Περίληψη
Τα Χλαμύδια είναι Gram-αρνητικά βακτήρια, τα οποία αναπτύσσονται στο πρωτόπλασμα ευκαρυωτικών κυττάρων. Τα χλαμύδια δεν αναπτύσσονται σε κοινά θρεπτικά υλικά αλλά μόνο ενδοκυτταρίως δεδομένου ότι στερούνται των κατάλληλων μηχανισμών και βασίζονται για τις ενεργειακές τους ανάγκες στο ευκαρυωτικό κύτταρο στο οποίο παρασιτούν, είναι δηλαδή υποχρεωτικά ενδοκυττάρια παράσιτα. Σύμφωνα με τη νέα ταξινόμηση τα μέλη της τάξης Chlamydiales τοποθετήθηκαν σε τέσσερεις οικογένειες, τις Chlamydiaceae, Simkaniaceae, Parachlamydiaceae και Waddliaceae. Η οικογένεια Chlamydiaceae περιλαμβάνει δύο γένη: το γένος Chlamydia και το γένος Chlamydophila. Το γένος Chlamydia περιλαμβάνει τα Chlamydia trachomatis, ενώ στο γένος Chlamydophila ανήκουν τα Chlamydophila pneumoniae, C. psittaci, C. pecorum, C. felis, C. caviae και το C. abortus. Τα χλαμύδια του τραχώματος (C. trachomatis) περιλαμβάνουν 15 ορότυπους: από αυτούς οι ορότυποι A, B, Ba, και C είναι τα αίτια του τραχώματος. Οι ορότυποι D-K είναι οι αιτιολ ...
Τα Χλαμύδια είναι Gram-αρνητικά βακτήρια, τα οποία αναπτύσσονται στο πρωτόπλασμα ευκαρυωτικών κυττάρων. Τα χλαμύδια δεν αναπτύσσονται σε κοινά θρεπτικά υλικά αλλά μόνο ενδοκυτταρίως δεδομένου ότι στερούνται των κατάλληλων μηχανισμών και βασίζονται για τις ενεργειακές τους ανάγκες στο ευκαρυωτικό κύτταρο στο οποίο παρασιτούν, είναι δηλαδή υποχρεωτικά ενδοκυττάρια παράσιτα. Σύμφωνα με τη νέα ταξινόμηση τα μέλη της τάξης Chlamydiales τοποθετήθηκαν σε τέσσερεις οικογένειες, τις Chlamydiaceae, Simkaniaceae, Parachlamydiaceae και Waddliaceae. Η οικογένεια Chlamydiaceae περιλαμβάνει δύο γένη: το γένος Chlamydia και το γένος Chlamydophila. Το γένος Chlamydia περιλαμβάνει τα Chlamydia trachomatis, ενώ στο γένος Chlamydophila ανήκουν τα Chlamydophila pneumoniae, C. psittaci, C. pecorum, C. felis, C. caviae και το C. abortus. Τα χλαμύδια του τραχώματος (C. trachomatis) περιλαμβάνουν 15 ορότυπους: από αυτούς οι ορότυποι A, B, Ba, και C είναι τα αίτια του τραχώματος. Οι ορότυποι D-K είναι οι αιτιολογικοί παράγοντες της μη γονοκοκκικής ουρηθρίτιδας, επιδιδυμίτιδας, τραχηλίτιδας, κολπίτιδας, και της «επιπεφυκίτιδας εξ εγκλείστων». Οι ορότυποι A-K είναι γνωστοί και ως στελέχη TRIC (Trachoma-Inclusion Conjuctivitis). Τέλος, οι ορότυποι L1, L2 και L3 είναι τα αίτια του αφροδισίου λεμφοκοκκιώματος. Η κλινική εικόνα της μη γονοκοκκικής ουρηθρίτιδας από C. trachomatis περιλαμβάνει ήπια δυσουρία, λεπτό διαυγές υδαρές έκκριμα της ουρήθρας και αίσθηση καύσου κατά την ούρηση, ενώ στη μικροσκοπική εξέταση παρατηρείται απουσία Gram-αρνητικών διπλοκόκκων και παρουσία λευκοκυττάρων. Η κλασσική μέθοδο αναφοράς για τη διάγνωση της μη γονοκοκκικής ουρηθρίτιδας από C. trachomatis θεωρητικά είναι η κυτταροκαλλιέργεια. Οι μοριακές μέθοδοι, όπως η PCR, έχουν σημαντική ανάπτυξη στη διάγνωση των C. trachomatis και σήμερα αποτελούν την πιο ευαίσθητη μέθοδο για τη διάγνωση της λοίμωξης. Μεγάλο πλεονέκτημα των μοριακών μεθόδων είναι η δυνατότητα εφαρμογής τους σε μη επεμβατικά δείγματα, όπως σε ούρα, κολπικό έκκριμα και ενδοκολπικά ταμπόν. Η παρούσα διδακτορική διατριβή περιλαμβάνει δύο μέρη. Ο σκοπός του πρώτου μέρους ήταν η χρήση και η αξιολόγηση των μοριακών τεχνικών για την αναζήτηση των C. trachomatis σε συμπτωματικούς άνδρες ασθενείς με ουρηθρίτιδα σε δείγματα της ουρήθρας (IS), του δέρματος του πέους (PSS), του περινέου, του περιπρωκτικού δέρματος, τα ούρα πρώτης πρωινής ούρησης (FVU) και σε συμπτωματικές γυναίκες με κολπίτιδα σε δείγματα του τραχήλου της μήτρας (CS), του κόλπου, του περινέου, των μικρών και μεγάλων χειλέων του αιδοίου και τα ούρα της πρώτης πρωϊνής ούρησης (FVU). Στο δεύτερο μέρος της εργασίας έγινε ο προσδιορισμός οροτύπων που συνδέονται με τη μη γονοκοκκική ουρηθρίτιδα ώστε να υπάρξει σαφής εικόνα της επιδημιολογίας της μη γονοκοκκικής ουρηθρίτιδας από C. trachomatis στην Ελλάδα. ...........................................................................................................................
