Περίληψη
Η Πελοπόννησος, ως τόπος συνύπαρξης Φράγκων και Βυζαντινών μετά το 1204, αποτελεί ένα εξαιρετικό πεδίο έρευνας θεμάτων ταυτότητας και αυτοσυνειδησίας, πολιτισμικής συνδιαλλαγής ή αντιπαλότητας. Η παρούσα διατριβή επικεντρώνεται στην ιστορία και την εντοίχια ζωγραφική των μνημείων του νοτιοανατολικού της τμήματος, που σήμερα εγγράφεται περίπου στα σύγχρονα όρια του νομού Λακωνίας. Η περιοχή αυτή συνιστά την πλέον ενδιαφέρουσα περίπτωση μελέτης για δύο κύριους λόγους. Πρώτον, από ιστορικής πλευράς οι κάτοικοι της βίωσαν τόσο την κατάκτηση από τους Φράγκους για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, όσο και την απελευθέρωση από τους Βυζαντινούς, που επικυρώθηκε ουσιαστικά με την παράδοση των τεσσάρων κάστρων -Μονεμβασίας, Μυστρά, Γερακίου και Μαΐνης (1262). Αυτή η ανακτηθείσα περιοχή αποτελούσε βεβαίως το νοτιοδυτικό σύνορο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ενώ βρισκόταν και σε άμεση γειτνίαση με το Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Δεύτερον, από πλευράς τέχνης σώζεται ένα πλήθος ναών με διάκοσμο, που καλύπτει χ ...
Η Πελοπόννησος, ως τόπος συνύπαρξης Φράγκων και Βυζαντινών μετά το 1204, αποτελεί ένα εξαιρετικό πεδίο έρευνας θεμάτων ταυτότητας και αυτοσυνειδησίας, πολιτισμικής συνδιαλλαγής ή αντιπαλότητας. Η παρούσα διατριβή επικεντρώνεται στην ιστορία και την εντοίχια ζωγραφική των μνημείων του νοτιοανατολικού της τμήματος, που σήμερα εγγράφεται περίπου στα σύγχρονα όρια του νομού Λακωνίας. Η περιοχή αυτή συνιστά την πλέον ενδιαφέρουσα περίπτωση μελέτης για δύο κύριους λόγους. Πρώτον, από ιστορικής πλευράς οι κάτοικοι της βίωσαν τόσο την κατάκτηση από τους Φράγκους για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, όσο και την απελευθέρωση από τους Βυζαντινούς, που επικυρώθηκε ουσιαστικά με την παράδοση των τεσσάρων κάστρων -Μονεμβασίας, Μυστρά, Γερακίου και Μαΐνης (1262). Αυτή η ανακτηθείσα περιοχή αποτελούσε βεβαίως το νοτιοδυτικό σύνορο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ενώ βρισκόταν και σε άμεση γειτνίαση με το Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Δεύτερον, από πλευράς τέχνης σώζεται ένα πλήθος ναών με διάκοσμο, που καλύπτει χρονικά σχεδόν κάθε φάση της τοπικής ιστορίας, επιτρέποντας την συναγωγή πολλαπλών συμπερασμάτων. Τα μνημεία αυτά, στην πλειοψηφία τους έχουν καταγραφεί, χρονολογηθεί και μελετηθεί, ενώ ορισμένα παραμένουν αδημοσίευτα. Ωστόσο δεν έχει επιχειρηθεί μέχρι σήμερα μία συνθετική και κριτική μελέτη της λακωνικής μνημειακής ζωγραφικής, που να αναδεικνύει το πολιτικό, κοινωνικό, θρησκευτικό και ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργήθηκαν. Η παρούσα μελέτη εξετάζει για πρώτη φορά τις τοιχογραφίες των λακωνικών ναών σε συνδυασμό με τις επιγραφές, τις παραστάσεις των δωρητών, αλλά και τις πληροφορίες που αντλούνται από ιστοριογραφικά, εκκλησιαστικά, θεολογικά, ρητορικά και άλλα κείμενα, ώστε να διαφανεί η πρόσληψη και ο τρόπος αντανάκλασης των σύγχρονων ιστορικών συνθηκών στον εντοίχιο διάκοσμο των εκκλησιών της Λακωνίας, όπως τις βίωσε η τοπική κοινωνία. Σε αυτή την προοπτική πραγματοποιείται καταρχάς μια σε βάθος μελέτη των κύριων θεολογικών ζητημάτων που διαφοροποιούσαν τη λατινική χριστιανική αντίληψη από την ορθόδοξη, όπως αυτά τέθηκαν εκ νέου στις συζητήσεις του 13ου αιώνα στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης ένωσης των δύο Εκκλησιών, δηλαδή το παπικό πρωτείο, τη χρήση ένζυμου ή άζυμου άρτου και το filioque. Διερευνώνται επίσης θεματικές που άπτονται, εν συντομία, της δυτικής ζωγραφικής στο πριγκιπάτο της Αχαΐας με βάση τα ελάχιστα σπαράγματα τοιχογραφιών που έχουν διασωθεί