Τα κατεψυγμένα επιδόρπια γάλακτος αποτελούν μία ομάδα τροφίμων ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, λόγω της πολυπλοκότητας της δομής τους και των δυναμικών μεταβολών στις οποίες υποβάλλονται κατά τη διάρκεια της παραγωγής και αποθήκευσής τους. Ο έλεγχος των συνθηκών της παραγωγικής διαδικασίας και η επιλογή των κατάλληλων συστατικών αποτελούν βασικές παραμέτρους για την παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας και μεγάλου χρόνου ζωής. Παράλληλα η χρήση των κατάλληλων συστατικών επηρεάζει σημαντικά τόσο τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αποδοχής του παγωτού από τους καταναλωτές όσο και τη σταθερότητά του κατά τα στάδια της αποθήκευσης και διανομής του.
Στην παρούσα διδακτορική διατριβή ένας σημαντικός αριθμός από συστατικά υδατανθρακικής προέλευσης (υδροκολλοειδή, ολιγοσακχαρίτες, αμυλοσιρόπια, δισακχαρίτες, πολυαλκοόλες, εναλλακτικά σάκχαρα, μαλτοδεξτρίνες και διαιτητικές ίνες) χρησιμοποιήθηκαν και μελετήθηκαν ως προς την επίδρασή τους στις ρεολογικές και θερμοφυσικές ιδιότητες, την ικανότητα ενσωμάτωσης ...1%CF%83%CF%87%CE%B1%CE%BB%CE%AD%CF%81%CE%B7%2C++%CE%96%CE%B1%CF%87%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B1+%CE%98.">Πασχαλέρη, Ζαχαρούλα Θ.
|
Όλα τα τεκμήρια στο ΕΑΔΔ προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα.
Τα κατεψυγμένα επιδόρπια γάλακτος αποτελούν μία ομάδα τροφίμων ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, λόγω της πολυπλοκότητας της δομής τους και των δυναμικών μεταβολών στις οποίες υποβάλλονται κατά τη διάρκεια της παραγωγής και αποθήκευσής τους. Ο έλεγχος των συνθηκών της παραγωγικής διαδικασίας και η επιλογή των κατάλληλων συστατικών αποτελούν βασικές παραμέτρους για την παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας και μεγάλου χρόνου ζωής. Παράλληλα η χρήση των κατάλληλων συστατικών επηρεάζει σημαντικά τόσο τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αποδοχής του παγωτού από τους καταναλωτές όσο και τη σταθερότητά του κατά τα στάδια της αποθήκευσης και διανομής του.
Στην παρούσα διδακτορική διατριβή ένας σημαντικός αριθμός από συστατικά υδατανθρακικής προέλευσης (υδροκολλοειδή, ολιγοσακχαρίτες, αμυλοσιρόπια, δισακχαρίτες, πολυαλκοόλες, εναλλακτικά σάκχαρα, μαλτοδεξτρίνες και διαιτητικές ίνες) χρησιμοποιήθηκαν και μελετήθηκαν ως προς την επίδρασή τους στις ρεολογικές και θερμοφυσικές ιδιότητες, την ικανότητα ενσωμάτωσης αέρα, την αντικειμενικά προσδιοριζόμενη υφή και τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά διαφορετικών συστημάτων παγωτού (παγωτό βανίλια, παγωτό σοκολάτα και προβιοτικό παγωτό). Η επιλογή των συστατικών έγινε με βάση τις διαφοροποιήσεις τους ως προς τους μηχανισμούς ελέγχου των φαινομένων ανακρυστάλλωσης, την επίδρασή τους στα φαινόμενα πάχυνσης κατά την ωρίμανση, τη συμμετοχή τους στην αποσταθεροποίηση των λιπαρών κατά την κατάψυξη, την επίδρασή τους στη θερμοκρασία των σημείων πήξης και υαλώδους μετάπτωσης και τέλος, στον τρόπο και τους μηχανισμούς επίδρασης στην οργανοληπτικά αποτιμώμενη ποιότητα των δειγμάτων παγωτού. Κατά συνέπεια, οι κυριότερες λειτουργικές ιδιότητες των υδατανθρακικών συστατικών που ελήφθησαν υπόψη κατά την επιλογή τους ως κρυοπροστατευτικά συστατικά των δειγμάτων παγωτού, περιελάμβαναν: α) το μοριακό βάρος, β) το ισοδύναμο δεξτρόζης, γ) το βαθμό πολυμερισμού, δ) το βαθμό διακλάδωσης, ε) την ικανότητα συγκράτησης υγρασίας, στ) το μηχανισμό ελέγχου των φαινομένων ανακρυστάλλωσης, ζ) τη διαλυτότητά τους στο νερό, η) την ικανότητα σχηματισμού πηγμάτων, θ) την αλληλεπίδρασή τους με άλλα βιοπολυμερή, ι) τη γλυκαντική τους ισχύ. Επιπλέον, η συμβατότητα των συστατικών με τα χαρακτηριστικά γεύσης – αρώματος, και η δυνητική διατροφική αξία και φυσιολογική δράση ελήφθησαν υπόψη στην περίπτωση π.χ. των εναλλακτικών σακχάρων και των διαιτητικών ινών.
