Περίληψη
Η κολπική μαρμαρυγή αποτελεί την πιο συχνή καρδιακή αρρυθμία. Η αύξηση του επιπολασμού της νόσου με την πάροδο της ηλικίας, σε συνδυασμό με την αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης του πληθυσμού, καθώς και οι απειλητικές για τη ζωή επιπλοκές της αρρυθμίας καθιστούν την κολπική μαρμαρυγή ένα μείζον πρόβλημα των ατόμων αλλά και των συστημάτων υγείας, δημιουργώντας την ανάγκη για πρωτογενή πρόληψη μέσα από τον προσδιορισμό των ατόμων που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης της νόσου. Η μελέτη της λειτουργίας του κόλπου στην προσπάθεια κατανόησης της σύνθετης παθοφυσιολογίας της κολπικής μαρμαρυγής με διάφορες μεθόδους επεμβατικές και μη, αποτελεί ένα πεδίο έρευνας που απασχολεί την επιστημονική κοινότητα πολλά χρόνια. Η χρήση νεότερων υπερηχοκαρδιογραφικών τεχνικών όπως η μελέτη της παραμόρφωσης και του ρυθμού παραμόρφωσης φιλοδοξεί να συμβάλλει στην πρώιμη ανίχνευση διαταραχών στην λειτουργία του κόλπου που προδιαθέτουν στην εμφάνιση κολπικής μαρμαρυγής. Σκοπός της εργασίας είναι η αναζ ...
Η κολπική μαρμαρυγή αποτελεί την πιο συχνή καρδιακή αρρυθμία. Η αύξηση του επιπολασμού της νόσου με την πάροδο της ηλικίας, σε συνδυασμό με την αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης του πληθυσμού, καθώς και οι απειλητικές για τη ζωή επιπλοκές της αρρυθμίας καθιστούν την κολπική μαρμαρυγή ένα μείζον πρόβλημα των ατόμων αλλά και των συστημάτων υγείας, δημιουργώντας την ανάγκη για πρωτογενή πρόληψη μέσα από τον προσδιορισμό των ατόμων που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης της νόσου. Η μελέτη της λειτουργίας του κόλπου στην προσπάθεια κατανόησης της σύνθετης παθοφυσιολογίας της κολπικής μαρμαρυγής με διάφορες μεθόδους επεμβατικές και μη, αποτελεί ένα πεδίο έρευνας που απασχολεί την επιστημονική κοινότητα πολλά χρόνια. Η χρήση νεότερων υπερηχοκαρδιογραφικών τεχνικών όπως η μελέτη της παραμόρφωσης και του ρυθμού παραμόρφωσης φιλοδοξεί να συμβάλλει στην πρώιμη ανίχνευση διαταραχών στην λειτουργία του κόλπου που προδιαθέτουν στην εμφάνιση κολπικής μαρμαρυγής. Σκοπός της εργασίας είναι η αναζήτηση και σύγκριση πρώιμων μορφολογικών και λειτουργικών μεταβολών του αριστερού κόλπου με την τεχνική της παραμόρφωσης και του ρυθμού παραμόρφωσης σε άτομα με προδιάθεση για κολπική μαρμαρυγή και συγκεκριμένα σε υψηλού επιπέδου αθλητές, που συμμετείχαν σε αερόβιου τύπου αθλήματα, σε ασθενείς με ιδιοπαθή αρτηριακή υπέρταση, καθώς και σε ασθενείς με μονήρη κολπική μαρμαρυγή. Η μελέτη επίσης αποσκοπεί στη διερεύνηση της πιθανής συσχέτισης των μεταβολών αυτών με την εμφάνιση κολπικών αρρυθμιών και ειδικότερα κολπικής μαρμαρυγής. Στην εργασία συμμετείχαν 25 υψηλού αγωνιστικού επιπέδου αθλητές αερόβιων αθλημάτων (ομάδα Α), 25 άτομα με ιδιοπαθή ήπια-μέτρια αρτηριακή υπέρταση χωρίς φαρμακευτική αγωγή (ομάδα Β), 25 άτομα με ένα τουλάχιστον επεισόδιο μονήρους κολπικής μαρμαρυγής (ομάδα Γ), καθώς και 25 υγιή άτομα που αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου (ομάδα Δ). Όλοι υποβλήθηκαν σε υπερηχοκαρδιογραφικό έλεγχο με τις κλασικές και τις νεότερες τεχνικές του ιστικού Doppler και συγκεκριμένα με την τεχνική της παραμόρφωσης και του ρυθμού παραμόρφωσης (strain ε and strain rate SR), καθώς και σε 24ώρη συνεχή καταγραφή του καρδιακού ρυθμού για την ανίχνευση κολπικής μαρμαρυγής ή κολπικών έκτακτων συστολών. Από τα αποτελέσματα διαπιστώθηκε ότι οι ομάδες Α και Β παρουσίασαν στατιστικά υψηλότερο