Περίληψη
Μεγάλο μέρος από τα παιδικά μου χρόνια το πέρασα στο σπίτι των παππούδων μου στην Αμφιλοχία Αιτωλοακαρνανίας. Ήταν ένα σπίτι περίπου 150 ετών με εμφανή τα σημάδια του χρόνου, ιδιαίτερα τρομακτικό για ένα παιδί και πιο πολύ τις νύχτες που έβρεχε. Ο τρόπος για να μη φοβάμαι να κοιμηθώ μόνος μου βρέθηκε από τον πατέρα μου όταν άρχισε να μου μιλά για τον δικό του πατέρα. Το σπίτι λοιπόν αυτό δεν ήταν απλώς ένα παλιό σπίτι, αλλά το σπίτι του παππού μου του αντάρτη του ΕΛΑΣ, που κανείς δεν θα τολμούσε να το πλησιάσει. Σταδιακά, αυτές οι αφηγήσεις σχηματοποιήθηκαν και αποτέλεσαν ένα κράμα μαζί με άλλες εικόνες από τη ζωή του παππού μουπου ήταν γεμάτη από ιδανικά, οραματισμούς, αγωνιστικότητα, βάσανα, οδύνη, αλλά και αταλάντευτη πίστη στο δίκαιο του αγώνα που υπηρετούσε με όλες του τις δυνάμεις ως πατριώτης κομμουνιστής: Αλβανικό μέτωπο, Εθνική Αντίσταση, ΕΛΑΣ, εξορία στην Ικαρία και στη Γυάρο. Ο παππούς είχε γίνει ο ήρωάς μου. Ωστόσο, καθώς μεγάλωνα, οι ερωτήσεις που διατύπωνα δεν έβρισκαν ου ...
Μεγάλο μέρος από τα παιδικά μου χρόνια το πέρασα στο σπίτι των παππούδων μου στην Αμφιλοχία Αιτωλοακαρνανίας. Ήταν ένα σπίτι περίπου 150 ετών με εμφανή τα σημάδια του χρόνου, ιδιαίτερα τρομακτικό για ένα παιδί και πιο πολύ τις νύχτες που έβρεχε. Ο τρόπος για να μη φοβάμαι να κοιμηθώ μόνος μου βρέθηκε από τον πατέρα μου όταν άρχισε να μου μιλά για τον δικό του πατέρα. Το σπίτι λοιπόν αυτό δεν ήταν απλώς ένα παλιό σπίτι, αλλά το σπίτι του παππού μου του αντάρτη του ΕΛΑΣ, που κανείς δεν θα τολμούσε να το πλησιάσει. Σταδιακά, αυτές οι αφηγήσεις σχηματοποιήθηκαν και αποτέλεσαν ένα κράμα μαζί με άλλες εικόνες από τη ζωή του παππού μουπου ήταν γεμάτη από ιδανικά, οραματισμούς, αγωνιστικότητα, βάσανα, οδύνη, αλλά και αταλάντευτη πίστη στο δίκαιο του αγώνα που υπηρετούσε με όλες του τις δυνάμεις ως πατριώτης κομμουνιστής: Αλβανικό μέτωπο, Εθνική Αντίσταση, ΕΛΑΣ, εξορία στην Ικαρία και στη Γυάρο. Ο παππούς είχε γίνει ο ήρωάς μου. Ωστόσο, καθώς μεγάλωνα, οι ερωτήσεις που διατύπωνα δεν έβρισκαν ουσιαστικές αντιστοιχίες στις απαντήσεις που μου δίνονταν. Γιατί και πώς εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ; Ποια θέση είχε; Πού πολέμησε; Γιατί και πώς οργανώθηκε στο ΚΚΕ; Πέρα από δυο-τρεις φωτογραφίες του με τη στολή του αντάρτη, όλα του τα υπόλοιπα έγγραφα καθώς και τα βιβλία του κάηκαν το 1967 από τη γιαγιά μου σε μια κίνηση πανικού, επειδή φοβήθηκε τις ούτως ή άλλως αναμενόμενες νέες διώξεις. Έτσι ξεκίνησα να διαβάζω για να γνωρίσω και να κατανοήσω τις διαδρομές του παππού που δεν γνώρισα, αλλά που όμως, σαν άλλος φύλακας-άγγελος ή αγαθοποιό πνεύμα, προστάτευε το σπίτι μας. Άρχισα να συλλέγω όποια πληροφορία μπορούσα να βρω, όμως οι σύντροφοι και οι συμπολεμιστές του ήταν, όπως αυτός, ήδη νεκροί. Το ίδιο αργά συνειδητοποίησα ότι η γιαγιά μου, η γυναίκα του, που ποτέ δεν μιλούσε για τίποτε από αυτά, σαν να κουβαλούσε ένα ανεπούλωτο τραύμα που απωθούσε, έφυγε χωρίς να προλάβω ποτέ να τη ρωτήσω, ούτε για αυτόν ούτε για το πώς η ίδια κατόρθωσε μόνη της να ανταποκριθεί στον δυσβάσταχτο ρόλο της ως μοναδικού στυλοβάτη της οικογένειάς της. Η παρούσα διατριβή επιχειρεί να ακολουθήσει τις διαδρομές των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και των κομμουνιστών και αριστερών πολιτών της εποχής: από τα βουνά, στα απανταχού κάτεργα της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής Ελλάδας. Έρχεται να συμπληρώσει τη δουλειά γνωστών ιστορικών, όπως ο Πολυμέρης Βόγλης και η Δήμητρα