Περίληψη
Ο τομέας της επιμέλειας έχει αποκτήσει άνευ προηγουμένου σημασία και αναγνωρισιμότητα, τόσο στον κόσμο της τέχνης όσο και στην κυρίαρχη κουλτούρα τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια. Παρόλα αυτά, η σχετική βιβλιογραφία συνεχίζει να είναι περιορισμένη και να στερείται κριτικών προσεγγίσεων, και εστιάζει κυρίως στον ορισμό και την ιστορικοποίηση των επιμελητικών πρακτικών. Αυτό συχνά μάλιστα προκύπτει από υποκειμενικές αναφορές που έχουν δοθεί στο πρώτο πρόσωπο, και οι οποίες συμβάλλουν ελάχιστα σε μια καθολική επισκόπηση, ή μία ενδελεχή αξιολόγηση του κλάδου. Η παρούσα διδακτορική διατριβή φιλοδοξεί να συμπληρώσει αυτό το κενό, προσφέροντας μια νέα, δεοντολογική προσέγγιση της σύγχρονης επιμέλειας, μέσω της κριτικής εξέτασης δυο ευρέως αποδεκτών αρχών που προσδιορίζουν τις ποικίλλες και φαινομενικά διαφορετικές πρακτικές της - την διαφάνεια και την ένταξη,. Βάσει αυτής της ανάλυσης προτείνει μια νέα αντίληψη της επιμελητικής μεσολάβησης και θέασης, αντλώντας από έννοιες και μεθοδολογίες που ...
Ο τομέας της επιμέλειας έχει αποκτήσει άνευ προηγουμένου σημασία και αναγνωρισιμότητα, τόσο στον κόσμο της τέχνης όσο και στην κυρίαρχη κουλτούρα τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια. Παρόλα αυτά, η σχετική βιβλιογραφία συνεχίζει να είναι περιορισμένη και να στερείται κριτικών προσεγγίσεων, και εστιάζει κυρίως στον ορισμό και την ιστορικοποίηση των επιμελητικών πρακτικών. Αυτό συχνά μάλιστα προκύπτει από υποκειμενικές αναφορές που έχουν δοθεί στο πρώτο πρόσωπο, και οι οποίες συμβάλλουν ελάχιστα σε μια καθολική επισκόπηση, ή μία ενδελεχή αξιολόγηση του κλάδου. Η παρούσα διδακτορική διατριβή φιλοδοξεί να συμπληρώσει αυτό το κενό, προσφέροντας μια νέα, δεοντολογική προσέγγιση της σύγχρονης επιμέλειας, μέσω της κριτικής εξέτασης δυο ευρέως αποδεκτών αρχών που προσδιορίζουν τις ποικίλλες και φαινομενικά διαφορετικές πρακτικές της - την διαφάνεια και την ένταξη,. Βάσει αυτής της ανάλυσης προτείνει μια νέα αντίληψη της επιμελητικής μεσολάβησης και θέασης, αντλώντας από έννοιες και μεθοδολογίες που προέρχονται από την κοινωνιολογία, την σημειολογία και την φιλοσοφία. Πρωταρχικό αντικείμενο αυτής της διδακτορικής έρευνας αποτελεί η θεσμική ομαδική έκθεση, που σήμερα υφίσταται κρίση, εξαιτίας μιας ευρύτερης κοινωνικής μετατόπισης προς το δικτυακό μοντέλο. Στο πλαίσιο του διαλόγου για την επιμελητική εργασία, έχει υπάρξει μια σταθερή τάση να εξισώνεται η κατάργηση ή η αποδόμηση των θεσμικών μορφωμάτων με ριζοσπαστικές πολιτικές, και ταυτόχρονα μια στροφή προς νέους διαλεκτικούς, επιτελεστικούς, εικονικούς, σχεσιακούς και σχετιζόμενους με συγκεκριμένους τόπους (site-specific) σχηματισμούς. Παρατηρείται, έτσι, μια απομάκρυνση από τις λεγόμενες «ηγεμονικές» προσεγγίσεις, που καθορίζουν πιο αυστηρές παραδοσιακές εκθεσιακές δομές και μια προτίμηση για ανοικτές, εξελισσόμενες και μη προκαθορισμένες πρακτικές. Κάνοντας μια τομή στην τάση αυτή, η παρούσα διατριβή αναδεικνύει την ομαδική έκθεση ως εναλλακτική πρόταση στην αδιέξοδη αντιπαράθεση ανάμεσα στην θεματική επιμέλεια (το δεδομένο ιστορικό αφήγημα) και στην επιμέλεια που προτάσσει το Gesamtkunstwerk (η έκθεση ως συνολικό έργο τέχνης που φέρει την υπογραφή του επιμελητή) ως τους δύο μοναδικούς πιθανές τρόπους δημιουργίας μίας θεσμικής έκθεσης. Ο κεντρικός ισχυρισμός της διατριβής περιστρέφεται γύρω από την αρχή της υποκατάστασης, δηλαδή την δυνατότητα εναλλαξιμότητας των έργων ενός δεδομένου πλαισίου μίας έκθεσης. Το βασικό της επιχείρημα είναι ότι η άκριτη εισαγωγή των αρχών της ένταξης και της διαφάνειας από άλλους κλάδους και η αφομοίωσή τους στην επιμελητική πρακτική έχει ως αποτέλεσμα την ύπαρξη εκθεσιακών δομών που παράγουν ισοτιμίες μεταξύ των έργων τέχνης. Το γεγονός αυτό επιταχύνει την εναλλαξιμότητα των καλλιτεχνικών πρακτικών ως μέρος ενός παγκόσμιου δικτύου ανταλλαγών και επιφέρει μια σημασιολογική απροσδιοριστία εντός των εκθέσεων, πράγμα που εν μέρει δικαιολογεί το συχνά παρατηρούμενο φαινόμενο της διάστασης ανάμεσα στους ισχυρισμούς των επιμελητών και στα πραγματικά αποτελέσματα των εκθέσεων. Ως εναλλακτική πρόταση, η διατριβή αυτή προτείνει μια προσέγγιση η οποία αποκλείει την υποκατάσταση των έργων που βρίσκονται μέσα σε ένα δεδομένο πλαίσιο παρουσίασης, βασιζόμενη στην έννοια της αδιαφάνειας της αναφορικότητα του έργου, η οποία αντλείται από την σύγχρονη λογική. Το βασικό αυτό επιχείρημα αναπτύσσεται σταδιακά και υποστηρίζεται στα τρία κεφάλαια της διατριβής, που εξετάζουν αντίστοιχα την ένταξη, την διαφάνεια και την παρέμβαση.