Επιστήμες της αγωγής και δημιουργική επίλυση προβλήματος: στάσεις στελεχών δημόσιας διοίκησης σχετικά με τη διαχείριση κρίσεων: συγκριτική μελέτη
Περίληψη
Η ερευνητική υπόθεση της παρούσας διατριβής αφορά στο ερώτημα του κατά πόσο τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης στην Ελλάδα αξιοποιούν τη δημιουργική και κριτική σκέψη τους προκειμένου να διαχειριστούν μία κρίση. Για τη διερεύνηση αυτού του ερωτήματος διεξήχθησαν συνεντεύξεις με στελέχη δημόσιας διοίκησης, τόσο της νησιωτικής, όσο και της ηπειρωτικής Ελλάδας. Οι συνεντεύξεις ήταν ημιδομημένες, δηλαδή στηρίχθηκαν σε ένα προκαθορισμένο πλαίσιο ερωτήσεων, οι οποίες όμως τέθηκαν προφορικά στα πρόσωπα τα οποία συμμετείχαν στη συνέντευξη επιτρέποντας την ελεύθερη και ελαστική προσέγγισή τους. Τα ερωτήματα δομήθηκαν με σκοπό να διερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης στην Ελλάδα διαχειρίζονται τις κρίσεις και ειδικότερα την κρίση της εκδηλωμένης δασικής πυρκαγιάς. Επιπλέον επιχειρήθηκε να αναφανεί: ο ρόλος και η λειτουργία της σχετικά νέας δομής των γραφείων πολιτικής προστασίας, ο ρόλος της ερευνητικής πανεπιστημιακής κοινότητας στη μάχη για τη διάσωση των ελληνικών ...
Η ερευνητική υπόθεση της παρούσας διατριβής αφορά στο ερώτημα του κατά πόσο τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης στην Ελλάδα αξιοποιούν τη δημιουργική και κριτική σκέψη τους προκειμένου να διαχειριστούν μία κρίση. Για τη διερεύνηση αυτού του ερωτήματος διεξήχθησαν συνεντεύξεις με στελέχη δημόσιας διοίκησης, τόσο της νησιωτικής, όσο και της ηπειρωτικής Ελλάδας. Οι συνεντεύξεις ήταν ημιδομημένες, δηλαδή στηρίχθηκαν σε ένα προκαθορισμένο πλαίσιο ερωτήσεων, οι οποίες όμως τέθηκαν προφορικά στα πρόσωπα τα οποία συμμετείχαν στη συνέντευξη επιτρέποντας την ελεύθερη και ελαστική προσέγγισή τους. Τα ερωτήματα δομήθηκαν με σκοπό να διερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης στην Ελλάδα διαχειρίζονται τις κρίσεις και ειδικότερα την κρίση της εκδηλωμένης δασικής πυρκαγιάς. Επιπλέον επιχειρήθηκε να αναφανεί: ο ρόλος και η λειτουργία της σχετικά νέας δομής των γραφείων πολιτικής προστασίας, ο ρόλος της ερευνητικής πανεπιστημιακής κοινότητας στη μάχη για τη διάσωση των ελληνικών δασών, ο ρόλος της διείσδυσης της σχετικής τεχνολογίας δασοδιαχείρισης και πυρόσβεσης στην ελληνική πραγματικότητα, η οργάνωση του θεσμού των εθελοντών, η αξιολόγηση του εξοπλισμού και της ικανότητας των εμπλεκομένων φορέων στο να αξιοποιούν τον εξοπλισμό, η ποιότητα επικοινωνίας μεταξύ των φορέων και των υπηρεσιών κατά τη διάρκεια της κρίσης, ο βαθμός δημιουργικής και κριτικής σκέψης που αξιοποιούν τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης κατά τη διαχείριση μίας κρίσης, ο βαθμός ευθυγράμμισης με το ευρωπαϊκό κεκτημένο όσον αφορά στη δασοδιαχείριση, ο ρόλος της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης στην αειφόρο διαχείριση των ελληνικών δασών. Προκειμένου να διαμορφωθεί και να υποστηριχτεί το παραπάνω ερευνητικό πλαίσιο, οργανώθηκε βιβλιογραφική έρευνα και καταρτίστηκε θεωρητικό πλαίσιο στη βάση του οποίου διατυπώθηκαν τα ερωτήματα της συνέντευξης. Το πρώτο κεφάλαιο της διατριβής εξετάζει το φαινόμενο της δημιουργικότητας και της κριτικής σκέψης. Η προσέγγιση αυτή εξυπηρετεί μία απόπειρα καινοτόμου μελέτης του πολυσχιδούς φαινομένου της διαχείρισης κρίσεων, καθώς εισαγάγει την παράμετρο της δημιουργικότητας σε ένα πεδίο που παραδοσιακά αναλύεται με διαφορετικά μεθοδολογικά εργαλεία. Δηλαδή, επιχειρείται η ανάλυση αυτών των δύο ιδιοτήτων ώστε να εξεταστεί στη συνέχεια η επίδραση - ή ο αντίκτυπος της απουσίας τους- στη διαχείριση κρίσεων.Αναλυτικότερα, στο πρώτο κεφάλαιο επιχειρείται ο ορισμός τόσο της δημιουργικότητας, όσο και της κριτικής σκέψης, προκειμένου να πλαισιωθεί θεωρητικά η παράμετρος που εισήχθη στο ερευνητικό πρόβλημα. Μέσω της ιστορικής αναδρομής που αφορά στη θέαση της δημιουργικότητας από τους μελετητές, παρουσιάζεται η εξέλιξη του συγκεκριμένου ερευνητικού πεδίου, οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των ερευνητών και η ωρίμανση του πεδίου ως τις μέρες μας. Για την κριτική σκέψη παρατίθενται τα σχετικά κριτήρια που είναι αποδεκτά από τους ερευνητές για τον εντοπισμό της μεταξύ των νοητικών δραστηριοτήτων και επιχειρείται ο συσχετισμός της κριτικής σκέψης με την παιδαγωγική επιστήμη, ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο η εκπαίδευση καλείται να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση κριτικής σκέψης στους εκπαιδευόμενους. Τέλος, το πρώτο κεφάλαιο προσεγγίζει τον εννοιολογικό συσχετισμό και τη συγκριτική μελέτη της κριτικής σκέψης και της δημιουργικότητας, εντοπίζοντας αλληλοκαλυπτόμενα χαρακτηριστικά, διαφορές και εννοιολογικές συγκλίσεις. Το δεύτερο κεφάλαιο ερευνά το φαινόμενο της ηγεσίας, εστιάζοντας στις ποιότητες και τη λειτουργία του δημιουργικού ηγέτη. Επιχειρείται δηλαδή ο συσχετισμός του περιεχομένου του πρώτου κεφαλαίου με το πεδίο της ηγεσίας. Η έννοια «ηγεσία» οριοθετείται εννοιολογικά και παρατίθενται οι δόκιμοι σχετικοί ορισμοί. Μετά την αποσαφήνιση του όρου «ηγεσία» και «ηγέτης», το δεύτερο κεφάλαιο εστιάζει στην έννοια ενός συγκεκριμένου τύπου ηγέτη, αυτού του δημιουργικού ηγέτη αναλύοντας συστηματικά τα ερευνητικά μοντέλα που οριοθετούν το φαινόμενο