Περίληψη
Το οργανωμένο έγκλημα και η τρομοκρατία αποτελούν φαινόμενα με ιδιαίτερη σημασία για την ελληνική και διεθνή έννομη τάξη και για τις σχέσεις κράτους πολίτη. Ιδίως, όμως, αποτελούν φαινόμενα που η μελέτη τους αποτυπώνει τις μεταβολές στην εξέλιξη του εγκλήματος, τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς. Η νομοθεσία για το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία στην Ελλάδα (ν. 2928/2001) έχει απασχολήσει εκτενώς την ελληνική βιβλιογραφία, ιδίως από την οπτική του Ποινικού Δικαίου, της Ποινικής Δικονομίας και της Σωφρονιστικής. Στο πλαίσιο αυτό έχουν αναλυθεί η δικαιοπολιτική λειτουργία του νόμου και οι συνέπειές της στην μεταβολή του χαρακτήρα του ποινικού δικαίου, όπως και οι συνέπειες της στα δικαιώματα υπόπτων, κατηγορουμένων και κρατουμένων. Η εν λόγω νομοθεσία εντάσσεται στο γενικότερο πλέγμα των πολιτικών ασφαλείας για το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία, οι οποίες έχουν θεσπιστεί τα τελευταία 15 περίπου χρόνια στο πλαίσιο εναρμόνισης της ελληνικής έννομης τάξης με τις Ευρωπαϊκές κα ...
Το οργανωμένο έγκλημα και η τρομοκρατία αποτελούν φαινόμενα με ιδιαίτερη σημασία για την ελληνική και διεθνή έννομη τάξη και για τις σχέσεις κράτους πολίτη. Ιδίως, όμως, αποτελούν φαινόμενα που η μελέτη τους αποτυπώνει τις μεταβολές στην εξέλιξη του εγκλήματος, τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς. Η νομοθεσία για το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία στην Ελλάδα (ν. 2928/2001) έχει απασχολήσει εκτενώς την ελληνική βιβλιογραφία, ιδίως από την οπτική του Ποινικού Δικαίου, της Ποινικής Δικονομίας και της Σωφρονιστικής. Στο πλαίσιο αυτό έχουν αναλυθεί η δικαιοπολιτική λειτουργία του νόμου και οι συνέπειές της στην μεταβολή του χαρακτήρα του ποινικού δικαίου, όπως και οι συνέπειες της στα δικαιώματα υπόπτων, κατηγορουμένων και κρατουμένων. Η εν λόγω νομοθεσία εντάσσεται στο γενικότερο πλέγμα των πολιτικών ασφαλείας για το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία, οι οποίες έχουν θεσπιστεί τα τελευταία 15 περίπου χρόνια στο πλαίσιο εναρμόνισης της ελληνικής έννομης τάξης με τις Ευρωπαϊκές και διεθνείς πολιτικές για το ζήτημα αυτό. Πρόκειται, ως γνωστόν, για πολιτικές που μετέβαλαν το πλαίσιο αρχών επί των οποίων θεμελιώνεται η αντίδραση της διεθνούς και στη συνέχεια της ελληνικής έννομης τάξης, απέναντι στην επέκταση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας και απέναντι στις αλλαγές στη μορφολογία τους. Όμως έως τώρα δεν έχουν γίνει αντικείμενο συστηματικής μελέτης και έρευνας οι μεταβολές που έχει επιφέρει η εξέλιξη αυτή στο χαρακτήρα της αντεγκληματικής πολιτικής κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας. Ειδικότερα, δεν έχουν τύχει ειδικής έρευνας η εφαρμογή του νόμου για τις εγκληματικές οργανώσεις στην πράξη και οι συνέπειες της. Μία από τις κριτικές που ασκείται στις πολιτικές ασφάλειας που τυποποιούνται μέσα από τη νομοθεσία, είναι ότι διευρύνεται υπέρμετρα το πεδίο εφαρμογής του ποινικού νόμου, πράγμα που περαιτέρω διευρύνει και τη διακριτική ευχέρεια των δικαστών και αυτήν της αστυνομίας. Από αυτήν την άποψη και λαμβάνοντας υπόψη την θέσπιση και την εξέλιξη της σχετικής νομοθεσίας στην Ελλάδα, ιδίως το εύρος της έννοιας του οργανωμένου εγκλήματος και των περιπτώσεων που μπορούν να εντάσσονται σε αυτό, προκύπτουν ειδικότερα ερωτήματα, σχετικά με το εύρος του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας στην πράξη, μεταξύ των οποίων, προκύπτει ένα βασικό ερώτημα, δηλαδή, εάν η νομοθεσία εφαρμόζεται εκτός από τις περιπτώσεις οργανωμένου εγκλήματος και τρομοκρατίας και