Περίληψη
Τα πρόωρα νεογνά εμφανίζουν διαταραχές της θυρεοειδικής λειτουργίας με σαφώς μεγαλύτερη συχνότητα σε σχέση με τα τελειόμηνα, ως αποτέλεσμα της ανωριμότητας που χαρακτηρίζει την λειτουργία του άξονα υποθάλαμος-υπόφυση-θυρεοειδής αδένας στα πλαίσια της προωρότητας. Ειδικότερα, οι διαταραχές αυτές περιλαμβάνουν: α) Την παροδική υποθυροξιναιμία, που χαρακτηρίζεται από χαμηλά επίπεδα Τ4 και FΤ4 στον ορό (Τ4‹6,5μg/dl και FΤ4‹6pg/ml) με συνοδά φυσιολογικά ή και ελαφρώς μειωμένα επίπεδα ΤSΗ. β) Τον παροδικό πρωτοπαθή νεογνικό υποθυρεοειδισμό, που θεωρείται πιθανός όταν τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών στον ορό είναι χαμηλά και η TSH οριακά αυξημένη (5-20mIU/lt). γ) Την παροδική νεογνική υπερθυρεοτροπιναιμία που χαρακτηρίζεται από οριακά αυξημένα επίπεδα TSH και φυσιολογικά επίπεδα θυρεοειδικών ορμονών. Οι προαναφερθείσες διαταραχές συνήθως αποκαθίστανται χωρίς θεραπεία μετά τις πρώτες εβδομάδες ή μήνες της ζωής. Σε ένα ποσοστό όμως, υποκρύπτουν μόνιμη δυσλειτουργία του θυρεοειδούς αδένα ...
Τα πρόωρα νεογνά εμφανίζουν διαταραχές της θυρεοειδικής λειτουργίας με σαφώς μεγαλύτερη συχνότητα σε σχέση με τα τελειόμηνα, ως αποτέλεσμα της ανωριμότητας που χαρακτηρίζει την λειτουργία του άξονα υποθάλαμος-υπόφυση-θυρεοειδής αδένας στα πλαίσια της προωρότητας. Ειδικότερα, οι διαταραχές αυτές περιλαμβάνουν: α) Την παροδική υποθυροξιναιμία, που χαρακτηρίζεται από χαμηλά επίπεδα Τ4 και FΤ4 στον ορό (Τ4‹6,5μg/dl και FΤ4‹6pg/ml) με συνοδά φυσιολογικά ή και ελαφρώς μειωμένα επίπεδα ΤSΗ. β) Τον παροδικό πρωτοπαθή νεογνικό υποθυρεοειδισμό, που θεωρείται πιθανός όταν τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών στον ορό είναι χαμηλά και η TSH οριακά αυξημένη (5-20mIU/lt). γ) Την παροδική νεογνική υπερθυρεοτροπιναιμία που χαρακτηρίζεται από οριακά αυξημένα επίπεδα TSH και φυσιολογικά επίπεδα θυρεοειδικών ορμονών. Οι προαναφερθείσες διαταραχές συνήθως αποκαθίστανται χωρίς θεραπεία μετά τις πρώτες εβδομάδες ή μήνες της ζωής. Σε ένα ποσοστό όμως, υποκρύπτουν μόνιμη δυσλειτουργία του θυρεοειδούς αδένα. δ) Το σύνδρομο μη θυρεοειδικής νόσου έχει περιγραφεί και στα νεογνά και ως όρος αναφέρεται σε μια ομάδα διαταραχών της θυρεοειδικής λειτουργίας, οι οποίες παρατηρούνται κατά τη διαδρομή παρατεταμένης νηστείας, χειρουργικών επεμβάσεων ή συστηματικής νόσου μη θυρεοειδικής αιτιολογίας. Χαρακτηρίζεται από χαμηλά επίπεδα Τ3, ποικίλα επίπεδα Τ4 (χαμηλά, υψηλά ή φυσιολογικά), φυσιολογική TSH, φυσιολογικά ή αυξημένα επίπεδα rT3 και FT4. Θεωρείται ότι η χαμηλή Τ3 σε συνδυασμό με την αυξημένη rΤ3 αποτελούν ένα είδος προστατευτικού μηχανισμού για τον πάσχοντα οργανισμό μέσω μείωσης του μεταβολικού ρυθμού και συνεπώς των μεταβολικών αναγκών. Καθώς τα πάσχοντα νεογνά αναρρώνουν, σταδιακά η θυρεοειδική λειτουργία αποκαθίσταται στο φυσιολογικό.
Σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν: να μελετηθούν οι διαταραχές της θυρεοειδικής λειτουργίας που παρατηρούνται στα πρόωρα νεογνά καθώς και η επίδραση της συστηματικής νόσου και του stress στα επίπεδα των ορμονών FT3, FT4 και της TSH.
Το υλικό της μελέτης αποτέλεσαν 160 υγιή πρόωρα νεογνά (71 κορίτσια/89 αγόρια) ηλικίας κύησης 28-36 εβδομάδων. Εξ’αυτών 61 ήταν ελλιποβαρή και 99 κανονικού βάρους γέννησης για την ηλικία κύησης. Ως ελλιποβαρή θεωρήθηκαν τα νεογνά των οποίων το βάρος γέννησης ήταν χαμηλότερο από τη 10η ΕΘ για το φύλο και την ηλικία κύησης. Για την ανάλυση και επεξεργασία των αποτελεσμάτων, τα μελετηθέντα πρόωρα νεογνά διαιρέθηκαν σε τρεις ομάδες με βάση την ηλικία κύησης: 1) Ομάδα 1η, νεογνά 28-30 εβδομάδων 2) Ομάδα 2η, νεογνά 31-33 εβδομάδων και 3) Ομάδα 3η, 34-36 εβδομάδων.
Στο σύνολο των υγιών προώρων νεογνών προσδιορίστηκαν στον ορό τα επίπεδα των ελεύθερων κλασμάτων τριϊωδοθυρονίνης (FT3) και τετραϊωδοθυρονίνης (FT4), καθώς και της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) κατά τη 2η, 4η και 6η εβδομάδα ζωής. Στα νεογνά τα οποία παρουσίαζαν παθολογικές τιμές κατά την 6η εβδομάδα ζωής, ακολούθησε επανέλεγχος και κατά την 8η εβδομάδα. Οι αιμοληψίες ελάμβαναν χώρα κατά τις πρωϊνές ώρες (08:00-09:00πμ). Η τοπική αντισηψία του δέρματος πριν τη φλεβοκέντηση έγινε σ’όλες τις περιπτώσεις με αλκοολούχο διάλυμα και δεν χρησιμοποιήθηκαν ιωδιούχα αντισηπτικά σκευάσματα. Τα επίπεδα των FT3 και FT4 στον ορό προσδιορίστηκαν με ραδιοανοσολογική μέθοδο (RIA), ενώ τα επίπεδα της TSH με την μέθοδο της ανοσοχημειοφωταύγειας. Ως φυσιολογικά θεωρήθηκαν επίπεδα TSH ορού χαμηλότερα από 5 mIU/lt. Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν επίσημα οριοθετημένες τιμές όσον αφορά στα φυσιολογικά επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών για τα πρόωρα νεογνά, στην παρούσα μελέτη θεωρήθηκαν φυσιολογικές οι τιμές της FT4 πάνω από την 25ηΕΘ (FT4≥7pg/ml). Με ανάλογο σκεπτικό φυσιολογικές θεωρήθηκαν τιμές FT3 πάνω από την 25ηΕΘ ( FT3≥ 2,65pg/ml) των τιμών για τα υγιή τελειόμηνα νεογνά, όπως καταγράφονται από το ειδικό εργαστήριο του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού. Eξαιρέθηκαν από την μελέτη νεογνά των οποίων οι μητέρες παρουσίαζαν ατομικό αναμνηστικό θυρεοειδοπάθειας. Κατά το σχεδιασμό της μελέτης μας βρέθηκαν συνολικά επτά νεογνά με συγγενή υποθυρεοειδισμό (τιμές TSH στο Guthrie test›20mIU/lt), τα οποία τέθηκαν άμεσα σε θεραπεία υποκατάστασης και εξαιρέθηκαν του υλικού της μελέτης. Σε ορισμένα πρόωρα νεογνά της μελέτης μας με σταθερά παθολογικά επίπεδα ΤSH σε διορθωμένη ηλικία 37-42 εβδομάδων έγινε δοκιμασία TRH (TRH-test) προκειμένου να επιβεβαιωθεί η υποκείμενη θυρεοειδική δυσλειτουργία. Ειδικότερα, χορηγήθηκε ο παράγων TRH σε δόση 7μg/kgΒΣ σε ενδοφλέβια έγχυση. Προσδιορίστηκαν τα επίπεδα TSH στον ορό σε χρόνο μηδέν (πριν τη χορήγηση του παράγοντα) καθώς και 30 min μετά τη χορήγηση TRH. Επίπεδα TSH›35mIU/lt μισή ώρα