Λαμπροπούλου, εξετάζοντας βαθύτερα το βίωμα του πολιτικού εγκλεισμού και της εξορίας και εντοπίζοντας τις συνέχειες και τις ασυνέχειες του «ιστορικού αφηγήματος» της Εθνικής Αντίστασης, της φυλακής και της εξορίας. Επίσης, στη διατριβή αυτή επιχειρείται η καλειδοσκοπική αποτύπωση της σταδιακής υποχώρησης και ήττας του κομμουνιστικού κινήματος μέσα από την εμπειρία του πολιτικού εγκλεισμού και της εξορίας, αλλά και η βαθμιαία ύφεση της ισχύος των κατασταλτικών μηχανισμώντου κράτους, ο περιορισμός στην άσκηση υλικής και ψυχολογικής βίας σε βάρος των ιδεολογικών του αντιπάλων, γεγονός που σηματοδοτείται από τη λήξη του Εμφυλίου και την παρεπόμενη προσπάθεια ομαλοποίησης του καθεστώτος. Κομβικής σημασίας στάθηκε το πολυδιάστατο θέμα της αντίστασης, της αυτό-οργάνωσης και της αλληλοβοήθειας των αντιπάλων του καθεστώτος στις φυλακές και τις εξορίες. Χωρίς τις πρακτικές της αυτό-οργάνωσης και της κατανομής έργου, χωρίς τη συστηματική μέριμνα για πολιτική ενημέρωση και πνευματική καλλιέργεια, χωρίς τη διατήρηση υψηλού φρονήματος και ηθικού, στις πιο αντίξοες μάλιστα συνθήκες, θα κλονιζόταν αναπόφευκτα η ατομική αξιοπρέπεια και η ίδια η ταυτότητα των αγωνιστών. Το ερευνητικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε για την εκπόνηση της διατριβής είναι τεσσάρων ειδών: αδημοσίευτες μαρτυρίες αγωνιστών της εποχής που συνέλεξε ο ερευνητής χρησιμοποιώντας τις μεθόδους της Προφορικής Ιστορίας, πλούσιο πρωτογενές αρχειακό υλικό, εφημερίδες και περιοδικά, και, τέλος, δευτερογενής βιβλιογραφία. Αναφορικά με τη διαχείριση του ερευνητικού υλικού, οι μαρτυρίες λήφθηκαν με τη μέθοδο της ανοιχτού τύπου συνέντευξης και ελέγχθηκαν, για την εγκυρότητά τους, μέσω της αντιπαραβολής τους με τις δημοσιευμένες αυτοβιογραφίες των αγωνιστών, τη δευτερογενή βιβλιογραφία και τις διαθέσιμεςαρχειακές πηγές, μεγάλο μέρος των οποίων βρέθηκε για πρώτη φορά κάτω από τον εξεταστικό φακό της ιστορικής έρευνας. Η αποτύπωση και η μελέτη του πολιτικού και θεωρητικού λόγου της εποχής, η συνάρτησή του με τις διεθνείς εξελίξεις και, γενικότερα, η ιστορική θεώρηση του ελληνικού και διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος προήλθε από τα έργα των κλασικών μαρξιστών, αλλά και από σύγχρονα θεμελιώδη έργα, όπως ενδεικτικά αυτά των AndrewVincent, Leszek Kolakowski και Gregory Claeys. Η διατριβή διαρθρώνεται σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος απαρτίζεται από μελέτες περίπτωσης και εξετάζει τρεις φυλακές κράτησης και τέσσερις τόπους εξορίας. Η επιλογή των τόπων εξορίας έγινε με γνώμονα την ανάδειξη των χαρακτηριστικότερων διεργασιών που σηματοδοτούν τη σταδιακή υποχώρηση και κάμψη του αγωνιστικού φρονήματος των εξόριστων. Συγκεκριμένα, επιλέγονται οι περιπτώσεις της Ικαρίας, της Γυάρου και της Μακρονήσου. Από την άλλη πλευρά, επιλέγεται η περίπτωση του Αη-Στράτη διότι αποτελεί τον τελευταίο κατά σειρά τόπο εξορίας, αλλά, συγχρόνως, και το πεδίο έντασης και επίτασης της εσωκομματικής διαπάλης στους κόλπους του ΚΚΕ, με καταλυτικής σημασίας γεγονότα, όπως η σύγκληση της 6ης Ολομέλειας και οι αποφάσεις για «εκδημοκρατισμό της δράσης». Αναφορικά με τις φυλακές που επιλέχθηκαν, κριτήριο επιλογής υπήρξε η ανάδειξη των δύο τύπων φυλακής της εμφυλιακής και μετεμφυλιακής Ελλάδας. Για τον λόγο αυτό επιλέχθηκε το γνωστό «Πανοπτικόν» των Φυλακών Κέρκυρας και η ανατολικού τύπου φυλακή-φρούριο του Καλαμιού κοντά στα Χανιά στην Κρήτη (Ιτζεδίν). Επίσης, θέλοντας να αναδείξουμε την έμφυλη διάσταση του πολιτικού εγκλεισμού, αλλά και