Περίληψη
Με άξονα την ανασκαφική έρευνα στο σπήλαιο «Γεροντόσπηλιος» Μελιδονίου, στον Μυλοπόταμο Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνου, μελετώνται τα σπήλαια τηςδυτικής Κρήτης και η διαχρονική χρήση τους από τη Νεολιθική περίοδο έως σήμερα είτε ως τόπων συνεχούς, εποχικής ή περιστασιακής κατοίκησης, είτε ως χώρων απόθεσης νεκρών και λατρείας, είτε ως πεδίων διαφόρων παραγωγικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο της αγροτικής ζωής –π.χ. περισυλλογή νερού, παρασκευή τυροκομικών προϊόντων, αποθήκευση και σταυλισμό ζώων– είτε ως εργαστηριακών χώρων εξόρυξης αργίλου και λατόμησης, είτε, τέλος, ως χώρων αναψυχής. Στο πλαίσιο της εργασίας αυτής, προκειμένου να σκιαγραφηθεί ένα πλαίσιο αναφοράς για τα σπήλαια της δυτικής Κρήτης, αξιοποιήθηκαν οι αναφορές των Περιηγητών, οι παλαιότερες σπηλαιολογικές έρευνες των σκαπανέων των Κρητολογογικών Σπουδών, η σύγχρονη ανασκαφική εμπειρία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας της Κρήτης και των φορέων που διενεργούν συστηματικές ανασκαφές εμπλουτίζοντας την αρχαιολογική φυσιογνωμία τη ...
Με άξονα την ανασκαφική έρευνα στο σπήλαιο «Γεροντόσπηλιος» Μελιδονίου, στον Μυλοπόταμο Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνου, μελετώνται τα σπήλαια τηςδυτικής Κρήτης και η διαχρονική χρήση τους από τη Νεολιθική περίοδο έως σήμερα είτε ως τόπων συνεχούς, εποχικής ή περιστασιακής κατοίκησης, είτε ως χώρων απόθεσης νεκρών και λατρείας, είτε ως πεδίων διαφόρων παραγωγικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο της αγροτικής ζωής –π.χ. περισυλλογή νερού, παρασκευή τυροκομικών προϊόντων, αποθήκευση και σταυλισμό ζώων– είτε ως εργαστηριακών χώρων εξόρυξης αργίλου και λατόμησης, είτε, τέλος, ως χώρων αναψυχής. Στο πλαίσιο της εργασίας αυτής, προκειμένου να σκιαγραφηθεί ένα πλαίσιο αναφοράς για τα σπήλαια της δυτικής Κρήτης, αξιοποιήθηκαν οι αναφορές των Περιηγητών, οι παλαιότερες σπηλαιολογικές έρευνες των σκαπανέων των Κρητολογογικών Σπουδών, η σύγχρονη ανασκαφική εμπειρία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας της Κρήτης και των φορέων που διενεργούν συστηματικές ανασκαφές εμπλουτίζοντας την αρχαιολογική φυσιογνωμία της νήσου, καθώς και οι αναφορές της δραστήριας Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας σε έγκριτα περιοδικά, τα οποία αποδελτιώθηκαν με προσοχή. Η Ιστορία της Σπηλαιολογική Έρευνας στην Κρήτη (ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1) παρουσιάζεται μέσῳ της παράθεσης περιλήψεων των ερευνητικών προγραμμάτων σε σπήλαια, βραχοσκεπές και σπηλαιο βάραθρα του νησιού, με χρονολογική σειρά. Οι μελέτες σύνθεσης για τα σπήλαια, καθώς και οι τοπογραφικές έρευνες στη δυτική Κρήτη αναφέρονται συνοπτικά στο επόμενο κεφάλαιο (ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2). Οιαναφορές των Περιηγητών διατρέχονται εν συντομίᾳ στο τρίτο κεφάλαιο, αφού οργανώθηκαν σε χρονολογική βάση και σε δύο ενότητες, εκ των οποίων η πρώτη αφορά στα σπήλαια της δυτικής Κρήτης και η δεύτερη συγκεκριμένα στο σπήλαιο Μελιδονίου (ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. Α και Β). Εν συνεχεία παρατίθεται Κατάλογος των Σπηλαίων, για την κατάρτιση του οποίου εξαντλήθηκε κατά το δυνατόν η σχετική βιβλιογραφία που αντιμετωπίστηκε κριτικά, και συστηματοποιήθηκαν τα σπηλαιολογικά δεδομένα των Περιφερειακών Ενοτήτων Χανίων και Ρεθύμνου (ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4, Α. I-VΒ, Β. I-IV).