Περίληψη
Πρόσφατα ο Φρέντερικ Μπάιζερ υποστήριξε τη θέση ότι η σύγχρονη συζήτηση για την κανονιστικότητα αναπαράγει τα προβλήματα της νεοκαντιανής συζήτησης, επειδή δεν τη λαμβάνει υπόψη της. Στόχος της διατριβής είναι να εξετάσει την επάρκεια της τρέχουσας «κανονιστικής πραγματολογίας» που επιστρέφει στον μετακαντιανό γερμανικό ιδεαλισμό για να συγκροτήσει μιαν έννοια κανονιστικότητας που να αντιμετωπίζει το πρόβλημα της «ακολούθησης κανόνων», δηλαδή, το πρόβλημα της άπειρης αναδρομής των κανόνων που ανακύπτει εν όψει της εφαρμογής εννοιολογικών κανόνων στην πραγματικότητα και συνδέεται από τον Καντ με την «κριτική δύναμη» (Μπράντομ, Πίπιν, Χάμπερμας). Για το σκοπό αυτό εξετάζω την πρόσληψη της Κριτικής της κριτικής δύναμης του Καντ από την «κανονιστική πραγματολογία» και αναδεικνύω την καταγωγή της – μέσω των Γκάνταμερ και Άρεντ – στην πρόσληψη της Κριτικής της κριτικής δύναμης εντός της νεοκαντιανής φιλοσοφίας της γλώσσας (Κοέν, Κασίρερ). Σύμφωνα με αυτό το ερμηνευτικό συνεχές που επικεντρών ...
Πρόσφατα ο Φρέντερικ Μπάιζερ υποστήριξε τη θέση ότι η σύγχρονη συζήτηση για την κανονιστικότητα αναπαράγει τα προβλήματα της νεοκαντιανής συζήτησης, επειδή δεν τη λαμβάνει υπόψη της. Στόχος της διατριβής είναι να εξετάσει την επάρκεια της τρέχουσας «κανονιστικής πραγματολογίας» που επιστρέφει στον μετακαντιανό γερμανικό ιδεαλισμό για να συγκροτήσει μιαν έννοια κανονιστικότητας που να αντιμετωπίζει το πρόβλημα της «ακολούθησης κανόνων», δηλαδή, το πρόβλημα της άπειρης αναδρομής των κανόνων που ανακύπτει εν όψει της εφαρμογής εννοιολογικών κανόνων στην πραγματικότητα και συνδέεται από τον Καντ με την «κριτική δύναμη» (Μπράντομ, Πίπιν, Χάμπερμας). Για το σκοπό αυτό εξετάζω την πρόσληψη της Κριτικής της κριτικής δύναμης του Καντ από την «κανονιστική πραγματολογία» και αναδεικνύω την καταγωγή της – μέσω των Γκάνταμερ και Άρεντ – στην πρόσληψη της Κριτικής της κριτικής δύναμης εντός της νεοκαντιανής φιλοσοφίας της γλώσσας (Κοέν, Κασίρερ). Σύμφωνα με αυτό το ερμηνευτικό συνεχές που επικεντρώνει στην υπερβατολογική αρχή της «κριτικής δύναμης», της οποίας η χρήση αναφέρεται εν τέλει από τον Καντ, ώστε να αποφευχθεί η άπειρη αναδρομή, στο «συναίσθημα της ζωής» των εμπειρικών ανθρώπων (ωραίο), το πρόβλημα της Κριτικής της κριτικής δύναμης έγκειται κατά συνέπεια σ’ ένα έλλειμμα κανονιστικότητας ως προς την πρακτική διάσταση της «ακολούθησης κανόνων» (ή της «κριτικής δύναμης»). Η πρόσληψη αυτή ανασκευάζεται στο Κεφάλαιο ΙΙ στη βάση μιας ερμηνείας της «διπλής Αισθητικής» (ωραίο, υψηλό) της Κριτικής της κριτικής δύναμης. Πιο συγκεκριμένα υποστηρίζω ότι ο Καντ αντιμετωπίζει το εν λόγω πρόβλημα φυσικοποίησης μέσω της δεύτερης «πρακτικής» αρχής της «κριτικής δύναμης» που ανακαλύπτεται στην «Αναλυτική του Υψηλού». Εξετάζοντας την αρχή αυτή, εντοπίζω το πραγματικό πρόβλημα της Κριτικής της κριτικής δύναμης στο γεγονός ότι ο κανονιστικός προσδιορισμός της πρακτικής διάστασης της «κριτικής δύναμης» αναδεικνύει για τον Καντ το όριο της υπερβατολογικής μεθόδου, καθώς αναφέρεται σε μια επιμέρους φυσική αιτία (στον άνθρωπο και στο ανθρώπινο «επιθυμητικό») «που δρα σύμφωνα με έννοιες». Έτσι η αρχή αυτή δεν είναι υπερβατολογική, αλλά «μεταφυσική» και έχει εντός της «Κριτικής» το μη αναγώγιμο καθεστώς «ηθικής πίστης». Στη βάση αυτή υποστηρίζω ότι ο «πραγματολογικός μετασχηματισμός του Καντ» που προτείνεται ως η ενδεδειγμένη διόρθωση από τον Κασίρερ ως την τρέχουσα «κανονιστική Πραγματολογία» δεν υπερβαίνει τη διαλεκτική ανάμεσα σε φυσικοποίηση και ηθική πίστη που χαρακτηρίζει την καντιανή συγκρότηση της κανονιστικότητας της πρακτικής διάστασης της «κριτικής δύναμης» (‘Διαλεκτική της κριτικής δύναμης’). Αντιθέτως, επειδή δεν αναγνωρίζει το πραγματικό πρόβλημα της Κριτικής της κριτικής δύναμης και μετασχηματίζει ουσιαστικά τη δεύτερη «πρακτική», «μεταφυσική» αρχή της, αναπαράγει τη διαλεκτική αυτή. Τέλος στο Κεφάλαιο ΙΙΙ ερευνώ το ερώτημα αν η ‘Διαλεκτική της κριτικής δύναμης’ είναι αναγκαία και προτείνω μια ανακατασκευή του προβλήματος της «ακολούθησης κανόνων» και της μη αναγώγιμης πρακτικής διάστασής της ως συνεπούς έκφρασης της θεμελιώδους τροπικής διάκρισης της υπερβατολογικής φιλοσοφίας ανάμεσα σε (εννοιολογική) δυνατότητα και πραγματικότητα. Η μέθοδος που ακολουθώ εδώ είναι, λοιπόν, αυτή της εννοιολογικής ανάλυσης από την προοπτική της καντιανής κριτικής φιλοσοφίας. Σύμφωνα με την προτεινόμενη ανακατασκευή η διάκριση αυτή και το σχετικό πρόβλημα δεν αναφέρεται πλέον στην ανθρώπινη «διάνοια» ή «κριτική δύναμη», αλλά στην κριτική κατανόηση εν γένει και συνεπώς δεν αποτελεί ανθρώπινο πρόβλημα, αλλά δομικό στοιχείο της ορθολογικότητας εν γένει. Στη βάση αυτή ανακατασκευάζω ακριβώς ως έκφραση της θεμελιώδους υπερβατολογικής τροπικής διάκρισης την προτεινόμενη από τον Κασίρερ χρήση της έννοιας της «ερώτησης» ως λογικής μορφής της «κατανόησης», η οποία απαντά – μέσω και των Γκάνταμερ και Άρεντ – και εντός της «κανονιστικής πραγματολογίας», π.χ. υπό τη μορφή της θεμελιώδους για τον Μπράντομ «πρακτικής της λογοδοσίας και της επερώτησης των λόγων». Καθώς αναφέρεται, λοιπόν, σε μιαν υπερβατολογική αρχή με την αυστηρή έννοια του όρου (ισχύουσα για την ορθολογικότητα εν γένει), η ανακατασκευή αυτή συγκροτεί μιαν έννοια κανονιστικότητας (ή ορθολογικότητας) που απεμπλέκεται από τη ‘Διαλεκτική της κριτικής δύναμης’.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Frederic Beiser has recently argued that the contemporary discourse of normativity reproduces the problems of the neo-Kantian discussion, because it does not take it into consideration. The dissertation examines the viability of the attempt of contemporary “normative Pragmatics” to return to post-Kantian German Idealism in order to develop a conception of normativity that can address the problem of “rule-following”, i.e., the problem of the infinite regress of rules that arises concerning the application of conceptual rules to reality and is known since Kant as the problem of “judgment” (Brandom, Pippin, Habermas). To achieve this aim Ι focus on the reception of Kant’s Critique of Judgment in “normative Pragmatics” and disclose its origin – via Gadamer and Arendt – in the reception of the Critique of Judgment within the neo-Kantian philosophy of language (Cohen, Cassirer). According to this interpretative continuum that concentrates on the transcendental principle of judgment, whose us ...