τη θέση «βιτρίνας» που τους είχε επιφυλαχθεί στο σωφρονιστικό σύστημα της χώρας, επιλέξαμε να μελετήσουμε συστηματικά και τις Φυλακές Αβέρωφ, ως τρίτη ενδεικτική μελέτη περίπτωσης. Το δεύτερο μέρος της διατριβής καταγράφει και αναλύει τις βασικές πτυχές της ζωής και της δράσης των πολιτικών υποκειμένων στη φυλακή και την εξορία. Παρουσιάζονται ουσιώδη στοιχεία και εξάγονται καίρια συμπεράσματα για τη σύνθεση και τη λειτουργία των ομάδων συμβίωσης και των παράνομων κομματικών πυρήνων του ΚΚΕ. Παράλληλα, αναδεικνύεται η διαλεκτική σχέση που υπήρχε στη δράση και τις διεκδικήσεις τους. Επίσης σκιαγραφείται η κοινωνική ζωή της ομάδας συμβίωσης, τόσο στον στενό της πυρήνα όσο και σε σχέση με άλλες κοινωνικές ομάδες στους τόπους εξορίας και εγκλεισμού. Τέλος, επιχειρείται να εικονογραφηθεί το πολύχρωμο ψηφιδωτό του συναισθηματικού βιώματος της φυλακής και της εξορίας, αλλά και η απήχησή του στην κοινή και οργανωμένη ζωή, καθώς και στην πολιτική ταυτότητα των εξόριστων και των φυλακισμένων. Σημαντικό εύρημα του δεύτερου μέρους, αποτελεί επίσης και η απόπειρα ιχνιλασίας των συνεχειών και των τομών της πανανθρώπινης εμπειρίας του πολιτικού εγκλεισμού, που ξεκινά, στις αρχές του 20ου αιώνα από στρατόπεδα, όπως αυτό της Γερμανικής αποικιοκρατίας, στο Νησί του Καρχαρία στη νοτιο-δυτική Αφρική, όπου εγκατέστησαν 1700 περίπου αυτόχθονες Χερέρος και Νάμα. Γρήγορα το στρατόπεδο συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας μετατράπηκε σε στρατόπεδο εξόντωσης αφού σε αυτό εξοντώθηκε το 80% των εξορίστων. Το τρίτο μέρος της διατριβής αποτελείται από ένα εκτενές παράρτημα στατιστικών στοιχείων τα οποία καταγράφουν τον πληθυσμό των φυλακών και των τόπων εξορίας, το βιοτικόεπίπεδο των εκτοπισμένων και των εγκλείστων, τους δείκτες νοσηρότητας και τις ασθένειες που τους πλήττουν, όπως επίσης τον τρόπο με τον οποίο οι συνθήκες ζωής, η συστηματική άσκηση βίας, οι ταπεινώσεις και οι εξευτελισμοί και η φτωχή και προβληματική διατροφή επέδρασαν καθοριστικά στον κλονισμό της υγείας των πολιτικών κρατουμένων και των εξορίστων. Ειδικότερα, η διατριβή εξετάζει το ζήτημα της επίμαχης και τραυματικής μνήμης από την πλευρά των «θυμάτων» ή των «ηρώων-μαρτύρων» του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Κυρίως όμως διερευνά τη σημασία της μαρτυρίας τόσο ως γνωστικής διεργασίας όσο και ως μηχανισμού επεξεργασίας του ατομικού και του ιστορικού τραύματος, λαμβάνοντας πάντα υπόψη την πρωταρχική και σημαντική διάσταση ανάμεσα στη βιωμένη εμπειρία της βίας και τη δευτερογενή αφήγησή της, όπως θεμελιώνεται από τον Reinhart Kosseleck. Παράλληλα, η διατριβή αυτή συμβάλλει στη διεύρυνση του ορίζοντα των πηγών που μπορούν να αξιοποιηθούν για τη μελέτη του Εμφυλίου πολέμου και του συμφυούς πολιτικού καταναγκασμού, δεδομένου ότι συλλέγει και χρησιμοποιεί 20 νέες και αδημοσίευτες μαρτυρίες, οι οποίες είτε συμπληρώνουν είτε ανατρέπουν εδραιωμένες απόψεις στη συναφή ιστοριογραφία. Τέλος, η διατριβή αυτή συνεχίζει και εξειδικεύει τις περιπτωσιολογικές ή συστηματικές εργασίες άλλων ερευνητών. Συγκεκριμένα, από τη μια πλευρά, ιχνηλατεί το καθημερινό και συγκεκριμένο της ύπαρξης και της δράσης του πολιτικού υποκειμένου σε ακραίες συνθήκες βίας, εκτοπισμού και εγκλεισμού. Από την άλλη, εντοπίζει σημαντικές ασυνέχειες και τομές στις κοινωνικές και ψυχολογικές εργασίες που διερευνούν το ζήτημα του τραύματος και της μνήμης του ελληνικού Εμφυλίου. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, σημαντικό μέρος του ερευνητικού υλικού της διατριβής αποτελούν μαρτυρίες πρώην πολιτικών κρατουμένων και εξορίστων, αλλά και μαρτυρίες που ήδη έχουν δημοσιευτεί σε βιβλία, εφημερίδες και περιοδικές εκδόσεις. Σημαντική διαπίστωση για τη δεύτερη κατηγορία των μαρτυριών αποτελεί ότι αυτές ανήκουν σε μια πρώιμη φάση συλλογής μαρτυριών για τον Εμφύλιο και είχαν ως πρωταρχική στόχευση τη κατάλυση της σιωπής και την επαναφορά του απωθημένου. Άλλη σημαντική διαπίστωση αποτελεί το γεγονός ότι η μνήμη για την εξορία και τη φυλακή κατά την περίοδο του Εμφυλίου αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης μνήμης που ξεκινά από την Εθνική Αντίσταση και εκτείνεται έως τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών. Αποτελεί δηλαδή κρίκο μιας ιστορικής και νοηματικής αλληλουχίας, μιας μνημονικής γενεαλογίας, μιας αντι-μνήμης, που έρχεται να αμφισβητήσει τη δεσπόζουσα έως το 1982 τουλάχιστον αφήγηση. Ειδικά, η ατομική μνήμη αποτελεί εμφανώς οργανικό τμήμα της ευρύτερης συλλογικής μνήμης της Αριστεράς, για την υπό εξέταση περίοδο, δεδομένου ότι βρίσκεται σε μια αέναη συνάρτηση μαζί της, λόγω του κοινωνιοκεντρικού της χαρακτήρα. Παρά ταύτα, στη συλλογική μνήμη του Εμφυλίου εντοπίζεται ένας βαθύς διαχωρισμός, που προέκυψε από τις αποκλίνουσες αναγνώσεις του παρελθόντος και τις αναπλαισιώσεις - ανανοηματοδοτήσεις της βιωμένης εμπειρίας, με βάση τις διασπάσεις της ελληνικής Αριστεράς κατά τις δεκαετίες του ’60, του ’70 και του ’80. Παρατηρείται δηλαδή ότι οι διαφορετικές συλλογικότητες των επιζώντων αγωνιστών της περιόδου συγκροτούν αποκλίνουσες ερμηνείες ανακυκλώνοντας τα οδυνηρά βιώματα, την προσωπική μνήμη των μελών τους και το συλλογικό τραύμα. Ωστόσο, σημαντικές ομοιότητες παραμένουν στον τρόπο που διάφορες κοινότητες μνήμης αντιμετωπίζουν το τραυματικό παρελθόν. Πάντως, η δικαίωση και η ματαίωση συνθέτουν τα δύο άκρα του εκκρεμούς της ιστορικής πρόσληψης. Κυριότερες από τις ομοιότητες αυτές είναι η ανάδειξη της ενιαίας και ανυποχώρητης αντίστασης των κομμουνιστών και αγωνιστών του Εμφυλίου, η ηθική τους ανωτερότητα έναντι του ιδεολογικο-πολιτικού αντιπάλου, αλλά και η κατευθυνόμενη λήθη, μια μορφή απώθησης και αμνησίας, που σκιάζει καίριας σημασίας πτυχές του παρελθόντος, όπως οι «δηλωσίες», το ΕΤΑΞ, οι ιδεολογικές συγκρούσεις στους κόλπους του κινήματος και οι έριδες και οι διενέξεις της καθημερινής ζωής στους τόπους εξορίας. Σημαντικές ενδείξεις «εμφύτευσης μνήμης» εντοπίζονται στις μαρτυρίες που συνέλεξε ο συγγραφέας της διατριβής, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό ώστε να αλλοιώνεται σημαντικά η ιστορικότητά τους. Για παράδειγμα, πολλοί πρώην εξόριστοι θυμούνται λανθασμένα πως βρίσκονταν στη Μακρόνησο μαζί με το Γιάννη Ρίτσο ή το Μάνο Κατράκη, ή ότι υπέστησαν βασανιστήρια, που διενεργούνταν όμως μόνο στους κλωβούς της απομόνωσης. Αναγνωρίζοντας τις σημαντικές αδυναμίες της πρώιμης φάσης συλλογής μαρτυριών για τον Εμφύλιο στην Ελλάδα, αλλά και τη σημαντική προσθήκη του Βασίλη Δαλκαβούκη για την επίδραση των βιβλίων και των άλλων αναγνωσμάτων στον τρόπο συγκρότησης και ανανοηματοδότησης της μνήμης, η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε για τη συλλογή των μαρτυριών είναι αυτή των ανοιχτού τύπου κατευθυνόμενων ερωτήσεων, ώστε να ανασύρονται όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες. Συνόδευσα τις συνεντεύξεις με φωτογραφίες εποχής και αρχειακό υλικό που δινόταν στον συνεντευξιαζόμενο, ώστε να υποβοηθείται η μνημονική ανάκληση-ενθύμηση, ενώ, παράλληλα, ακολουθήθηκε και η