της δημιουργικής ηγεσίας, περιγράφοντας ενδελεχώς το «προφίλ» του. Το δεύτερο κεφάλαιο στοχεύει στην αντιπαράθεση των χαρακτηριστικών του συμβατικού και του δημιουργικού ηγέτη, στον εντοπισμό των μεταξύ τους διαφοροποιήσεων, στην ανάδειξη των πλεονεκτημάτων του δημιουργικού ηγέτη, αλλά και στην υπογράμμιση της αυξανόμενης ανάγκης παρουσίας δημιουργικών ηγετών για την αντιμετώπιση των σύγχρονων, πολύπλοκων κρίσεων. Έμφαση αποδίδεται στην απόπειρα απόδειξης συσχετισμού μεταξύ αποτελεσματικού ηγέτη και δημιουργικότητας, δηλαδή της ανάδειξης της δημιουργικότητας ως συστατικού της επιτυχούς ηγεσίας. Ειδική μνεία γίνεται τόσο στον «κύκλο του επιτεύγματος», την εννοιολογική του οριοθέτηση και τη θέση του στο ερευνητικό πεδίο του φαινομένου της ηγεσίας, όσο και στον ιδανικό επιχειρησιακό σχεδιασμό. Ουσιαστική είναι η πτυχή του δεύτερου κεφαλαίου η οποία εστιάζει στη διαχείριση κρίσεων. Ειδικά, για το φαινόμενο της ηγεσίας, η διαχείριση κρίσεων αποδεικνύεται ότι είναι νευραλγικής σημασίας, καθώς πρόκειται για τη δράση εκείνη κατά την οποία καλείται ο ηγέτης να προβεί σε ορθή λήψη αποφάσεων, σε δημιουργική επίλυση προβλήματος, σε ταχύ, αποτελεσματικό επιχειρησιακό σχεδιασμό. Στο τρίτο κεφάλαιο, επιχειρείται ανάλυση της διάστασης του περιβάλλοντος και της αειφορίας, προλειαίνοντας εννοιολογικά το τέταρτο κεφάλαιο, δηλαδή τη μελέτη περίπτωσης της διαχείρισης – από μέρους των στελεχών της δημόσιας διοίκησης - περιβαλλοντικών κρίσεων και, συγκεκριμένα, των δασικών πυρκαγιών. Ως εκ τούτου, το τρίτο κεφάλαιο αναπτύσσει τις έννοιες της περιβαλλοντικής διαχείρισης, της αειφόρου ανάπτυξης και της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης. Η περιβαλλοντική διαχείριση «ανατέμνεται» στις επιμέρους διαστάσεις της, δηλαδή στην οικονομική, στην οικολογική και στην ηθική διάσταση, που την αφορούν. Εξετάζονται τα πλεονεκτήματα και οι στόχοι μίας ολοκληρωμένης περιβαλλοντικής διαχείρισης. Παρουσιάζονται οι βασικοί περιβαλλοντικοί δείκτες και τα διεθνώς αναγνωρισμένα περιβαλλοντικά πρότυπα, στο πλαίσιο των οποίων δρουν οι οικολογικά βιώσιμοι οργανισμοί. Το κεφάλαιο αυτό σκοπό έχει να παρουσιάσει τα χαρακτηριστικά του οργανισμού εκείνου που θεωρείται οικολογικά αποδεκτός, τις προδιαγραφές που πρέπει να πληροί προκειμένου να χαρακτηριστεί περιβαλλοντικά μη βλαπτικό και τις προϋποθέσεις που σχετίζονται με την ύπαρξή του. Επιπλέον, το κεφάλαιο αναλύει την έννοια της αειφορικής διαχείρισης των οργανισμών και τα χαρακτηριστικά του προσανατολισμού τους στην αειφόρο ανάπτυξη. Το κεφάλαιο αυτό αποτελεί φυσική συνέχεια του προηγούμενου κεφαλαίου περί ηγεσίας, καθώς επιχειρεί να αναδείξει τα χαρακτηριστικά εκείνα στο όραμα ενός ηγέτη, αλλά και στη διαχείριση ενός οργανισμού, που τον καθιστούν αειφόρο ή μη. Το ίδιο κεφάλαιο επεκτείνεται στην περιβαλλοντική εκπαίδευση καθώς γίνεται αποδεκτός ο ρόλος της εκπαίδευσης στη διάδοση και εμπέδωση της οικολογικής νοοτροπίας. Στην κατακλείδα του ιδίου κεφαλαίου αντιπαρατίθενται οι έννοιες της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και της Εκπαίδευσης για την Αειφόρο Ανάπτυξη, αναδεικνύοντας τις ομοιότητες και τις διαφοροποιήσεις. Το επόμενο κεφάλαιο ασχολείται με τη μελέτη περίπτωσης των δασικών πυρκαγιών, όσον αφορά στη διαχείριση κρίσεων επιχειρώντας μία ολιστική προσέγγιση των δασικών πυρκαγιών και παραθέτοντας ένα όσο γίνεται ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο. Επιχειρείται, δηλαδή, να αποδοθεί η πολυδιάσταση φύση του φαινομένου, με αφετηρία τον ορισμό και την οριοθέτηση της έννοιας «δασική πυρκαγιά». Το κεφάλαιο διαρθρώνεται στις φάσεις πριν από, κατά τη διάρκεια και μετά τις δασικές πυρκαγιές, προτείνοντας μία μελέτη του φαινομένου συνολικά, σε όλα του τα στάδια. Οι αιτίες των δασικών πυρκαγιών κατηγοριοποιούνται σε ανθρωπογενείς και μη και διακλαδίζονται περαιτέρω σε σύνθετες υποκατηγορίες. Αναλύονται εκτενώς οι αιτίες που σχετίζονται με ανθρωπογενείς εσκεμμένες ενέργειες, αλλά και με ενέργειες ατυχηματικές. Εξετάζονται οι κοινωνικές- οικονομικές παράμετροι του φαινομένου που οδηγούν σε δασικές πυρκαγιές, ο ρόλος της ελληνικής νομοθεσίας που σχετίζεται με τα δάση, η δομή λειτουργίας στους δημόσιους φορείς που σχετίζονται με τη δασοδιαχείριση και τη δασοπροστασία. Ειδική μνεία γίνεται στη μεθοδολογία και στα εργαλεία πρόληψης δασικών πυρκαγιών. Σε αυτό το σημείο, εκτενή θέση καταλαμβάνει η αναφορά στην παρούσα τεχνολογία η οποία έχει αναπτυχθεί για τη δασοπροστασία και την πυρόσβεση και συνιστά ένα εξαιρετικό βοηθητικό εργαλείο. Επιπλέον, εκτενώς παρουσιάζεται η έννοια του εθελοντισμού, οι υπάρχουσες δομές στην Ελλάδα, το πλαίσιο λειτουργίας τους και ο ρόλος τους στην καταστολή των πυρκαγιών. Για το στάδιο της πυρόσβεσης παρατίθενται τα διαφορετικά επικρατούντα μοντέλα, από το προληπτικό στο επεμβατικό και επισημαίνονται οι διαφοροποιήσεις τους. Ειδικής μνείας χαίρει ο ρόλος των τοπικών κοινωνιών που διαβιούν σε περιδασικές περιοχές. Οι συνέπειες των δασικών πυρκαγιών επεκτείνονται από τις αμιγώς περιβαλλοντικές, σε αυτές που επαφίενται στην οικονομία, την ανθρώπινη ψυχολογία και το κοινωνικό αντίκτυπο. Το κεφάλαιο των δασικών πυρκαγιών ολοκληρώνεται με ένα εκτενές συμπέρασμα το οποίο επιχειρεί να ανακεφαλαιώσει το σχετικό θεωρητικό πλαίσιο εστιάζοντας