στο ναό του Αγίου Φραγκίσκου στη Γλαρέντζα, κυρίως όμως της βυζαντινής μνημειακής ζωγραφικής των ναών της Λακωνίας. Πιο συγκεκριμένα, εξετάζονται επισταμένως ζητήματα της εξέλιξης της ζωγραφικής έκφρασης και παράδοσης, εικονογραφικά και τεχνοτροπικά, σε σχέση πάντα με τα μεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα της εποχής, του ρόλου της Μονεμβασίας και του Μυστρά ως κάστρων-κέντρων εξουσίας και ελέγχου της ευρύτερης περιοχής, καθώς και του βαθμού αφομοίωσης ή μη δυτικών πολιτιστικών στοιχείων. Με την ανάπτυξη μιας οπτικής που συνδέει καίρια θέματα πολιτικής ιδεολογίας, θεολογικής σκέψης και εκκλησιαστικής παράδοσης με τους τρόπους αντανάκλασης αυτών των συνισταμένων στην τέχνη, αναδεικνύεται ο καταλυτικός ρόλος της αυτοκρατορίας της Νίκαιας και στη συνέχεια της Κωνσταντινούπολης στις συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες, αλλά και της Μονεμβασίας και αργότερα του Μυστρά, που ως κέντρα βυζαντινής εξουσίας στη λακωνική περιοχή, αποτέλεσαν τους διαύλους επικοινωνίας των τοπικών κοινοτήτων με την πολιτική του κέντρου της Κωνσταντινούπολης. Έτσι, με τη συνδυαστική ερευνητική προσέγγιση παραστάσεων, γραπτών πηγών και αρχαιολογικών θέσεων, ο ζωγραφικός διάκοσμος των λακωνικών μνημείων αποτελεί τελικά πολύτιμη μαρτυρία για τη σκέψη και τη δράση των ανθρώπων της εποχής. Το κύριο σώμα της διατριβής επικεντρώνεται σε έντεκα επιλεγμένα μνημεία της Λακωνίας, στον διάκοσμο των οποίων αντανακλώνται ευκρινέστερα και εντονότερα τα σύγχρονά τους ιστορικά γεγονότα. Στα εικονογραφικά τους προγράμματα αναδεικνύονται η προβολή του ορθόδοξου δόγματος και πίστης, η πολιτική και εκκλησιαστική συγκρότηση της περιοχής με βάση τις αρχές της κεντρικής διοίκησης, η σύνδεση με τα μεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα, ο βαθμός αφομοίωσης των νέων καλλιτεχνικών τάσεων, αλλά και η δυναμική της τοπικής παράδοσης. Στις πρώτες δεκαετίες του 13ου αιώνα χρονολογείται ο διάκοσμος των εξής τριών ναών, της Παναγίας Οδηγήτριας [Αγίας Σοφίας] στην Άνω Πόλη Μονεμβασίας, της Ευαγγελίστριας στον οικισμό Γερακίου και του Αγίου Γεωργίου [Επισκοπής] Μέσα Μάνης. Με βάση συγκεκριμένα εικονογραφικά στοιχεία και τεχνοτροπικές παρατηρήσεις επισημαίνεται η σύνδεση της περιοχής της Λακωνίας με το περιβάλλον της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Στο ζωγραφικό πρόγραμμα των τριών αυτών εκκλησιών φαίνεται να τονίζεται περισσότερο η κατάσταση της «αιχμαλωσίας» που βιώνουν οι Βυζαντινοί μετά τη φραγκική κατάκτηση και η έντονη προσδοκία της επιστροφής τους στη δική τους «νέα Ιερουσαλήμ», δηλαδή την Κωνσταντινούπολη ως κέντρο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο διάκοσμος των υπολοίπων οκτώ μνημείων, που χρονολογούνται μετά την ανάκτηση της περιοχής από τους Βυζαντινούς έως την ίδρυση του Δεσποτάτου (1349), εξετάζεται στη βάση της σχέσης με τα κάστρα-κέντρα ελέγχου και διασύνδεσης με τις γύρω περιοχές στο πλαίσιο της τοπικής ανασυγκροτηθείσας διοικητικής και εκκλησιαστικής οργάνωσης. Έτσι, μελετώνται επισταμένα οι ναοί του Αγίου Παντελεήμονα Βελανιδιών (γύρω στα 1282) που βρίσκεται στην χερσόνησο του Μαλέα (Επιδαύρου Λιμηράς/Μονεμβασίας), του Αγίου Δημητρίου (Μητρόπολης) και της Παναγίας Οδηγήτριας στο νεοσύστατο Μυστρά, της Παναγίας Χρυσαφίτισσας στα Χρύσαφα (1289/90), σε κοντινή απόσταση και άμεση εξάρτηση από τον Μυστρά, του Αγίου Νικολάου στον οικισμό του Γερακίου (γύρω στα 1322), αλλά και της κοντινής προς αυτόν σπηλαιώδους εκκλησίας του Παλιομονάστηρου του Βρονταμά (στρώμα β΄ μισού 13ου αιώνα), των Αγίων Θεοδώρων Καφιόνας (1263/4-1271) και του Αγίου Γεωργίου Καρύνιας (1281) στη Μέσα Μάνη. Η μελέτη