Περίληψη
Η παρούσα διδακτορική διατριβή σκοπό έχει να μελετήσει την αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μέσω της επίδρασης των διδακτικών δεξιοτήτων που χρησιμοποιεί στη γνωστική εξέλιξη των μαθητών. Η αποτίμηση των διδακτικών δεξιοτήτων πραγματοποιείται στη βάση δυο διαστάσεων: της ποιότητας της διδασκαλίας και της ισότητας. Έχοντας ως οδηγό το Δυναμικό Μοντέλο Εκπαιδευτικής Αποτελεσματικότητας (Δ.Μ.Ε.Α.) των Creemers και Kyriakides (2008), επιδιώκεται να αποτυπωθεί αφενός η ποιότητα της διδασκαλίας και η διερεύνηση της επίδρασης της διδακτικής συμπεριφοράς των εκπαιδευτικών στη γνωστική εξέλιξη των συμμετεχόντων μαθητών, αφετέρου διερευνάται εάν η επίδραση των διδακτικών δεξιοτήτων των συγκεκριμένων εκπαιδευτικών του δείγματος κατορθώνει να επηρεάσει την επίδραση που προέρχεται από το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο των συγκεκριμένων μαθητών στην επίδοσή τους. Για τη συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκαν παρατηρήσεις διδασκαλίας, στις οποίες καταγραφόταν συστηματικ ...
Η παρούσα διδακτορική διατριβή σκοπό έχει να μελετήσει την αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μέσω της επίδρασης των διδακτικών δεξιοτήτων που χρησιμοποιεί στη γνωστική εξέλιξη των μαθητών. Η αποτίμηση των διδακτικών δεξιοτήτων πραγματοποιείται στη βάση δυο διαστάσεων: της ποιότητας της διδασκαλίας και της ισότητας. Έχοντας ως οδηγό το Δυναμικό Μοντέλο Εκπαιδευτικής Αποτελεσματικότητας (Δ.Μ.Ε.Α.) των Creemers και Kyriakides (2008), επιδιώκεται να αποτυπωθεί αφενός η ποιότητα της διδασκαλίας και η διερεύνηση της επίδρασης της διδακτικής συμπεριφοράς των εκπαιδευτικών στη γνωστική εξέλιξη των συμμετεχόντων μαθητών, αφετέρου διερευνάται εάν η επίδραση των διδακτικών δεξιοτήτων των συγκεκριμένων εκπαιδευτικών του δείγματος κατορθώνει να επηρεάσει την επίδραση που προέρχεται από το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο των συγκεκριμένων μαθητών στην επίδοσή τους. Για τη συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκαν παρατηρήσεις διδασκαλίας, στις οποίες καταγραφόταν συστηματικά η διδακτική συμπεριφορά των εκπαιδευτικών μέσω της χρήσης εντύπων αξιολόγησης, όπως αυτά έχουν εγκυροποιηθεί από το Δ.Μ.Ε.Α. Επίσης, με την αξιοποίηση ερωτηματολογίου των μαθητών έγινε καταγραφή τόσο του κοινωνικοοικονομικού τους επιπέδου όσο και της προσωπικής τους άποψης για την ποιότητα της διδασκαλίας του εκπαιδευτικού τους, ενώ με τη χρήση δυο δοκιμίων, ένα στην αρχή της σχολικής χρονιάς και ένα στο τέλος, αποτυπώθηκε το γνωστικό υπόβαθρο των μαθητών στο μάθημα της νεοελληνικής γλώσσας. Συμμετείχαν 21 εκπαιδευτικοί δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και συγκεκριμένα εκπαιδευτικοί που τη δεδομένη χρονιά δίδασκαν το γνωστικό αντικείμενο της νεοελληνικής γλώσσας στη γ΄γυμνασίου. Επιπλέον, συμμετείχε το μαθητικό δυναμικό αυτών των εκπαιδευτικών, συνολικά 697 μαθητές που συμπλήρωσαν τόσο το αρχικό δοκίμιο, το οποίο διερευνούσε την πρότερη γνώση των μαθητών όσο και το τελικό δοκίμιο, το οποίο αποτύπωνε το επίπεδο των μαθητών στο τέλος της χρονιάς. Συνάμα, οι ίδιοι μαθητές συμπλήρωσαν και σχετικό ερωτηματολόγιο. Πραγματοποιήθηκαν 79 συνολικά παρατηρήσεις διδασκαλίας με τη χρήση τριών εντύπων παρατήρησης. Τα δεδομένα αναλύθηκαν με δυο τρόπους. Πρώτον, πραγματοποιήθηκε περιγραφική ανάλυση, με σκοπό να διαφανεί η διδακτική συμπεριφορά των εκπαιδευτικών από το κάθε έντυπο αξιολόγησης. Στη συνέχεια ακολούθησε πολυεπίπεδη ανάλυση, με σκοπό να διερευνηθεί η σχέση μεταξύ της διδακτικής συμπεριφοράς του εκπαιδευτικού τόσο σε σχέση με τη γνωστική εξέλιξη των μαθητών όσο και των χαρακτηριστικών που φέρει το μαθητικό δυναμικό στο οποίο απευθύνεται. Από την ανάλυση των δεδομένων αρχικά αναδείχθηκε η σημαντικότητα της επίδρασης όλων των παραγόντων αποτελεσματικότητας του Δ.Μ.Ε.Α, εκτός από έναν, και όλων των διαστάσεων όπως αυτές που ορίζονται από το Δ.Μ.Ε.