μετά την έγχυση θεωρήθηκαν παθολογικά. Ξεχωριστή ομάδα μελέτης αποτέλεσαν τα ελλιποβαρή νεογνά. Διενεργήθηκε μια τυχαιοποιημένη μελέτη με ομάδα ελέγχου (randomized case control study) σε 88 υγιή πρόωρα νεογνά ηλικίας κύησης 29-36 εβδομάδων και βάρους γέννησης 1125-3150γρ. Εξ’αυτών, 44 νεογνά ήταν ελλιποβαρή (SGA) και 44 κανονικού βάρους γέννησης (AGA), διασταυρωμένα μεταξύ τους ως προς το φύλο και την ηλικία κύησης. Σε κάθε ομάδα τα 24 ήταν αγόρια και τα 20 κορίτσια. Η ηλικία κύησης, στην ομάδα των SGA ήταν 33,7±1,4 εβδ (μέση τιμή±SD) και στην ομάδα των AGA 33,2±1,3 εβδ (μέση τιμή±SD) (p›0,05). Όσον αφορά στο βάρος γέννησης, στην ομάδα των SGA η διακύμανση ήταν 1553,8±226,4γρ, ενώ στα AGA 2015±445,8γρ (p‹0,001). Στην μελέτη συμπεριελήφθησαν νεογνά των οποίων τα επίπεδα TSH ήταν χαμηλότερα από 20mIU/lt. Μελετήθηκαν τα επίπεδα των FT3, FT4 και TSH στον ορό κατά τη 2η, 4η και 6η εβδομάδα ζωής. Τα αποτελέσματα εκφράστηκαν σε μέση τιμή±SD. Η σύγκριση μεταξύ των δύο ομάδων έγινε με το χ2-test. Επίσης εφαρμόστηκε λογισμική πολυπαραγοντική ανάλυση (logistic multiple regression analysis), προκειμένου να μελετηθεί η επίδραση άλλων παραγόντων (ηλικία κύησης, σακχαρώδης διαβήτης κύησης, χοριοαμνιονίτιδα, προεκλαμψία, χορήγηση στεροειδών ορμονών) στην εμφάνιση διαταραχών της θυρεοειδικής λειτουργίας.
Ξεχωριστή ομάδα μελέτης αποτέλεσαν επίσης 13 πάσχοντα πρόωρα νεογνά (8 θήλεα και 5 άρρενα), ηλικίας κύησης 28-33 εβδομάδων (διάμεση τιμή 32 εβδομάδων). Τα έξι είχαν εικόνα νεκρωτικής εντεροκολίτιδας και τα υπόλοιπα έξι σηψαιμία και ένα ουρολοίμωξη. Η ομάδα των πασχόντων προώρων νεογνών συγκρίθηκε και με ομάδα υγιών μαρτύρων αναλόγου φύλου, σωματικού βάρους, ηλικίας κύησης και ημέρας ζωής. Επιπλέον μελετήθηκαν συγκριτικά και 17 πάσχοντα τελειόμηνα νεογνά (4 θήλεα και 13 άρρενα). Τα έντεκα παρουσίαζαν ουρολοίμωξη, ένα σηπτική αρθρίτιδα, ένα μηνιγγίτιδα και τέσσερα με εργαστηριακή και κλινική εικόνα σηψαιμίας . Σε όλες τις περιπτώσεις των πασχόντων νεογνών προσδιορίστηκαν τα επίπεδα των FT3, FT4 και TSH στον ορό τόσο κατά την οξεία φάση, όσο και κατά την αποδρομή της λοίμωξης (10η-14η ημέρα μετά την εμφάνιση των συμπτωμάτων).
Όλα τα αποτελέσματα της μελέτης εκφράστηκαν ως διάμεσες τιμές και εύρος τιμών (ελάχιστη και μέγιστη τιμή). Για τη στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκαν οι μέθοδοι Kruskal-Wallis, Mann Whitney (μη παραμετρικές δοκιμασίες), το x2-test και πολυπαραγοντική ανάλυση (logistic multiple regression analysis). Η στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων έγινε με το πρόγραμμα SPSS for Windows, version 10.0.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μας, εικόνα υποθυροξιναιμίας εμφάνισαν 14/160 νεογνά κατά τη 2η εβδομάδα ζωής (9%), 24/160 (15%) την 4η και 8/160 (5%) την 6η εβδομάδα. Η πλειοψηφία των περιπτώσεων αφορούσε σε νεογνά ηλικίας κύησης 28-31 εβδομάδων. Όλα τα νεογνά ηλικίας κύησης 34-36 εβδομάδων που εμφάνισαν υποθυροξιναιμία ήταν ελλιποβαρή.
