Περίληψη
Η βιολογία του αγριοκούνελου (Oryctolagus cuniculus L.) μελετήθηκε στη Λήμνο τα έτη 2007-2009. Το μεγαλύτερο εύρος της έρευνας διεξήχθη σε δυο αντιπροσωπευτικά ενδιαιτήματα του νησιού (αγροτικές καλλιέργειες, φρυγανολίβαδα) ενώ χρησιμοποιήθηκε και η συνολική έκταση του νησιού για την διεξαγωγή τμήματος της έρευνας. Η βιολογία αναπαραγωγής και η οικολογία διατροφής του είδους μελετήθηκαν σε δείγμα 360 σκοτωμένων αγριοκούνελων που συλλέχτηκαν από τον Φεβρουάριο του 2007 έως τον Ιανουάριο του 2008 αναλογικά ανά φύλο, μήνα και ενδιαίτημα. Παράλληλα, εκτιμήθηκε η σύνθεση και κάλυψη της βλάστησης, η εποχιακή ποιότητά της και η παραγωγή και κατανάλωση της βοσκήσιμης βιομάζας. Εγκυμονούντα αγριοκούνελα παρατηρήθηκαν από τον Δεκέμβριο έως τον Ιούνιο. Τα αναπαραγωγικά χαρακτηριστικά των θηλυκών εμφάνισαν υψηλότερες μέσες τιμές στο ενδιαίτημα των αγροτικών καλλιεργειών. Δεν βρέθηκαν διαφορές στις συχνότητες των εγκυμονούντων ατόμων, ούτε στον αριθμό των υγιών εμβρύων ανά κλάση ηλικίας, αλλά μόνο ...
Η βιολογία του αγριοκούνελου (Oryctolagus cuniculus L.) μελετήθηκε στη Λήμνο τα έτη 2007-2009. Το μεγαλύτερο εύρος της έρευνας διεξήχθη σε δυο αντιπροσωπευτικά ενδιαιτήματα του νησιού (αγροτικές καλλιέργειες, φρυγανολίβαδα) ενώ χρησιμοποιήθηκε και η συνολική έκταση του νησιού για την διεξαγωγή τμήματος της έρευνας. Η βιολογία αναπαραγωγής και η οικολογία διατροφής του είδους μελετήθηκαν σε δείγμα 360 σκοτωμένων αγριοκούνελων που συλλέχτηκαν από τον Φεβρουάριο του 2007 έως τον Ιανουάριο του 2008 αναλογικά ανά φύλο, μήνα και ενδιαίτημα. Παράλληλα, εκτιμήθηκε η σύνθεση και κάλυψη της βλάστησης, η εποχιακή ποιότητά της και η παραγωγή και κατανάλωση της βοσκήσιμης βιομάζας. Εγκυμονούντα αγριοκούνελα παρατηρήθηκαν από τον Δεκέμβριο έως τον Ιούνιο. Τα αναπαραγωγικά χαρακτηριστικά των θηλυκών εμφάνισαν υψηλότερες μέσες τιμές στο ενδιαίτημα των αγροτικών καλλιεργειών. Δεν βρέθηκαν διαφορές στις συχνότητες των εγκυμονούντων ατόμων, ούτε στον αριθμό των υγιών εμβρύων ανά κλάση ηλικίας, αλλά μόνο μεταξύ των εξεταζόμενων διαστημάτων της αναπαραγωγικής περιόδου. Η αναπαραγωγική ετοιμότητα των αρσενικών εμφάνισε διαφορές μεταξύ των μηνών αλλά όχι μεταξύ των ενδιαιτημάτων, ούτε μεταξύ των ατόμων διαφορετικής σωματικής κατάστασης. Σημαντικές συσχετίσεις βρέθηκαν μεταξύ του βάρους των όρχεων με τη θερμοκρασία και τη βροχόπτωση, καθώς και του σωματικού βάρους και της σωματικής κατάστασης των θηλυκών με τον αριθμό των υγειών εμβρύων. Η κατηγορία σωματικής κατάστασης εμφάνισε διαφορές μεταξύ φύλων, εποχών και ηλικίας. Η οικολογία διατροφής μελετήθηκε με τη μέθοδο της μικροϊστολογικής ανάλυσης. Τα φυτικά είδη των οικογενειών Gramineae, Compositae και Leguminosae συμμετέχουν στη διατροφή των αγριοκούνελων με τα μεγαλύτερα ποσοστά ετησίως. Οι φυτικές ομάδες των σπόρων και καρπών καθώς και τα ξυλώδη φυτικά μέρη συμμετέχουν με αυξημένα ποσοστά κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς και φθινοπωρινούς μήνες. Διαφορές στη συμμετοχή των φυτικών οικογενειών στη διατροφή του είδους εμφανίστηκαν μεταξύ ενδιαιτημάτων, εποχών, φύλων, κλάσεων ηλικίας, φαινολογικών σταδίων και των κατηγοριών σωματικής κατάστασης των εξεταζόμενων ατόμων. Οι διαφορές που προέκυψαν στη σύνθεση της διατροφής του είδους και τα αποτελέσματα των οικολογικών δεικτών που υπολογίστηκαν φανερώνουν μια πλαστικότητα στη στρατηγική διατροφής του. Η μεταβολή της πυκνότητας των αγριοκούνελων μελετήθηκε σε τοπικό επίπεδο στα δυο επιλεγμένα ενδιαιτήματα με την άμεση μέθοδο των λωρίδων και των έμμεση των κοπράνων για τα έτη 2007-2009. Στις καλλιεργούμενες εκτάσεις εμφανίστηκε μεγαλύτερη πυκνότητα αγριοκούνελων με σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ των μηνών, ενώ στα φρυγανολίβαδα παρατηρήθηκε μια σταθερότερη πληθυσμιακή κατάσταση. Η μεταξύ των ετών μεταβολή του πληθυσμού δεν εμφάνισε σημαντικές διαφορές. Σημαντικές διαφορές εντοπίστηκαν στην εκτιμώμενη πυκνότητα μεταξύ των δυο μεθόδων, αλλά και μεταξύ των διαφορετικών δειγματοληπτικών επιφανειών που εγκαταστάθηκαν στη μέθοδο των λωρίδων. Η ερμηνεία της μεταβολής του πληθυσμού επιτεύχθηκε με την εφαρμογή δομημένων μοντέλων εξισώσεων στον εκθετικό ρυθμό μεταβολής του πληθυσμού, που προέκυψε από τις δυο μεθόδους. Ως κυριότεροι παράγοντες θνησιμότητας εμφανίστηκαν η έλλειψη τροφής-κάλυψης, η κυνηγητική πίεση και η αρπακτικότητα. Η ήπιας μορφής διαχείριση που εφαρμόστηκε άσκησε αρνητική επίδραση στον πληθυσμό του είδους. Τον Ιούλιο και Αύγουστο του 2008 εκτιμήθηκε η κατανομή της αφθονίας των αγριοκούνελων σε ολόκληρη την έκταση του νησιού. Η εφαρμογή μοντέλου πρόβλεψης έδειξε την επίδραση των τοπογραφικών χαρακτηριστικών, των ανθρωπογενών επιδράσεων, των προστατευόμενων περιοχών, του εδάφους, των οικοτόνων και των ρεμάτων στη κατανομή της αφθονία του είδους.