Περίληψη
Οι διεργασίες ρόφησης αερίων σε πορώδη υλικά είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την
σύγχρονη χημική τεχνολογία καθώς σε πολλές περιπτώσεις είναι δυνατόν να
αντικαταστήσουν ενεργοβόρες ή οικολογικά ασύμφορες παραδοσιακές διεργασίες
διαχωρισμού (π.χ. απόσταξη, εκχύλιση κλπ). Επιπλέον τα πορώδη υλικά
χρησιμοποιούνται ευρέως ως μέσα αποθήκευσης αερίων (π.χ. H2, CO2, CH4),
καταλύτες, υποστρώματα καταλυτών, αισθητήρες και μεμβράνες. Αποτελούν δε την
βάση νέων τεχνολογιών (π.χ. απομάκρυνση ρυπαντών, αποθήκευση ενέργειας, νέες
αντιδράσεις κλπ.), κυρίως λόγω των μοναδικών δομικών και φυσικοχημικών
ιδιοτήτων τους, οι οποίες μπορούν σε σημαντικό βαθμό να ρυθμιστούν βάσει των
αναγκών της εκάστοτε διεργασίας.
Την τελευταία δεκαετία εξαιρετικό τεχνολογικό κι επιστημονικό ενδιαφέρον
παρουσιάζει η ανάπτυξη υλικών ικανών να αποθηκεύουν μεγάλες ποσότητες Η2 (σε
ογκομετρική και σταθμική βάση), με επιθυμητές ταυτόχρονα θερμοδυναμικές και
κινητικές ιδιότητες, στο πλαίσιο της εντατικής προσπάθειας ...
Οι διεργασίες ρόφησης αερίων σε πορώδη υλικά είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την
σύγχρονη χημική τεχνολογία καθώς σε πολλές περιπτώσεις είναι δυνατόν να
αντικαταστήσουν ενεργοβόρες ή οικολογικά ασύμφορες παραδοσιακές διεργασίες
διαχωρισμού (π.χ. απόσταξη, εκχύλιση κλπ). Επιπλέον τα πορώδη υλικά
χρησιμοποιούνται ευρέως ως μέσα αποθήκευσης αερίων (π.χ. H2, CO2, CH4),
καταλύτες, υποστρώματα καταλυτών, αισθητήρες και μεμβράνες. Αποτελούν δε την
βάση νέων τεχνολογιών (π.χ. απομάκρυνση ρυπαντών, αποθήκευση ενέργειας, νέες
αντιδράσεις κλπ.), κυρίως λόγω των μοναδικών δομικών και φυσικοχημικών
ιδιοτήτων τους, οι οποίες μπορούν σε σημαντικό βαθμό να ρυθμιστούν βάσει των
αναγκών της εκάστοτε διεργασίας.
Την τελευταία δεκαετία εξαιρετικό τεχνολογικό κι επιστημονικό ενδιαφέρον
παρουσιάζει η ανάπτυξη υλικών ικανών να αποθηκεύουν μεγάλες ποσότητες Η2 (σε
ογκομετρική και σταθμική βάση), με επιθυμητές ταυτόχρονα θερμοδυναμικές και
κινητικές ιδιότητες, στο πλαίσιο της εντατικής προσπάθειας που καταβάλλεται για
την θεμελίωση της χρήσης του υδρογόνου ως φορέα ενέργειας. Τα πορώδη υλικά
έχουν αναδειχθεί εξαιρετικής σημασίας για πιθανές εφαρμογές αποθήκευσης Η2 με
αποτέλεσμα να έχει διερευνηθεί μία πληθώρα σχετικών δομών που μπορούν να
δεσμεύσουν υδρογόνο. Τα υλικά που θεωρούνται ιδιαίτερα πλεονεκτικά είναι
ανθρακικής βάσης, δεδομένου του χαμηλού κόστους, της διαθεσιμότητας, της
ανακυκλωσιμότητας, και κυρίως της ευκολίας τροποποίησής τους. Παρ’ όλα αυτά οι
σχετικοί μηχανισμοί αποθήκευσης δεν έχουν αποσαφηνιστεί και αποτελούν θέματα
