Περίληψη
Η νήσος Γαύδος, μαζί με την νήσο Γαυδοπούλα, αποτελούν την νοτιότερη προέκταση του νησιωτικού τόξου του Νοτίου Αιγαίου και βρίσκονται 23 ναυτικά μίλια νοτιοδυτικά της νήσου Κρήτης. Έχει μέγιστο μήκος 10km και μέγιστο πλάτος περίπου 5,5km, καλύπτει δε μια περιοχή 33km2. Το Αλπικό υπόβαθρο της νήσου Γαύδου εκτείνεται κυρίως κατά μήκος της ράχης από το ακρωτήρι της Κεφαλής έως το ακρωτήρι της Τρυπητής και ουσιαστικά συνίσταται από τα ανθρακικά στρώματα της ζώνης Πίνδου-Εθιάς καθώς και τα στρώματα φλύσχη. Η ανθρακική αυτή σειρά έχει ηλικία Ανώτερο Άλβιο-Ανώτερο Μαιστρίχτιο, ενώ ο φλύσχης έχει ηλικία Παλαιόκαινο - Ηώκαινο. Προς το βορειοανατολικό μέρος της νήσου Γαύδου εμφανίζεται ένα οφιολιθικό σύμπλεγμα που αποτελείται από μία μεταμορφωμένη ηφαιστειο-ιζηματογενή σειρά. Χρονολόγηση με τη μέθοδο K-Ar έδωσε ενδείξεις ότι η μεταμόρφωση έλαβε χώρα κατά το Κατωτ. Ιουρασικό. Οι μεταλπικοί σχηματισμοί αναπτύσσονται κυρίως στο βόρειο -βορειοανατολικό και κεντρικό τμήμα του νησιού, καλύπτοντας περί ...
Η νήσος Γαύδος, μαζί με την νήσο Γαυδοπούλα, αποτελούν την νοτιότερη προέκταση του νησιωτικού τόξου του Νοτίου Αιγαίου και βρίσκονται 23 ναυτικά μίλια νοτιοδυτικά της νήσου Κρήτης. Έχει μέγιστο μήκος 10km και μέγιστο πλάτος περίπου 5,5km, καλύπτει δε μια περιοχή 33km2. Το Αλπικό υπόβαθρο της νήσου Γαύδου εκτείνεται κυρίως κατά μήκος της ράχης από το ακρωτήρι της Κεφαλής έως το ακρωτήρι της Τρυπητής και ουσιαστικά συνίσταται από τα ανθρακικά στρώματα της ζώνης Πίνδου-Εθιάς καθώς και τα στρώματα φλύσχη. Η ανθρακική αυτή σειρά έχει ηλικία Ανώτερο Άλβιο-Ανώτερο Μαιστρίχτιο, ενώ ο φλύσχης έχει ηλικία Παλαιόκαινο - Ηώκαινο. Προς το βορειοανατολικό μέρος της νήσου Γαύδου εμφανίζεται ένα οφιολιθικό σύμπλεγμα που αποτελείται από μία μεταμορφωμένη ηφαιστειο-ιζηματογενή σειρά. Χρονολόγηση με τη μέθοδο K-Ar έδωσε ενδείξεις ότι η μεταμόρφωση έλαβε χώρα κατά το Κατωτ. Ιουρασικό. Οι μεταλπικοί σχηματισμοί αναπτύσσονται κυρίως στο βόρειο -βορειοανατολικό και κεντρικό τμήμα του νησιού, καλύπτοντας περίπου τα 2/3 της συνολικής έκτασής του. Έχουν αποτεθεί ασύμφωνα επί του αλπικού υποβάθρου και παρουσιάζουν ισόχρονες αποθέσεις με σημαντικές λιθολογικές διαφορές. Σκοπός της διδακτορικής αυτής διατριβής ήταν η μελέτη των Νεογενών σχηματισμών της νήσου Γαύδου και η παλαιογεωγραφική αναπαράσταση του νησιού την περίοδο αυτή. