Περίληψη
Συμπεράσματα : Στις 10 Νοεμβρίου 1938, ο Μουσταφά Κεμάλ άφησε την τελευταία του πνοή στο πρώην αυτοκρατορικό παλάτι Ντολμάμπαχτσε, της Κωνσταντινούπολης. Με τον θάνατο του τερματίστηκε μια σημαντική περίοδος στα πλαίσια της οποίας έλαβε χώρα η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας. Η συγκεκριμένη λοιπόν περίοδος, υπό το πρίσμα των τουρκικών πολιτικών κομμάτων, αποτέλεσε το αντικείμενο της συγκεκριμένης μελέτης.
Ποια ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου; Ποιες πολιτικές εξελίξεις και ποιοι πολιτικοί παράγοντες οδήγησαν τον Μουσταφά Κεμάλ από το αξίωμα του Οθωμανού στρατηγού στο ανώτατο αξίωμα της νέας Τουρκικής Δημοκρατίας; Η απάντηση των συγκεκριμένων ερωτημάτων ρίχνει φως στην διάλυση μιας μεγάλης αυτοκρατορίας και στην ίδρυση, στα τελευταία εδάφη αυτής, της νέας Τουρκικής Δημοκρατίας.
Το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου επιφύλασσε συντριπτική ήττα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία και πολλά προβλήματα πολιτικοοικονομικής υφής για τους ...
Συμπεράσματα : Στις 10 Νοεμβρίου 1938, ο Μουσταφά Κεμάλ άφησε την τελευταία του πνοή στο πρώην αυτοκρατορικό παλάτι Ντολμάμπαχτσε, της Κωνσταντινούπολης. Με τον θάνατο του τερματίστηκε μια σημαντική περίοδος στα πλαίσια της οποίας έλαβε χώρα η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας. Η συγκεκριμένη λοιπόν περίοδος, υπό το πρίσμα των τουρκικών πολιτικών κομμάτων, αποτέλεσε το αντικείμενο της συγκεκριμένης μελέτης.
Ποια ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου; Ποιες πολιτικές εξελίξεις και ποιοι πολιτικοί παράγοντες οδήγησαν τον Μουσταφά Κεμάλ από το αξίωμα του Οθωμανού στρατηγού στο ανώτατο αξίωμα της νέας Τουρκικής Δημοκρατίας; Η απάντηση των συγκεκριμένων ερωτημάτων ρίχνει φως στην διάλυση μιας μεγάλης αυτοκρατορίας και στην ίδρυση, στα τελευταία εδάφη αυτής, της νέας Τουρκικής Δημοκρατίας.
Το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου επιφύλασσε συντριπτική ήττα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία και πολλά προβλήματα πολιτικοοικονομικής υφής για τους νικητές Συμμάχους. Αυτό που είχε μεγάλη σημασία για τους Συμμάχους ήταν η πλαισίωση της μεταπολεμικής ανάπτυξης του δυτικού κεφαλαίου με έναν πολιτικό μανδύα. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ουίλσον, βάσισε την εξωτερική οικονομική του πολιτική στην ιδέα της αυτοδιάθεσης των λαών. Όμως, μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, όταν έφθασε η στιγμή της εφαρμογής της συγκεκριμένης αρχής και της εξασφάλισης της καπιταλιστικής ανάπτυξης, οι Σύμμαχοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με πολλά προβλήματα. Από την μια, υπήρχαν οικονομικές δυσχέρειες και κοινωνικές αναταραχές και από την άλλη ο ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων για την απόκτηση του ελέγχου όσο το δυνατόν περισσότερων αποικιών. Παρά το γεγονός ότι, στο τέλος του πολέμου τα συγκεκριμένα ζητήματα επισκίαζαν την συνοχή των Συμμάχων και δυσχέραιναν την λήψη κοινών μεταπολεμικών πρωτοβουλιών, οι Σύμμαχοι συμφωνούσαν ως προς την τύχη των τελευταίων εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όπως τονίστηκε παραπάνω, οι Σύμμαχοι, οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούσαν την εξάπλωση της κομμουνιστικής δράσης στα εδάφη της Μικρής Ασίας, συμφωνούσαν ως προς την ανασυγκρότηση της αυτοκρατορίας μέσα από την σμίκρυνση των εδαφών της και την κατοχύρωση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των διάφορων εθνοτήτων της.
Μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Μούδρου, τα παραπάνω σημεία σύγκλισης των Συμμάχων όρισαν τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές του μεταπολεμικού οθωμανικού πολιτικού πλαισίου. Με βάση αυτές τις γραμμές, η μουσουλμανική – τουρκική μεσαία τάξη της Αυτοκρατορίας σύναψε συμμαχίες με διάφορες μερίδες της κοινωνίας και εμφανίστηκε στο μεταπολεμικό πεδίο προτάσσοντας τις δικές της ιδιαίτερες προτάσεις. Οι συγκεκριμένες προτάσεις αφορούσαν: Πρώτον, τον χαρακτήρα της μεταπολεμικής κρατικής δομής. Δεύτερον, την ταυτότητα της εθνικής, θρησκευτικής και ταξικής ομάδας που θα έλεγχε αυτή την δομή. Τρίτον, την οικονομική ανάπτυξη των μουσουλμάνων – Τούρκων κατοίκων της Αυτοκρατορίας μέσα από τον ενισχυμένο οικονομικό ρόλο του κράτους και την διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, ως παράγοντα αναχαίτισης της εξάπλωσης της κομμουνιστικής δράσης. Τέταρτον, τον χαρακτήρα των μεταπολεμικών σχέσεων της Αυτοκρατορίας με τους Συμμάχους.
Υπογραμμίζουμε το γεγονός ότι, μετά ή προς το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, οι διαφορετικές προσεγγίσεις των Συμμάχων καθυστέρησαν την υπογραφή της τελικής συνθήκης ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και εξασφάλισαν στην μουσουλμανική – Τουρκική μεσαία τάξη τον πολύτιμο χρόνο για να αναπτύξει τις παραπάνω προτάσεις. Την ίδια στιγμή, η διαφορετική ανάγνωση αυτών των προτάσεων έφερε στην επιφάνεια την διάσπαση στους κόλπους της μεσαίας τάξης.
Συγκεκριμένα, στην νέα περίοδο μια μερίδα της μουσουλμανικής – Τουρκικής μεσαίας τάξης σύναψε συμμαχία με τα ανώτατα κοινωνικά στρώματα της Αυτοκρατορίας (Σουλτάνος Βαχντεττίν, αριστοκρατία, υψηλόβαθμοι γραφειοκράτες). Αυτή η συμμαχία εξασφαλίστηκε χάρη στο γεγονός ότι τα μέλη της στόχευαν στην διατήρηση της κοινωνικής τους θέσης και στην κατοχύρωση των ιδιαίτερων συμφερόντων τους μέσα από την διατήρηση της Αυτοκρατορίας. Στα πλαίσια της συγκεκριμένης μελέτης, η εν λόγω πολιτική γραμμή, ονομάστηκε ως οθωμανική εκδοχή του φιλελευθερισμού. Οι βασικές της αρχές ήταν: Πρώτον, η διατήρηση της Αυτοκρατορίας μέσα από ένα προτεινόμενο συνομοσπονδιακό μοντέλο που θα βασίζεται στην αποκέντρωση και στην συνεργασία των μουσουλμανικών και χριστιανικών ομάδων της Αυτοκρατορίας, με ιδιαίτερο σημείο αναφοράς στο αξίωμα του Σουλτάνου – Χαλίφη, δηλαδή στην χρήση της θρησκείας ως στοιχείο εξασφάλισης της κοινωνικής συνοχής. Δεύτερον, ο αποκλεισμός από το πολιτικό πεδίο όλων των παραγόντων που δεν συμφωνούν με την παραπάνω πολιτική γραμμή, δηλαδή το μονοπώλιο εξουσίας. Τρίτον, η καπιταλιστική ανάπτυξη και ο αποκλεισμός της κομμουνιστικής δράσης από τα τελευταία εδάφη της Αυτοκρατορίας. Τέταρτον, η συνεργασία με τους Συμμάχους και ιδιαίτερα με την Βρετανία ώστε να εξασφαλιστούν οι προαναφερθέντες στόχοι.
Όπως είδαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, η δράση του οθωμανικού φιλελευθερισμού με βάση την παραπάνω πολιτική γραμμή, δεν κατόρθωσε να εξαπλωθεί και οδηγήθηκε στην σταδιακή εξαφάνιση από το προσκήνιο της ιστορίας. Οι λόγοι της αποτυχίας του οθωμανικού φιλελευθερισμού ήταν: Πρώτον, το γεγονός ότι οι Σύμμαχοι δεν συμφώνησαν με την διατήρηση των προπολεμικών συνόρων της Αυτοκρατορίας. Δεύτερον, οι χριστιανικές εθνότητες δεν έδειξαν να συμμερίζονται την συγκεκριμένη πολιτική γραμμή. Τρίτον, ο πολιτικός λόγος του οθωμανικού φιλελευθερισμού δεν κατόρθωσε να αγγίξει το σύνολο της μεσαίας τάξης και της ενδοχώρας. Και τέταρτον, τα κόμματα και οι πολιτικοί παράγοντες του οθωμανικού φιλελευθερισμού δεν είχαν αποτελεσματικές και αποφασιστικές ηγεσίες.