έρευνας αιχμής σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο μηχανισμός κάθε στατικού ή δυναμικού φαινομένου που λαμβάνει χώρα ή
εξελίσσεται εντός των πόρων ενός στερεού επηρεάζεται ισχυρά από την τοπολογία -
γεωμετρία του πορώδους δικτύου και τις φυσικοχημικές ιδιότητες της επιφάνειας, ο
δε χαρακτηρισμός των πορωδών υλικών αφορά ουσιαστικά στην μελέτη των
παραμέτρων που είτε άμεσα είτε έμμεσα σχετίζονται με τον μηχανισμό κάθε
διεργασίας. Η "τυχαία" φύση της πλειοψηφίας των πορωδών υλικών απαιτεί την
ανάπτυξη υπολογιστικών προτύπων ως πρώτο βήμα στην κατανόηση των φαινομένων
που λαμβάνουν χώρα εντός του πορώδους δικτύου και βιβλιογραφικά έχουν προταθεί
πολλές προσεγγίσεις που αφορούν σε διαφορετικές κλίμακες της πορώδους δομής. Η
λεπτομερής περιγραφή του φαινομένου της ρόφησης επιβάλλει την μελέτη σε επίπεδο
πόρου και στο πλαίσιο αυτό χρησιμοποιούνται ευρέως τα μοντέλα μεμονωμένων,
ανεξάρτητων πόρων. Η προσέγγιση αυτή σαφώς αγνοεί την συνδεσιμότητα των
πόρων, η οποία είναι καθοριστικής σημασίας σε «δυναμικά» φαινόμενα (διάχυση,
περατότητα κλπ), πλην όμως θεωρείται ικανοποιητική για την περιγραφή
καταστάσεων ισορροπίας όπως η προσρόφηση. Όμως τα συνήθως χρησιμοποιούμενα
πρότυπα μη δομημένων (πλήρως ομοιογενών) επιπέδων τοιχωμάτων ή κυλίνδρων
παραβλέπουν σημαντικούς για την προσρόφηση παράγοντες όπως η τραχύτητα της
επιφάνειας, η καμπυλότητά της, οι ατέλειες της δομής και οποιαδήποτε άλλη μορφή
ανομοιογένειας που προκύπτει από τις κλίσεις και τις γωνίες των τοιχωμάτων, την
χημική σύσταση της επιφάνειας, τις τυχόν επιφανειακές δραστικές ομάδες κλπ.
Η παρούσα διατριβή αποσκοπεί στην ενδελεχή διερεύνηση της επίδρασης της
ενεργειακής και δομικής ανομοιογένειας ανθρακικών πορωδών δομών στην ροφητική
τους ικανότητα μέσω μελέτης δυναμικών πεδίων εντός μεμονωμένων πόρων και
προσομοιώσεων προσρόφησης με μεθόδους στατιστικής μηχανικής και συγκεκριμένα
τεχνικές Monte Carlo στο μέγα-κανονικό σύνολο. Η εργασία επικεντρώθηκε στην
μελέτη της ρόφησης Η2 (και D2) λόγω των ιδιαίτερων φυσικοχημικών
χαρακτηριστικών του. Πέρα από το προφανές τεχνολογικό ενδιαφέρον που
σχετίζεται π.χ. με την οικονομία υδρογόνου ή την κβαντική διήθηση (διαχωρισμός
ισοτόπων), το υδρογόνο αποτελεί ιδανικό μέσο για τον χαρακτηρισμό πορωδών
υλικών με βάση δεδομένα ρόφησης ή θερμοπρογραμματιζόμενης εκρόφησης
(temperature programmed desorption – TPD) καθώς έχει μικρό μέγεθος (και ως εκ τούτου κβαντική συμπεριφορά σε χαμηλές θερμοκρασίες) ενώ είναι υπερκρίσιμο σε
συνήθεις συνθήκες και πρακτικώς αδρανές σε κρυογονικές θερμοκρασίες.
