Περίληψη
Τα σχολικά εγχειρίδια των γλωσσικών μαθημάτων από το 1955 έως το 2006 αποτελούν την επίσημη έκφραση των απόψεων της πολιτικής εξουσίας, όπως αυτή μορφοποιήθηκε μέσα στο ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο κάθε εποχής. Τα ιδεολογικά ρεύματα που διαμορφώθηκαν από τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη και αποτέλεσαν την μήτρα των πολιτικών ιδεολογιών, εισήχθησαν στην Ελλάδα διαφοροποιημένα. Οι προτεραιότητες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους απείχαν από τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες που ζούσαν το θαύμα της βιομηχανικής επανάστασης, οι κοινωνικές τάξεις επαναπροσδιόριζαν την ισχύ τους και το ρόλο τους ως ηγέτιδες, ενώ ταυτόχρονα οι κραταιές οικονομικά χώρες της δύσης ανησυχούσαν για την υλοποίηση του αποικιοκρατικού σχεδίου τους και των ζωνών επιρροής τους.
Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος ανησυχούσε για τον ζωτικό του χώρο και τις εδαφικές του διεκδικήσεις. Τα σύνορα αποτελούσαν μέρος των διεθνών συμφωνιών, μέρος της αποδυνάμωσης της πρώην ισχυρής οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η πολιτική κατάσταση διαμορφώθηκε στο ...
Τα σχολικά εγχειρίδια των γλωσσικών μαθημάτων από το 1955 έως το 2006 αποτελούν την επίσημη έκφραση των απόψεων της πολιτικής εξουσίας, όπως αυτή μορφοποιήθηκε μέσα στο ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο κάθε εποχής. Τα ιδεολογικά ρεύματα που διαμορφώθηκαν από τον 19ο αιώνα στην Ευρώπη και αποτέλεσαν την μήτρα των πολιτικών ιδεολογιών, εισήχθησαν στην Ελλάδα διαφοροποιημένα. Οι προτεραιότητες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους απείχαν από τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες που ζούσαν το θαύμα της βιομηχανικής επανάστασης, οι κοινωνικές τάξεις επαναπροσδιόριζαν την ισχύ τους και το ρόλο τους ως ηγέτιδες, ενώ ταυτόχρονα οι κραταιές οικονομικά χώρες της δύσης ανησυχούσαν για την υλοποίηση του αποικιοκρατικού σχεδίου τους και των ζωνών επιρροής τους.
Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος ανησυχούσε για τον ζωτικό του χώρο και τις εδαφικές του διεκδικήσεις. Τα σύνορα αποτελούσαν μέρος των διεθνών συμφωνιών, μέρος της αποδυνάμωσης της πρώην ισχυρής οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η πολιτική κατάσταση διαμορφώθηκε στον ελληνικό χώρο με μια χαρακτηριστική ιδιαιτερότητα: την ύπαρξη πολιτικών κομμάτων, εθνοσυνέλευσης και την ψήφιση συντάγματος πριν ακόμη από την ύπαρξη κράτους με σύνορα και κυβέρνηση εκλεγμένη ή μη. Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος έπρεπε να αποδείξει την ανάγκη ύπαρξής του και τη βιωσιμότητά του.
Η ιδεολογία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους στηρίχτηκε ακριβώς στη βιωσιμότητά του. Έπρεπε να αναδειχθούν ή και ανακαλυφθούν όλοι εκείνοι οι λόγοι που θα καθιστούσαν αναγκαία την ύπαρξη και επέκταση των συνόρων του κράτους. Για τούτο επιστρατεύτηκαν όλοι οι μηχανισμοί και οι θεσμοί που απαρτίζουν ένα κράτος: εκκλησία, εκπαίδευση, δικαιοσύνη, στρατός, πολιτισμός. Οι πληθυσμοί που εντάχθηκαν στα ελληνικά σύνορα, καθώς και εκείνοι για τους οποίους οραματίζονταν την ένωση με την Ελλάδα έπρεπε να αποκτήσουν μια ομοιογενή εθνική ταυτότητα. Σε μια Ευρώπη που από τις αρχές του 20ού αιώνα η ιδέα των εθνικών κρατών αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη απήχηση ως προϊόν πολιτικών και κοινωνικών ζυμώσεων, στην Ελλάδα έπρεπε να δημιουργηθεί ένα ομογενοποιημένο πολιτισμικά, γλωσσικά και θρησκευτικά έθνος, με κοινά οράματα και κοινές διεκδικήσεις. Ενώ ταυτόχρονα έπρεπε να επιδεικνύει ‘δουλοπρεπή’ και ‘ευγνώμονα’ στάση προς τις εγγυήτριες της υπάρξεώς του δυνάμεις. Η μικρασιατική καταστροφή διέψευσε πολλούς από τους πόθους και τα οράματα και οριοθέτησε τις δυνατότητες του ελληνικού κράτους ως προς τις εδαφικές και πολιτικές του διεκδικήσεις.