σε περιπτώσεις κοινού εγκλήματος. Στο πλαίσιο αυτό ο στόχος της διδακτορικής διατριβής είναι να διερευνήσει τις ποσοτικές και ποιοτικές επιδράσεις και μεταβολές που επήλθαν στην αντεγκληματική πολιτική στην Ελλάδα μετά το 2001, κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας για το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία. Ειδικότερα, μέσα από την μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας (θεωρία και έρευνα) και της νομολογίας, σε συνδυασμό με την επεξεργασία επίσημων στοιχείων και την εμπειρική έρευνα που εκπονήθηκε στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής, διερευνώνται οι ενδεχόμενες συνέπειες που έχει η εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία, στην αντιμετώπιση και του κοινού εγκλήματος. Η έρευνα πεδίου εστίασε στη διερεύνηση του τρόπου που εφαρμόζεται η νομοθεσία για τις εγκληματικές οργανώσεις (ν. 2928/2001, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 3875/2010) από το ποινικο- κατασταλτικό σύστημα. Πιο συγκεκριμένα, εξέτασε τη διαδικασία κοινωνικής ανακατασκευής και αναδόμησης του ποινικού νόμου μέσα από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης και την αστυνομία, καθώς και μέσα από την αλληλόδραση των υποκειμένων που συμμετέχουν στην εν λόγω διαδικασία, εντοπίζοντας και αναλύοντας: (α) ενδεχόμενες αποκλίσεις κατά την εφαρμογή του νόμου από τους διακηρυγμένους στόχους του, και (β) ενδεχόμενες συνέπειες αυτών των αποκλίσεων στον τρόπο αντιμετώπισης του κοινού εγκλήματος και στον τρόπο λειτουργίας εν γένει του ποινικοκατασταλτικού συστήματος. Η διατριβή προσέγγισε το ερευνητικό αυτό αντικείμενο από τη θέση της Κριτικής Εγκληματολογίας. Σύμφωνα με τη θεωρία, η εφαρμογή του ποινικού νόμου στην πράξη συνιστά μια διαδικασία αναδόμησης και ανακατασκευής του νοήματός του, του εύρους εφαρμογής του, διαδικασία που ορίζεται, από τη μία, ως διάσταση ανάμεσα στο θεωρητικό δόγμα και στην εφαρμογή του, και από την άλλη, ως επιλεκτική λειτουργία του ποινικού νόμου. Και στις δύο περιπτώσεις, το αποτέλεσμα είναι ότι ο νόμος κατά την εφαρμογή του διαφέρει από το «πνεύμα» του νομοθέτη, ενώ διαφοροποιείται επί ομοίων περιπτώσεων ανάλογα με το ποιος είναι ο δράστης και όχι με το τι έκανε: έτσι τίθεται σε κρίση η ουδετερότητα του ποινικού νόμου και η ίδια η ισότητα των πολιτών ενώπιών του. Εκτός των άλλων, αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι συνέπειες από την εφαρμογή του νόμου να είναι διαφορετικές από εκείνες που ο νομοθέτης είχε ρητά προβλέψει και επιδίωκε με τη θέσπισή του.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Organized crime and terrorism are phenomena of great importance for Greek and International Law and for the relations between the state and civil society. Primarily though, the study of these particular phenomena illustrates the changes in the evolution of crime, both in Greece and internationally. The Greek legislation on organized crime and terrorism (L. 2928/2001) has been extensively discussed in Greek literature, especially from the viewpoint of Criminal Law, Criminal Procedure and Correctional studies. In this context, the operation of the law and its impact in shifting the nature of criminal law, such as the consequences on the rights of suspects, defendants and prisoners, have been analyzed. This legislation fits into the overall nexus of security policies on organized crime and terrorism, which have been established in the last 15 years in view of harmonizing the Greek legal order with European and international policy in this field. These policies altered the framework of p ...
