με τράτα (σύρση τράτας, ανέλκυση τράτας, τράτα στην επιφάνεια της θάλασσας). Ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι σε ορισμένα είδη η δραστηριότητα διαφυγής μειώνεται με την πάροδο του χρόνου, ενώ άλλα είδη (B. boops, E. encrasicolus, Sardina pilchardus, D. maroccanus, P. erythrinus, P. bogaraveo, Spicara spp.) παρουσίασαν αύξηση της δραστηριότητας διαφυγής στην τελική φάση, όπου η τράτα βρισκόταν στην επιφάνεια της θάλασσας. Ως προς την περιοχή διαφυγής, στα περισσότερα είδη, αυτή σχετιζόταν με την περιοχή δραστηριοποίησής τους μέσα στον σάκο της τράτας. 'Ετσι, τα πελαγικά είδη εντοπίστηκαν κυρίως στην άνω περιοχή του σάκου της τράτας, ενώ τα βενθικά στην κάτω και πλευρική. Πολλά βενθοπελαγικά είδη παρατηρήθηκαν στη μέση, πλευρική και κάτω περιοχή του σάκου. Ωστόσο, όταν η τράτα βρισκόταν στην επιφάνεια της θάλασσας, πολλά είδη, ακόμη και τα πελαγικά, άλλαζαν συμπεριφορά και εντοπίζονταν κυρίως στο κάτω μέρος του σάκου. Τα αποτελέσματα αυτά έδειξαν ότι, εάν σχεδιάζονται τροποποιήσεις στο σάκο της τράτας, για τη βελτίωση της επιλεκτικότητάς του, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά των ειδών. Φαίνεται ότι οι αλλαγές του σάκου στο πάνω μέρος του θα ευνοήσουν τη διαφυγή των πελαγικών κυρίως ειδών, ενώ η διαφυγή βενθικών και βενθοπελαγικών ειδών θα ενισχυθεί με τροποποιήσεις στο κάτω και πλευρικό τμήμα του σάκου της τράτας. Επιπλέον, επειδή η πιθανότητα επαφής των διαφόρων οργανισμών με το δίχτυ βρέθηκε να είναι πολύ χαμηλή, είναι αναγκαίες παρεμβάσεις στο εργαλείο που θα ενισχύουν αυτή την πιθανότητα (π.χ. με πλαίσια καθοδήγησης). Μεταξύ των τριών σάκων που εξετάστηκαν, τα είδη στο σάκο 40S παρουσίασαν περισσότερη δραστηριότητα διαφυγής απ’ ότι στον 50D και στον τελευταίο περισσότερη απ’ ότι στον 40D. Το αποτέλεσμα αυτό συνάδει με τα αποτελέσματα για την καλύτερη επιλεκτικότητα του 40S σε σχέση με τους άλλους δύο σάκους με ρομβοειδή μάτια, από τη μελέτη της επιλεκτικότητας των τριών σάκων με το συνολικό μοντέλο των διαδικασιών επιλογής.Συνοπτικά, με βάση όλα τα προαναφερθέντα αποτελέσματα, διαπιστώθηκε ότι αν και ο σάκος 40S φάνηκε να είναι επιλεκτικότερος και με λιγότερες επιπτώσεις τόσο στα αποθέματα όσο και στο οικοσύστημα, παρόλα αυτά εξακολουθούν να είναι απαραίτητες επιπλέον αλλαγές του εργαλείου με στόχο τη μείωση των επιπτώσεων του τόσο σε σχέση με τη βιωσιμότητα των αποθεμάτων όσο και τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Δεδομένου ότι η επιπλέον αύξηση του μεγέθους των ματιών στον σάκο της τράτας δεν είναι μια πολλά υποσχόμενη αλλαγή χωρίς οικονομικές απώλειες για τους αλιείς αυτή τη στιγμή, εξ αιτίας της αναμενόμενης απελευθέρωσης εμπορικά σημαντικών αλιευμάτων (π.