Οι επιμέρους αλληλεπιδράσεις μεταξύ των αντικειμενικών και οργανοληπτικών μετρήσεων, με στόχο τη διερεύνηση του τρόπου επίδρασης των υδατανθρακικών συστατικών στα συστήματα παγωτού και των μηχανισμών που ποσοτικοποιούν την ολική αποδοχή τους, εξετάστηκαν με εφαρμογή εργαλείων πολυμεταβλητής ανάλυσης (ανάλυση ομαδοποίησης, ανάλυση κύριων συνιστωσών). Η ανάλυση διάκρισης χρησιμοποιήθηκε, προκειμένου να εξεταστεί η συγγένεια των επιμέρους υδατανθρακικών συστατικών ως προς συγκεκριμένες δράσεις-μηχανισμούς που σχετίζονται με την ολική αποδοχή των δειγμάτων παγωτού. Επιπλέον, η μέθοδος της παλινδρόμησης μερικών ελάχιστων τετραγώνων (Partial Least Squares Regression) εφαρμόστηκε, προκειμένου να κατασκευαστούν απλά γραμμικά μαθηματικά μοντέλα πρόρρησης της ολικής αποδοχής των δειγμάτων παγωτού από αντικειμενικές και οργανοληπτικές ιδιότητες. Τα PLS μοντέλα παρέχουν επίσης πληροφορίες για τους πιθανούς μηχανισμούς που εμπλέκονται στην αποτίμηση της ολικής ποιότητας των δειγμάτων παγωτού από τους καταναλωτές.
Αναφορικά με την κρυοπροστατευτική δράση των υδατανθρακικών συστατικών στα συστήματα παγωτού, διακρίθηκαν τρεις κύριες κατηγορίες συστατικών: α) συστατικά τα οποία δεν επιφέρουν μεταβολή των θερμοφυσικών χαρακτηριστικών των μιγμάτων παγωτού, β) συστατικά τα οποία επιδρούν άμεσα στις θερμοφυσικές ιδιότητες των μιγμάτων παγωτού και γ) συστατικά που επιδρούν στις θερμοφυσικές ιδιότητες των μιγμάτων παγωτού ανάλογα με το είδος των παρόντων βιοπολυμερών στην υδατική φάση και τις αλληλεπιδράσεις τους.