στα νευραλγικά του σημεία και προβαίνοντας σε σχολιασμό. Το πέμπτο κεφάλαιο εκθέτει τα μεθοδολογικά εργαλεία της παρούσας διατριβής και υποστηρίζει θεωρητικά την επιλογή τους έναντι άλλων εργαλείων. Περιγράφονται οι στόχοι της έρευνας, τα κριτήρια επιλογής του δείγματος των συμμετεχόντων (στελέχη δημόσιας διοίκησης), τα κριτήρια επιλογής του τρόπου συλλογής δεδομένων (ημιδομημένη συνέντευξη), οι συνθήκες διεξαγωγής των συνεντεύξεων, τα γεωγραφικά / πολιτικά κριτήρια επιλογής των νομών τα στελέχη των οποίων συμμετείχαν στην έρευνα, οι ερωτήσεις που αξιοποιήθηκαν ως γνώμονας για τις ημιδομημένες συνεντεύξεις, τα λογισμικά στατιστικής επεξεργασίας των δεδομένων τα οποία συνελέγησαν. Στο έκτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της στατιστικής επεξεργασίας των δεδομένων που προέκυψαν από την απομαγνητοφώνηση των συνεντεύξεων. Τα αποτελέσματα απεικονίζονται με στατιστικούς πίνακες και συγκριτικά γραφήματα, αλλά και με σχολιασμό των απεικονισθέντων ευρημάτων. Το σημείο σύγκρισης είναι οι απαντήσεις μεταξύ στελεχών της δημόσιας διοίκησης (δημάρχων) και συνεργατών τους (αντιδήμαρχοι).Στο έβδομο κεφάλαιο ακολουθείται η ίδια δομή με αυτή του έκτου κεφαλαίου, αλλά το σημείο σύγκρισης είναι οι απαντήσεις μεταξύ στελεχών και συνεργατών δημόσιας διοίκησης για την ηπειρωτική Ελλάδα και αυτών για τη νησιωτική Ελλάδα. Ακολουθεί το τελευταίο κεφάλαιο με τα συμπεράσματα όπως προκύπτουν από την ανάλυση περιεχομένου των ημιδομημένων συνεντεύξεων. Από τις τοποθετήσεις των στελεχών και συνεργατών νησιωτικής και ηπειρωτικής Ελλάδας ανακύπτουν αρκετά συμπεράσματα γενικής φύσης, τα οποία απεικονίζουν τις αντιλήψεις των συμμετεχόντων για τη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών. Επιχειρώντας σε αυτήν την περίληψη εργασίας μία συνοπτική παρουσίαση αυτών των συμπερασμάτων, αξίζει να σταθούμε στα εξής κεντρικά σημεία: από τις ημιδομημένες συνεντεύξεις προκύπτει μία χαρτογράφηση των απόψεων που διατηρούν τα στελέχη και οι συνεργάτες ΟΤΑ για τις αιτίες των δασικών πυρκαγιών. Αρχικά επιχειρήθηκε να εντοπιστεί το σύστημα αντιλήψεων το οποίο διατηρούν τα στελέχη και οι συνεργάτες για τη φύση του θεσμού της πολιτικής προστασίας, για την επάρκεια της στελέχωσής του, για την καταλληλότητά του να αντεπεξέρχεται σε καταστροφές, για την αποτελεσματικότητα και συχνότητα στις συνεργασίες του με εξωτερικούς φορείς. Ανακύπτει το συμπέρασμα ότι η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στην έρευνα αποτιμά το θεσμό της πολιτικής προστασίας θετικά, εκφράζουν ικανοποίηση για την καταλληλότητα του προσωπικού που στελεχώνει τα γραφεία και δηλώνουν ότι διατηρούν εποικοδομητική συνεργασία με τους επιστημονικούς εξωτερικούς συνεργάτες. Παρόλα αυτά, παρατηρούν ότι ο θεσμός είναι ακόμη ανώριμος, ότι επιβάλλεται ένας σημαντικός αριθμός διορθωτικών επεμβάσεων στον τρόπο λειτουργίας και ότι κυρίως απαιτείται δέσμευση περισσότερων κρατικών κονδυλίων, ώστε να εξασφαλιστεί η μελλοντική απρόσκοπτη λειτουργία και η επίτευξη των στόχων του θεσμού. Στο ίδιο πλαίσιο υπογραμμίζεται η ανησυχία που αφορά την επίδραση της τρέχουσας οικονομικής κρίσης στη λειτουργία του θεσμού, καθώς ήδη τα κονδύλια βαίνουν συνεχώς μειούμενα. Στη συνέχεια οι συμμετέχοντες τοποθετούνται σχετικά με τις αιτίες των δασικών πυρκαγιών στην περιοχή τους. Συγκεκριμένα, απέδωσαν τις δασικές πυρκαγιές σε ανθρωπογενείς και φυσικές αιτίες. Προέβησαν σε διάκριση μεταξύ των ανθρωπογενών ατυχηματικών και των ανθρωπογενών εσκεμμένων δράσεων. Κατονόμασαν με έμφαση μεταξύ των εσκεμμένων τους εμπρησμούς με στόχο την παράνομη οικοπεδοποίηση και την αυθαίρετη δημιουργία βοσκοτόπων. Επίσης, έγινε εκτεταμένη συζήτηση από αρκετούς συμμετέχοντες για τη λειτουργία παράνομων χωματερών σε περιδασικές περιοχές και για την αυθαίρετη ξύλευση, η οποία αναμένεται να αυξηθεί με τις τρέχουσες τιμές πετρελαίου, αν δε λάβει μέτρα η πολιτεία. Τέλος, στις αιτίες αναφέρθηκε συστηματικά η έλλειψη εθνικού δασολογίου και το τρέχον νομικό πλαίσιο το οποίο ευνοεί τις αυθαιρεσίες. Εστιάζοντας στις αιτίες των δασικών πυρκαγιών, τέθηκε στους συμμετέχοντες το θέμα προς συζήτηση των καταστροφικών δασικών πυρκαγιών στην Αττική, το 2009, κατά τις οποίες οι πυροσβέστες δε γνώριζαν πώς να μεταβούν στις εστίες της πυρκαγιάς. Κατά τη συζήτηση αυτής της θεματικής υπογραμμίστηκαν ειδικά αιτίες για το μέγεθος που μπορεί να λάβουν οι δασικές πυρκαγιές, μεταξύ των οποίων αναφέρθηκε η πλημμελής συνεργασία μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων, το ασαφές πλαίσιο αρμοδιοτήτων, οι χρονοτριβές που δημιουργούνται εξαιτίας της απουσίας λειτουργικού πρωτοκόλλου δια-υπηρεσιακής επικοινωνίας.Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι συμμετέχοντες κάλυψαν σε εύρος και βάθος τις αιτίες για τις δασικές πυρκαγιές, δημιουργώντας ένα πλήρες φάσμα θεματικής πλαισίωσης.