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The biology of the European rabbit (Oryctolagus cuniculus L.) was studied in Limnos Island during 2007-2009. The study was conducted primarily in two representative habitat types of the island (agricultural lands, shrublands) and for specific research purposes in the entire island. The breeding biology and the feeding ecology of 360 killed wild rabbits, that were selected proportionally according to sex, month and habitat type, were examined. In addition, in the two representative habitat types the vegetation composition, cover and seasonal quality and the pastoral forage biomass production and consumption were estimated. The first pregnancy was detected during December, whereas the peak of reproductive activities were observed between February and May in the shrublands and between February and June in the agricultural lands. Most of the reproductive parameters were higher in agricultural lands than in shrublands. The frequency of pregnant females and the number of embryos in different ...
The biology of the European rabbit (Oryctolagus cuniculus L.) was studied in Limnos Island during 2007-2009. The study was conducted primarily in two representative habitat types of the island (agricultural lands, shrublands) and for specific research purposes in the entire island. The breeding biology and the feeding ecology of 360 killed wild rabbits, that were selected proportionally according to sex, month and habitat type, were examined. In addition, in the two representative habitat types the vegetation composition, cover and seasonal quality and the pastoral forage biomass production and consumption were estimated. The first pregnancy was detected during December, whereas the peak of reproductive activities were observed between February and May in the shrublands and between February and June in the agricultural lands. Most of the reproductive parameters were higher in agricultural lands than in shrublands. The frequency of pregnant females and the number of embryos in different age classes were distributed evenly among the reproductive months. However, when the reproductive season was divided in two periods (beginning-end and middle), more embryos were counted during the middle of the reproduction. The weight of testicles and epididymis and the reproductive vigilance of males differed among months but were similar in two habitats and among individuals with different body conditions. Significant correlations were found among the testicles weight and temperature and rainfall, as well as the numbers of embryos, body weight and body condition of females. The body condition of wild rabbits differed between sexes, and among age classes and months. The feeding ecology was studied with the use of the microhistological analysis. Plant species from Gramineae, Compositae and Leguminosae families had the greatest percentages in the overall diet. Seeds and fruits as well as woody plant parts had increased percentages in the diet of the wild rabbits especially in the summer and autumn months. Differences in dietary habits emerged between habitat types, sexes, age classes and among seasons and body condition classes. Overall these results indicate that the wild rabbit exhibited plasticity in its feeding strategy. The density of wild rabbit was studied at the two representative habitats with two methods (line transects and pellet counts). Agricultural lands supported a higher number of wild rabbits with higher variation among months, while shrublands had a relatively stable population. The overall pattern of density was similar among the three study years. Significant differences were found among the estimated density by the two methods and within the line transects. Structural equation models showed that most population variability was associated with mortality factors, such as food shortage and loss of cover (indirect stressors), hunting pressure and predation (direct stressors). Furthermore, the application of moderate management measures had a negative effect on the population. The distribution of wild rabbit population was estimated for the entire island during the summer of 2008. The GLMs analysis revealed that topography, human activities, soil type, ecotones and streams significantly impacted the wild rabbit’s distribution in the island.
περισσότερα