Παροδικός υποθυρεοειδισμός παρατηρήθηκε σε 11/160 νεογνά (6,8%) τη 2η /4ηεβδομάδα ζωής και 7/160 νεογνά (4,3%) την 6η εβδομάδα ζωής. Η πλειοψηφία αυτών των νεογνών ήταν ηλικίας κύησης μεγαλύτερης των 30 εβδομάδων.
Υπερθυρεοτροπιναιμία παρατηρήθηκε σε σημαντικό ποσοστό των προώρων νεογνών της μελέτης μας ηλικίας κύησης άνω των 30 εβδομάδων. Αναλυτικότερα, υπερθυρεοτροπιναιμία εμφάνισαν 79/160 νεογνά (49,3%) κατά την 2η εβδομάδα, 45/160 (28%) την 4η και 32/160 (20%) την 6η εβδομάδα ζωής. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, η θυρεοειδική λειτουργία αποκαταστάθηκε αυτόματα στο φυσιολογικό έως την 6η-8η εβδομάδα ζωής. Σε 14 περιπτώσεις νεογνών με επίμονη εικόνα υπερθυρεοτροπιναιμίας την 8η εβδομάδα ζωής, διενεργήθηκε δοκιμασία TRH , η οποία απέβη παθολογική σε 10/14 νεογνά οπότε και χορηγήθηκε θεραπεία υποκατάστασης με θυροξίνη.
Θεραπεία υποκατάστασης με θυροξίνη χορηγήθηκε συνολικά σε 39 από τα 160 (24,3%) μελετηθέντα νεογνά (3 με υποθυροξιναιμία, 9 με υποθυρεοειδισμό και σε 27 με υπερθυρεοτροπιναιμία) είτε λόγω πολύ χαμηλών επιπέδων θυρεοειδικών ορμονών στον ορό σε συνδυασμό με επηρεασμένη κλινική εικόνα, είτε λόγω σταθερά επηρεασμένης θυρεοειδικής λειτουργίας μετά την 6η-8η εβδομάδα ζωής. Στην περίπτωση των νεογνών με υποθυροξιναιμία, θεραπεία υποκατάστασης χορηγήθηκε έως τη διορθωμένη ηλικία 3-6 μηνών, σε δόση 6-8μg/kgΣΒ. Ακολούθησε διακοπή για διάστημα τεσσάρων εβδομάδων και επανέλεγχος. Και στις τρεις περιπτώσεις δεν παρατηρήθηκε διαταραχή της θυρεοειδικής λειτουργίας μετά τη διακοπή της θεραπείας. Η σωματική και ψυχοκινητική ανάπτυξη των παιδιών αυτών έως την ηλικία του ενός έτους ήταν φυσιολογική. Στην περίπτωση των νεογνών με εικόνα παροδικού υποθυρεοειδισμού ή υπερθυρεοτροπιναιμίας, θεραπεία υποκατάστασης με θυροξίνη (6-8μg/kgΣΒ) χορηγήθηκε έως την ηλικία των δύο ετών. Ακολούθησε διακοπή της αγωγής για ένα μήνα και επανέλεγχος με υπερηχογράφημα θυρεοειδούς και ποσοτικό προσδιορισμό των θυρεοειδικών ορμονών στον ορό. Όπως προαναφέρθηκε, θεραπεία υποκατάστασης χορηγήθηκε σε 9 περιπτώσεις υποθυρεοειδισμού και σε 27 με εικόνα υπερθυρεοτροπιναιμίας. Πλήρη στοιχεία για την πορεία αυτών των παιδιών έχουμε μόνο σε 11 περιπώσεις. Το υπερηχογράφημα του θυρεοειδούς αδένα ήταν φυσιολογικό και στα 11 παιδιά. Στις οχτώ περιπτώσεις δεν παρατηρήθηκε διαταραχή της θυρεοειδικής λειτουργίας μετά τη διακοπή της θεραπείας υποκατάστασης. Στις υπόλοιπες τρεις περιπτώσεις, παρατηρήθηκε αύξηση των επιπέδων της TSH και πτώση των επιπέδων της FT4 στον ορό ένα μήνα μετά τη διακοπή, με αποτέλεσμα την επαναχορήγηση θεραπείας. Κατά το έως τώρα διάστημα παρακολούθησης αυτών των νεογνών (2003-2008), η σωματική και ψυχοκινητική εξέλιξη είναι φυσιολογική.