χ. Mullus spp.), είναι επιθυμητό να διερευνηθούν άλλου είδους αλλαγές, ιδιαίτερα εκείνες που βελτιώνουν την επιλεκτικότητα ως προς το είδος περισσότερο παρά ως προς το μέγεθος, με αλλαγές που θα υποστηρίξουν κυρίως τη διαφυγή των απορριπτόμενων. Αυτό αναμένεται να βοηθήσει τόσο στη μείωση των επιπτώσεων στη βιοποικιλότητα όσο και στη μείωση των απορρίψεων. Θα μπορούσαν επίσης να διερευνηθούν και άλλες αλλαγές (π.χ. χρήση σχαρών διαφυγής, πλαίσια καθοδήγησης) για τη βελτίωση της επιλεκτικότητας ως προς το μέγεθος των υπό εκμετάλλευση αποθεμάτων, αλλά η χρήση τους θα πρέπει να είναι αποδεκτή από τους αλιείς και τους εμπλεκόμενους.Η διεξαχθείσα έρευνα και τα αποτελέσματα που προέκυψαν προσέφεραν σημαντικές πληροφορίες για τη διαχείριση της αλιείας με τράτα βυθού της Μεσογείου σχετικά με την επιλεκτικότητα του εργαλείου, το πρότυπο επιλογής των αλιέων και τις επιπτώσεις τους στα αποθέματα και το οικοσύστημα, καθώς και πληροφορίες για τη συμπεριφορά των ειδών, που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε αλλαγές του εργαλείου για τη βελτίωση της επιλεκτικότητας του. Δεδομένου ότι η τράτα βυθού είναι ένα σημαντικό και αναγκαίο αλιευτικό εργαλείο (γιατί παράγει το 20% της συνολικής αλιευτικής παραγωγής), οι πληροφορίες αυτές μπορούν να συμβάλλουν στο μελλοντικό μετριασμό των επιπτώσεων αυτού του εργαλείου, οδηγώντας σε μια πιο αποτελεσματική αλλά ταυτόχρονα και πιο φιλική προς το περιβάλλον δραστηριότητα, η οποία αποτελεί και σημαντική κοινωνικο-οικονομική δραστηριότητα για τον αλιευτικό τομέα.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Selectivity is a fundamental feature of a fishing gear, which describes the probability of a fishing gear to select or retain specific species and/or specific sizes of a species. This is distinguished into the species- and size-selectivity, with the latter gathering the majority of the relevant research efforts to date. Selectivity provides crucial information for the proper management of fisheries and the identification of management measures since it is related to several important issues such as stock sustainability, discards, bycatch, biodiversity, fish behaviour and fisheries efficiency, viability and profitability. Therefore, selectivity studies should be examined along with these issues. The present PhD thesis aims to investigate the effects of the bottom trawl codend selectivity on fish populations, fisheries and biodiversity. At the same time, it is investigating the best scenario for the codend, in line with the current EU Mediterranean legislation, by testing different types ...