Καθώς η παρούσα έρευνα στηρίζεται στις θεωρίες ηγεσίας για να προσεγγίσει τη διαχείριση κρίσεων, οι συμμετέχοντες ερωτήθησαν κατά πόσο αισθάνονται έτοιμοι να ανταποκριθούν στις ανάγκες διαχείρισης μίας δασικής πυρκαγιάς και τους δόθηκε η ευκαιρία να επισημάνουν τις θετικές και τις αρνητικές εκφάνσεις αυτού του ρόλου. Συγκεκριμένα, εντόπισαν τα οφέλη της σύγχρονης τεχνολογίας στον αγώνα κατά των πυρκαγιών, εντόπισαν το ρόλο του εθελοντισμού και της τοπικής κοινωνίας, των άρτια καταρτισμένων συνεργατών τους, του άρτια καταρτισμένου σώματος της πυροσβεστικής, και της προηγούμενης προσωπικής τους εμπειρίας ως στελεχών. Στον αντίποδα όμως, αναφέρουν την πολύπλοκη φύση του φαινομένου των δασικών πυρκαγιών, τις επιβαρυντικές κλιματολογικές συνθήκες (ξηρασία και ισχυροί άνεμοι), την ανεπαρκή χρηματοδότηση και εξοπλισμό του πυροσβεστικού σώματος, την ανεπαρκή στελέχωση των υπηρεσιών δασοπροστασίας και πυρόσβεσης και τον ασθενή ρόλο της ισχύουσας νομοθεσίας.Καθώς η παρούσα εργασία απέδωσε ιδιαίτερο ρόλο στη δημιουργική και την κριτική σκέψη κατά την ενάσκηση του φαινομένου της ηγεσίας, οι συμμετέχοντες κλήθησαν να αναφέρουν το βαθμό σύμφωνα με τον οποίο αξιοποιούν τη διαίσθησή τους έναντι της εμπειρίας τους, κατά τη διαχείριση μίας δασικής πυρκαγιάς. Στην πλειοψηφία τους οι μετέχοντες προέταξαν την εμπειρία και αναφέρθηκαν στη διαίσθηση με επιφύλαξη και προβληματισμό. Συνάγει επομένως ο αναγνώστης ότι η υιοθέτηση της δημιουργικής και κριτικής σκέψης πραγματοποιείται σε μικρό βαθμό, με ότι αυτό συνεπάγεται για τη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών.Τα στελέχη ΟΤΑ και οι συνεργάτες τους κλήθηκαν να συζητήσουν τις προληπτικές δράσεις τις οποίες οργανώνουν προς αποφυγή της εκδήλωσης δασικών πυρκαγιών. Σε αυτό το πλαίσιο απαριθμούν πληθώρα παραδοσιακών μέτρων πρόληψης όπως οι περιπολίες, η εγκατάσταση υδατοδεξαμενών, η διάνοιξη δασικών οδών για τη διέλευση πυροσβεστικών οχημάτων, η διάνοιξη αντιπυρικών ζωνών, ο καθαρισμός της εύφλεκτης ξηρής βλάστησης, οι πύργοι παρακολούθησης και η αυξημένη ετοιμότητα ανάλογα με τα μετεωρολογικά δελτία που δίνουν το βαθμό επικινδυνότητας εκδήλωσης δασικών πυρκαγιών. Παρόλα αυτά, ενδιαφέρον έχει να σημειωθεί ότι οι μετέχοντες εκφράζουν την ανησυχία τους για την ανεπάρκεια των στρατηγικών πρόληψης. Υπογραμμίζουν το γεγονός ότι στην Ελλάδα έμφαση δίδεται στην πυρόσβεση και όχι στην πρόληψη, με τραγικά επακόλουθα όχι μόνο περιβαλλοντικής, αλλά και δημοσιονομικής φύσης. Να αναφερθεί ότι οι μετέχοντες στην έρευνα αποδεικνύονται εξίσου ενημερωμένοι και για τα αίτια, και για της στρατηγικές πρόληψης των δασικών πυρκαγιών, χωρίς όμως να σημαίνει ότι οι γνώσεις τους εφαρμόζονται.Η ημιδομημένη συνέντευξη επιχειρεί στη συνέχεια να εντοπίσει τις προτάσεις των στελεχών/συνεργατών για τη βελτίωση της αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών, αλλά και τις προτάσεις τους για την ανάγκη αλλαγών στις ισχύουσες πρακτικές. Συχνά εντοπίστηκε μία αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των προτάσεών τους για την εισαγωγή νέων πρακτικών και των προτάσεών τους για την κατάργηση υπαρχουσών πρακτικών. Αυτό το σημείο των προτάσεων εισαγωγής καινοτόμων πρακτικών και κατάργησης ακατάλληλων, αποτελεί ίσως το πλέον ενδιαφέρον σημείο της παρούσας έρευνας, τουλάχιστον από την επιστημονική άποψη της δασοδιαχείρισης. Οι συμμετέχοντες προτείνουν, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία εθνικού δασολογίου, την αναδιάρθρωση του νομικού πλαισίου που διέπει τη δασοπροστασία και την κύρωση για τις ενέργειες κατά των δασών, την αναμόρφωση των υπηρεσιών που είναι αρμόδιες για τη δασοδιαχείριση και πυρόσβεση με τρόπο ώστε να βελτιωθεί το πρωτόκολλο της μεταξύ τους επικοινωνίας και συνεργασίας, αλλά και να απαλειφθούν τα σφάλματα σχεδιασμού. Προτείνονται δράσεις σύγκλισης με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και κοινές ασκήσεις ελληνικών και ευρωπαϊκών δασικών και πυροσβεστικών υπηρεσιών. Προτείνεται η έμφαση στη διά βίου κατάρτιση του εμπλεκόμενου προσωπικού αυτών των υπηρεσιών, η υιοθέτηση σύγχρονης τεχνολογίας τόσο της πρόληψης δασικών πυρκαγιών, όσο και της κατάσβεσής τους. Συζητήθηκαν τρόποι αύξησης του ιδιωτικού τομέα στη δασοδιαχείριση μέσω της παροχής δυνατότητας για αειφόρο εκμετάλλευση και υπογραμμίστηκε ο συσχετισμός κέρδους και κινήτρων δασοπροστασίας. Εμφατικά υπογραμμίστηκε η αλλαγή της νοοτροπίας των Ελλήνων όσον αφορά την αντιμετώπισή τους για το δάσος, μέσω της εκπαίδευσης, αλλά και της ενημέρωσης. Αναφέρθηκε η ανάγκη αύξησης της συνεργασίας με τους επιστημονικούς φορείς ώστε ο σχεδιασμός της δασοδιαχείρισης να μην αποτελεί αντικείμενο πολιτικής ηγεσίας, αλλά κυρίως επιστημονικής ηγεσίας. Εντοπίστηκε η ανάγκη δέσμευσης περισσότερων κονδυλίων για την πρόληψη και όχι αποκλειστικά για την πυρόσβεση.Κατά τη διεξαγωγή της ημιδομημένης συνέντευξης επιχειρήθηκε ο εντοπισμός και αξιολόγηση του εξοπλισμού πυρανίχνευσης και δασοπροστασίας και η ποσοτική του ανάλυση για το σύνολο του δείγματος της έρευνας. Επίσης, συζητήθηκε αναλυτικά ο ρόλος του εθελοντισμού, οι στρατηγικές ενίσχυσης του θεσμού και βέλτιστης αξιοποίησής του.Επίσης, μελετήθηκαν οι ακολουθούμενες πρακτικές για την προστασία των πληγέντων από τις δασικές πυρκαγιές, ο εντοπισμός των παγίων μέτρων και η ανάδειξη των προτάσεων για τη βελτίωση ανακούφισης πυροπλήκτων. Επίσης, αναλύθηκαν οι μέθοδοι ανάπλασης των καμένων δασικών περιοχών, συζητήθηκαν τα βέλτιστα σενάρια, η ανάγκη υιοθέτησης του επιστημονικού σχεδιασμού από επαΐοντες, η επιτακτική ανάγκη νομοθετικής διαφύλαξης των καμένων περιοχών και αποτροπής των αυθαιρεσιών, η έκταση και η φύση των αντιδιαβρωτικών και αντιπλημμυρικών έργων.