του διακόσμου αυτών των ναών απεδείχθη ιδιαιτέρως αποκαλυπτική για την στάση των Βυζαντινών έναντι των σημαντικών γεγονότων και αλλαγών που βίωναν. Τα τοιχογραφημένα αυτά σύνολα σε ναούς μέσα στις καστροπολιτείες και πλησίον αυτών, σε μέρη στενής επικοινωνίας, εκφράζουν την αμφίδρομη σχέση κέντρου (Κωνσταντινούπολης) και περιφέρειας, την πρόθεση δηλαδή της κεντρικής εξουσίας α) να εγκαθιδρύσει την πολιτική εξουσία στην πρόσφατα ανακτηθείσα περιοχή της Λακωνίας που βρίσκεται στη μεθόριο της αυτοκρατορίας και σε άμεση γειτνίαση με το φραγκικό πριγκιπάτο, β) να ισχυροποιήσει τους δεσμούς με τον ντόπιο πληθυσμό, γ) να ενισχύσει την ορθή χριστιανική πίστη έναντι των Λατίνων αλλά και των λατινοφρόνων Βυζαντινών και δ) βεβαίως να καλλιεργήσει την ελπίδα της ανάκτησης όλης της Πελοποννήσου. Από την πλευρά του, ο τοπικός πληθυσμός τοποθετείται στα καίρια πολιτικά και θρηκευτικά ζητήματα της εποχής του, αποδέχεται και, ως ένα βαθμό, προβάλλει ιδιαιτέρως τη σχέση του με την κεντρική εξουσία ως της νόμιμης πλέον αρχής. Παράλληλα, εντοπίστηκαν ομάδες ζωγράφων (εργαστηρίων;), που επεξεργάζονταν δημιουργικά ως ένα βαθμό τις νεωτερικές ζωγραφικές τάσεις, λαμβάνοντας υπόψη την ντόπια παράδοση. Καίριο ρόλο στην επιλογή των εικονογραφικών θεμάτων φαίνεται ότι διαδραματίζουν κυρίως οι παραγγελιοδότες, των οποίων τα ονόματα και η ιδιότητα αναφέρονται σε ορισμένες περιπτώσεις στις κτητορικές ή/και αφιερωματικές επιγραφές. Στη συνέχεια, αποτιμάται συνολικά ο διάκοσμος των 123 μνημείων που εντάσσονται μέσα στην εξεταζόμενη περίοδο αυτής της διατριβής (1204-1349) και διατυπώνονται παρατηρήσεις για τα ζητήματα των δυτικών επιδράσεων και των κριτηρίων επιλογής της θέσης των ναών. Πρόκειται για διαπιστώσεις που αφορούν το ρόλο της Μονεμβασίας ως βασικού κόμβου-λιμανιού για τη διείσδυση των εκάστοτε μητροπολιτικών τάσεων και της αυτοκρατορικής ιδεολογίας, καθώς και θέματα σχετικά με την προσήλωση στην παράδοση, την ορθή πίστη, αλλά και με την αυτοσυνειδησία που ανέπτυξε το Βυζάντιο σε μια εποχή έντονης αμφισβήτησης. Ειδικότερα, εντοπίζονται και ερμηνεύονται νεωτερισμοί και στοιχεία της τοπικής παράδοσης σε παραστάσεις του επωνύμου αγίου, του Μελισμού και των μετωπικών ιεραρχών στην κόγχη του Ιερού, του χριστολογικού και μαριολογικού κύκλου, καθώς και το πλαίσιο απόδοσης ιδιαίτερης τιμής σε συγκεκριμένους αγίους με βάση τη φυσιογνωμία κάθε περιοχής (χερσόνησος Μαλέα, κεντρική Λακωνία μετξύ των κάστρων Μυστρά και Γερακίου, χερσόνησος Μάνης). Όσον αφορά το ζήτημα των δυτικών επιδράσεων στη μνημειακή ζωγραφική των λακωνικών ναών, με εξαίρεση μεμονωμένα διακοσμητικά στοιχεία, δεν παρατηρήθηκε όσμωση της βυζαντινής και της δυτικής τέχνης, δηλαδή δεν απαντά η δημιουργία μιας κοινής καλλιτεχνικής γλώσσας, όπως συνέβη σε άλλες περιοχές του μεσογειακού χώρου. Φαίνεται δηλαδή ότι ο τοπικός πληθυσμός ήταν προσηλωμένος στη βυζαντινή παράδοση, που την ενστερνιζόταν ως στοιχείο της ταυτότητάς του, την οποία ανατροφοδοτούσαν συνεχώς τα δύο μεγάλα διοικητικά κέντρα της Μονεμβασίας και του Μυστρά, οι βυζαντινοί δηλαδή πυλώνες πολιτισμού και παράδοσης στην Πελοπόννησο έναντι του φραγκικού πριγκιπάτου. Η επιτόπια έρευνα, η αρχαιολογική τεκμηρίωση και η μελέτη του διακόσμου των ναών ανέδειξαν και μία ακόμη πτυχή της μεσαιωνικής λακωνικής κοινωνίας και τέχνης. Τα μνημεία με υψηλής ποιότητας διάκοσμο, που κατά κανόνα συνδέονται με μέλη της τοπικής πολιτικής και εκκλησιαστικής τάξης όπως μαρτυρούν οι επιγραφές και οι παραστάσεις των δωρητών, βρίσκονται σε καίριες θέσεις σε σχέση με τα κάστρα-κέντρα εξουσίας και τους όμορους οικισμούς. Κτισμένοι σε κομβικά σημεία στρατηγικής σημασίας, φαίνεται να διαμορφώνουν ένα δίκτυο επικοινωνίας και ελέγχου της ενδοχώρας, των οδικών αξόνων και των θαλάσσιων δρόμων.