Όσον αφορά στην τυχαιοποιημένη μελέτη των ελλιποβαρών νεογνών, κατά την ανάλυση των αποτελεσμάτων δεν παρατηρήθηκε διαφορά ως προς τα επίπεδα της FT3 μεταξύ SGA και AGA. Επίσης, δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά των επιπέδων FT4 μεταξύ των δύο ομάδων κατά τις πρώτες έξι εβδομάδες ζωής . Ως προς τη συχνότητα εμφάνισης υποθυροξιναιμίας, δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων. Αντίθετα, τα επίπεδα TSH ήταν στατιστικά υψηλότερα στην ομάδα των SGA κατά τη 2η, 4η και 6η εβδομάδα ζωής. Επιπλέον, επίπεδα TSH μεγαλύτερα από 5mIU/lt καταγράφηκαν συχνότερα στα SGA νεογνά. Τέλος, σύμφωνα με την πολυπαραγοντική ανάλυση φαίνεται ότι το χαμηλό βάρος γέννησης αποτελεί τον μοναδικό ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση αυξημένων επιπέδων TSH κατά τη 2η (p: 0,03), 4η (p: 0,003) και 6η (p: 0,02) εβδομάδα ζωής.
Όπως έχει προαναφερθεί, στην ομάδα των σηπτικών νεογνών μελετήθηκαν τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών κατά την οξεία φάση και κατά την αποδρομή της λοίμωξης (10-14η ημέρα) σε 13 πρόωρα και 17 τελειόμηνα νεογνά. Όσον αφορά στα πρόωρα πάσχοντα νεογνά, η διάμεση τιμή της FT4 κατά την οξεία φάση ήταν 7,8pg/ml (εύρος τιμών: 5,4-18,6pg/ml) και κατά την αποδρομή 7,9pg/ml (εύρος τιμών: 3,9-11,6pg/ml). Αντίστοιχα τα επίπεδα της FT3 στην οξεία φάση ήταν 3pg/ml (εύρος τιμών: 0,02-4,54pg/ml) και στην αποδρομή 3,04pg/ml (εύρος τιμών: 2,5-4,48pg/ml). Τέλος, η διάμεση τιμή της ΤSH κατά την οξεία φάση ήταν 3,62mIU/lt (εύρος τιμών: 0,28-35,5mIU/lt) και κατά την αποδρομή 2,26mIU/lt (εύρος τιμών: 0,36-14,2mIU/lt). Tα 8/13 νεογνά (61,5%) εμφανίζουν υψηλότερη τιμή FT4 στην οξεία φάση συγκριτικά με την αποδρομή και τα 7 εξ’αυτών παρουσιάζουν υψηλότερη TSH στην οξεία φάση. Υψηλότερη τιμή FT3 στην οξεία φάση συγκριτικά με την αποδρομή εμφανίζουν 4 νεογνά. Γενικά, τόσο η FT4 όσο και η TSH τείνουν να εμφανίζουν υψηλότερες τιμές κατά την οξεία φάση συγκριτικά με την αποδρομή. Όμως, κατά τη στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων δεν ανευρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των τιμών FT4, FT3 και TSH κατά την οξεία φάση και την αποδρομή. Όσον αφορά στα πάσχοντα τελειόμηνα νεογνά, η διάμεση τιμή των επιπέδων της FT4 κατά την οξεία φάση ήταν 13,1pg/ml (εύρος τιμών: 5,9-28,7pg/ml) και κατά την αποδρομή 11,6pg/ml (εύρος τιμών: 7,6-19,4pg/ml). Αντίστοιχα τα επίπεδα της FT3 στην οξεία φάση ήταν 3,5pg/ml (εύρος τιμών: 2,39-6,1pg/ml) και στην αποδρομή 3,9pg/ml (εύρος τιμών: 2,5-6,36pg/ml). Τέλος, τα επίπεδα της ΤSH κατά την οξεία φάση ήταν 4,42mIU/lt (εύρος τιμών: 0,5-9,7mIU/lt) και κατά την αποδρομή 3,35mIU/lt (εύρος τιμών: 1,12-10,78mIU/lt). Και στην περίπτωση των πασχόντων τελειομήνων νεογνών, τα επίπεδα των FT4 και TSH τείνουν να είναι υψηλότερα κατά την οξεία φάση της νόσου. Δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των επιπέδων των θυρεοειδικών ορμονών κατά την οξεία φάση και κατά την αποδρομή της λοίμωξης. Ακολούθησε σύγκριση μεταξύ των πασχόντων προώρων και τελειομήνων νεογνών. Με βάση τη στατιστική επεξεργασία, τα τελειόμηνα νεογνά εμφανίζουν συγκριτικά με τα πρόωρα υψηλότερες τιμές FT3, FT4 και TSH κατά την οξεία φάση και κατά την αποδρομή. Η διαφορά αυτή είναι στατιστικά σημαντική όσον αφορά στα επίπεδα των FT3 και FT4 στην οξεία φάση (p: 0,04 και p:0,001 αντίστοιχα) και στην αποδρομή (p: 0,008 και p:0,000 αντίστοιχα). Όσον αφορά στα επίπεδα της TSH η διαφορά δεν είναι στατιστικά σημαντική (p: 0,5). Τέλος, συγκρίθηκαν τα πάσχοντα πρόωρα νεογνά με ομάδα υγιών μαρτύρων. Κατά την οξεία φάση δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά όσον αφορά στα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών μεταξύ των δύο ομάδων. Αντίθετα, κατά την αποδρομή της νόσου, τα πάσχοντα πρόωρα νεογνά εμφανίζουν στατιστικά χαμηλότερα επίπεδα FT4 συγκριτικά με τα υγιή (p: 0,01). Όσον αφορά στα επίπεδα των FT3 και TSH, η διαφορά δεν είναι στατιστικά σημαντική.
