Περίληψη
Συμπεράσματα : Μελετήθηκαν οικονομετρικά τα ίδια έγκυρα διαστρωματικά δεδομένα της Έρευνας Διάρθρωσης και Κατανομής των Αμοιβών της ΕΣΥΕ, για τους άνδρες, τις γυναίκες αλλά και συνολικά, στον κλάδο των Ναυτιλιακών επιχειρήσεων, το 1995 και το 2002, τα οποία εξετάστηκαν περιγραφικά και μη-παραμετρικά επαγωγικά στο προηγούμενο κεφάλαιο.
Από τις εκτιμήσεις των επαυξημένων υποδειγμάτων τύπου Mincer (1973) που ταυτοποιήσαμε, εκπαίδευση, εμπειρία και χαρακτηριστικά της θέσης των εργαζομέ-νων, αποδείχθηκαν στατιστικά σημαντικοί προσδιοριστικοί παράγοντες των ωρομι-σθίων στην Ελληνική ναυτιλιακή αγορά και τις δύο υπό εξέταση χρονιές.
Η «ανώτερη εκπαίδευση», δηλ. αφενός επαγγελματική, τεχνολογική και αφετέρου πανεπιστημιακή, βρέθηκε στατιστικά σημαντική και με τα αναμενόμενα από τη θεω-ρία του ανθρώπινου κεφαλαίου πρόσημα των συντελεστών, στους άνδρες, τόσο το 1995 όσο και το 2002. Αντίθετα, δεν συνέβη το ίδιο για τις γυναίκες και για τα δύο υπό διερεύνηση έτη. Εντούτοις, στις εξειδικεύσε ...
Συμπεράσματα : Μελετήθηκαν οικονομετρικά τα ίδια έγκυρα διαστρωματικά δεδομένα της Έρευνας Διάρθρωσης και Κατανομής των Αμοιβών της ΕΣΥΕ, για τους άνδρες, τις γυναίκες αλλά και συνολικά, στον κλάδο των Ναυτιλιακών επιχειρήσεων, το 1995 και το 2002, τα οποία εξετάστηκαν περιγραφικά και μη-παραμετρικά επαγωγικά στο προηγούμενο κεφάλαιο.
Από τις εκτιμήσεις των επαυξημένων υποδειγμάτων τύπου Mincer (1973) που ταυτοποιήσαμε, εκπαίδευση, εμπειρία και χαρακτηριστικά της θέσης των εργαζομέ-νων, αποδείχθηκαν στατιστικά σημαντικοί προσδιοριστικοί παράγοντες των ωρομι-σθίων στην Ελληνική ναυτιλιακή αγορά και τις δύο υπό εξέταση χρονιές.
Η «ανώτερη εκπαίδευση», δηλ. αφενός επαγγελματική, τεχνολογική και αφετέρου πανεπιστημιακή, βρέθηκε στατιστικά σημαντική και με τα αναμενόμενα από τη θεω-ρία του ανθρώπινου κεφαλαίου πρόσημα των συντελεστών, στους άνδρες, τόσο το 1995 όσο και το 2002. Αντίθετα, δεν συνέβη το ίδιο για τις γυναίκες και για τα δύο υπό διερεύνηση έτη. Εντούτοις, στις εξειδικεύσεις υπό περιορισμούς, τους οποίους δικαιολογεί η οικονομική θεωρία ή η πραγματικότητα της ναυτιλιακής αγοράς, η α-νώτερη εκπαίδευση εκτιμήθηκε σημαντική και στις γυναίκες, το 1995 και το 2002.