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The field of curating has gained unprecedented importance and visibility in the art world as well as in popular culture over the past twenty-five years. However, the relevant literature remains sparse, unexacting and primarily focused on defining and historicizing its practices, often through subjective first person accounts that offer little by way of a global overview, or a rigorous assessment of the field. In response, this doctoral research provides a missing deontological perspective on contemporary curating by critically examining two widely held values regulating its seemingly divergent practices: transparency and inclusion. Based on this analysis, it proposes a novel conception of curatorial mediation and spectatorship, drawing on notions and methodologies derived from sociology, semiology and philosophy. The primary object of this doctoral research is the institutional group show, currently undergoing a crisis as part of a wider societal shift towards a network paradigm. Withi ...
The field of curating has gained unprecedented importance and visibility in the art world as well as in popular culture over the past twenty-five years. However, the relevant literature remains sparse, unexacting and primarily focused on defining and historicizing its practices, often through subjective first person accounts that offer little by way of a global overview, or a rigorous assessment of the field. In response, this doctoral research provides a missing deontological perspective on contemporary curating by critically examining two widely held values regulating its seemingly divergent practices: transparency and inclusion. Based on this analysis, it proposes a novel conception of curatorial mediation and spectatorship, drawing on notions and methodologies derived from sociology, semiology and philosophy. The primary object of this doctoral research is the institutional group show, currently undergoing a crisis as part of a wider societal shift towards a network paradigm. Within curatorial discourse, the consistent tendency has been to equate the negation or deconstruction of institutionalized forms with radical politics, and accordingly turn towards novel discursive, performative, virtual, site-specific and relational configurations – away from the allegedly hegemonic modalities regulating more rigid traditional exhibition structures in favour of open-ended, processual and indeterminate modes of practice. Breaking with this trend, this dissertation avows the group exhibition by positing an alternative to the stalemate opposing thematic curating (given art historical narrative) and the Gesamtkunstwerk (authored curatorial installation) as the only two possible modes of institutional display. The thesis’ central claim revolves around the principle of substitution, i.e. the potential interchangeability of artworks from a given exhibition context. Its main argument is that the unchallenged import and intrinsic assimilation into practice of the values of inclusion and transparency from other fields has resulted in exhibition structures that produce equivalences between artworks. These accelerate the interchangeability of artistic practices as part of a global network of exchange, and occasion a semantic indeterminacy within exhibitions that accounts, in part, for the acknowledged inconsistencies between common curatorial claims and their actual effects. As an alternative, this dissertation advocates for an approach that precludes the substitution of artworks from a given presentation context based on the notion of referential opacity drawn from modern logic. This key contention is gradually developed and sustained throughout the thesis’ three chapters, respectively investigating inclusion, transparency and mediation.
περισσότερα