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The Peloponnese was characterized by the coexistence of the Franks and Byzantines after the Latin conquest of 1204, constitutes an exceptional field for research on issues of identity and self-consciousness, of cultural exchange or rivalry. The present thesis focuses on the history and the monumental painting of the churches of the southeastern part of Peloponnese, which is situated approximately in the boundaries of the modern-day prefecture of Laconia and recommends one of the most interesting case studies for two main reasons. At first, from a historical point of view, the inhabitants of the area experienced both the Frankish conquest in a short period of time (after 1204) and the return to the Byzantine control in 1262, which was essentially ratified with the surrender of the four castles – Monemvasia, Mystras, Geraki and Maïna-, being certainly the southwestern border of the Byzantine Empire, next to the Principality of Achaia. Secondly, in terms of art, a number of churches with ...
The Peloponnese was characterized by the coexistence of the Franks and Byzantines after the Latin conquest of 1204, constitutes an exceptional field for research on issues of identity and self-consciousness, of cultural exchange or rivalry. The present thesis focuses on the history and the monumental painting of the churches of the southeastern part of Peloponnese, which is situated approximately in the boundaries of the modern-day prefecture of Laconia and recommends one of the most interesting case studies for two main reasons. At first, from a historical point of view, the inhabitants of the area experienced both the Frankish conquest in a short period of time (after 1204) and the return to the Byzantine control in 1262, which was essentially ratified with the surrender of the four castles – Monemvasia, Mystras, Geraki and Maïna-, being certainly the southwestern border of the Byzantine Empire, next to the Principality of Achaia. Secondly, in terms of art, a number of churches with mural paintings are preserved, covering in chronological order almost every phase of the local history and, consequently, allowing conclusions to be drawn on multiple levels. Most of these monuments have been recorded, dated and studied, whereas others remain unpublished. However, it has not been presented until today a composed and critical study of the monumental painting of the Laconian monuments, which highlights the religious, social, political and ideological context in which they were created. The present thesis examines for the first time the frescoes of the churches of Laconia in combination with the inscriptions, the donors’ portraits and the written sources, including historiographical, ecclesiastical, theological, rhetorical and other texts, in order to highlight the reception and the way of reflection of the contemporary historical conditions on the mural paintings of the Laconian churches, as experienced by the local community. First of all, in this perspective an in-depth study is carried out concerning the main theological issues that differentiate the Latin Christian dogma from the Orthodox one, as they re-introduced in the 13th-century discussions for the ecclesiastical union, including the papal primacy, the use of leavened (enzyme) and unleavened (azyme) bread, and filioque. Matters related to the western painting in the Principality of Achaia are also examined briefly