Τέλος, επιχειρήθηκε ένας επίλογος σε κάθε ημιδομημένη συνέντευξη, ο οποίος στηρίχθηκε στην παρουσίαση του συνολικού σχεδιασμού διαχείρισης δασικών πυρκαγιών, για τις τρεις φάσεις: της πρόληψης, της πυρόσβεσης και της αποκατάστασης. Σε αυτό το τελικό στάδιο οι συμμετέχοντες επεχείρησαν να αναδείξουν τις έννοιες – κλειδιά στον σχεδιασμό.Μετά την παράθεση της βιβλιογραφίας που χρησιμοποιήθηκε για την περάτωση της παρούσας εργασίας, παρατίθεται παράρτημα το οποίο περιλαμβάνει γλωσσάρι όρων που σχετίζονται με τις δασικές πυρκαγιές, αλλά και την ισχύουσα ελληνική νομοθεσία που σχετίζεται με τη δασοδιαχείριση και τη δασοπροστασία. Σημειώνεται ότι το κεφάλαιο των πυρκαγιών συμπεριλαμβάνει κριτική αξιολόγηση αυτών των νομοθετημάτων.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The hypothesis of the current thesis focuses on the role of creative and critical thinking within the process of crisis management from public sector executives. Interviews with public sector executives have been conducted in order to test this hypothesis. These executives have been sampled in a way that represents insular and mainland Greece. The interviews were semi structured, which means that they were based in a pre-decided questions frame. The questions were set orally to the research participants, allowing a more free and flexible approach. Also, the questions were structured aiming to investigate the way with which the public sector executives in Greece manage crises, and specially the crisis of a forestall fire. Furthermore, it was aimed to identify: the role and function of the relatively new institution which is called “civil protection office”, the role of the research university community in the battle for rescuing Greek forests, the role of the penetration of forest prote ...
The hypothesis of the current thesis focuses on the role of creative and critical thinking within the process of crisis management from public sector executives. Interviews with public sector executives have been conducted in order to test this hypothesis. These executives have been sampled in a way that represents insular and mainland Greece. The interviews were semi structured, which means that they were based in a pre-decided questions frame. The questions were set orally to the research participants, allowing a more free and flexible approach. Also, the questions were structured aiming to investigate the way with which the public sector executives in Greece manage crises, and specially the crisis of a forestall fire. Furthermore, it was aimed to identify: the role and function of the relatively new institution which is called “civil protection office”, the role of the research university community in the battle for rescuing Greek forests, the role of the penetration of forest protection/fire extinction technologies within Greek reality, the structure of the volunteers institution, the evaluation of the equipment and of the ability of involved parties to use that equipment, the quality of communication among state services during the crisis, the degree of creative and critical thinking exploited by the public sector executives, the degree of alignment with the European standards regarding forest management, the role of environmental education for the sustainable managing of Greek forests. For supporting the above research frame, literature review was conducted, and a theoretical frame was conceived from which the semi-structure interview potential questions were resulted. The first chapter examines the phenomenon of creativity and critical thinking. This approach serves an innovative study approach for the multifaceted phenomenon of crisis management, since it inserts the creativity factor inside a field that is traditionally approached by different methodological tools. The analysis of these two concepts (creativity and critical thinking) attempts to clarify their impact on crisis management. More analytically, a definition of creativity and critical thinking is attempted within the first chapter, aiming to form the theoretical framing of the concepts that constitute the hypothesis. Through a historical overview of the concept of creativity, as seen from researchers, the evolution and maturation of the research field is presented, as well as the relevant controversies among researchers. As for critical thinking, the relevant criteria which are accepted by researchers are presented, attempting its placement among other cognitive activities. Furthermore, the correlation of critical thinking with pedagogical science is pursued, or, in other words, the identification of the way with which education is called to perform a significant role for the formulation of critical thinking of the trainees. Finally, the first chapter approaches the conceptual correlation and the comparative study among the critical thinking and creativity, locating overlapping characteristics, hallmark differentiations and convergences.The second chapter studies the phenomenon of leadership, emphasizing on the creative leader’s qualities and functions. Furthermore, we attempt the correlation of the content of the first chapter with the field of leadership. The concept “leadership” is defined and the