Organized crime and terrorism are phenomena of great importance for Greek and International Law and for the relations between the state and civil society. Primarily though, the study of these particular phenomena illustrates the changes in the evolution of crime, both in Greece and internationally. The Greek legislation on organized crime and terrorism (L. 2928/2001) has been extensively discussed in Greek literature, especially from the viewpoint of Criminal Law, Criminal Procedure and Correctional studies. In this context, the operation of the law and its impact in shifting the nature of criminal law, such as the consequences on the rights of suspects, defendants and prisoners, have been analyzed. This legislation fits into the overall nexus of security policies on organized crime and terrorism, which have been established in the last 15 years in view of harmonizing the Greek legal order with European and international policy in this field. These policies altered the framework of principles on which the international response and then the Greek legal order is founded, against the expansion of organized crime and terrorism and the changes in their morphology. But so far these changes that have been brought forward by the developments in the character of criminal policy in the implementation of legislation have not been the subject of systematic study and research. In particular, the application of legislation on criminal organizations and its consequences had not been sufficiently examined. One of the criticisms upon security policies formulated through the legislation is that the application of criminal law is overly broadened, which further expands the discretionary powers of judges and law enforcement authorities. From this point of view and considering the adoption and evolution of the relevant legislation in Greece, particularly the conceptual breadth of organized crime and the cases that can fall within it, the thesis produced particular questions on the extent of the legislation’s material scope in practice and whether the law applies also in cases of common crime, rather than merely in cases of organized crime and terrorism. In this light, the aim of the thesis is to explore the qualitative and quantitative effects and changes that took place in Greek criminal policy since 2001 at the implementation of the law on organized crime and terrorism. Through the study of relevant literature (theory and research) and the case law, in conjunction with official data and empirical research, the thesis investigated the possible consequences of the application of the law on organized crime and terrorism, to the treatment of common crime. The aim of the fieldwork is to investigate the application of the law for criminal organizations (L. 2928/2001, as revised by L. 3875/2010) both by the judiciary and the law enforcement authorities. In particular, the thesis examined the social reconstruction process of criminal law in the criminal justice system as well as through the interaction of the subjects involved in this process, via identifying and analyzing: (a) Any discrepancies between the application of law and the law’s stated objectives, and (b) The potential effects of these discrepancies in the ways of tackling common crime and in the overall functioning of the criminal justice system. The thesis approached this research objective from the position of Critical Criminology. According to the theory, the application of criminal law in practice constitutes a reconstruction process of its meaning and of its scope of application; a process defined on the one hand, as a dimension between the theoretical doctrine and its application, and on the other hand, as a selective operation of criminal law. In both cases, the result is that the application of the law diverges from the "spirit" of the legislature and it is differentiated according to the status of the perpetrator and not to what he did. Thereby, the neutrality of the criminal law is questioned and so is the equality of citizens before the law. As a result, inter alia, effects of the application of the law are markedly divergent from those that the legislature had explicitly predicted and pursued with its enactment.
περισσότερα