Selectivity is a fundamental feature of a fishing gear, which describes the probability of a fishing gear to select or retain specific species and/or specific sizes of a species. This is distinguished into the species- and size-selectivity, with the latter gathering the majority of the relevant research efforts to date. Selectivity provides crucial information for the proper management of fisheries and the identification of management measures since it is related to several important issues such as stock sustainability, discards, bycatch, biodiversity, fish behaviour and fisheries efficiency, viability and profitability. Therefore, selectivity studies should be examined along with these issues. The present PhD thesis aims to investigate the effects of the bottom trawl codend selectivity on fish populations, fisheries and biodiversity. At the same time, it is investigating the best scenario for the codend, in line with the current EU Mediterranean legislation, by testing different types of meshes in the codend. Finally, it is also seeking to identify the main behaviour patterns of fish that can support the improvement of the trawl codend selectivity. Although the experimental fishing for data collection was carried out in the fishing grounds of the Greek waters, this research aims to provide information useful for the Mediterranean bottom trawl fishery in general.Data were collected during two experimental fishing surveys carried out in the trawl fishing grounds of the South Aegean Sea (Cyclades Plateau, Saronikos Gulf, Petalioi Gulf-S. Evoikos Gulf and N. Evoikos Gulf) in September-October 2014 and May-June 2015. Fishing depth extended from 50 to 310 m depth, where the Greek trawl fishery is usually operating. A professional trawler was hired to achieve conditions similar to those of the trawl fishery, equipped with a commercial trawl in which the codend was made of three different nets (40 mm diamond, 40 mm square or 50 mm diamond meshes, respectively). In total, 162 valid hauls were conducted using the well-known cover-codend method for the collection of data in the selectivity studies. Sampling was based on a three-fraction design including separately escapees (collected in the cover), landings and discards (the retained catch in the codend, sorted by the fishers onboard the vessel). This sampling design was an innovative scheme compared to the previously used two-fraction design (escapees/retained catch). Analyses, applying double bootstrapping procedures to account for between- and within-haul variation, in order to estimate uncertainty with a high degree of accuracy, were implemented using the SELNET software package.Multispecies fisheries, such as the Mediterranean bottom trawl fishery, have always been a challenge in fisheries management. Trawl codend selectivity and discards are issues related to fisheries management, but separately studied and modelled to date. Under the aim to investigate the trawl selectivity and its effects on fish populations, discards and fisheries, an innovative approach was developed, for the first time, to simultaneously model two consecutive size-selection processes concerning the total population of a species entering the trawl codend. These selection processes are related to both the gear in the sea (codend size-selectivity) and the fisher onboard the fishing vessel (fisher size-selection). The model (overall selection model hereafter) was based on the new three-fraction sampling design (escapees/discards/landings), in contrast to the two-fraction design used in selectivity studies so far (escapees/retained catch). This offered the possibility to model simultaneously the escape probability through the trawl codend (resulting in escapes) and the subsequent discard and landing probabilities occurring due to the fisher’s selection process on the vessel deck (resulting in landings and discards). As a first step, three different trawl codends and three species were investigated in this initial case study for the evaluation of the model. The overall selection model, was based on the hypothesis that a fish entering the trawl codend can follow a multinomial distribution with three probabilities, the escape, discard and landing probability. The model described the escape and the landing probabilities as S-shaped curves leading to a bell-shaped curve for the discard probability, which is affected by both the gear and fisher selection. The model fitted well to the experimental data of the three species in the initial case study as well as the experimental data of 11 additional species afterwards, and provided at the same time parameters for selectivity, discards and fisher selection, useful in fisheries management. The proposed method can be considered a simple and cost-efficient approach to achieve such information and can be alternatively used if other kind of data (e.g. by observers onboard fishing vessels) are not available. The model was also found to be useful in predicting the size structure of discards and landings of a population entering the trawl codend or the estimation of the population entering the trawl codend when discards and landings are available, and testing different scenarios for potential technical measures in trawl fishing, which