current, valid definitions are presented. After the clarification of the terms “leader” and “leadership”, the second chapter focuses on a specific leadership model, this of the creative leader, analyzing systematically the research models that describe and define the phenomenon of creative leadership. The second chapter aims to the juxtaposition between the conventional and the creative leader, to the localization of their differentiations, to the reasoning around the benefits of creative leadership and the underlining of the increasing demand for creative leaders for the management of modern, complex crisis. Emphasis is attributed to the correlation between the effective and the creative leader, or, in other words, to the core idea that successful leadership is based on creativity. Special reference is attributed to the “achievement cycle”, its conceptual definition and its position within the research field of leadership, and of ideal organizational planning. The aspect of the second chapter which focuses on crisis management is essential. Crisis management is of quintessential significance especially for studying leadership, since it influences the correctness of decisions towards an immerging problem.The third chapter analyzes the concepts of environment and sustainability, preparing the fourth chapter, which includes the case study: the management of forest fires from public sector executives. Therefore, the third chapter develops the concepts of environmental management, sustainable development and environmental education. The environmental management is sub-structured in an economical, ecological and moral aspect. The privileges of an integrated environmental management system are discussed. The main environmental indicators are presented, along with the international environmental standards, according to which the ecologically sustainable organizations function. The third chapter aims to present the characteristics of an ecologically acceptable organization, and the pre-requisites it should meet in order not to be ecologically harmful, the pre-suppositions that refer to its existence. Furthermore, the third chapter analyzes the concept of sustainable management of organizations and the characteristics of their orientation towards sustainable development. This chapter constitutes the natural continuum of the previous chapter on leadership, since it attempts to highlight those characteristics in the vision of a leader and in the working frame of an organization that make it sustainable. The third chapter, finally, expands to environmental education, comprehending the role of education in the dissemination and consolidation of ecological mentality. The concepts of environmental education and of education for sustainable development are presented, identifying similarities and differentiations. The next chapter deals with the case study of forest fires within the frame of crisis management, attempting a holistic approach and providing a wide theoretical frame. The multidimensional nature of the phenomenon (of forest fires) is studied, starting with the demarcation of the concept “forest fire”. The chapter is structured based on the stages before, during and after the fires, suggesting a global study of the phenomenon in all its phases. The reasons for forest fires are categorized into human-caused and non human-caused, and are further ramified into complex sub-categories. The reasons are correlated with human-caused intentional actions, and also with accidental ones. Also, the chapter examines the social-economical parameters that lead to forest fires, the role of relevant Greek legislation, the structure of function in public organizations that involve with forest management and forest protection. Special reference is made for the methodology and the tools of preventing forest fires. The reference on the current technology for forest protection and fire extinction occupies an extensive position, since this technology forms an excellent auxiliary resource.Further, the concept of voluntarism is extensively presented, along with its available infrastructure in Greece, the frame of function, and its role for fire extinction. For the stage of fire extinction different, prevailing models are presented, emphasizing on the differences between the preventive and the interventional model. Special reference is made about the local communities that dwell in a proximity with forests and their role in forest protection. The consequences of forest fires extend from purely environmental to others that relate with economy, human psychology and social impact. The chapter is concluded with an extensive conclusion that attempts to resume the theoretical frame of forest fires, to focus on the essential parts and to provide a critical evaluation of the existing frame. The fifth chapter describes the methodological tools of the current thesis and theoretically supports why these tools were preferred over other alternatives. The aims of the research are described, as well as the criteria of choosing the sample (public sector executives), the criteria of data collection methodology (semi structured interview), the conditions of