Συγκεκριμένα αναπτύχθηκε πρωτότυπος υπολογιστικός κώδικας Monte Carlo για
μέγα κανονικό σύνολο (grand canonical Monte Carlo, GCMC) με δυνατότητα
αξιόπιστης προσομοίωσης διεργασιών σε μοντέλα πορωδών δομών. Ο κώδικας
ελέγχθηκε συστηματικά τόσο βάσει βιβλιογραφικών δεδομένων όσο και εμπορικών
πακέτων λογισμικού. Ως πρώτο βήμα υιοθετήθηκε η απλή γεωμετρία δύο
παράλληλων γραφενίων (πόροι τύπου σχισμής) η οποία επιπλέον θεωρείται
αντιπροσωπευτική της μικροδομής της πλειοψηφίας των γνωστών ανθρακικών
υλικών. Η διερεύνηση των αλληλεπιδράσεων του υδρογόνου με τις στοιχειώδεις
πορώδεις δομές επεκτάθηκε και στην περίπτωση του δευτερίου προσβλέποντας σε
μία γενικευμένη προσέγγιση η οποία αφορά πλήθος σημαντικών εφαρμογών. Τα
αποτελέσματα των προσομοιώσεων GCMC συνδυάστηκαν με μετρήσεις ρόφησης
αερίων (N2, CO2, H2 και D2) σε εμπορικούς μικροπορώδεις ανθρακικούς μοριακούς
ηθμούς, τόσο για τον υπολογισμό της κατανομής πόρων στα υπό εξέταση υλικά όσο
και για την αποτίμηση της ικανότητας πρόβλεψης των υπολογιστικών μοντέλων.
Επιπλέον προσομοιώθηκε η διεργασία εκρόφησης σε συνθήκες όμοιες με αυτές
τυπικών πειραμάτων TPD και αποδείχθηκε ότι η αποθήκευση Η2 δεν είναι
ικανοποιητική σε θερμοκρασίες υψηλότερες από 150 Κ.
Στην συνέχεια η ρόφηση υδρογόνου μελετήθηκε σε πόρους σχισμής μετά την
εισαγωγή ενεργειακής ανομοιογένειας, θεωρώντας την ύπαρξη εποξειδικών ή
υδροξυλικών ομάδων στα ανθρακικά τοιχώματα. Ανάλογα με τον τύπο των
δραστικών ομάδων το ενεργειακό πεδίο της ανθρακικής επιφάνειας αλλάζει
σημαντικά, ενώ οι υπολογισμένες ισόθερμες υδρογόνου δείχνουν πως αυξάνοντας τη
συγκέντρωση των οξυγόνων η πυκνότητα της ροφημένης φάσης αυξάνει. Τα μοντέλα
με τις οξειδωμένες επιφάνειες χρησιμοποιήθηκαν περαιτέρω για να μελετηθεί η
επίδραση των δραστικών ομάδων στην αντίστοιχη κατανομή μεγέθους πόρων (PSD).
Με βάση τις προσομοιώσεις GCMC αποδεικνύεται ότι η επιλογή του μοντέλου
επηρεάζει σημαντικά την κατανομή πόρων και επομένως για τον χαρακτηρισμό ενός
υλικού θα πρέπει να συνυπολογίζεται η χημική σύσταση της επιφάνειάς του.
Πέραν της επιφανειακής ενεργειακής ανομοιογένειας εξετάστηκε για πρώτη φορά η
ρόφηση υδρογόνου σε νέες, ιδιαίτερα ανομοιογενείς γεωμετρίες όπως οι κώνοι άνθρακα (carbon cones, CCs). Οι CCs παρασκευάσθηκαν σε βιομηχανική κλίμακα
πρόσφατα και αποτελούνται από κυρτά γραφιτικά φύλλα τα οποία χαρακτηρίζονται
από την ύπαρξη 1-5 πενταγώνων στην κορυφή τους. Οι CCs διαφοροποιούνται
σημαντικά από τις συμβατικές μορφές άνθρακα και έχουν προταθεί ως πιθανά υλικά
αποθήκευσης H2. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η παρούσα εργασία αποτέλεσε
σημαντικό τμήμα του συγχρηματοδοτούμενου από την ΕΕ (FP6) έργου με τίτλο
HYCONES - Hydrogen Storage in Carbon Cones. Στο πλαίσιο αυτό
κατασκευάστηκαν μοντέλα ανθρακικών κώνων με πέντε διαφορετικές γωνίες που
απαρτίζονται από περίπου 2000 άτομα άνθρακα. Η ρόφηση Η2 στις δομές αυτές
μελετήθηκε μέσω προσομοιώσεων GCMC και τα αποτελέσματα συγκρίθηκαν με
αντίστοιχες προσομοιώσεις σε μοντέλα νανοσωλήνων άνθρακα. Αποδείχθηκε ότι η
δομική ανομοιογένεια η οποία σχετίζεται με την τοπολογία των ανθρακικών κώνων
επηρεάζει την πυκνότητα και την ισοστερική ενθαλπία ρόφησης.