consist important information in fisheries management.The overall size-selection model to estimate the trawl codend selectivity and fisher selection parameters was applied for five commercially important fish species (Merluccius merluccius, Mullus barbatus, Mullus surmuletus, Pagellus erythrinus, and Lophius budegassa). Commercial bycatch species and their exploitation pattern in the Mediterranean trawl fishery are little studied. Therefore, 9 additional bycatch fish species were also studied (Trachurus trachurus, Micromesistius poutassou, Boops boops, Serranus cabrilla, Lepidorhombus boscii, Helicolenus dactylopterus, Chelidonichthys lastoviza, Citharus linguatula, and Spicara flexuosa) by applying the overall size-selection model. For these purposes, three codends, made of 40 mm diamond (40D), 40 mm square (40S) and 50 mm diamond meshes (50D), were tested; the first one, is no longer allowed in the EU Mediterranean countries, but still in use in other Mediterranean areas, while the last two, are in use under several established EU Regulations. For each species, the model offered the possibility to simultaneously describe the escape, discard, and landing probability of the studied species for each codend. The results, useful for fisheries management, showed that the 40D codend was always detrimental for the stocks. The 40S codend was more appropriate for the sustainability of 5 of the studied species (M. barbatus, M. surmuletus, M. poutassou, B. boops, S. cabrilla), providing also a lawful catch along with greater compliance to the rules by the fisher, negligible discards and the lowest possible economic losses for the fisher. The 50D codend was more suitable than the 40S for the flatfish C. linguatula sustainability; however, because of the fisher selection for only the largest individuals for landing, even this codend was characterised by a high discard probability. Both the 40S and the 50D codends were appropriate for S. smaris. However, for most of the stocks, the 50D codend did not provide a better selectivity than the 40S, which is required for its use according to the Regulations of EC. Therefore, the prohibition of the use of the 50D codend should be examined in the near future. None of the codends was effective for M. merluccius, T. trachurus, C. lastoviza, H. dactylopterus, P. erythrinus, and L. boscii for maintaining catches above the minimum conservation reference size (MCRS) or the size at first maturity (LFM) of the species, although the escapement of the juvenile M. merluccius and P. erythrinus was favoured by the 40S and the 50D codend, respectively. All codends were harmful to L. budegassa as the majority of juveniles were retained by the codend, resulting in negligible escapees, high discard probability, and landings of a size much lower than the length at first maturity of the species. In almost all cases, the fisher behaviour for each species was consistent in the three tested codends, selecting for some species individuals smaller than the MCRS or LFM (e.g. M. merluccius, C. lastoviza), larger for others (e.g. T. trachurus, H. dactylopterus, L. boscii) or similar to MCRS or LFM if no juveniles were present in the catch (e.g. Mullus spp., M. poutassou, S. cabrilla). In general, fisher behaviour was more lawful when 40S was in use. Nevertheless, even in the case of the 40S codend, trawl codend selectivity improvement is still needed for many species. For some of the species, it was obvious that the only solution for their juvenile protection was the protection of the nursery grounds (e.g. L. budegassa) since the required increase in the mesh size in the codend would result in the loss of many other important commercial catches. It will be useful to conduct further studies for additional species in the future, as the trawl fishery in the Mediterranean has a multi-species nature. Reducing juvenile catch and discards are important goals in fisheries policy. Therefore, special emphasis was given to hake (M. merluccius), which is an important commercial species with many undersized individuals, in both the discards and landings (indicated in the previous results on the gear and fisher selection processes). For this purpose, the overall size-selection model for hake was used to estimate the size structure (LFD) of discards and landings in areas and periods of high and low recruits’ occurrence, using the two legal codends (40S and 50D). In addition, various exploitation indicators, related to the gear and fisher selection were also examined. The results showed that both examined codends were inappropriate for the sustainable fishing of hake in areas and periods of high recruits’ occurrence; 50D performed worse than the 40S codend. Fishing with both codends in areas and periods of low recruits occurrence revealed the lowest discards rates and minimum sizes of landings close to MCRS. The exploitation indicators showed that the discard ratio (discards/retained catch) does not represent the real situation, due to the fact that the fisher selects undersized individuals (<MCRS) in the landings. Moreover, even in areas and periods with low presence of hake recruits, the discard ratio in terms of weight was about 8%, which is higher than the “de minimis” exception of 5%, legislated