conducting the interviews, the geographic/political criteria of prefectures selection, the questions that served as a basis for the semi-structured interviews, the statistical software with which data was analyzed.The sixth chapter presents the results of the statistical editing of data, as they were processed after the transcription of the recorded interviews. The results are depicted with statistical tables and comparative graphs, as well as with commenting of the depicted findings. The point of comparison is the juxtaposition of the public sector executives (mayors) and their assistants (vice mayors).The seventh chapter follows the same structure with the sixth chapter, but the point of comparison is the juxtaposition among executives of insular and continental Greece.The last chapter presents the results as they accrue from the content analysis on the semi-structured interviews. From the statements and beliefs of the total sum of participants (executives and assistants from insular and continental Greece) many conclusions can be extracted mapping the general conceptions of public sector executives on the issue of forest fire management. In an attempt to present an abbreviated version of the research results in this abstract, it is worthwhile to highlight the following points: from the semi structured interviews, we proceeded into mapping the public sector executives’ attitudes and beliefs towards the phenomenon of forest fires. We attempted to locate the belief system executives hold regarding the institution of civil protection, the efficiency of its personnel, its adequacy in dealing with disasters, its level of ability to cooperate with other public services. The majority of the sample evaluates positively the institution of civil protection, expresses satisfaction regarding the efficiency of its personnel, state that they maintain a constructive cooperation with external, scientific partners. But, they claim that the institution remains immature and a great number of corrective interventions should occur, in order to secure the future unhindered function of the institution of civil protection. Also, the participants insist on the increasing of budget absorption for the institution of civil protection and they express their intense worrying, due to the current intense fiscal crisis. The participants also discussed the reasons of forest fire within their area. Specifically, they connected fires both with human-factored and non human factored forest fires. They separated between accidental and deliberate human actions. They enumerated among deliberate human actions, the one that aim to the illegal transformation of forestall land into buildable plot, or into pasture land. Also among the reasons for forest fires, they discussed the function of illegal waste lands and the illegal logging, which is expected to increase with the current fuel prices, unless the state actively prevents this. Last, among the reasons for forest fires, the participant mentioned the lack of national forest registry and the legal frame which does not prevent arbitrary actions. Focusing on the causes of forest fires, the participants were asked to comment the destructive fires in Attica prefecture (2009), during which the fire department didn’t know how to arrive on the burning field. During this conversation we underlined the specific causes for forest fires, such as the problematic protocol of communication among services, the vague frame of responsibilities, the delays due to the absence of a functional protocol of inter-service communication. It is interesting the fact that the participants covered in depth and width the causes behind forest fires, developing a complete theoretical prism. Since the present research is focused on the leadership theories aiming to approach crisis management, the participants were asked to comment how prepared they personally feel handling a crisis of a forest fire. They were asked to comment on the positive and negative parts of their role as managers of crisis. Specifically, the participants located the beneficial impact of modern technology, the role of voluntarism and of local community, the role of finely trained fire department personnel, and the role of their personal previous experience as executives. Among the negative parts they referred to the complex nature of the forest fire phenomenon, the aggravating climate conditions (dryness and intense winds), the insufficient funding, the shortages in equipment and staffing, and the weak role of the current legislation. Since the present thesis attributes focused role to creative and critical thinking during the practicing of leadership, the participants were asked to refer to which degree they trust their intuition and their experience respectively. The majority of the participants stated thay they trust their experience and they are hesitant regarding intuition. This contributes to the estimation that creative and critical thinking is exploited in a limited degree, with all the consequence for forest fire management. The public sector executives and their assistants were asked to discuss the preventive actions they organize in order to avoid