Το σύνολο των παραπάνω αποτελεσμάτων υποστηρίζουν τον σημαντικό ρόλο της
δομικής κι ενεργειακής ανομοιογένειας στις ιδιότητες ρόφησης πορωδών ανθράκων.
Γίνεται φανερό ως εκ τούτου ότι τα συνήθη ομογενή μοντέλα που χρησιμοποιούνται
ευρέως για τον χαρακτηρισμό πορωδών υλικών (π.χ. προσδιορισμός κατανομής
μεγέθους πόρων) αποτελούν υπεραπλουστευμένες προσεγγίσεις οι οποίες αδυνατούν
να περιγράψουν αξιόπιστα την πορώδη δομή κι επομένως να προβλέψουν με ακρίβεια
μακροσκοπικές ιδιότητες. Η παρούσα εργασία αποτελεί ένα πρώτο βήμα προς την
ανάπτυξη μιας περισσότερο ρεαλιστικής μεθοδολογίας για τον χαρακτηρισμό
πορωδών υλικών και την πρόβλεψη των ροφητικών τους ιδιοτήτων.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Sorption processes in porous materials are of high importance for chemical
technology since they are often used to replace energy-intensive or environmentally
noxious separation processes such as distillation, extraction etc. In addition, porous
materials are widely used as gas stores (e.g. for H2, CO2, CH4), catalysts or catalyst
substrates, sensors and membranes. They also comprise the basis of radically new
technologies (e.g. depollution, energy storage, new reactions etc.), mainly due to their
unique physicochemical properties which moreover can be tuned at will.
In the last decade, tremendous efforts have been devoted to the research and
development of materials that can hold sufficient quantities of H2 (in terms of
gravimetric and volumetric densities) and, at the same time, possess suitable
thermodynamic and kinetic properties, in an attempt to contribute to the establishment
of hydrogen as energy carrier. Porous materials have been shown to be quite
important candid ...
Sorption processes in porous materials are of high importance for chemical
technology since they are often used to replace energy-intensive or environmentally
noxious separation processes such as distillation, extraction etc. In addition, porous
materials are widely used as gas stores (e.g. for H2, CO2, CH4), catalysts or catalyst
substrates, sensors and membranes. They also comprise the basis of radically new
technologies (e.g. depollution, energy storage, new reactions etc.), mainly due to their
unique physicochemical properties which moreover can be tuned at will.
In the last decade, tremendous efforts have been devoted to the research and
development of materials that can hold sufficient quantities of H2 (in terms of
gravimetric and volumetric densities) and, at the same time, possess suitable
thermodynamic and kinetic properties, in an attempt to contribute to the establishment
of hydrogen as energy carrier. Porous materials have been shown to be quite
important candidate hydrogen stores and as a result a wide range of structures have
been explored. The materials that appear to have significant advantages and have thus
received much attention are carbon-based porous solids, in view of their high surface
areas, low cost, available bulk synthesis routes, good recycling characteristics, low
densities, wide diversities of pore structures, reasonably good chemical stability, and
amenability to synthesize a wide range of variants by post-treatment/functionalisation
routes. Although such types of materials have been studied extensively the details of
the respective storage mechanisms are still poorly understood, and as such they are
subjects of intense research worldwide.
The mechanism of a static or a dynamic process taking place within the pores of a
solid is significantly affected by the topology - geometry of the porous system and the
physicochemical properties of the surface, and as a result the characterisation of porous materials is based on the study of a range of parameters that are connected
(directly or indirectly) with the mechanism of each process. The apparent "random"
nature of porous materials requires the development of computational models as a
first step towards the enhanced understanding of the phenomena taking place within
the pores. In this respect a great number of approaches referring to different length
scales of the porous structure have been reported up to now. The detailed description
of the sorption phenomena requires the study of the respective mechanism at the pore
level and as such the most commonly used model is that of single, independent pores.