Την περίοδο εμφάνισης στο πολιτικό σκηνικό του οθωμανικού φιλελευθερισμού και των πολιτικών παραγόντων του, μια μερίδα της μουσουλμανικής – Τουρκικής μεσαίας τάξης έστρεψε την προσοχή της προς μια άλλη εκδοχή του φιλελευθερισμού, τον τουρκικό φιλελευθερισμό. Μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, τα εμπόδια που αντιμετώπιζε η πολιτικοοικονομική ανάπτυξη των μουσουλμάνων – Τούρκων κατοίκων της Αυτοκρατορίας (εξασθένιση κεντρικού κρατικού μηχανισμού, προβλήματα επιβίωσης ή ευμάρειας των μουσουλμάνων – Τούρκων κατοίκων σε κάποιες περιοχές της ενδοχώρας, παρέμβαση των ξένων δυνάμεων υπέρ των μη μουσουλμανικών θρησκευτικών ομάδων), καθώς και οι προοπτικές ανασυγκρότησης του κράτους (ένα κράτος που θα ελέγχεται από τα μουσουλμανικά – Τουρκικά στοιχεία της Ανατολής χωρίς την παρέμβαση του Σουλτάνου, των ξένων παραγόντων και των μη μουσουλμανικών θρησκευτικών ομάδων), εξασφάλισαν μια βάση συνεννόησης και συνεργασίας, σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο, μιας μερίδας της μεσαίας τάξης με την ιθύνουσα τάξη της ενδοχώρας (γαιοκτήμονες, θρησκευτικοί ηγέτες, φύλαρχοι). Επωφελούμενη από τον οργανωτικό ιστό του διαλυμένου Κόμματος Ένωσης και Προόδου, αυτή η συνεργασία έφερε στο ιστορικό προσκήνιο την πολιτική δράση της μουσουλμανικής – τουρκικής άρχουσας συμμαχίας, η οποία βασίστηκε στις εξής αρχές: Πρώτον, μετατροπή των τελευταίων εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε μια συμπαγή εδαφική κοινότητα, ευθυγραμμισμένη με την κυρίαρχη μουσουλμανική – τουρκική εθνότητα της Ανατολής. Δεύτερον, μονοπώληση της εξουσίας. Τρίτον, οικονομική ανάπτυξη, εκσυγχρονισμός των πολιτικοκοινωνικών δομών και περιορισμός της εξάπλωσης της κομμουνιστικής δράσης μέσα από τον αυξημένο ρόλο του κράτους και την συνεργασία με το δυτικό κεφάλαιο. Τέταρτον, επικέντρωση στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης όπως ορίζεται από τις Αρχές Ουίλσον και προσφυγή στην ένοπλη αντίσταση για την υποστήριξη του.
Σε αντίθεση με την οθωμανική εκδοχή του φιλελευθερισμού, ξεκινώντας από τα τέλη του Μεγάλου Πολέμου και μέχρι την λειτουργία της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας το 1920, η τουρκική εκδοχή του φιλελευθερισμού κέρδιζε συνεχώς έδαφος στην πολιτική ζωή του τόπου. Εξαίρεση αποτελούν, μια σειρά αποτυχημένων κινήσεων για την δημιουργία μιας συνομοσπονδίας των ισλαμικών εθνών της Μέσης Ανατολής, καθώς και κάποια αποτυχημένα πραξικοπηματικά σχέδια σε κεντρικό επίπεδο. Όμως, αυτά τα αποτυχημένα σχέδια δεν μπορούν να επισκιάσουν το γεγονός ότι την στιγμή που αποδυναμώθηκαν σταδιακά οι παράγοντες του οθωμανικού φιλελευθερισμού, οι αρχές και η πολιτική δράση του τουρκικού φιλελευθερισμού απέκτησαν νέα ώθηση μέσα από την δράση της άρχουσας συμμαχίας σε περιφερειακό επίπεδο. Παραμερίζοντας τους κεντρικούς πολιτικούς και οικονομικούς μηχανισμούς, η συμμαχία δημιούργησε τις δικές της αυτόνομες, ή ακόμη και ανεξάρτητες, κρατικές δομές. Ενώ ταυτόχρονα, την εν λόγω περίοδο, οι αριστεροί παράγοντες που εμφανίστηκαν στο πολιτικό σκηνικό μετά την Συνθήκη Μούδρου, δεν κατάφεραν να αρθρώσουν τον δικό τους πολιτικό λόγο και να δημιουργήσουν αποτελεσματικές δομές και αυτόνομες οδούς επικοινωνίας με την κοινωνία. Τα εν λόγω γεγονότα λοιπόν δημιούργησαν σταδιακά το πρόσφορο έδαφος για την τελική επικράτηση της τουρκικής εκδοχής του φιλελευθερισμού.