forest fires. Within this frame we recorded measures of patrolling, water tanks, clearance of paths for facilitating vehicles pass-through, cleaning of dry grass, control towers, meteorological reports that warn on fire risk. Participants declared they fell worried with the insufficient preventive measures. They also stated that in Greece the emphasis is attributed to fire extinction, not to prevention, with tragic environmental and fiscal aftermaths. We note that the participants proved to be equally informed on both causes and preventive strategies for forest fires, without this meaning that this knowledge is implemented. The semi structured interview attempts to locate the suggestions of both executives and assistant executives regarding the improvement on forest fire management. Also, the interview examines their suggestions on changing currently applied practices. We observed an often overlapping of suggestions for the initiation of new practices and of suggestions for the abolishment of applied practices. This part of suggestions for initiation of new practices and for abolition of old practices is potentially the most interesting part of the research, at least concerning forest management issues. The participants suggested, among other things, the establishment of a national forest registry, the restructuring of the legal frame that refers to forest management and to the penalties for actions against the forest, the reform of the services that are in charge of forest management and fire extinction, the improvement of the protocol of communication and cooperation among services, the elimination of planning errors. Harmonization with the European aquis is suggested, including common exercises of Greek and other European forestall services. Also, what is further emphatically suggested is lifelong learning for the forestall personnel, and the adoption of modern technologies regarding fire prevention and fire extinction. We discussed methods for increasing the involvement of the private sector in forest management, through the provision of opportunities for sustainable exploitation. Within this frame, the correlation between profit and motives for forestall protection has been discussed. Participants coherently mentioned the necessity for mentality turnaround regarding attitude towards the forest, via primarily education, but also via media. The sample also mentioned the need to increase the cooperation with the scientific institutions, so that forestall management planning is the object not of political, but of scientific leadership. Also, the sample located the need for absorption of bigger budget for fire prevention, and not exclusively for fire extinction. During the conduction of the semi-structured interview, we attempted the identification and evaluation of the fire-detection equipment and forest protection, as well as its quantitative representation for the sample. Also, we discussed thoroughly the role of voluntarism and the strategies of its reinforcement and optimal exploitation.Also, we studied the followed practices for the protection of fire affected citizens, the detection of the fixed measures the state undertakes to assist them, and the presentation of the suggestions for improving these measures. We analyzed the methods of burnt forest restoration and the nature and goal of anti-erosive and anti-flood measures; we discussed the optimal scenaria, the necessity of adopting scientific planning and the necessity of legislatively imposed protection of burnt lands, so that possible arbitrary actions will be prevented. Finally, an epilogue was attempted for each semi-structured interview, based on a question about the global planning of forest fires management, for all three phases: the phase of prevention, the phase of fire extinction and the phase of recovery. In this last question the participants were given an opportunity to locate the key concepts for planning. After the apposition of references that were studied for the completion of the present study, an annex follows with the legislation on forest protection, as well as a glossary of terms that correlate to forest fires. We note that the chapter of forest fires includes a critical evaluation of the legislation on forest protection and management.
περισσότερα
Κατεβάστε τη διατριβή σε μορφή PDF (6.08 MB)
(Η υπηρεσία είναι διαθέσιμη μετά από δωρεάν εγγραφή)
|
Όλα τα τεκμήρια στο ΕΑΔΔ προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα.
|
Στατιστικά χρήσης
ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Αφορά στις μοναδικές επισκέψεις της διδακτορικής διατριβής για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΞΕΦΥΛΛΙΣΜΑΤΑ
Αφορά στο άνοιγμα του online αναγνώστη για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΕΙΣ
Αφορά στο σύνολο των μεταφορτώσων του αρχείου της διδακτορικής διατριβής.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
ΧΡΗΣΤΕΣ
Αφορά στους συνδεδεμένους στο σύστημα χρήστες οι οποίοι έχουν αλληλεπιδράσει με τη διδακτορική διατριβή. Ως επί το πλείστον, αφορά τις μεταφορτώσεις.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Σχετικές εγγραφές (με βάση τις επισκέψεις των χρηστών)
λιγότερα
περισσότερα