based on the few fragments of frescoes that have been preserved in the church of St Francis in Glarentza, but mainly the Byzantine frescoes of the Laconian monuments. Particularly, the present thesis deals with the evolution of the monumental painting and tradition- iconographically and stylistically- in relation with the great artistic centers of the era, the role of Monemvasia and Mystras as castles-centers of authority and control in the wide area, and the issue of assimilation or not of western cultural elements. In the development of the specific standpoint that connects significant issues of political ideology, theological thought and ecclesiastical tradition with the ways of the reflection of these factors in the art, the present thesis sheds light on the catalytic role of the Empire of Nicaea as well as of Constantinople under the particular historical circumstances. On the other hand, the importance of the castles in Monemvasia and in Mystras was emerged as centers of the Byzantine authority in the area as well as the channels of communication between the local communities and the policy of the Byzantine emperors. As a result, the combined research approaching frescoes, written sources and archaeological sites constitute a valuable witness of thought and action of the local community. The main body of the PhD thesis focuses on eleven selected monuments of Laconia, the frescoes of which reflect more clearly and intensively the current historical events. On their iconographic programs are detected the political and ecclesiastical constitution of the region based on the principles of the central administration, the promotion of the Orthodox dogma and faith, the connection with the great artistic centers, the level of assimilation within the new artistic tendencies, as well as the dynamic role of the local tradition. The frescoes of the following three monuments are dated back to the first decades of the 13th century: of Panagia Odigitria [Agia Sofia] in the Ano Poli (Upper Town) of Monemvasia, of Evangelistria in the settlement of Geraki and of Saint George [Episkopi] in Mesa (Inner) Mani. Based on specific iconographic elements and stylistic observations, the connection of the region of Laconia with the environment of the Empire of Nicaea is pointed out. The iconographic program of these three churches seems to highlight mostly the situation of «captivity», experienced by the Byzantines after the Frankish occupation of the Peloponnese, and the strong expectation of their return in their own new Jerusalem, that is Constantinople, the center of the Byzantine Empire. The frescoes of eight churches are dated back after the recapture of the region by the Byzantines until the establishment of Despotate of Mystras (1349): Saint Panteleimon in Velanidia (around 1282) located in the peninsula of Maleas (Epidaurus Limira), Saint Demetrios (Metropolis) and Panagia Odigitria in the newly constituted Mystras, Panagia Chrysaphitissa in Chrysapha (1289/90), in the close proximity to and direct dependence on Mystras, Saint Nikolas in the settlement of Geraki (around 1322), the cave church of Palaiomonastery (Old Monastery) in Vrontamas (frescoes of second half 13th c.) near Geraki, Saints Theodore at Kaphiona (1263/4-1271) and Saint George at Karynia (1281) in Mesa Mani. The study of their monumental painting proved to be particularly revealing for the Byzantines’ attitude and integrity against the significant facts and fluctuations, which they experienced. These monuments are examined on the basis of their connection with the castles as