Στην πρώτη κατηγορία ενώσεων ανήκουν τα υδροκολλοειδή (αλγινικό νάτριο, ξανθάνη, κόμμι γκουάρ, CMC, και HPMC), τα οποία λόγω του μεγάλου βαθμού πολυμερισμού τους, αλλά κυρίως λόγω της πολύ μικρής συγκέντρωσής τους στα συστήματα παγωτού δεν προκάλεσαν σημαντικές μεταβολές στις θερμικές ιδιότητες των πρότυπων συστημάτων στα οποία προστέθηκαν (-2.29<Τf<-2.95 και -49.65<Tg<-49), εκτός από την περίπτωση της κ-καρραγενάνης (Τg = -48.75). Η προσθήκη του αλγινικού νατρίου οδήγησε στα υψηλότερα ιξώδη και overrun (0.89 Pa*s και 84.1% αντίστοιχα) σε σχέση με τη CMC (0.25 Pa*s και 61.3%). Η προσθήκη της κ-καρραγενάνης ως δευτερογενές σταθεροποιητικό μέσο επέφερε αύξηση των τιμών ιξώδους (4.01 έναντι 0.74Pa*s-n απουσία κ-καρραγενάνης) και overrun (82.6% έναντι 65.6% απουσία κ-καρραγενάνης) στο σύνολο των δειγμάτων. Η χρήση των υδροκολλοειδών συνέβαλε στη μείωση του ρυθμού τήξης των δειγμάτων παγωτού σε ποσοστό που κυμάνθηκε από 16 έως 80%. Το αλγινικό νάτριο παρουσίασε την καλύτερη κρυοπροστατευτική συμπεριφορά στα δείγματα παγωτού κατά τη διάρκεια των 16 εβδομάδων αποθήκευσης όπως προσδιορίστηκε από τα δεδομένα της αντικειμενικής σκληρότητας και του οργανοληπτικού ελέγχου. Αντίθετα, η CMC και το κόμμι γκουάρ προσδιορίστηκαν ως αναποτελεσματικά συστήματα σταθεροποίησης των δειγμάτων παγωτού. Η προσθήκη της κ-καρραγενάνης αποδείχθηκε ότι βελτιώνει τα χαρακτηριστικά ποιότητας (κρεμώδης υφή, ρεολογικές παράμετροι, ικανότητα ενσωμάτωσης αέρα) των δειγμάτων παγωτού, δράση η οποία αποδόθηκε αφενός στην ικανότητά της να αλληλεπιδρά με τις πρωτεΐνες γάλακτος σχηματίζοντας βιοπολυμερικά πήγματα, και αφετέρου στην επιφανειονεργότητά της σε σχέση με τα υπόλοιπα υδροκολλοειδή. Η λειτουργική συγγένεια των υδροκολλοειδών αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της αποθήκευσης, γεγονός που αποκάλυψε ότι η θερμοδυναμική αστάθεια των δειγμάτων παγωτού ελαττώνει σταδιακά την αποτελεσματικότητά τους ως κρυοπροστατευτικά υλικά. Ενδιαφέρουσες συσχετίσεις μεταξύ των οργανοληπτικών ιδιοτήτων εντοπίστηκαν, γεγονός που υποδεικνύει ότι μηχανισμοί οι οποίοι συνδέουν: α) την κρεμώδη υφή με τις ρεολογικές ιδιότητες, τη μερική συσσωμάτωση των λιποσφαιρίων κατά τη διάρκεια της μάσησης, και την παρουσία πολυσακχαριτικών διαμορφώσεων, και β) την τραχιά υφή με την κατανομή μεγέθους των παγοκρύσταλλων και την αυξημένη τριβή κατά τη μάσηση, περιγράφουν τον τρόπο αποτίμησης της ολικής αποδοχής των δειγμάτων παγωτού.