αντίστροφη τακτική, δηλαδή η αποδοχή του αιτήματός μου να δείξουν εκούσια οι ίδιοι τις φωτογραφίες και τα κειμήλια που έχουν διαφυλάξει από την εποχή εκείνη και να μιλήσουν με αφορμή αυτά παράγοντας νέο νόημα ή ανασύροντας εγκαθιδρυμένες απόψεις. Παρατηρήθηκε επίσης, ότι η μακρά παραμονή στο χώρο του συνεντευξιαζόμενου, η αποδοχή ενός κεράσματος κτλ. βοήθησαν στις περισσότερες περιπτώσεις τον μάρτυρα να νιώσει οικεία και να ανοιχτεί περισσότερο στη συζήτηση. Κοινό χαρακτηριστικό σχεδόν όλων των μαρτυριών είναι ότι αυτές ακολουθούν το μοτίβο του «αφηγήματος ζωής», ξεκινώντας από τη γέννηση του μάρτυρα και τελειώνοντας στη Δικτατορία των Συνταγματαρχών, εάν είχε εκτοπιστεί και από τη Δικτατορία, ή στην οριστική του απόλυση ή αποφυλάκιση. Είναι σημαντικό το «αφήγημα ζωής» να συνεχίζεται με τις ελάχιστες δυνατές διακοπές, καθώς φαίνεται πως κάτι τέτοιο βοηθά στην ανασύνταξη της μνήμης και στην ανάκληση λεπτομερειών. Η επιστροφή σε θέματα που ενδιαφέρουν περισσότερο τον ερευνητή μπορεί να γίνει, μόνο αφού ολοκληρωθεί η αφήγηση. Τέλος, σημαντική παρατήρηση σε σχέση με τις συλλεγείσες μαρτυρίες αποτελεί το γεγονός ότι κάθε μάρτυρας φαίνεται πως προτιμά τις αυτοβιογραφίες των ιδεολογικών του συντρόφων, την ευθυγράμμιση με τον μνημονικό κανόνα και το εδραιωμένο αφήγημα, παρά όσων ακολούθησαν διαφορετική πολιτική πορεία από αυτόν/αυτή. Παρά το γεγονός ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, το αφηγηματικό μοτίβο είναι σχεδόν το ίδιο σε όλες τις αυτοβιογραφίες που έχουν δημοσιευτεί και στις ανέκδοτες μαρτυρίες, άτομα που μετά τη ρήξη του 1968 εντάχθηκαν στο ΚΚΕ Εσωτερικού, για παράδειγμα, κρίνουν ως αξιολογότερες τις αυτοβιογραφίες και τα βιβλία των συντρόφων τους, παρά όσων παρέμειναν στις τάξεις του ΚΚΕ.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
During the period of 1946-1949, merely two years after its liberation, Greece was caught again in the wake of another war. What is known in historiography as the Greek Civil War claimed the lives of about 55.000 civilians, with another 5.346 reported as missing. Furthermore, the Greek Civil War divided the nation for years to come, in two categories of citizens: One, known as “ethnikofrones”, that is to say, those that fought against the communist guerillas (DSE), or reportedly had nothing to do with the Greek Left, or the Greek Communist Party (KKE) and the category of citizens branded as “communists and sympathizers”, who either fought during the Occupation of Greece, in the ranks of EAM-ELAS, or expressed in any way, their sympathy for the Greek Democratic Army (DSE), the Greek Communist Party, or other left-wing organizations. People branded as “communists and sympathizers” were prohibited from working for the state and were excluded from many aspects of social life, even terrorize ...
During the period of 1946-1949, merely two years after its liberation, Greece was caught again in the wake of another war. What is known in historiography as the Greek Civil War claimed the lives of about 55.000 civilians, with another 5.346 reported as missing. Furthermore, the Greek Civil War divided the nation for years to come, in two categories of citizens: One, known as “ethnikofrones”, that is to say, those that fought against the communist guerillas (DSE), or reportedly had nothing to do with the Greek Left, or the Greek Communist Party (KKE) and the category of citizens branded as “communists and sympathizers”, who either fought during the Occupation