Συμπερασματικά, τα νεογνά, κυρίως τα πρόωρα, εμφανίζουν συχνά διαταραχές της θυρεοειδικής λειτουργίας. Λόγω της κρισιμότητας της επάρκειας των θυρεοειδικών ορμονών για την ανάπτυξη του εγκεφάλου κατά τα πρώτα 2-3 χρόνια της ζωής, είναι σημαντικό οι διαταραχές αυτές να ανιχνεύονται έγκαιρα και να χορηγείται η κατάλληλη θεραπευτική αγωγή, όταν αυτή κρίνεται απαραίτητη.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Preterm infants present thyroid function disorders in a greater percentage compared with fullterm ones, as a result of the immaturity of hypothalamo-pituitary-thyroid axis. These disorders are the following:
1) Hypothyroxinemia of prematurity, which is characterized by low T4 and FT4 serum levels (T4‹6.5μg/dl and FT4‹6pg/ml) with normal or slightly elevated TSH serum levels.
2) Transient primary hypothyroidism, with low thyroid hormone serum levels and mildly elevated TSH serum levels of 5-20mIU/lt.
3) Transient hyperthyrotropinemia, which is characterized by mildly elevated TSH serum levels (5-20mIU/lt) and thyroid hormone levels within the normal values.
All these disorders, in the majority of cases, are transient and thyroid function usually returns to normal in the first weeks or months of life, without treatment. In a small number of cases however permanent thyroid function disorder is present.
4) Euthyroid sick syndrome is also reported in neonates. The term identifies abnor ...
Preterm infants present thyroid function disorders in a greater percentage compared with fullterm ones, as a result of the immaturity of hypothalamo-pituitary-thyroid axis. These disorders are the following:
1) Hypothyroxinemia of prematurity, which is characterized by low T4 and FT4 serum levels (T4‹6.5μg/dl and FT4‹6pg/ml) with normal or slightly elevated TSH serum levels.
2) Transient primary hypothyroidism, with low thyroid hormone serum levels and mildly elevated TSH serum levels of 5-20mIU/lt.
3) Transient hyperthyrotropinemia, which is characterized by mildly elevated TSH serum levels (5-20mIU/lt) and thyroid hormone levels within the normal values.
All these disorders, in the majority of cases, are transient and thyroid function usually returns to normal in the first weeks or months of life, without treatment. In a small number of cases however permanent thyroid function disorder is present.
4) Euthyroid sick syndrome is also reported in neonates. The term identifies abnormalities in thyroid function tests observed in patients with systemic non thyroidal illnesses and those undergoing surgery or fasting. These abnormalities result from variable, usually reversible, disturbances in the hypothalamo-pituitary-thyroid axis, thyroid hormone binding to serum proteins, tissue uptake of thyroid hormones and/or thyroid hormone metabolism. Laboratory findings include low T3, variable T4 levels (low, high or normal), normal TSH, normal or elevated rT3 and FT4 serum levels. Probably the combination of low T3 with high rT3 functions as a protective mechanism for the patient through a decrease of the metabolic rate and metabolic needs.