Στη δεύτερη κατηγορία ενώσεων ανήκουν τα σάκχαρα (μαλτόζη και τρεχαλόζη), οι πολυόλες (ξυλιτόλη, μαλτιτόλη, μαννιτόλη, και σορβιτόλη), τα αμυλοσιρόπια (22DE και 39DE), οι διαλυτές διαιτητικές ίνες (Νutriose®), οι φρουκτοολιγοσακχαρίτες (ινουλίνη και ολιγοφρουκτόζη) και οι μαλτοδεξτρίνες (12DE και 17DE). Τα υλικά αυτά ανήκουν στην κατηγορία των κύριων γλυκαντικών υλών (με μία ευρύτερη έννοια), και προστέθηκαν ως υποκατάστατα των ολικών στερεών γλυκαντικών υλών. Από τα αποτελέσματα διαπιστώθηκε ότι οι επιδράσεις τους στις θερμοφυσικές ιδιότητες των μιγμάτων παγωτού καθορίζουν την κρυοπροστατευτική τους δράση, με τα υλικά τα οποία επέφεραν ανύψωση της θερμοκρασίας των σημείων πήξης και υαλώδους μετάπτωσης να παρέχουν την καλύτερη δυνατή θερμοδυναμική σταθερότητα στα συστήματα παγωτού. Η χρήση συστατικών με υψηλό μοριακό βάρος (μακρομοριακά), χαμηλό ισοδύναμο δεξτρόζης, υψηλό βαθμό πολυμερισμού και διακλάδωσης, όπως οι μαλτοδεξτρίνες 12DE, και 17DE, το αμυλοσιρόπιο 22DE, η ινουλίνη και η ολιγοφρουκτόζη, συνέβαλαν στη σημαντική ανύψωση των τιμών Tf και Tg, σε σχέση με τα δείγματα που περιείχαν σακχαρόζη (από 0.5 έως 1.2°C στην περίπτωση του σημείου πήξης, και από 4 έως 5.2°C στην περίπτωση του σημείου υαλώδους μετάπτωσης), ενώ παράλληλα ενίσχυσαν τα ιξώδη των μιγμάτων παγωτού (από 8% έως 349%), βελτίωσαν την ικανότητα απόδαρσής τους (από 10.4 έως 41%), αύξησαν το χρόνο στάλαξης (έως και 138%) και ελάττωσαν το ρυθμό τήξης των δειγμάτων (από 7.1 έως 79.6%). Ικανοποιητική συμπεριφορά παρουσίασε επίσης και η προσθήκη των δισακχαριτών τρεχαλόζη και μαλτόζη, με την πρώτη να επιτυγχάνει σημαντική ανύψωση της τιμής του Tg (περίπου κατά 1°C). Αντίθετα, οι πολυόλες και η φρουκτόζη, αν και βελτίωσαν την ικανότητα απόδαρσης των μιγμάτων παγωτού και σε ορισμένες περιπτώσεις ενίσχυσαν και τα ιξώδη τους (ξυλιτόλη, σορβιτόλη), εντούτοις η κρυοπροστατευτική τους δράση χαρακτηρίστηκε ως ανεπαρκής (ταπείνωση του σημείου πήξης από 0.42°C στην περίπτωση της μαλτιτόλης έως και 2.54°C στην περίπτωση της ξυλιτόλης). Γενικά, από τα αποτελέσματα της προσθήκης των προηγούμενων συστατικών διαπιστώθηκε ότι η μείωση της μοριακής κινητικότητας του νερού, αλλά και η μείωση του ποσοστού του διαθέσιμου μη κρυσταλλωμένου νερού στα φαινόμενα διάχυσης υγρασίας από τη φάση ορού στη διεπιφάνεια που περιβάλλει τους παγοκρύσταλλους είναι οι μηχανισμοί που περιγράφουν κατά κύριο λόγο την κρυοπροστατευτική τους δράση. Παρά την ικανοποιητική κρυοπροστατευτική δράση των μακρομοριακών συστατικών, η συνεισφορά τους στην ολική αποδοχή των δειγμάτων παγωτού εμφανίστηκε ελλιπής, κυρίως λόγω της μειωμένης τους γλυκαντικής ισχύος, η οποία αντικατοπτρίζεται στην ένταση της γλυκιάς γεύσης και την ένταση και το ρυθμό απελευθέρωσης του αρώματος βανίλιας. Ο χρόνος αποθήκευσης των δειγμάτων παγωτού μείωσε το βαθμό διαφοράς μεταξύ των μακρομοριακών ενώσεων και των συστατικών μικρού μοριακού βάρους, αν και η αποτελεσματικότητά τους στον έλεγχο της ανακρυστάλλωσης δεν μεταβλήθηκε σημαντικά. Λόγω του σύνθετου τρόπου με τον οποίο αποτιμάται η ολική αποδοχή των δειγμάτων παγωτού, στην περίπτωση των συγκεκριμένων υδατανθρακικών ενώσεων, χωριστά μοντέλα πρόρρησης της ολικής αποδοχής κατασκευάστηκαν με βάση τη δομή και το μοριακό βάρος τους. Έτσι οι πολυόλες, τα απλά σάκχαρα και οι δισακχαρίτες συνεισφέρουν στην ολική αποδοχή μέσω της ενίσχυσης του αρωματικού προφίλ των δειγμάτων παγωτού, αν και επιφέρουν αύξηση της τριβής στην επιφάνεια της γλώσσας λόγω του χαμηλού ιξώδους του τήγματος, της περιορισμένης μερικής συσσωμάτωσης των λιποσφαιρίων και λόγω της παρουσίας ενός σημαντικού αριθμού ανιχνεύσιμων παγοκρύσταλλων. Αντίθετα, οι μακρομοριακές ενώσεις συνεισφέρουν στην ολική αποδοχή των δειγμάτων παγωτού μέσω της ικανότητάς τους να ελαττώνουν την τριβή, να αυξάνουν το ποσοστό κάλυψης της επιφάνειας της γλώσσας με αποσταθεροποιημένα λιποσφαίρια, και να ενισχύουν το ιξώδες του τήγματος.