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Chlamydia are Gram-negative bacteria that grow within the cytoplasm of eukaryotic cells. They are not cultivated in artificial media but only intracellularly since they lack suitable support mechanisms. The eukaryotic cell is their source of metabolic energy, so they are considered obligate intracellular parasites. According to the new classification the Chlamydiales lineage is separated into four families: the Chlamydiaceae, Simkaniaceae, Parachlamydiaceae and Waddliaceae. The family Chlamydiaceae includes two genera: the genus Chlamydia and the genus Chlamydophila. The genus Chlamydia includes Chlamydia trachomatis while the genus Chlamydophila includes Chlamydophila pneumoniae, C. psittaci, C. pecorum, C. felis, C. caviae and C. abortus. C. trachomatis contains 15 serotypes: serotypes A, B, Ba, and C are the cause of trachoma. Serotypes D-K are the aetiologic agents of nongonococcal urethritis, epididymitis, cervicitis, vaginitis, and inclusion conjunctivitis. Serotypes A-K are also ...
Chlamydia are Gram-negative bacteria that grow within the cytoplasm of eukaryotic cells. They are not cultivated in artificial media but only intracellularly since they lack suitable support mechanisms. The eukaryotic cell is their source of metabolic energy, so they are considered obligate intracellular parasites. According to the new classification the Chlamydiales lineage is separated into four families: the Chlamydiaceae, Simkaniaceae, Parachlamydiaceae and Waddliaceae. The family Chlamydiaceae includes two genera: the genus Chlamydia and the genus Chlamydophila. The genus Chlamydia includes Chlamydia trachomatis while the genus Chlamydophila includes Chlamydophila pneumoniae, C. psittaci, C. pecorum, C. felis, C. caviae and C. abortus. C. trachomatis contains 15 serotypes: serotypes A, B, Ba, and C are the cause of trachoma. Serotypes D-K are the aetiologic agents of nongonococcal urethritis, epididymitis, cervicitis, vaginitis, and inclusion conjunctivitis. Serotypes A-K are also known as TRIC (Trachoma - Inclusion Conjunctivitis). Finally, serotypes L1, L2 and L3 are the cause of lymphogranuloma venereum. The clinical picture of urethritis due to C. trachomatis includes mild dysuria, clear discharge from the urethra and pain during urination. Microscopy reveals the absence of Gram-negative intracellular diplococci and the presence of leukocytes. The reference gold standard method for the diagnosis of C. trachomatis urethritis is the cell culture. Molecular methods, such as the PCR (polymerase chain reaction) play an important role in the diagnosis of C. trachomatis infection; nowadays these techniques are considered as the most sensitive method for the diagnosis of C. trachomatis infection. Their great advantage is their application to non-invasive samples, such as urine, vaginal discharge and intravaginal tampons. The present study includes two parts. The aim of the first part was the evaluation of the molecular techniques for the detection of C. trachomatis in symptomatic men with urethritis: intra-urethral swab (IS), penile skin swab (PSS), perineal swab (PS), rectal swab (RS) and first void urine (FVU) were examined. Also, cervical swab (CS), high vaginal swab (HVS), perineal swab (PS), vulvar swab (VS) and first void urine (FVU) were tested in symptomatic women with vaginitis. In the second part of this study the distribution of C. trachomatis serotypes was studied in order to describe the epidemiology of nongonococcal urethritis due to C. trachomatis in Greece. Between September 2005 and September 2006, a total of 210 male and 60 female patients were enrolled in the study. These patients were referred to the Outpatient Department of the Sexually Transmitted Diseases clinic of the “Andreas Sygros” Hospital, in Athens, Greece, with acute nongonococcal urethritis and vaginitis respectively. According to the protocol the samples were studied using two Nucleic Acid Amplification Tests (NAATs). The PCR Amplicor CT (Roche Molecular Inc.) was used at the Microbiology Department of the ‘A Sygros’ Hospital and a home made nested-PCR at the Unit of Molecular Diagnosis of Bacterial Infections at Department of Microbiology, Medical School, University of Athens. .........................................................................................................
περισσότερα