of Greece, in the ranks of EAM-ELAS, or expressed in any way, their sympathy for the Greek Democratic Army (DSE), the Greek Communist Party, or other left-wing organizations. People branded as “communists and sympathizers” were prohibited from working for the state and were excluded from many aspects of social life, even terrorized by the paramilitary groups that continued to exist even in 1963. During the triple occupation of Greece (Germany, Italy and Bulgaria) by the Axis forces, what is now known as the National Resistance was mainly formed by three guerilla groups: ELAS, EOEA-EDES and EKKA. The last one was summarily disbanded by the forces of ELAS, while EOEA-EDES a right wing organization fought in many cases against ELAS, for political, strategic and territorial purposes. After the capitulation of Italy, ELAS, the largest guerilla organization and its left-wing political front EAM, gained access to massive quantities of arms and ammunition, as many Italian soldiers sought refuge in its ranks. By 1944, EAM and ELAS dominated over the country with their members reaching up to one million. However, after the liberation of Greece, a bloody conflict ensued in Athens, between the local forces of ELAS and the Greek Gendarmerie, paramilitary bands of ex-collaborators and the British commandos. This incident, which made clear that Great Britain would continue to hold Greece under its influence, resulted in the Varkiza Agreement, in which the demilitarization of ELAS, EDES and other armed groups was decided, together with the amnesty for all crimes committed during the period of occupation, by the forces of the National Resistance. However, with the tolerance and guidance of the governments that ensued, a wave of terror broke out in the country, in which, alt-right paramilitary groups persecuted the civilians that had joined ELAS, EAM, EPON, or were members of the Greek Communist Party (KKE).In 1946, during the period of the white terror, KKE and the various remnants of the armed guerrillas that took again to the mountains led a symbolic attack in the town of Litochoro, capturing the offices of the local Gendarmerie and declaring in this way, the beginning of the Greek Civil War. After a year of many bloody battles, the leadership of the guerrillas, under the guidance of the Greek Communist Party declared the formation of the Provisional Democratic Government and its army, the Democratic Army of Greece (DSE). However, this strategic move was not met with the approval of the USSR and the DSE was unable to occupy a significant Greek city and hold it for long. From 1948, the USA furthered their interest in the “Greek issue” and funneled extensive funds and armaments for the assurance of the victory of the governmental forces. As a result of this and as a result of Yugoslavia’s closure of the borders for the guerrillas of DSE, the Democratic Army of Greece was defeated on the 15th of October 1949.The following thesis aims to investigate an important aspect of the Greek Civil War, that of the fate of the people who were imprisoned or exiled as prisoners of war, “communist collaborators”, or merely because they were suspected to be “sympathizers” of the cause of DSE and the Greek Communist Party. These people, about 100.000 during the peak of the civil conflict were persecuted by Special Martial Courts, or common penal courts with an array of “anti-communist laws”, with accusations that in many cases were