Στην τρίτη κατηγορία ενώσεων ανήκουν τα εναλλακτικά σάκχαρα, και οι αδιάλυτες διαιτητικές ίνες. Τα εναλλακτικά σάχκαρα (συμπύκνωμα γλεύκους, σταφιδίνη και μελάσσα σακχαροκάλαμου) προστέθηκαν σε συστήματα παγωτού σοκολάτα, λόγω της καλύτερης συμβατότητάς τους από πλευράς αρώματος και γεύσης. Αν και τα υδατικά συστήματα των εν λόγω συστατικών δεν παρουσίασαν ανυψωμένες τιμές θερμοφυσικών ιδιοτήτων σε σχέση με τη σακχαρόζη (-45.01, -46.31 και -41.8°C αντίστοιχα), εντούτοις στα συστήματα παγωτού τα Tg και Τf εμφάνισαν μία ήπια ανύψωση (από 0.28 έως 2.25°C για το Tg και από 0.31 έως 0.8°C για το Tf). Η δράση αυτή συνεπάγεται ότι η συνέργεια μεταξύ των μακρομοριακών συστατικών των συγκεκριμένων σακχάρων (κυρίως δεξτρίνες) με τις πρωτεΐνες μπορεί να επηρεάζει σημαντικά τα φαινόμενα δημιουργίας βιοπολυμερικών διαμορφώσεων στην υδατική φάση. Με βάση αυτήν την παρατήρηση διαπιστώθηκε επίσης ότι τα ιξώδη των μιγμάτων που περιείχαν τα εναλλακτικά σάκχαρα ενισχύθηκαν (από 57 έως 440%) όπως επίσης και η αντοχή των δειγμάτων παγωτού έναντι της τήξης (από 0.7 έως 30%). Σε ό,τι αφορά την παρεχόμενη κρυοπροστασία, το συμπύκνωμα γλεύκους και η σταφιδίνη εμφάνισαν παρόμοια συμπεριφορά καθόλη τη διάρκεια της αποθήκευσης, ενώ η μελάσσα εμφανίστηκε ως λιγότερο αποτελεσματική ως μέσο κρυοπροστασίας. Η ολική αποδοχή των δειγμάτων παγωτού με εναλλακτικά σάκχαρα επηρεάστηκε από το σύνθετο αρωματικό τους προφίλ, με τα δείγματα που περιείχαν συμπύκνωμα γλεύκους και σταφιδίνη να παρουσιάζουν ενισχυμένο άρωμα σοκολάτας, αυξημένη πικρή γεύση, κρεμώδη και λιπαρή υφή, καθώς και περιορισμένη υδαρότητα και τραχύτητα. Αντίθετα, η προσθήκη της μελάσσας επέφερε αύξηση της όξινης γεύσης και μείωση της κρεμώδους υφής.