Την στιγμή λοιπόν της αποβίβασης των ελληνικών στρατευμάτων στην Μικρή Ασία, ο τουρκικός φιλελευθερισμός προσανατολιζόταν προς τον συντονισμό των ανεξάρτητων τοπικών πρωτοβουλιών υπό την καθοδήγηση ενός κεντρικού μηχανισμού λήψης αποφάσεων, ώστε να επικυρώσει την τελική και ολοκληρωτική επικράτηση του στο πολιτικό σκηνικό. Ο συντονισμός των πρωτοβουλιών ήταν αναγκαίος για την νίκη στο στρατιωτικό μέτωπο και την αντιμετώπιση των κοινωνικοπολιτικών επιπτώσεων της κατάρρευσης της κεντρικής κρατικής διοίκησης. Όμως, όπως είδαμε στα κεφάλαια που προηγήθηκαν, ο συντονισμός της πολιτικής δράσης της μουσουλμανικής – τουρκικής άρχουσας συμμαχίας συνοδεύτηκε από την διάσπαση στους κόλπους της συμμαχίας. Όταν λοιπόν οι ένοπλες δυνάμεις της συμμαχίας συγκρούονταν με τις ελληνικές, αρμένικες, γεωργιανές και γαλλικές δυνάμεις, σε επίπεδο πολιτικού λόγου βρέθηκαν στο προσκήνιο δυο αλληλοσυγκρουόμενα μοντέλα. Από την μια, μια ομάδα καριεριστών και επαγγελματιών, υπό την ηγεσία του στρατηγού Μουσταφά Κεμάλ πρότεινε ένα συγκεντρωτικό γραφειοκρατικό μοντέλο διακυβέρνησης. Ενώ, από την άλλη, έχοντας εξασφαλίσει την υποστήριξη των μελών της άρχουσας συμμαχίας των μεγάλων εμπορικών κέντρων, μια άλλη μερίδα καριεριστών, επαγγελματιών και μικροαστών, πρότεινε ένα φιλελεύθερο πλουραλιστικό μοντέλο διακυβέρνησης που θα βασιζόταν στις αρχές του διαχωρισμού των εξουσιών και στον περιορισμό του ρόλου του κράτους στον τομέα της οικονομίας.
Η νέα σύγκρουση ήρθε στην επιφάνεια κατά την περίοδο της διακοπής της λειτουργίας της τελευταίας οθωμανικής βουλής και κορυφώθηκε κατά την έναρξη της λειτουργίας της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας. Στην πραγματικότητα το ερώτημα που τέθηκε επί τάπητος αυτή την περίοδο ήταν το: Ποια μερίδα της άρχουσας συμμαχίας θα αναδεικνυόταν σε κινητήρια δύναμη και θα μετέφραζε σε πολιτική δράση το πολιτικό πρόγραμμα του τουρκικού φιλελευθερισμού; Στην νέα περίοδο, οι καριερίστες και οι επαγγελματίες, οι οποίοι παραδοσιακά επωφελούνταν στο έπακρο από τις αυτοκρατορικές δυτικές δομές της παιδείας, θα εξακολουθούσαν να ελέγχουν την κρατική δομή και να καθορίζουν την κρατική πολιτική; Για τον Μουσταφά Κεμάλ και τους συνεργάτες του η επικράτηση τους ήταν μονόδρομος. Όπως τονίσαμε προηγουμένως αυτή η ομάδα στόχευε στην αποκοπή από το πολυεθνικό αυτοκρατορικό παρελθόν και στην δημιουργία μιας εθνικής πολιτικής και οικονομικής δομής, σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα, μέσα από ένα συγκεντρωτικό, με αυταρχικές και μιλιταριστικές προδιαγραφές, γραφειοκρατικό μοντέλο. Παράλληλα, διαισθανόμενοι την εξασθένιση της κεντρικής κρατικής εξουσίας, προχώρησαν ένα βήμα παρά πέρα προτείνοντας την υιοθέτηση ενός μοντέλου αναχαίτισης των επικίνδυνων δυναμικών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια κοινωνική επανάσταση και σε ανατροπές στην εσωτερική ισορροπία της άρχουσας συμμαχίας.