forged, resulting in 20 or more years of imprisonment or exile, if the subject managed to avoid the capital punishment. However, not all political prisoners and exiles were, in the strict sense, communists, communist collaborators or sympathizers. Among the people persecuted by the state were trotskyists that had nothing to do with the politics of KKE, Jehovah’s Witnesses, who were persecuted for their denial to bear arms and civilians who were captured by the governmental forces, en masse, as their village of hometown was considered “friendly” for the guerillas of DSE.Following the practices that were well-known by the Greek communists, who had suffered similar persecutions during the period of 1929-1939, the political prisoners and exiles of the Greek Civil War formed small cohabitation communes, inside the prisons and places of exile that aimed to protect their members from starvation, torture and the attempts of the Greek state to “politically reform” them, in most cases with extremely violent methods. Little by little, these cohabitation communes managed to organize themselves in an efficient and dynamic way. They organized massive hunger strikes, demanding the surcease of executions and torture; they published handwritten newspapers for their members and organized seminary courses to better educate their members. In addition to this, the cohabitation communes created a worldwide network of supporters, informing newspapers, foreign communist parties, syndicates and labor unions about the living conditions, they faced and gaining both national and international support for their demands for amnesty. In some cases, more dynamic communes managed to plan and execute prison breaks, or supported the Democratic Army of Greece, by gathering information. On the other hand, the tortures, executions, forced labour, the deprivation of the family and social life, the constant malnutrition, the diseases and the generalized corporal and psychological violence constituted a traumatic experience for the prisoners and exiles, many of whom were women and children. Based on 20 undocumented testimonies, a wide range of autobiographies and a rich and unpublished archive material, the following thesis approaches the subject of political imprisonment and exile, from the standpoint of the men, women and children who witnessed it and attempts to reveal the processes of the transformation of traumatic experience into memory and modern social and political identity. This thesis adds to the important work of many historians, on the subject, such as Dimitra Lambropoulou and Polimeris Voglis, by approaching the experience of political imprisonment and exile from the viewpoint of the “protagonists” of the era and by further analyzing the structure, synthesis and functions of their cohabitation communes. Furthermore, it brings to light new and undocumented statistical data concerning the number of political prisoners and exiles, in the prisons and exile camps of the period 1945-1967, a statistical recording of the diseases and conditions that plagued them and an extensive transcription of their nutritional and alimentary conditions. The thesis is organized in three parts. The first consists of three case studies of prisons, where political prisoners of the era were held and four places of deportation and exile. The exile camps were selected in order to highlight the processes that mark the gradual retreat and bending of the