Το ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 είναι αφιερωμένο στην ενδελεχή παρουσίαση του σπηλαίου Μελιδονίου ως αντικειμένου έρευνας, η οποία αναπτύσσεται σε τέσσερα υποκεφάλαια, στα οποία συζητούνται η γεωμορφολογία του σπηλαίου (α), η ιστορία εξερευνήσεων και χαρτογραφήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε αυτό (β), ηακουστική του (γ), οι ανασκαφικές έρευνες της περιόδου 1987-2008 σε διάφορους χώρους του σπηλαίου (δ) και οι επιγραφές (ε). Με γνώμονα τα δεδομένα του σπηλαίου Μελιδονίου συζητούνται εν τέλει οι χρήσεις των σπηλαίων της δυτικής Κρήτης στο τελευταίο κεφάλαιο της εργασίας(ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6). Κατ’ αρχήν συζητείται το σπήλαιο Μελιδονίου ως ιερό και φωτίζονται τα κριτήρια, βάσει των οποίων η ιερότητά του κατά την αρχαιότητα θεωρείται αδιαφιλονίκητη (θέση, φυσικά χαρακτηριστικά, λιθωματικός, «σκηνικός»χαρακτήρας των αιθουσών που φιλοξένησαν τις λατρευτικές δράσεις (όπως ολιθωματικός διάκοσμος, η ύπαρξη νερού, ανηχοϊκός χαρακτήρας κάποιων τμημάτωντου), λατρευτικά σκεύη και είδος λατρείας, ειδώλια ως μάρτυρες συνεχούςλατρευτικής χρήσης από τη ΜΜ περίοδο μέχρι το τέλος της αρχαιότητας). Ιδιαίτερη μνεία γίνεται για τη μυστικιστική λατρεία (Υποκεφάλαιο 1.Α). Στο υποκεφάλαιο Β συζητούνται, ωστόσο, τα λατρευτικά σπήλαια της δυτικής Κρήτης. Στο Υποκεφάλαιο 2 γίνεται λόγος σχετικά με τους σπηλαιώδεις ναούς που ιδρύονται συνήθως σε βραχοσκεπές ύστερα από μικρές επεμβάσεις όπως διαμορφώσεις του εσωτερικού χώρου ή ανέγερση εξωτερικών τοίχων, η ίδρυσα των οποίων συνδέεται είτε με τη «χριστιανοποίηση» αρχαίων ιερών, είτε με την αξιοποίηση των σκηνογραφικών δυνατοτήτων τους στο πλαίσιο θρησκευτικών / λατρευτικών παραδόσεων.Το Υποκεφάλαιο 3 είναι αφιερωμένο στην ταφική χρήση των σπηλαίων, η οποία ήταν συχνή κατά τη Νεολιθική περίοδο και μέχρι τη ΜΜ και η οποία, ωστόσο, δεν αποκλείει άλλες χρήσεις σε άλλες περιόδους. Στο Υποκεφάλαιο 4 συζητούνται τα σπήλαια ως καταφύγια σε όλες τις ταραγμένες περιόδους της Ιστορίας της Νήσου. Βάσει της αναφοράς του Robert Pashley, γίνεται λόγος εδώ για τον αποκλεισμό 340 αμάχων και 30 περίπου πολεμιστών, οι οποίοι, το 1824, έχασαν τη ζωή τους από ασφυξία, στο εσωτερικό του σπηλαίου Μελιδονίου από στρατεύματα των Οθωμανών, στο πλαίσιο των Κρητικών Επαναστάσεων (Α). Στην ενότητα Β παρουσιάζονται τα δεδομένα αντίστοιχης χρήσης άλλων σπηλαίων της δυτικής Κρήτης, κατά την ΥΜ ΙΙΙΑ και Β περιόδου.Το Υποκεφάλαιο 5 αναφέρεται σε σπήλαια που χρησιμοποιήθηκαν ως χώροι εργασίας, από κατοίκους της περιοχής τόσο κατά την αρχαιότητα (Α) όσο και κατάτους νεότερους χρόνους (Β). Εδώ περιγράφονται ασβεστοκάμινα, χώροι εξόρυξης αργίλου, λατομεία, κτηνοτροφικές και τυροκομικές εγκαταστάσεις. Στο Υποκεφάλαιο 6 περιγράφονται σπήλαια που χρησιμοποιήθηκαν ως τόποι μονιμότερης περιστασιακής κατοίκησης ή εγκατάστασης κατά την αρχαιότητα (Α),ανάλογα με τις προσφερόμενες συνθήκες διαβίωσης και εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων. Εδώ συζητούνται επίσης και οι διάφορες επεμβάσεις στο εσωτερικό τους, οιοποίες πραγματοποιούνταν προκειμένου να διευκολυνθεί η διαβίωση. Από τη βιβλιογραφία που αφορά στους νεότερους χρόνους και από αφηγήσεις πληροφορούμαστε ότι κάποια σπήλαια χρησιμοποιήθηκαν κυρίως ως λοιμοκαθαρκτήρια, ενώ είναι σπάνιες παρ’ ότι υπάρχουν, οι αναφορές για σύγχρονους κατοίκους των σπηλαία (Β). Στο Υποκεφάλαιο 7 συζητούνται τα σπήλαια που χρησίμευσαν ως αποθηκευτικοί χώροι οικισμών της Μέσης Εποχής του Χαλκού και μεταγενέστερων, υπό την προϋπόθεση ότι γειτνίαζαν με αυτούς. Στο τελευταίο Υποκεφάλαιο (Υποκεφάλαιο 8) παρουσιάζονται οι εκπαιδευτικές δυνατότητες των σπηλαίων στο πλαίσιο εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Η εργασία ολοκληρώνεται με τα συμπεράσματα και τα παραρτήματα της βιβλιογραφίας και των εικόνων, στις οποίες περιλαμβάνονται φωτογραφίες και σχέδια από το σπήλαιο Μελιδονίου για τις διαφορετικές χρήσεις του, καθώς καιχάρτες, στους οποίους σημειώνονται τα σπήλαια της δυτικής Κρήτης ανά χρήση.