The aim of this study was to evaluate thyroid function disorders in healthy premature infants as well as in premature and fullterm infants with systemic non-thyroidal illnesses. The study was carried out in 160 healthy premature infants (71 girls/89 boys) of 28-36 weeks gestational age (median value 32 weeks). Of them, 61 infants were small for gestational age (SGA) and 99 appropriate for gestational age (AGA). As SGA were defined infants whose birth weight was lower than the 10th percentile for sex and gestational age. For a better evaluation of our results, all preterm infants were devided in three groups according to their gestational age: 1) Group I (28-30 weeks), 2) Group II (31-33 weeks) and 3) Group III (34-36 weeks). In all the study population 1ml of blood was obtained in the morning for FT3, FT4 and TSH determination at the end of 2nd, 4th and 6th week of life. Infants with abnormal values at the 6th week were re-evaluated at the 8th week of life. Iodine-free solutions were used for aseptic procedures prior to blood sampling. FT3 and FT4 serum levels were measured by radioimmunoassay (RIA) and TSH levels by chemiluminescence immunoassay. TSH values were considered normal if they were lower than 5mIU/lt. FT4 and FT3 values were defined as normal if they were within our institution’s laboratory normal reference range for healthy fullterm infants. Accordingly FT4 and FT3 values in premature infants were considered normal if they were above the 25th percentile (FT4≥7pg/ml and FT3≥2.65pg/ml). Infants of mothers with thyroid function disorders, as well as seven infants with congenital hypothyroidism were excluded from the study population. In order to verify thyroid disfunction, TRH-test was performed in infants with persistently elevated TSH serum levels at 37-42 weeks postconceptional age. TRH was administered intravenously at a dose of 7μg/kgBW. TSH serum levels were determined before and 30 minutes after the administration of TRH. The patient’s response was considered abnormal if TSH serum levels 30 minutes after the administration of TRH, were above 35mIU/lt.
A case-control study was carried out in 88 healthy preterm infants of 29-36 weeks gestational age and birth weight 1125-3150gr; of them 44 were SGA matched with 44 AGA preterm neonates for sex and gestational age. Males were 24/44 neonates in each group. Mean±SD gestational age was 33.7±1.4 weeks in SGA versus 33.2±1.3 weeks in AGA group (p›0.05). Birth weight was 1553.8±226.4gr in SGA versus 2015±445.8gr in AGA (p‹0.001). Only infants with TSH levels lower than 20mΙU/lt in the newborn screening were included in the study. FT3, FT4 and TSH serum levels were determined at the 2nd, 4th and 6th week of life. Values were expressed as mean±SD. Comparison between groups was made by analysis of variance and x2-test. A logistic multiple regression analysis was also applied to evaluate the influence of being SGA on thyroid function, after controlling for several factors (such as gestational age, respiratory distress syndrome, gestational diabetes, preeclamsia, maternal bleeding, chorioamninitis and antenatal steroid administration).
A seperate study group consisted of 13 premature neonates (8 girls and 5 boys) of 28-33 weeks gestational age (median value 32 weeks) with systemic non-thyroidal illness. Of them, six had necrotic enterocolitis, six septicemia and one urinary tract infection. This group was compared to a control group of healthy premature neonates mathed for sex, birth weight, gestational age and postconceptional age. Finally, 17 fullterm neonates (4 girls and 13 boys) with systemic non thyroidal illness were also studied. Of them, eleven had urinary tract infection, one septic arthritis, one meningitis and four septicemia. In all cases, FT3, FT4 and TSH serum levels were determined at the onset of illness as well as at resolution (10-14 days after the onset of symptoms).
The results of our study were expressed as median values and range (minimum-maximum value). At the case control study of SGA/AGA neonates, values were expressed as mean±SD. Statistical analysis was performed using SPSS for Windows, version 10.0 (Kruskal-Wallis, Mann-Whitney, x2-test and multiple logistic regression analysis).
According to the results of our study, hypothyroxinemia of prematurity was recorded in 14/160 infants (9%) at the 2nd week of life, 24/160 (15%) at the 4th and 8/160 (5%) at the 6th week of life. The majority of cases concerned infants of 28-31 weeks gestational age. All infants of 34-36 weeks who presented hypothyroxinemia were SGA. Transient hypothyroidism was present in 11/160 infants (6.8%) at the 2nd/4th week of life and in 7/160 (4.3%) at the 6th week. The vast majority of cases were neonates older than 30 weeks gestational age. Finally, a large number of premature infants older than 30 weeks gestational age presented hyperthyrotropinemia; 79/160 (49.3%) at the 2nd week, 45/160 (28%) at the 4th and 32/160 (20%) at the 6th week of life. In most of the cases, thyroid function returned to normal between the 6th and 8th week of life. In 14 cases elevated TSH serum levels persisted at the 8th week of life. In these infants TRH-test was performed. The results were abnormal in 10/14 cases and thyroxine replacement therapy was instituted. In summary, replacement therapy was administered in 39/160 infants (24.3%) of our study population; out of them 3 neonates had hypothyroxinemia, 9 hypothyroidism and 27 had hyperthyrotripinemia. Therapy was instituted in cases of extremely low thyroid hormone serum levels in combination with impaired clinical status or in cases of persistently elevated TSH serum levels after the 6th-8th week of life.
