Περίληψη
[...] Η ανά χείρας εργασία δεν είναι ούτε μια ιστορία του βουλγαρικού έθνους αλλά ούτε και ανάλυση του βουλγαρικού εθνικού κινήματος κατά την περίοδο που συνηθίστηκε να ονομάζεται Βουλγαρική Παλιγγενεσία. Στόχος μου ήταν να απομονώσω και να αναλύσω την ιστορική στιγμή κατά την οποία άρχισε να αναδεικνύεται η νεώτερη βουλγαρική ταυτότητα. Πρόκειται για τη στιγμή της μετάβασης από την προνεωτερική, προεθνική εποχή (κατά την οποία κυριαρχούσε η ορθόδοξη πίστη και ιδεολογία) προς την εποχή κατά την οποία άρχισαν να διαμορφώνονται οι παράμετροι της εθνικής ιδεολογίας και ετέθησαν οι βάσεις για τη διάπλαση της σύγχρονης βουλγαρικής ταυτότητας. Η ανάλυσή μου επικεντρώθηκε σε δύο σημαντικές προσωπικότητες που με το έργο τους αποτέλεσαν σταθμούς στη διαδικασία μετεξέλιξης της βουλγαρικής αυτοσυνειδησίας στο μεταίχμιο των δύο αυτών περιόδων, τον Παΐσιο Χιλανδαρινό (1722- ;1772) και τον Σωφρόνιο Βράτσης (1739-1813). Ο πρώτος ήταν ιερομόναχος και προηγούμενος του Χιλανδαρίου, στο Άγιο Όρος, όπου μ ...
[...] Η ανά χείρας εργασία δεν είναι ούτε μια ιστορία του βουλγαρικού έθνους αλλά ούτε και ανάλυση του βουλγαρικού εθνικού κινήματος κατά την περίοδο που συνηθίστηκε να ονομάζεται Βουλγαρική Παλιγγενεσία. Στόχος μου ήταν να απομονώσω και να αναλύσω την ιστορική στιγμή κατά την οποία άρχισε να αναδεικνύεται η νεώτερη βουλγαρική ταυτότητα. Πρόκειται για τη στιγμή της μετάβασης από την προνεωτερική, προεθνική εποχή (κατά την οποία κυριαρχούσε η ορθόδοξη πίστη και ιδεολογία) προς την εποχή κατά την οποία άρχισαν να διαμορφώνονται οι παράμετροι της εθνικής ιδεολογίας και ετέθησαν οι βάσεις για τη διάπλαση της σύγχρονης βουλγαρικής ταυτότητας. Η ανάλυσή μου επικεντρώθηκε σε δύο σημαντικές προσωπικότητες που με το έργο τους αποτέλεσαν σταθμούς στη διαδικασία μετεξέλιξης της βουλγαρικής αυτοσυνειδησίας στο μεταίχμιο των δύο αυτών περιόδων, τον Παΐσιο Χιλανδαρινό (1722- ;1772) και τον Σωφρόνιο Βράτσης (1739-1813). Ο πρώτος ήταν ιερομόναχος και προηγούμενος του Χιλανδαρίου, στο Άγιο Όρος, όπου μόνασε από το 1745 έως τον θάνατό του (η ακριβής χρονιά δεν είναι γνωστή, η ασφαλέστερη υπόθεση μας οδηγεί στο έτος 1772), και είναι ο συγγραφέας μιας Σλαβοβουλγαρικής Ιστορίας την οποία ολοκλήρωσε το 1762. Η Σλαβοβουλγαρική Ιστορία αποτελεί πολύτιμο τεκμήριο για τη βουλγαρική αυτοσυνειδησία και τα προβλήματα τα οποία έθετε η διαδικασία υιοθέτησης στοιχείων του ελληνικού πολιτισμού από τους βουλγάρους κατά την εποχή εκείνη. Ο Σωφρόνιος, ο οποίος από ιερέας στην κωμόπολη Κότελ, χειροτονήθηκε επίσκοπος Βράτσας και κατέληξε εξόριστος στο Βουκουρέστι αφού παραιτήθηκε από τη μητρόπολή του λόγω της αδυναμίας του να ικανοποιήσει τις οικονομικές υποχρεώσεις της, είναι ο συγγραφέας του πρώτου τυπωμένου νεώτερου βουλγαρικού βιβλίου (Κυριακοδρόμιον, Ρίμνικ 1806) καθώς και άλλων έργων τα οποία μετέφρασε ή διασκεύασε από πρότυπα της εποχής του Διαφωτισμού. Είναι επίσης ο συγγραφέας μιας εξαιρετικά πολύτιμης Αυτοβιογραφίας (Βίος και Παθήματα του Αμαρτωλού Σωφρονίου), η οποία αποτελεί σημαντικό τεκμήριο για την κατάσταση της Βουλγαρίας κατά την ταραγμένη περίοδο του τελευταίου τετάρτου του 18ου αιώνα, όταν η χώρα χειμαζόταν από την αυθαιρεσία των οθωμανών, τις επιδρομές των ληστών Κιρτζαλήδων¹ και την εξέγερση του Πασά του Βιδύνιου Παζβάνογλου. Και ο Παίσιος και ο Σωφρόνιος χαρακτηρίζονται από την πλήρη προσκόλλησή τους στην Ορθοδοξία. Το έργο τους ωστόσο