centers of control and means of supervision over the surrounding areas in the frame of the local reestablished administrative and ecclesiastical organization. Moreover, the wall paintings of the churches in the castle-towns and of those close to the castles express the bidirectional relationship between Constantinople and periphery, which reveals the intention of the central authority a) to establish the political power in the newly recaptured area of Laconia, being certainly the southwestern border of the Byzantine empire, next to the Principality of Achaia, b) to strengthen the bonds with the local population, c) to reinforce the orthodox dogma towards the Latins as well as Byzantines who accept Latin faith and beliefs, d) and, of course, to cultivate the hope for the recapture of all the areas throughout the Peloponnese. On the part of the local community, Byzantines deal with the current crucial political and theological matters, as well as they accept and highlight, to some extent, the strong connection with the central government of the Palaiologan emperors as the indisputable legitimate authority. In addition, groups of painters (workshops?) were identified, who processed creatively up to a level the new current iconographic and stylistic trends in combination with the local tradition. The key role in the choice of the iconographic program seems to be played by the patrons, whose names are referred in some cases on the churches’ inscriptions. Then, a total assessment of the frescoes of 123 monuments dated back to the examined period (1204-1349), as well as observations on issues related with the western influences on Byzantine monumental painting, as well as the criteria for choosing the location of the churches. In particular, there are identified and interpreted current innovations and elements of local tradition on the representations of the eponymous saint, of the frontal bishops and of Melismos on the apse of the Sanctuary, on the pictorial cycles of Christ and the Virgin Theotokos, as well as the framework of attributing particular veneration to certain saints depending on the geographical and cultural physiognomy of the three sub-regions of Laconia (Maleas peninsula, valley of Eurotas including the castles of Mystras and Geraki, Mani peninsula). On the matter of western influences on the monumental painting of Laconia’s churches, with the exemption of few individual decorative elements, no osmosis between the Byzantine and western art was observed. Therefore, there is no creation of a common artistic language, something that had already happened in other areas of the Mediterranean basin. In other words, it seems that the local population was extremely focused on the Byzantine tradition, which was embraced as an element of their identity and was constantly fed back by the two major administrative centers of Monemvasia and Mystras, the Byzantine pillars of culture and tradition of the Peloponnese against the Principality of Achaia. The on-site research, the archaeological documentation and the study of the monumental painting reveled one more aspect of the medieval Laconian society and art. The monuments of high-quality frescoes, which are associated with members of the local political and ecclesiastical rule as evidenced by the inscriptions and the donors’ portraits, are lied on key positions in relation with the castles-centers of authority and neighboring settlements. Built at key points of strategic importance, they seem to formulate a network connection and control of the hinterland, road and sea lanes.
περισσότερα