Η απόδοση της «πανεπιστημιακής» εκπαίδευσης εκτιμήθηκε χαμηλότερη των «ε-παγγελματικής, τεχνολογικής», και για τα δύο φύλα, στις δύο υπό εξέταση χρονιές, δείχνοντας ότι ο κλάδος της Ναυτιλίας στην Ελλάδα, δεν διαφέρει στο σημείο αυτό, από τη συμπεριφορά ούτε άλλων εθνικών κλάδων ούτε διεθνώς, ιδιαίτερα τη δεκαε-τία του 90. Ειδικότερα, διαπιστώθηκε μόνο για το 1995, η ύπαρξη διάκρισης σε βά-ρος των γυναικών, οι οποίες με επίπεδο «ανώτερης εκπαίδευσης» αμείβονταν περίπου το μισό της προσαύξησης των ανδρών, συγκριτικά με τους αντίστοιχους δευτεροβάθ-μιας εκπαίδευσης συναδέλφους τους. Με άλλα λόγια, η απόδοση της ανώτερης εκ-παίδευσης των γυναικών ήταν περίπου η μισή εκείνης των ανδρών το 1995, ενώ εξι-σώθηκε το 2002.
Η εμπειρία, μετρούμενη από τη δυνητική έκφρασή της, βρέθηκε σημαντική και για τα δύο φύλα, το 1995 και το 2002. Όμως, η ανδρική μισθολογική απόδοση της εμπειρίας , το 1995 μόνο, εκτιμήθηκε σταθερή, ενώ εκείνη των γυναικών δευτέρου βαθμού, σύμφωνη δηλ. με την πρόβλεψη της θεωρίας για αύξουσα πορεία αμοιβών μέχρι περίπου τη μέση της εργασιακής ζωής και φθίνουσα στη συνέχεια.
Το μέγιστο της συνάρτησης αμοιβών των γυναικών το 1995 εκτιμήθηκε, ceteris paribus, με 26 χρόνια δυνητικής εμπειρίας στα 44 χρόνια τους, ενώ το 2002 λίγο ψη-λότερα (30 και 49 αντίστοιχα), δικαιολογούμενο από τα έτη σπουδών, και επιβεβαιώ-νοντας το Ελληνικό παραδοσιακό πρότυπο οικογενειακής ανάπτυξης, το οποίο δίνει προτεραιότητα, στις μητέρες-εργαζομένους, στον πρώτο από τους δύο ρόλους τους. Η δευτεροβάθμια ως προς την εμπειρία, εξίσωση ωρομισθίων των ανδρών, το 2002, εί-ναι απολύτως συμβατή με τη θεωρία, έχοντας μέγιστο στα 35 χρόνια εμπειρίας σε ηλικία 53 ετών.
Η διαφορά του 1995 στη μέση απόδοση της ετήσιας μέσης εμπειρίας των ανδρών (3,9%) έναντι των γυναικών (3,1%), εξισώθηκε το 2002 στο 3,3%, πάντα όμως χαμη-λότερα του πληθωρισμού, δείχνοντας και εδώ ότι δεν υπάρχει, αφενός πλέον μισθο-λογική διάκριση μεταξύ των φύλων με κριτήριο την εμπειρία, και αφετέρου διαφορά στη Ναυτιλιακή αγορά εργασίας έναντι της μέσης Ελληνικής συμπεριφοράς των κλά-δων.
Αναφορικά με τη μερική επίδραση των χαρακτηριστικών της θέσης των εργαζο-μένων, στην Ελληνική ναυτιλιακή αγορά, πάνω στο μέσο ύψος των ωρομισθίων τους, εκτιμήθηκαν α) το είδος εργασίας, μέσω των τεχνητών ψευδομεταβλητών, «σύμβα-σης εργασίας», «θέσης ευθύνης εργαζομένων», και «απασχόλησης» (manual or non-manual), και β) η διοίκηση ολικής ποιότητας που υπόσχεται μακροχρόνια προοπτική βιωσιμότητας και ανάπτυξης της ναυτιλιακής, μέσω των τεχνητών ψευδομεταβλητών του «μεγέθους των επιχειρήσεων».