Frederic Beiser has recently argued that the contemporary discourse of normativity reproduces the problems of the neo-Kantian discussion, because it does not take it into consideration. The dissertation examines the viability of the attempt of contemporary “normative Pragmatics” to return to post-Kantian German Idealism in order to develop a conception of normativity that can address the problem of “rule-following”, i.e., the problem of the infinite regress of rules that arises concerning the application of conceptual rules to reality and is known since Kant as the problem of “judgment” (Brandom, Pippin, Habermas). To achieve this aim Ι focus on the reception of Kant’s Critique of Judgment in “normative Pragmatics” and disclose its origin – via Gadamer and Arendt – in the reception of the Critique of Judgment within the neo-Kantian philosophy of language (Cohen, Cassirer). According to this interpretative continuum that concentrates on the transcendental principle of judgment, whose use is being referred by Kant at bottom to the “feeling of life” (beautiful) of the empirical human subjects in order to avoid the infinite regress, the problem of the Critique of Judgment lies consequently in its normative deficit concerning the practical dimension of “rule-following” (or “judgment”). In Chapter II Ι oppose this reception on the basis of an interpretation of the “double Aesthetics” (beautiful, sublime) of the Critique of Judgment. In particular I argue that Kant addresses the problem of naturalism through the second, “practical” principle of judgment that is being disclosed in the “Analytic of the Sublime”. In examining this principle I locate the real problem of the Critique of Judgment in the fact that the normative determination of the practical dimension of judgment marks the limit of the transcendental method, because it refers to a particular natural cause (the empirical human subject or the human “faculty of desire”) “that acts in accordance with concepts”. Thus this principle is not transcendental, but “metaphysical” and has within the “Critique” the irreducible status of “moral faith”. On this basis I claim that the “pragmatic transformation of Kant”, which is being proposed since Cassirer and up to “normative Pragmatics” as the appropriate correction, does not overcome the dialectic between naturalism and moral faith that characterizes Kant’s conception of normativity as regards the practical dimension of “judgment” (‘Dialectic of Judgment’). On the contrary it reproduces this dialectic, as it transforms due to an insufficient understanding of the real problem of the Critique of Judgment its “practical”, “metaphysical” principle. Finally in Chapter III I examine the question whether the ‘Dialectic of Judgment’ is a necessary conclusion and propose a reconstruction of the problem of “rule-following” and of the irreducible practical dimension of “judgment” as expression of the fundamental, modal distinction of transcendental philosophy between (conceptual) possibility and actuality. I follow thus the method of conceptual analysis from the perspective of critical philosophy in the Kantian tradition. According to the suggested reconstruction this distinction and the relevant problem does not refer only to human “understanding” or “judgment”, but to critical understanding in general. It is thus not a specifically human problem, but a structural element of rationality in general. On this basis I reconstruct precisely as expression of the fundamental transcendental modal distinction Cassirer’s use of the concept of “question” as logical form of “understanding” that reappears –also via Gadamer and Arendt– in “normative Pragmatics”, e.g. under the form of Brandom’s fundamental “practice of giving and asking for reasons”. As it thus refers to a strict transcendental principle (valid for rationality in general) the proposed reconstruction offers a conception of normativity (or rationality) that disentangles itself from the ‘Dialectic of Judgment’.
περισσότερα