αποτελεί σύνδεσμο ανάμεσα στην προνεωτερική, προεθνική περίοδο της πνευματικής και πολιτικής ανάπτυξης της Βουλγαρίας, από τη μια πλευρά, και την είσοδο της χώρας στη νεωτερική περίοδο με την καλλιέργεια της εθνικής γλώσσας και παιδείας από την άλλη. Οι συντεταγμένες του χώρου στον οποίο κινήθηκαν καθορίζονταν αυστηρά από την ορθόδοξη ιδεολογία της καθ' ημάς Ανατολής. Η έκθεσή τους ωστόσο στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα του Διαφωτισμού ή σε συγκεκριμένες ιδέες ή «θραύσματα» αυτού του κινήματος αποτέλεσαν τα στοιχεία που τους διαφοροποιούν από λογίους προγενεστέρων περιόδων. Το γενικότερο περιβάλλον χαρακτηρίζεται επίσης από τον ρόλο της ελληνικής γλώσσας και των ελληνικών γραμμάτων και τη στάση των δύο αυτών λογιών (και κατ’ επέκταση τη σχέση των βουλγάρων της εποχής τους) απέναντι στην ελληνική γλώσσα και παιδεία - στάση φαινομενικά αρνητική στην περίπτωση του Παϊσίου αλλά ιδιαίτερα γόνιμη για τον Σωφρόνιο ο οποίος χρησιμοποίησε την ελληνική γλώσσα ως το βασικό μέσο από το οποίο άντλησε κείμενα και ιδέες για να τα μετακενώσει στο χώρο της βουλγαρικής παιδείας. Το έργο τους διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στη μετάβαση της Βουλγαρίας από την παραδοσιακή ιδεολογία προς τη διαμόρφωση της νεώτερης βουλγαρικής ταυτότητας, συχνά σε μια σχέση αντίθεσης ή συμπαράταξης, ή εν πάση περιπτώσει γόνιμης αντίδρασης με την ελληνική γλώσσα και παιδεία. Η ανά χείρας μονογραφία ασχολείται λοιπόν κυρίως με το έργο και την προσωπικότητα αυτών των δύο προσωπικοτήτων. Η ανάλυσή μου σταματά στο κατώφλι της περιόδου που ονομάζεται Βουλγαρική Παλιγγενεσία, όταν εγκαινιάσθηκε η αδιαμφισβήτητα εθνικιστική δράση της πρώτης γενεάς των συντελεστών του εθνικού βουλγαρικού κινήματος². Γίνονται, ωστόσο, κάποιες νύξεις και στα γεγονότα που ακολούθησαν, στο βαθμό που φωτίζουν πλευρές της δράσης του Παϊσίου και του Σωφρονίου ή της επίδρασης του έργου τους στους επιγόνους. Εξετάζεται επίσης εκτενώς και το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας και των φυσικών απογόνων του Σωφρονίου, των μελών της οικογένειας Βογορίδη, καθώς και το όλο ζήτημα της ρευστότητας ταυτοτήτων στη Βουλγαρία κατά την περίοδο αυτή. Η αναζήτηση αυτή σχετίζεται με την προσπάθεια κατανόησης των σχέσεων ανάμεσα στα διάφορα νεώτερα έθνη της Βαλκανικής Χερσονήσου, τα οποία (με την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου και τη διαδικασία επέκτασης της ευρωπαϊκής ενοποίησης προς το ανατολικό και νοτιοανατολικό τμήμα της ευρωπαϊκής ηπείρου) ήλθαν και πάλι σε επαφή και αναζητούν τα σημεία επαφής ανάμεσά τους πέρα από τις έτοιμες αλήθειες της εθνικιστικής ιστορίας η οποία επικεντρώνεται στις συγκρούσεις και αποσιωπά, τις περιόδους συνεργασίας ανάμεσά τους καθώς και τα φαινόμενα των πολλαπλών ταυτοτήτων που παρατηρούνται ανάμεσα στα μέλη των διαφόρων εθνικών και άλλων νοερών ομάδων της περιοχής της Βαλκανικής. Σήμερα χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ άλλοτε να κατανοήσουμε τις κοινές ρίζες των σημερινών εθνών της περιοχής αυτής και να οικοδομήσουμε ενδεχομένως πάνω σε αυτές με ειλικρίνεια και αντικειμενικότητα τη μελλοντική μας συνεργασία. Από αυτήν την άποψη νομίζω ότι η εργασία αυτή καλύπτει ένα σημαντικό κενό της ελληνικής βιβλιογραφίας και θα πρέπει να παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον έλληνα αναγνώστη, είτε αυτός είναι ειδικός μελετητής είτε όχι. [...]
περισσότερα