Το μετεμφυλιακό κράτος που αναδύθηκε μετά το τέλος των παγκοσμίων πολέμων και του εμφυλίου απλά εμφάνισε όλες τις αδυναμίες που είχαν συσσωρευτεί κατά την προηγούμενη περίοδο: α) Οικονομική εξαθλίωση, αφού δεν υπήρχε οικονομικός σχεδιασμός και προγραμματισμός, β) κοινωνική κρίση, απόρροια του εμφυλίου, γ) πολιτική παρακμή, αφού κανείς δημοκρατικός ή συνταγματικός θεσμός δεν λειτουργούσε, ή λειτουργούσε αναλόγως των περιστάσεων.
Οι πολιτικές εξελίξεις ακολούθησαν τις περισσότερες φορές την ιστορική πραγματικότητα (επέκταση συνόρων, μικρασιατική καταστροφή, ένταξη της Ελλάδας στο πλευρό της Αντάντ κατά τους παγκόσμιους πολέμους, ένταξη της Ελλάδας στη ζώνη επιρροής της Αγγλίας μετά τη συμφωνία της Γιάλτας, ένταξη στο ΝΑΤΟ). Η πολιτική εξουσία καλείτο να αντιμετωπίσει ήδη ειλημμένες αποφάσεις της διεθνούς πολιτικής σκηνής, αδυνατώντας ωστόσο να διαχειριστεί τα εσωτερικά της προβλήματα. Η συμμόρφωση, που αποτέλεσε το κυρίαρχο δόγμα του μετεμφυλιακού κράτους αποτυπώθηκε σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής. Η αδυναμία εκδημοκρατισμού της πολιτικής ζωής, η διατήρηση του εθνικού διχασμού, υποπροϊόν της ψυχροπολεμικής πολιτικής που ακολουθούσαν οι «σύμμαχοί» μας την αντίστοιχη περίοδο, καθώς και η έλλειψη βραχυπρόθεσμου, έστω, οικονομικού σχεδιασμού και κοινωνικής πρόνοιας, οδήγησαν στη δημιουργία ενός εσωστρεφούς, φοβικού και χαμηλών προδιαγραφών βαλκανικού κράτους. Διότι σε κάθε περίπτωση από την δεκαετία του 50 μέχρι και την μεταπολίτευση, η Ελλάδα αυτοπροσδιοριζόταν, αλλά και ετεροπροσδιοριζόταν ως βαλκανικό κράτος, δεμένη στο άρμα της αμερικανικής επιρροής (καθεστώς που διαμορφώθηκε μετά το 1947, οπότε και πέρασε η χώρα από την αγγλική στην αμερικανική επιρροή). Η ευρωπαϊκή προοπτική θα προκύψει μετά το 1974, αν και ψήγματα αυτής της ιδέας διακρίνουμε την περίοδο διακυβέρνησης Καραμανλή μετά το 1955.
Η περίοδος της δικτατορίας θα αποτελέσει το ορόσημο για το πέρασμα προς την εσωτερική πολιτική ωριμότητα και την ευρωπαϊκή προοπτική, την πολιτική και κοινωνική αποκατάσταση. Μετά τη μεταπολίτευση και την συνταγματική παγίωση του πολιτεύματος, η ελληνική πολιτική ζωή ακολούθησε την συνήθη ιδιαιτερότητά της, όπως συνέβαινε και στο παρελθόν, δηλαδή την αλλαγή όλων των πολιτικών σχηματισμών, που στον ελληνικό πολιτικό χώρο λειτουργούσαν ως δίπολα. Από τους κόλπους της προδικτατορικής ΕΡΕ προκύπτει η Νέα Δημοκρατία και αντίστοιχα από την Ένωση Κέντρου, το ΠΑΣΟΚ. Τα νέα αυτά πολιτικά κόμματα, κρατώντας σαφείς αποστάσεις από τους γεννήτορές τους, καλούνταν στο νέο ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο να προσδιορίσουν το μέλλον της χώρας. Η ευρωπαϊκή προοπτική απαιτούσε ένα νέο πιο εξωστρεφές, φιλελεύθερο και φιλολαϊκό ιδεολογικό οικοδόμημα στον πολιτικό λόγο των νέων κομμάτων προκειμένου α) να αναρριχηθούν και να διατηρήσουν την εξουσία β) να αποκτήσουν οπαδούς που να εξασφαλίσουν την βιωσιμότητα τόσο του κόμματος, όσο και των κυβερνήσεων που θα σχημάτιζαν. Η λαϊκή εντολή αποτελούσε, σε μια δημοκρατική πολιτική ζωή, τον υπέρτατο στόχο.
περισσότερα