in the landing obligation for hake discards. Therefore, if managers want to avoid the obligation of landing the hake discards, they may propose some relevant technical measures. Finally, the contribution of undersized hake in landings was found to represent 5% of the economic value of the legal landings (>MCRS) in areas and periods of low juvenile occurrence. However, this may reach the value of 30%, when the presence of young individuals is high. This can explain why fishers select undersized hake as landings. The results provided useful information for fisheries management aiming to avoid juvenile catches and reduce discards. Spatio-temporal trawl fishing closures in areas and periods of high occurrence of hake recruits (nursery areas) were discussed as potential measures for the sustainability of hake stocks, since the improvement of the trawl selectivity seems difficult to be achieved for this species in the near future.Fisheries is well known to have important effects on marine biodiversity. Therefore, in the present thesis, various parameters related to this topic, such as the abundance, species richness, diversity indices, species composition, trophic level and vulnerability index, were investigated to detect the effects of trawl codend selectivity on biodiversity. The aim was to identify differences between the fish assemblage entering the trawl codend and the fractions derived (escapees, retained catch, discards and landings), because of the overall selection pattern (gear and fisher selection) during trawl fishing. The three previously mentioned codends (40D, 50D, and 40S) were also examined and compared for this purpose too. In general, the trawl codend was found to produce a fraction of escapees that was always lower in abundance, richness, and vulnerability index, similar in diversity indices and trophic level, and different in species composition compared to the fish assemblage entering the codend. Fishers selected as landings a fraction that was always the lowest in species richness and diversity indices, and the highest in trophic level. In addition, fisherσ discarded also a fraction that was always the highest in diversity and vulnerability index, and the lowest in trophic level, compared to the other fractions, even when compared to the total fish assemblage entering the trawl. In this fraction of discards, the Elasmobranchs, species of high vulnerability and very low escaping probability, showed the highest percentage in numbers. Furthermore, it should be highlighted that a great number of species (~220) were identified in the fish assemblage entering each trawl codend from which approximately 83% were retained in the codend, indicating the multi-species nature of the Mediterranean trawl fishing. Moreover, about 60% of the total number of species escaped, but approximately 80% were discarded, and only 23% (~50 species) were landed. From the latter fraction, 6 species only (Parapenaeus longirostris, S. smaris, Illex coindetii M. merluccius, M. barbatus, M. surmuletus) constituted approximately 90% in abundance. The results indicated the low effectiveness of the gear, since from the great number of species entering the codend only a small proportion is finally marketable. On the other hand, for the escaping species and individuals, no information is available about their survival rate, which is important for the assessment of the effects of the selectivity of this fishing gear. Information gathered in this thesis on the condition and activity of species inside the trawl codend, permit the hypothesis of an important survival likelihood for some of them, with a low or null survival probability for others. Although the three codends did not differ significantly in the fraction of escapees in terms of diversity indices, trophic level, and vulnerability index, the 40S codend showed in general a significantly higher percentage in the number of escaping species and individuals (particularly for hake), and less differences in the species composition in relation to the total entering assemblage. Ιn addition, in terms of numbers, lower percentage of discards and higher of landings in the retained catch (0.6:1) was found in the 40S codend compared to the other two codends (0.9:1). Although the 40S codend showed less effects on the biodiversity of the fish assemblage in the sea, the results support proposals concerning an urgent modification of the trawl for the elimination of discards, and particularly modifications to enhance the escape of the highly vulnerable species included in this fraction (e.g. Elasmobranchs). In addition, it should be taken into account that diversity indices and trophic level of the fish assemblage entering the codend seem to change gradually over time (so not easily detected in the short term), because of i) the continuous non-removal (escape) of small-sized organisms, which are of lower trophic level and vulnerability, and ii) the continuous removal (catch) of the largest organisms, which are of higher trophic level and vulnerability. This may greatly affect overall biodiversity in the long term. Finally, the investigation of the species behaviour in the trawl codend revealed different features for the 32 species studied. Some species (B. boops, Pagellus