In cases of hypothyroxinemia, thyroxine replacement therapy was given at a dose of 6-8μg/kgBW until 3-6 months of postconceptional age. After that time, replacement therapy was discontinued for 4 weeks and infants were reevaluated. In all these cases of hypothyroxinemia, thyroid function remained normal after discontinuation of therapy. In cases of hypothyroidism (9 patients) and hyperthyrotropinemia (27 patients), replacement therapy (6-8μg/kgBW) was given until two years of age. Four weeks after discontinuation of therapy, children were reevaluated (ultrasound of thyroid gland and thyroid hormones’ serum levels). Unfortunately, only 11 children had a systematic follow-up. Thyroid gland ultrasound was normal in all these 11 cases. Thyroid function remained normal, after discontinuation of therapy, in 8 children. The other 3 children presented elevated TSH and decreased FT4 serum levels about one month after discontinuation of treatment and for that reason, thyroxine replacement therapy was re-instituted. Until now (2003-2008) all these 11 children have normal physical and neurologic development.
In the case control study, no difference was recorded between SGA and AGA preterm infants for FT3 and FT4 serum levels. No difference was also recorded in the rates of low FT4 levels between the two groups. However, TSH serum levels were significantly higher in SGA than in AGA neonates at the 2nd , 4th and 6th week of life. Also, elevated TSH serum levels above 5mIU/lt were recorded at higher rates in SGA infants. By the multivariate logistic regression analysis it was confirmed that being SGA was independently associated with increased TSH serum levels at the 2nd, 4th and 6th week of life.
In the group of infants with systemic non thyroidal illness, thyroid hormones’ and TSH serum levels were determined at the onset and at resolution of symptoms (10-14th day) in 13 premature and 17 fullterm neonates. In the subgroup of premature infants, FT4 median values at the onset were 7.8pg/ml, whilst at resolution 7.9pg/ml. FT3 serum levels ranged from 3pg/ml to 3.04pg/ml respectively. Finally, TSH median values were 3.62mIU/lt and 2.26mIU/lt respectively. Higher FT4 serum levels at the onset of the illness were recorded in 8/13 infants (61.5%). Of them, 7 infants also presented higher TSH serum levels at the acute phase of the illness. Higher FT3 serum levels at the onset were recorded in 4/13 infants. No statistically significant difference of FT4, FT3 and TSH was recorded between the levels at the onset and at the resolution of the illness. In the subgroup of fullterm infants with systemic illness, the FT4 serum levels at the onset and resolution of the illness were 13.1pg/ml and 11.6pg/ml respectively. FT3 levels ranged from 3.5pg/ml to 3.9pg/ml and TSH levels from 4.42mIU/lt to 3.35mIU/lt respectively. As in premature infants, in fullterms, FT4 and TSH serum levels seem to be higher at the onset of the illness. However no statistically significant difference of thyroid hormones’ serum levels was recorded between the onset and resolution of the illness. As expected, fullterm sick infants, when compared with the premature ones, had higher FT3, FT4 and TSH serum levels. This difference was statistically significant for the FT3 and FT4 serum levels at the onset (p: 0.04 and p: 0.001) and at the resolution of the illness (p: 0.008 and p: 0.000). TSH serum levels did not differ significantly between the two phases (p:0.5). Finally, premature sick infants were compared with a group of healthy premature babies. The thyroid hormones’ serum levels did not differ significantly between the two groups at the acute phase of the disease. However at the resolution phase, sick premature infants presented statistically lower FT4 serum levels compared to those of the healthy infants (p:0.01). No statistically significant difference was recorded for FT3 and TSH serum levels.
In conclusion, premature infants often present thyroid function disorders. Keeping in mind the crucial role of thyroid hormones for the normal development of the brain during the first 2-3 years of life, it is extremely important that these disorders are diagnosed and treated as soon as possible.
περισσότερα