δείκτη πάχους μεσοκοιλιακού και οπισθίου τοιχώματος και δείκτη μάζας και τελοδιαστολικού όγκου της αριστερής κοιλίας σε σχέση με τις ομάδες Γ και Δ. Η ομάδα Α παρουσίασε τον μεγαλύτερο δείκτη μέγιστου όγκου του αριστερού κόλπου σε σχέση με τις άλλες ομάδες, καθώς και τον μεγαλύτερο δείκτη ελάχιστου όγκου σε σχέση με την ομάδα Β και Δ. Το μεγαλύτερο κλάσμα ενεργού κένωσης του κόλπου παρουσίασε η ομάδα Β, ενώ παθητικής κένωσης η ομάδα Α. Η ομάδα Γ εμφάνισε το μικρότερο κλάσμα ενεργού κένωσης του κόλπου σε σχέση με τις άλλες ομάδες. Από την μελέτη της παραμόρφωσης και του ρυθμού παραμόρφωσης κατά την κολπική συστολή η ολική παραμόρφωση global ε ήταν μεγαλύτερη στην ομάδα Β σε σχέση με τις ομάδες Α και Γ. Την μικρότερη ολική παραμόρφωση global ε καθώς και τον μικρότερο ρυθμό ολικής παραμόρφωσης global SR κατά την κολπική συστολή παρουσίασε η ομάδα Γ. Κατά την διάρκεια της αποθήκης και του παθητικού αγωγού η ομάδα Β παρουσίασε την μικρότερη ολική παραμόρφωση global ε σε σχέση με τις άλλες ομάδες, ενώ η ομάδα Γ παρουσίασε τον μικρότερο ρυθμό ολικής παραμόρφωσης global SR σε σχέση με τις άλλες ομάδες. Στη φάση του παθητικού αγωγού η ομάδα Α παρουσίασε τον μεγαλύτερο ρυθμό ολικής παραμόρφωσης global SR. Από την μελέτη των χρόνων ως την μέγιστη παραμόρφωση και το μέγιστο ρυθμό παραμόρφωσης κατά την διάρκεια της κολπικής συστολής βρέθηκε ότι πρώτα ενεργοποιείται το μεσοκολπικό διάφραγμα και τελευταίο το πλάγιο και πρόσθιο τοίχωμα και στις τέσσερις ομάδες, ενώ η ομάδα Β και Γ παρουσίασαν παρατεταμένο ηλεκτρομηχανικό χρόνο σε σχέση με τις ομάδα Δ. Από την μελέτη της 24ωρης καταγραφής του ρυθμού σε κανένα εξεταζόμενο δεν καταγράφηκε επεισόδιο κολπικής μαρμαρυγής, ενώ το 23% του συνόλου εμφάνισε έκτακτες κολπικές συστολές. Συγκεκριμένα, το 52% της ομάδας Α, το 16% της Β, το 20% της Γ και το 4% της Δ εμφάνισε έκτακτες κολπικές συστολές (χ2=17.79, p=0.000). Η εμφάνιση έκτακτων κολπικών συστολών βρέθηκε να σχετίζεται στατιστικά σημαντικά με τις τρεις διαμέτρους και το μέγιστο όγκο του αριστερού κόλπου, καθώς και με τους δείκτες αυτών. Από τα αποτελέσματα συμπεραίνεται ότι η εφαρμογή νεότερων απεικονιστικών τεχνικών αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο ανίχνευσης πρώιμων διαταραχών του κόλπου και λεπτομερέστερης αξιολόγησης τους με σκοπό την καλύτερη αντιμετώπιση των ασθενών με προδιάθεση για κολπική μαρμαρυγή και την πρόληψη των σοβαρών επιπλοκών της αρρυθμίας αυτής.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Atrial fibrillation (AF) is one of the most common cardiac arrhythmia. AF is a major public health problem, taking into account the increase of life expectancy and the increasing prevalence of AF with age in combination with the serious complications of the arrhythmia. Thus, primary prevention strategies are essential to identify individuals at high risk. Recent research has increasingly focused on the study of left atrial size and function with invasive and non-invasive methods, in an attempt to understand the complex pathophysiology of AF. The use of new echocardiographic techniques such as strain and strain rate aims to detect early abnormalities of atrial morphology and function that predispose to AF. The aim of the present study was to detect early morphological and functional changes of left atrium, using strain and strain rate technique, in elite aerobic trained athletes, in patients with essential hypertension and in patients with lone AF. Moreover, this study aimed to detect ...