Για την περίπτωση των αδιάλυτων διαιτητικών ινών, διαπιστώθηκε ότι η αύξηση του σημείου υαλώδους μετάπτωσης είναι πιο έντονη στα μίγματα παγωτού και ιδιαίτερα στην περίπτωση των ινών μήλου (έως και 2°C για τις ίνες μήλου, 1.3°C για τις ίνες σιταριού και 1.4°C για τις ίνες βρώμης). Για την περίπτωση των ινών μήλου η δράση αποδόθηκε στην ασυμβατότητά της περιεχόμενης πηκτίνης με τις πρωτεΐνες της φάσης ορού, η οποία αυξάνει την τοπική συγκέντρωση των υδροκολλοειδών και μειώνει τη μοριακή κινητικότητα του νερού. Αντίθετα, στην περίπτωση των ινών σιταριού και βρώμης, η δράση αποδόθηκε στη δημιουργία κυτταρινικών και ημικυτταρινικών διαμορφώσεων, οι οποίες περιορίζουν την κινητικότητα των μορίων νερού και τη διαθεσιμότητά τους στα φαινόμενα διάχυσης υγρασίας από τη φάση ορού προς την επιφάνεια των παγοκρύσταλλων. Η ολική αποδοχή των συγκεκριμένων δειγμάτων επηρεάστηκε κατά κύριο λόγο από την κοκκομετρία τους, από την ικανότητά τους να ενισχύουν το άρωμα βανίλιας των δειγμάτων, και από την ικανότητά τους να περιορίζουν την τραχιά υφή.
Επιλεγμένα συστατικά πολυσακχαριτικής – ολιγοσακχαριτικής προέλευσης ενσωματώθηκαν σε συστήματα προβιοτικού παγωτού, προκειμένου να ελεγχθεί η κρυοπροστατευτική τους δράση σε ζυμωμένα κατεψυγμένα επιδόρπια γάλακτος. Διαπιστώθηκε ότι η αποτελεσματικότητα των ολιγοσακχαριτών στο προβιοτικό παγωτό ήταν σχεδόν ταυτόσημη με εκείνη στα συμβατικά συστήματα παγωτού, ενώ αντίθετα η αποτελεσματικότητα των υδροκολλοειδών μεταβλήθηκε σημαντικά ανάλογα με τη σταθερότητά τους στις όξινες συνθήκες των συγκεκριμένων συστημάτων. Έτσι, το αλγινικό νάτριο προσδιορίστηκε ως ανεπαρκές σταθεροποιητικό σύστημα στο προβιοτικό παγωτό σε αντίθεση με την ξανθάνη και την HPMC τα οποία εμφάνισαν πολύ ικανοποιητική κρυοπροστατευτική δράση μετά από 16 εβδομάδες αποθήκευσης. Η αύξηση του ποσοστού προσθήκης γιαουρτιού από 25 σε 50% επί του συνολικού βάρους του μίγματος, επέφερε σημαντική μείωση της ποιότητας των δειγμάτων προβιοτικού παγωτού, κυρίως λόγω της ενίσχυσης του όξινου και στυφού αρώματος, και της αύξησης της τραχιάς, εύθρυπτης και πηγματώδους υφής. Η αύξηση των ολικών στερών λιπαρών γάλακτος προσδιορίστηκε ως ένας ικανοποιητικός τρόπος βελτίωσης των ποιοτικών χαρακτηριστικών των δειγμάτων προβιοτικού παγωτού. Σύμφωνα με τα PLSR μοντέλα που κατασκευάστηκαν στην περίπτωση των δειγμάτων προβιοτικού παγωτού, το έντονο όξινο και στυφό flavor στα ζυμωμένα επιδόρπια γάλακτος μπορεί να αποτελέσει ένδειξη μείωσης της ποιότητάς τους λόγω: α) της επικάλυψης της γλυκιάς γεύσης και του αρώματος βανίλιας, β) της ενίσχυσης της τραχιάς και εύθρυπτης υφής λόγω μεταβολών στα βιοπολυμερικά πλέγματα, γ) της αύξησης της αποτιμώμενης τριβής εξαιτίας της απομάκρυνσης του υμενίου από μερικώς συσσωματωμένα λιποσφαίρια στην περίπτωση της παρουσίας στυφών αρωματικών παραγόντων.