Α, εκτός από τη διαφοροποίηση, στο να αποτυπωθούν αφενός τα χαρακτηριστικά της διδασκαλίας των εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και αφετέρου να αποτιμηθεί η επίδρασή τους στη μαθησιακή εξέλιξη των μαθητών. Στοιχείο σημαντικό εάν ληφθεί υπόψη ότι μέσω της συγκεκριμένης έρευνας επιχειρείται για πρώτη φορά να αποτιμηθεί η αποτελεσματικότητα εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και δη στο συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο. Έτσι, αν και προέκυψε σχετικά μικρή επίδραση της διδακτικής συμπεριφοράς των εκπαιδευτικών του δείγματος στη γνωστική εξέλιξη των μαθητών, εντούτοις το δεύτερο πιο σημαντικό εύρημα της έρευνας αποτελεί το γεγονός ότι κάποιοι συγκεκριμένοι παράγοντες με το τρόπο που εκδηλώθηκαν ωφέλησαν τους μαθητές του δείγματος, καθώς κάποιοι κατάφεραν να μειώσουν την επίδραση του κοινωνικοοικονομικού υποβάθρου των μαθητών στην επίδοσή τους ενώ κάποιοι άλλοι λειτούργησαν ουδέτερα. Είναι ενθαρρυντικό για τη διάσταση της ισότητας ότι κανένας παράγοντας από μέρους της διδακτικής συμπεριφοράς των εκπαιδευτικών δεν ενίσχυσε την επίδραση του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου των μαθητών στην επίδοσή τους. Συμπερασματικά, αναδείχθηκε αρχικά ότι το Δ.Μ.Ε.Α. είναι δυνατό να λειτουργήσει ως πλαίσιο αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αποτιμώντας τόσο την ποιότητα της διδασκαλίας όσο και την ισότητα. Επίσης, ότι προκειμένου να αποτιμηθεί η αποτελεσματικότητα των εκπαιδευτικών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το μαθητικό δυναμικό στο οποίο απευθύνονται, καθώς κάποιοι μαθητές έχουν ανάγκη περισσότερης καθοδήγησης, ενώ κάποιοι άλλοι μπορούν να λειτουργούν πιο ανεξάρτητα. Αυτή όμως η δυναμική του μαθητικού πληθυσμού «υποχρεώνει» τους εκπαιδευτικούς να είναι εφοδιασμένοι με μια πληθώρα διδακτικών δεξιοτήτων, ώστε λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες των μαθητών για κάποιους να είναι ιδιαιτέρως καθοδηγητικοί ακολουθώντας πιο άμεσες μορφές διδασκαλίας, ενώ για κάποιους άλλους να εφαρμόζουν νέες κοντρουκτιβιστικές προσεγγίσεις διδασκαλίας. Προκειμένου όμως να φτάσουν σε αυτό το επίπεδο διαφοροποίησης της διδακτικής τους συμπεριφοράς είναι απαραίτητο να έχει προηγηθεί αξιολόγηση των αναγκών των μαθητών. Μια αξιολόγηση, όμως, που αποτελεί την αρχή αλλά και το τέλος της κάθε μαθησιακής διαδικασίας. Από τα ευρήματα της έρευνας προτείνονται παρεμβάσεις σε επίπεδο εκπαιδευτικής πολιτικής. Η πρώτη παρέμβαση ξεκινά από το ανώτερο επίπεδο, αυτό του εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο είναι το κατεξοχήν αρμόδιο για τη θεσμοθέτηση του κατάλληλου πλαισίου, βάσει του οποίου θα καθοριστεί η διαμορφωτική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, ως βασική προϋπόθεση προκειμένου να ακολουθήσει η συστηματική και μεθοδική επιμόρφωσή τους στη βάση των ρεαλιστικών αναγκών τους και με σκοπό την επαγγελματική τους ανάπτυξη και βελτίωση. Προκειμένου oι εκπαιδευτικοί να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη τους σε ένα τέτοιο σύστημα διαμορφωτικής αξιολόγησης, η οποία θα συνδέεται άμεσα με την επιμόρφωσή τους, είναι απαραίτητο να παρθούν τέτοιες ασφαλιστικές δικλείδες, ώστε η όλη διαδικασία να χαρακτηρίζεται από εγκυρότητα και αξιοπιστία. Η δεύτερη παρέμβαση σχετίζεται με το αντικείμενο της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, αναδεικνύοντας την ανάγκη αυτοί να εξειδικευτούν σε δεξιότητες διδασκαλίας προκειμένου να καταστούν πιο αποτελεσματικοί. Οι παράγοντες διδασκαλίας, όπως ορίζονται μέσω του Δ.Μ.Ε.Α, καλύπτουν ένα ευρύ πεδίο γενικευμένων τεχνικών διδασκαλίας και για το λόγο αυτό εκτιμάται η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών σε τέτοιες πρακτικές.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This doctoral thesis aims to study teachers’ effectiveness through investigating the teaching skills they use and their impact on students' cognitive development. Teaching skills are assessed on the basis of two dimensions, the quality of teaching and equity. The Dynamic Model of Educational Effectiveness (D.M.E.E.) by Creemers and Kyriakides (2008), which has been followed, on the one hand seeks to capture the quality of teaching and investigate the effect of teachers’ behaviour on the cognitive development of the participating students; on the other hand, it investigates whether the effect of the specific teachers’ teaching skills manages to influence the effect deriving from the socio-economic level of the students in their performance. Teaching observations were carried out to capture teachers’ behaviours using specific assessment forms that have been validated by the D.M.E.E. In addition, the participating students filled out questionnaires that recorded both their socio-economic ...