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, μελετήθηκαν διεξοδικά τα βιοστρωματογραφικά, λιθοστρωματογραφικά και οικοστρωματογραφικά συμβάντα στις συνεχείς τομές Μπο, Ποταμός, Άγιος Ιωάννης που βρίσκονται στο βορειοδυτικό και βόρειο τμήμα του νησιού καθώς και στη τομή Μετόχια που βρίσκεται στο κεντρικό-βορειοανατολικό τμήμα του νησιού. Η απόθεση των νεογενών ιζημάτων στην νήσο Γαύδο ξεκινάει κατά το Κατώτερο Τορτόνιο όπως αποδεικνύεται από την βιοστρωματογραφική ανάλυση με βάση τα πλαγκτονικά Τρηματοφόρα, που πραγματοποιήθηκε στις τομές Ποταμός, Αγ. Ιωάννης και Μπο. Κατά το Κατώτερο Τορτόνιο ξεκίνησε η ανάπτυξη κοραλλίων στην περιοχή της νήσου Γαύδου και η εν γένει πανίδα τους δείχνει ότι ανήκουν στις αποικιακές εκείνες μορφές (ερματυπικά κοράλλια), που συμμετέχουν στη δημιουργία υφάλων. Πλούσια πανίδα από βελόνες πυριτιόσπογγων, διαπιστώθηκε για πρώτη φορά στην περιοχή της Γαύδου από τον συγγραφέα και προσδιορίστηκε. Άτομα Εχίνων συλλέχθηκαν μέσα από ψαμμιτικό πάγκο και προσδιορίστηκε ότι ανήκουν εξ’ ολοκλήρου στο γένος Clypeaster. Αναγνωρίστηκε και προσδιορίστηκε ένας ικανοποιητικός αριθμός ειδών του γένους αυτού, που είναι χαρακτηριστικά για το Μειόκαινο του χώρου της Μεσογειακής λεκάνης. Μέσα στις αποθέσεις των κυανών μαργών συλλέχθηκε και κατόπιν μελέτης προσδιορίστηκε μεγάλος αριθμός από άκανθες κανονικών και ακανόνιστων Εχίνων. Από την μελέτη των Βρυοζώων, που βρέθηκαν μέσα σε κυανές μάργες στις τομές της Γαύδου, προέκυψε ότι αυτά βρίσκονται στη μέγιστη πληθυσμιακή αφθονία τους σε βάθος που κυμαίνεται από 30 ως 80 m. Από το σύνολο των ιχθύων του Μ.-Α. Τορτονίου, συμπεραίνουμε ότι αυτά ανήκουν σε μια πανίδα που αποτέθηκε σε ένα περιβάλλον μέτριου βάθους. Εν αντιθέσει, η πανίδα των ιχθύων στους διατομίτες της προεβαποριτικής φάσης του Μεσσηνίου, είναι ενδεικτική ενός περιβάλλοντος απόθεσης κοντά στη ακτή, σχετικά ρηχό το οποίο όμως βάθαινε απότομα. Από την εύρεση και τον προσδιορισμό Ωτολίθων μέσα στις κυανές μάργες συμπεραίνουμε ότι η πλειονότητα των ιχθύων που τους φέρουν, ζούσαν στα όρια της νηριτικής ζώνης με την ηπειρωτική κατωφέρεια. Το σύνολο των δειγμάτων με τα απολιθωμένα φύλλα από την νήσο Γαύδο, συλλέχθηκε αποκλειστικά μέσα από τα στρώματα του Κατωτέρου-Μέσου Τορτονίου. Ο προσδιορισμός αυτής της απολιθωμένης χλωρίδας ομοιάζει περισσότερο με την τροπική - υποτροπική χλωρίδα του Κατωτέρου Μειοκαίνου της Κύμης παρά με την υποτροπική χλωρίδα του Ανωτέρου Μειοκαίνου της Δυτικής Μακεδονίας Οι παλαιοοικολογικές παρατηρήσεις της απολιθωμένης πανίδας στις κυανές μάργες στη βάση της τομής του Μπο, μας υποδεικνύουν ότι ο χώρος πιθανότατα αντιστοιχούσε σε μία ημι-απομονωμένη λιμνοθάλασσα. Τα κοράλλια που βρέθηκαν στην περιοχή της νήσου Γαύδου, αναπτύχθηκαν σε διεύθυνση ΔΒΔ -ΑΝΑ, δημιουργώντας έτσι μια μορφή υφάλου-φράγματος, που ξεκινούσε από τον κόλπο του Μπο και κατέληγε στον κόλπο του Κορφέ. Ο χώρος της τομής του Ποταμού και ο χώρος της τομής του Αγ. Ιωάννη, λιθολογικά μοιάζουν, αφού αυτοί αποτελούνται από ιζήματα κυανών μαργών σε εναλλαγές με άμμους τουρβιδιτικής φάσης, δείχνοντας έτσι ότι το περιβάλλον των λεκανών άλλοτε γινόταν βαθύτερο και άλλοτε αβαθέστερο.
περισσότερα