exiles’ morale. To be more precise the exile camps selected are those of Ikaria, Giaros and Makronisos. On the other hand, the exile camp of Agios Efstratios is also analyzed, as the island was the last place of exile but also the “field” of a powerful intraparty struggle (KKE), that erupted both by the defeat of DSE in 1949 and the decrees of the 6th Assembly of the Greek Communist Party, which marked the start of its “internal democratization”. In the case of the prisons that were selected as case studies of the research, the basis of selection was the attempt to showcase the two different types of penitentiary institutions that existed in era of the Greek Civil War and the following post-war decades, up to 1967. For this reason, we selected the famous “Panoptikon” prison of Corfu and the eastern type of prison-fortress of Kalami (Idjedin), near the city of Chania in Crete. Also, the prison of Averof in Athens is selected, in order to examine the gendered aspect of political imprisonment, as the prison of Averof held both male and female political prisoners. Another cause for its selection is that the prison of Averof worked as a “showcase”, in the Greek penal system, so that the state could show that it treated its political opponents, in a civilized and humane manner. This, of course could not be farther from the actual truth.The second part of the thesis documents and analyzes the basic aspects of the life and struggle of the political prisoners and exiles of the era, organized and coordinated in cohabitation communes. In this part, essential findings and data are presented and important conclusions are drawn, concerning the function and synthesis of the cohabitation communes and the outlawed party groups, of the Greek Communist Party both in and out of the prisons and places of exile. In addition to this, the second part brings out the dialectic relations of the actions and demands and their effectiveness, between the two groups. Furthermore in this part, an analysis of the social life inside the cohabitation communes is presented, together with a mapping of the external social relations of the communes with other social groups and political factions. Finally in this second part, we attempt to present the multicolored “mosaic” of the sentimental experience of prison and exile by the political subject and its impact in the common and organized life as well as in the political identity of exiles and political prisoners. An important find, presented in the second part is an attempt to trace and record the continuities and sections, in the universal experience of political imprisonment, starting in the beginning of the 20th century in the camps of the German colonialism. In the island of the shark, in South-West Africa where 1700 indigenous Hereros and Nama tribesmen were compelled to forced labor, resulting in the demise of 80% of their population.The third part of the following thesis is comprised by an extensive appendix of statistical data that record the population of political prisoners and exiles, in the various prisons and places of deportation, their living conditions of, the levels of morbidity and the diseases that plagued them, as well as the way by which the living conditions, the systematic exercise of violence, the humiliation and torture, together with the malnutrition and poor diet affected the physical and mental health, of the political prisoners and exiles of the era.
περισσότερα