Although this approach overlooks the pore connectivity, a critical parameter for
dynamic phenomena (diffusion, permeability etc.), it is considered adequate for the
description of equilibrium processes such as sorption. Nevertheless the typical models
of unstructured, homogeneous planes or cylinders do not take into consideration key
aspects for sorption such as the surface roughness and curvature, the possible
structural defects as well as any kind of heterogeneity resulting from the tilt of the
pore walls, the chemical composition of the surface, the presence of surface functional
groups etc.
The present work has been aiming at the thorough investigation of the effect of the
energetic and structural heterogeneity of porous carbon structures on their sorption
properties by studying the potential fields within single pores and the simulation of
sorption therein by adopting statistical mechanics methodologies such as grandcanonical
Monte Carlo. The main focus has been the study of Η2 (and D2) due to its
particular physicochemical properties. Apart from the apparent technological interest
(hydrogen economy, isotopes separation etc.), H2 is an ideal probe for the
characterisation of porous materials based on sorption or temperature programmed
desorption (TPD) data. H2 molecules have a very small size (giving rise to quantum
behaviour at low temperatures), are supercritical at usual pressures/temperatures and
are practically inert at cryogenic temperatures.
More specifically, a novel grand canonical Monte Carlo computer code has been
developed for the reliable simulation of adsorption processes in porous structures. The
source code has been systematically tested and assessed against both literature data
and commercial software suites. As a first step the simple geometrical model of slit
pores with parallel single graphene walls (atomically described) and varying width was adopted as it is considered the most representative for the majority of carbon
porous materials. The study of the H2 interactions with the porous structures was
extended for the case of deuterium in order to investigate quantum effects at 77K. The
simulation results were combined with gas adsorption measurements (N2, CO2, H2 and
D2) on commercial microporous carbon molecular sieves not only for the calculation
of micropore size distributions but for evaluating the predictive power of the
simulation models as well. Indeed it was proven that the D2 adsorption isotherm at
77K can be predicted quite accurately based on H2 measurements, proving thus the
soundness of the models adopted and the approaches followed. Moreover desorption
processes were simulated under conditions similar to temperature programmed
desorption (TPD) experiments. It was discovered that even for the narrowest pores
hydrogen storage is not satisfactory at temperatures higher than 150 K.
Hydrogen adsorption was also studied in slit pores, after inducing inhomogeneity
elements by decorating the graphene walls with different concentrations of epoxy or
hydroxyl functional groups. Depending on the type and concentration of the
functional groups the interaction potential landscapes inside the slit pores change
significantly, while the calculated adsorption isotherms prove that the density of the
adsorbed phase is increasing with increasing oxygen concentration. The oxygen
decorated pore models were also used for the study of the effect of functional groups
in adsorption based pore size distributions (PSD). Based on simulation results it has
been shown that the choice of pore surface model has a profound effect in the GCMC
based pore size distribution and thus the chemical properties of the pore wall surface
should be taken into account.
Beyond the chemically (or energetically) inhomogeneous pore structures hydrogen
adsorption was studied for the first time inside novel extremely inhomogeneous
geometries, namely carbon cones (CCs). CCs were recently produced and are made of
convex graphenes that have 1-5 pentagons (found at the cone tip). CCs are bridging
the topology gap between graphene (0 pentagons) and fullerene (6 pentagons for half
fullerene), they have distinct differences from conventional carbon structures and
have been suggested as possible hydrogen stores. It should be mentioned that this
work was part of the European Commission funded (FP6) project HYCONES –
“Hydrogen Storage in Carbon Cones”. In this context atomically-described conical pore models with five different tip declinations have been constructed. The structures
are made of approximately 2000 carbon atoms and were used to study H2 adsorption
inside them by means of GCMC simulations. The simulation results were further
compared with carbon nanotube models. It has been shown that the structural
inhomogeneity that is directly related with the carbon cone geometry has a significant
effect on adsorption density as well as the isosteric heat of adsorption.
The results that were briefly described above strongly support that both structural
(geometry, size) and energetic (chemistry, size) plays a major role in the microscopic
and macroscopic adsorption properties of porous materials. It is thus obvious that the
conventional homogeneous pore models that are abundantly used for porous materials
characterization (pore size distributions) are oversimplified approaches that cannot
describe adequately the porous structure and thus have very limited predictive
potential. This work perhaps is a small first step towards the development of a more
realistic methodology for the characterization of inhomogeneous porous materials and
the prediction of their sorption properties.
περισσότερα