Το 1995 το είδος εργασίας στις ελληνικές ναυτιλιακές επιχειρήσεις χαρακτηρίζε-ται και για τα δύο φύλα, κυρίως από τις κατηγορίες συμβάσεων εργασίας, αφού η θέ-ση ευθύνης, για άνδρες και γυναίκες αποδεικνύεται στατιστικά ασήμαντη, ενώ η α-πασχόληση (χειρωνακτική εργασία ή υπηρεσίες γραφείου), είναι ασήμαντη για τους άνδρες, και επομένως δεν μπορεί να γίνει σύγκριση. Για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου το 1995, αποδεικνύεται ότι μισθολογική διάκριση λόγω φύλου, δεν υπήρξε. Η όποια διαφορά είναι στατιστικά ασήμαντη και εξηγείται από εκείνην της κατηγορίας αναφοράς, που είναι οι συμβάσεις αορίστου χρόνου («μόνιμοι» υπάλληλοι), στις ο-ποίες εκτιμήθηκε διάκριση αμοιβών 16,5% υπέρ των ανδρών. Η τελευταία είναι η σημαντικότερη πηγή μισθολογικών διακρίσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών το 1995. Η διάκριση αυτή γίνεται στατιστικά ασήμαντη μόνο το 2002.
Αντίθετα το 2002, για το είδος εργασίας δεν μπορούν να γίνουν συγκρίσεις, μετα-ξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων, στις ελληνικές ναυτιλιακές επιχειρήσεις, αφού συμβάσεις ορισμένου χρόνου (με κατηγορία αναφοράς τις αορίστου), θέσεις ευθύνης υπαλλήλων (με κατηγορία αναφοράς των διευθυντών) και παροχή υπηρεσιών γρα-φείου (με κατηγορία αναφοράς τη χειρωνακτική εργασία) είναι στατιστικά ασήμαντες ερμηνευτικές των ανδρικών ωρομισθίων ενώ αντίθετα σημαντικές για τις γυναικείες αμοιβές. Εδώ, μάλιστα, αποδεικνύεται ότι η συγκριτική απόδοση των γυναικείων συμβάσεων ορισμένου χρόνου είναι ίσης επίδρασης στις αμοιβές τους, με εκείνη της θέσης ευθύνης υπαλλήλων (περίπου 20% χαμηλότερα των συμβάσεων αορίστου χρό-νου ή των θέσεων ευθύνης των διευθυντών, αντίστοιχα).
Η ποιότητα των ναυτιλιακών management ως προσδιοριστικού παράγοντα των αμοιβών ανδρών και γυναικών στις αντίστοιχες ελληνικές εταιρείες του κλάδου, ε-κτιμήθηκε από την τεχνητή μεταβλητή του μεγέθους των επιχειρήσεων. Έτσι, το 1995, οι αμοιβές των ανδρών (γυναικών) στις μεγάλες ναυτιλιακές επιχειρήσεις (200-500 άτομα προσωπικό) εκτιμήθηκαν στατιστικά σημαντικές και διπλάσιες (50% με-γαλύτερες) των αντίστοιχων μικρών (μέχρι 99 άτομα), ενώ δεν συνέβη το ίδιο και για τις μεσαίες (100-199 άτομα). Αντίθετα, το διάστημα 1995-2002 βελτιώθηκε σημαντι-κά η αποτελεσματική διοίκηση των μεσαίων Ελληνικών ναυτιλιακών με αποτέλεσμα να είναι στατιστικά ασήμαντη στο συνολικό δείγμα, η μισθολογική διάκριση μεταξύ μεσαίων και μεγάλων εταιρειών. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2002, η φαινόμενη (spu-rious) μισθολογική διάκριση μεταξύ των φύλων, ερμηνεύεται από το γεγονός ότι «εκ-παίδευση» και «μέγεθος επιχειρήσεων» είναι υποκατάστατης μισθολογικής βαρύτη-τας (on-the-job training effect), μόνο στις γυναίκες και όχι στους άνδρες.
Τέλος, οι αμοιβές των νεοεισερχόμενων στην Ελληνική ναυτιλιακή αγορά εργα-σίας, με μόνη τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση τους, χωρίς εμπειρία και ανεξάρτητα τα χαρακτηριστικά της θέσης τους, το 1995, ήταν περίπου διπλάσιες για τους άνδρες έ-ναντι των γυναικών. Αντίθετα, τα στατιστικά στοιχεία μας λένε, ότι ούτε αυτή η μι-σθολογική διάκριση μεταξύ των δύο φύλων υπάρχει πλέον το 2002.
περισσότερα