acarne, Pagellus bogaraveo, Dentex maroccanus, Mullus spp., Spicara spp., Trachurus spp., Engraulis encrasicolus) showed a very high percentage of dynamic condition and high activity, which indicated a high escape probability and survival rate after escaping through the gear in the sea. In contrast, some species (L. budegassa, Munida spp., P. longirostris, Sepia spp., Zeus faber, M. merluccius, Arnoglossus spp.) showed a high percentage of passive condition, and a high percentage (30-50%) of moribund individuals, evidence of a low probability of escape or survival after escape. For some species (M. merluccius, Serranus hepatus, Z. faber), the dynamic condition was greatly reduced (> 50%) during the process of trawling, while for others this was affected to a lesser degree (Centracanthus cirrus, S. cabrilla, P. erythrinus, Trachinus spp.). From the 32 species studied, 23 showed some escape activity (escape attempt, escape, entanglement, entanglement and disentanglement). Εscape activity seemed to take place during the whole process of the bottom trawl activity, however, this was generally reduced over time. Some species showed an increase in the escape activity in the final phase when the trawl was on the surface (B. boops, E. encrasicolus, Sardina pilchardus, D. maroccanus, P. erythrinus, P. bogaraveo, Spicara spp.). In most of the species, the area of escape activity was related to the area of their occurrence inside the trawl codend. Pelagic species were located in the upper area of the codend, while benthic species in the lower and lateral areas. Many demersal species were observed in the middle, lateral and lower areas of the codend. However, when the trawl was at the sea surface, many species, even the pelagic species, changed behaviour and were located mainly at the bottom of the codend. According to these results, if trawl modifications are planned, the behaviour of the species should be taken into consideration. Changes to the net in the upper part of the codend will favour the escape of pelagic species, while escape of benthic and demersal species would be enhanced by modifications to the bottom and side part of the codend. Furthermore, since the contact probability of the organisms with the net was found very low, it is necessary to identify modifications and interventions that can enhance this probability (e.g. guiding panels). Among the three codends tested, species in the 40S presented more escape activity than the 50D; and in the latter codend more than in the 40D. This is in agreement with the results on the gear selectivity based on the overall selection model. In summary, based on all the above-mentioned results, it can be suggested that although the 40S codend seems more selective, with less impact on some stocks and the ecosystem, additional gear modifications are still needed to reduce the effects on both stock sustainability as well as biodiversity conservation. Further increase in mesh size in the trawl codend is not a promising modification without financial losses for fishers, due to the expected increase in escape of commercially important species (e.g. Mullus spp.). Investigation of other technologically innovative changes are needed to be defined, especially those that can more improve species- than size-selectivity, with changes that will support the escape of fish that would otherwise be discarded. This is expected to minimize both biodiversity loss as well as discards. Other modifications (e.g. escape device, guiding panelss) could also be tested to improve species- and size-selectivity, but their use needs to be acceptable (and practical) to the fishers and stakeholders.The current doctorate thesis provided important information for the management of the Mediterranean bottom trawl fishery related to selectivity of the gear, selection pattern of the fishers and their effects on stocks and the ecosystem. Information on the behaviour of species was also extracted, which should be taken into account in future studies aiming to improve trawl selectivity. Given that the bottom trawl is an important and necessary fishing gear (providing 20% of total fishery production), this information can contribute to the future mitigation of the effects of this gear, leading to a more efficient but at the same time more environmentally friendly activity, which is also an important socio-economic activity for the fishing sector.
περισσότερα
Κατεβάστε τη διατριβή σε μορφή PDF (17.18 MB)
(Η υπηρεσία είναι διαθέσιμη μετά από δωρεάν εγγραφή)
|
Όλα τα τεκμήρια στο ΕΑΔΔ προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα.
|
Στατιστικά χρήσης
ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Αφορά στις μοναδικές επισκέψεις της διδακτορικής διατριβής για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΞΕΦΥΛΛΙΣΜΑΤΑ
Αφορά στο άνοιγμα του online αναγνώστη για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΕΙΣ
Αφορά στο σύνολο των μεταφορτώσων του αρχείου της διδακτορικής διατριβής.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
ΧΡΗΣΤΕΣ
Αφορά στους συνδεδεμένους στο σύστημα χρήστες οι οποίοι έχουν αλληλεπιδράσει με τη διδακτορική διατριβή. Ως επί το πλείστον, αφορά τις μεταφορτώσεις.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
λιγότερα
περισσότερα