This doctoral thesis aims to study teachers’ effectiveness through investigating the teaching skills they use and their impact on students' cognitive development. Teaching skills are assessed on the basis of two dimensions, the quality of teaching and equity. The Dynamic Model of Educational Effectiveness (D.M.E.E.) by Creemers and Kyriakides (2008), which has been followed, on the one hand seeks to capture the quality of teaching and investigate the effect of teachers’ behaviour on the cognitive development of the participating students; on the other hand, it investigates whether the effect of the specific teachers’ teaching skills manages to influence the effect deriving from the socio-economic level of the students in their performance. Teaching observations were carried out to capture teachers’ behaviours using specific assessment forms that have been validated by the D.M.E.E. In addition, the participating students filled out questionnaires that recorded both their socio-economic level and their personal view of the quality of their teacher's teaching. Students were tested twice, one at the beginning and the other at the end of the school year in order to capture the students’ cognitive background in the lesson of the modern Greek Language. Twenty one secondary education teachers participated in the study, who taught the subject of modern Greek language in the third grade of junior high school in the school year 2016-2017. Moreover, the student population amounted to 697 students and they completed both the pre-test document, which explored student prior knowledge, and the post-test document, which reflected the students’ level in the course of Greek language at the end of the year. The students also completed a questionnaire. A total of 79 teaching observations were made using three observation forms. The data were analysed in two ways. First, a descriptive analysis was carried out in order to identify teachers' teaching behaviour in each evaluation form. Then, a multilevel analysis was followed, in order to investigate the connection between the teacher's teaching behaviour both in relation to students' cognitive development and the characteristics of the student's potential. The analysis of the data revealed the importance of the influence of all factors of D.M.E.A, except for one, and all dimensions defined by D.M.E.A, apart from differentiation, in capturing the characteristics of the teaching of teachers and it also showed their effect on the learning development of students. Such fact is of utmost importance, taking into account that through this research, an attempt is made for the first time to evaluate the effectiveness of secondary education teachers, namely in this specific subject. Thus, although the specific teaching behaviour has a minor effect on the students’ cognitive development, the second most important finding of the research is that some specific factors worked in favour of the students of the sample in the way they manifested, as some managed to reduce the effect of students’ socio-economic background on their performance, while others functioned in a neutral way. It is encouraging for the dimension of equity that no factor regarding the teachers’ teaching behaviour has enhanced the impact of students’ socio-economic status on their performance. In conclusion, it should be noted D.M.E.A can serve as a framework in order to evaluate secondary education teachers’ effectiveness, valuing both the quality of teaching and equity. Additionally, the student potential to which it is addressed must be taken into consideration so as to evaluate teachers’ effectiveness, as some students need more guidance from teachers, while others may operate more independently. However, this dynamic of the student population "forces" teachers to use a variety of teaching skills, considering some students’ needs by being more instructive, following more direct forms of teaching and to others following new constructive teaching approaches. However, in order to reach this level of differentiation of their teaching behaviour, it is necessary to have previously evaluated their students’ needs. An assessment, though, that is the beginning and the end of every learning process. This research has also implications for the educational policy level. The first intervention starts at the highest level, that of the education system, which is primarily responsible for establishing the appropriate framework, on which the formative assessment of teachers will be defined, as a basic prerequisite for their systematic and methodical training, aiming at their professional development and improvement. In order for teachers to regain their confidence in such a formative assessment system that is directly linked to their training, it is necessary to obtain such safeguards so that the whole process is characterized by validity and reliability. The second intervention is related to the subject of teacher training, highlighting the necessity for them to specialize in teaching techniques so as to become more effective. Teaching factors, as defined through the D.M.E.E., cover a wide range of generalized teaching techniques, and therefore, teachers' training in such practices is valued.
περισσότερα