Atrial fibrillation (AF) is one of the most common cardiac arrhythmia. AF is a major public health problem, taking into account the increase of life expectancy and the increasing prevalence of AF with age in combination with the serious complications of the arrhythmia. Thus, primary prevention strategies are essential to identify individuals at high risk. Recent research has increasingly focused on the study of left atrial size and function with invasive and non-invasive methods, in an attempt to understand the complex pathophysiology of AF. The use of new echocardiographic techniques such as strain and strain rate aims to detect early abnormalities of atrial morphology and function that predispose to AF. The aim of the present study was to detect early morphological and functional changes of left atrium, using strain and strain rate technique, in elite aerobic trained athletes, in patients with essential hypertension and in patients with lone AF. Moreover, this study aimed to detect potential correlations between the echocardiographic results and the presence of cardiac atrial arrhythmias and particularly AF. The study comprised 25 elite aerobic trained athletes (group A), 25 patients with essential hypertension without medication, (group B) 25 patients with at least one incident of AF (group C) and 25 healthy volunteers, who served as control (group D). All subjects underwent standard transthoracic echocardiogram, tissue Doppler, and strain and strain rate imaging, as well as 24-h ambulatory (Holter) electrocardiogram monitoring.Group A and B showed greater indexed intraventricular and posterior wall thickness, left ventricular mass and end-diastolic volume compared with group C and D. Group A showed the greatest indexed maximum left atrial volume compared to all other groups, as well as minimum volume compared to groups B and D. Group B showed the highest active atrial emptying fraction, while group A the highest passive emptying fraction. Moreover, group C showed the lowest active atrial emptying fraction. Group B during contractile showed higher global ε compared with groups A and C, while group C the lowest global ε and global SR. During reservoir and conduit group B showed the lowest global ε, while group C presented the lowest global SR. During conduit group A showed the highest global SR. Peak strain and strain rate during contraction were measured firstly in the septal wall, while the lateral and anterior walls were contracted last in all groups. Groups B and C presented increased atrial conduction time compared with group D. No AF episode was detected during Holter electrocardiographic monitoring, whereas atrial premature complexes were recorded in the 23% of the subjects. Specifically, the 52% of group Α, 16% of Β, 20% of C and 4% of group D had atrial premature complexes (χ2=17.79, p=0.000). Atrial premature complexes were found to be significantly correlated to the absolute and indexed left atrial diameters and maximum volume. Our results indicated that the newer echocardiographic techniques can assist to a detailed evaluation of left atrium structure and function and a reliable detection of early disorders. Their use in clinical practice will help to a better identification and management of patients at risk for AF and to a prevention of its complications.
περισσότερα