Ο Κεμάλ και οι σύντροφοι του λοιπόν επιλέγουν τον κορπορατισμό, εμπλουτισμένο με την πρακτική της διαπραγμάτευσης, ως το προτεινόμενο πολιτικό μοντέλο διακυβέρνησης της χώρας αλλά και διάρθρωσης της άρχουσας συμμαχίας. Σύμφωνα με τον κορπορατισμό, όλες οι συνιστώσες της άρχουσας συμμαχίας θα εκπροσωπούνται, τόσο στον Σύλλογο Υπεράσπισης των Δικαιωμάτων της Ανατολής και Ρούμελης, όσο και στο Λαϊκό Κόμμα. Ο Κεμάλ και οι σύντροφοι του λοιπόν καλούσαν τα μέλη της άρχουσας συμμαχίας σε μια διαπραγμάτευση που θα εξασφάλιζε την συμμετοχή τους στην κρατική εξουσία και την προώθηση των ιδιαίτερων συμφερόντων τους, με την προϋπόθεση ότι δεν θα αμφισβητούσαν την συγκεντρωτική εξουσία του Κεμάλ και των συντρόφων του. Σε αντάλλαγμα, η διακυβέρνηση του Κεμάλ υποσχόταν την ενσωμάτωση της χώρας στην παγκόσμια οικονομία και την καπιταλιστική ανάπτυξη, μέσα από την υιοθέτηση ενός μοντέλου μεικτής οικονομίας, το οποίο θα εξασφάλιζε την οικονομική ανάπτυξη όλων των συνιστούντων της άρχουσας συμμαχίας, τα συμφέροντα των οποίων θα βρίσκονται στο επίκεντρο των οικονομικών σχεδιασμών της κρατικής εξουσίας. Επιπλέον, ο Κεμάλ και οι σύντροφοι του θα προχωρούσαν στον εκσυγχρονισμό των κοινωνικοοικονομικών δομών μέσα από τον εκδυτικισμό της χώρας, χωρίς όμως να παραμερίζουν τον παράγοντα του Ισλάμ, ο οποίος στο εξής θα αποτελούσε βασικό στοιχείο της κοινωνικής συνοχής.
Ο Κεμάλ και οι σύντροφοι του λοιπόν στήριξαν το προτεινόμενο μοντέλο διακυβέρνησης στον έλεγχο των κοινοβουλευτικών δομών τις οποίες όριζε το Σύνταγμα του 1876. Όταν λοιπόν τέθηκε υπό αμφισβήτηση η ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος, προχώρησαν στην δημιουργία ενός εναλλακτικού κοινοβουλευτικού πεδίου, στον έλεγχο του οποίου προσπάθησαν να κυριαρχήσουν. Η τελική επικράτηση του Μουσταφά Κεμάλ και του κύκλου του στο νέο πεδίο, οφειλόταν σε τέσσερις παράγνοντες: Πρώτον, οι Σύμμαχοι, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν την επικράτηση του τουρκικού φιλελευθερισμού στο πολιτικό πεδίο, δεν επέτρεψαν την επιστροφή της χώρας στην ομαλή κοινοβουλευτική ζωή. Αυτή η εξέλιξη διευκόλυνε το έργο του Κεμάλ ως προς την δημιουργία μιας νέας εθνικής δομής, της οποίας τα νευραλγικά κέντρα λήψης αποφάσεων θα ελέγχονταν από τον ίδιον. Δεύτερον, η νίκη έναντι των ελληνικών δυνάμεων και η ειρήνη και συνεργασία στο ανατολικό μέτωπο με την ΕΣΣΔ, ενίσχυσαν την θέση του Κεμάλ στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο. Τρίτον, ο ίδιος ο Κεμάλ απέδωσε μεγάλη σημασία στον έλεγχο και στον συντονισμό της αυτοκρατορικής γραφειοκρατικής δομής και της δράσης της άρχουσας συμμαχίας. Ο έλεγχος αυτών των παραγόντων λειτούργησε ενισχυτικά ως προς την δράση του ίδιου. Τέταρτον, ο ίδιος και οι συνεργάτες του προχώρησαν στην ίδρυση του Συλλόγου Υπεράσπισης των Δικαιωμάτων της Ανατολής και της Ρούμελης και του Λαϊκού Κόμματος και μέσα από τις δομές και την λειτουργία αυτών των παραγόντων ανέπτυξαν αποτελεσματικούς μηχανισμούς και στρατηγικές αναχαίτισης της αντιπολιτευόμενης δράσης και των δυνάμεων αμφισβήτησης της εξουσίας τους.
περισσότερα