Περίληψη
Η εργασία αυτή είναι μια πρόταση για τη διδασκαλία της πρώτης γραφής και ανάγνωσης. Ξεκινάει από την παραδοχή ότι τα παιδιά για να ανταποκριθούν με επιτυχία στην εκμάθηση της γραφής και της ανάγνωσης πρέπει να έχουν αναπτύξει ένα υψηλό επίπεδο φωνολογικής επίγνωσης. Όταν αρχίσει δηλ. η συστηματική διδασκαλία της γραφής και της ανάγνωσης θα πρέπει να είναι σε θέση να αντιλαμβάνονται τις διακρίσεις που κάνει η γλώσσα στο φωνολογικό επίπεδο και πώς οι διακρίσεις αυτές συμβάλλουν στη διαφοροποίηση των σημασιών. Κι αυτό γιατί σε μια γλώσσα με αλφαβητικό σύστημα γραφής, όπως η ελληνική, όπου οι μονάδες του γραπτού κώδικα αναπαριστούν κατά κανόνα τις διακριτικές μονάδες του προφορικού λόγου, είναι σημαντικό για τα παιδιά να κατανοούν τις αντιστοιχίες που υπάρχουν ανάμεσα στις δυο κατηγορίες μονάδων. Τα παιδιά, όταν έρχονται στο σχολείο, δεν έχουν όλα αναπτύξει στο ίδιο επίπεδο τη φωνολογική τους γνώση. Αυτό εξαρτάται από το οικογενειακό και κοινωνικό, και φυσικά και το γλωσσικό, περιβάλλον, σ ...
Η εργασία αυτή είναι μια πρόταση για τη διδασκαλία της πρώτης γραφής και ανάγνωσης. Ξεκινάει από την παραδοχή ότι τα παιδιά για να ανταποκριθούν με επιτυχία στην εκμάθηση της γραφής και της ανάγνωσης πρέπει να έχουν αναπτύξει ένα υψηλό επίπεδο φωνολογικής επίγνωσης. Όταν αρχίσει δηλ. η συστηματική διδασκαλία της γραφής και της ανάγνωσης θα πρέπει να είναι σε θέση να αντιλαμβάνονται τις διακρίσεις που κάνει η γλώσσα στο φωνολογικό επίπεδο και πώς οι διακρίσεις αυτές συμβάλλουν στη διαφοροποίηση των σημασιών. Κι αυτό γιατί σε μια γλώσσα με αλφαβητικό σύστημα γραφής, όπως η ελληνική, όπου οι μονάδες του γραπτού κώδικα αναπαριστούν κατά κανόνα τις διακριτικές μονάδες του προφορικού λόγου, είναι σημαντικό για τα παιδιά να κατανοούν τις αντιστοιχίες που υπάρχουν ανάμεσα στις δυο κατηγορίες μονάδων. Τα παιδιά, όταν έρχονται στο σχολείο, δεν έχουν όλα αναπτύξει στο ίδιο επίπεδο τη φωνολογική τους γνώση. Αυτό εξαρτάται από το οικογενειακό και κοινωνικό, και φυσικά και το γλωσσικό, περιβάλλον, στο οποίο το καθένα έχει μεγαλώσει. Οι έρευνες που έχουν γίνει τις τελευταίες δεκαετίες για το θέμα αυτό έχουν αποδείξει ότι πράγματι τα παιδιά με ανεπτυγμένη φωνολογική επίγνωση έχουν καλύτερες επιδόσεις στην εκμάθηση της πρώτης ανάγνωσης και γραφής. Έχουν επίσης δείξει ότι αυτά τα παιδιά προέρχονται κατά κανόνα από περιβάλλοντα με πλούσια ερεθίσματα γραμματισμού. Τα ερευνητικά αυτά ευρήματα οδήγησαν τους επιστήμονες να υποστηρίξουν ότι, πριν αρχίσει η διδασκαλία της ανάγνωσης και της γραφής, πρέπει να προηγείται εξάσκηση των παιδιών για τη βελτίωση του επιπέδου της φωνολογικής τους επίγνωσης. Αν αυτό γίνει, όχι μόνο η κατάκτηση του γραπτού κώδικα θα είναι ευκολότερη, αλλά και η παραπέρα ανάπτυξη του γραμματισμού των παιδιών θα είναι ασφαλέστερη και περισσότερο ποιοτική. Και αν αυτό είναι χρήσιμο για όλα τα παιδιά, για τα παιδιά από μειονεκτούντα περιβάλλοντα αποτελεί προϋπόθεση για τη συνέχιση της εκπαιδευτικής τους πορείας. Για τους πιο πολλούς ερευνητές η φωνολογική επίγνωση είναι προϋπόθεση για την επιτυχία στην πρώτη ανάγνωση και γραφή. Για άλλους η φωνολογική επίγνωση είναι συνέπεια της εκμάθησης της ανάγνωσης και της γραφής και για άλλους τέλος η φωνολογική επίγνωση αναπτύσσεται παράλληλα με την εκμάθηση της ανάγνωσης και της γραφής και για άλλους τέλος η φωνολογική επίγνωση αναπτύσσεται παράλληλα με την εκμάθηση της ανάγνωσης και της γραφής. Είναι αναμενόμενο η φωνολογική επίγνωση να αναπτύσσεται στα παιδιά κατά την πορεία εκμάθησης της γραφής και της ανάγνωσης, καθώς επίσης να είναι και συνέπεια αυτής της μάθησης. Ο βαθμός στον οποίο θα αναπτυχθεί όμως εξαρτάται από το κατά πόσο αυτό θα είναι μια από τις Βασικές επιδιώξεις της διδασκαλίας. Η δική μας θέση είναι ότι, πριν αρχίσει η διδασκαλία της γραφής, για ένα εύλογο χρονικό διάστημα πρέπει να ασκηθούν οι μαθητές ώστε όλοι να αποκτήσουν ικανοποιητικό επίπεδο φωνολογικής επίγνωσης, η ανάπτυξη όμως της φωνολογικής επίγνωσης των μαθητών πρέπει να επιδιώκεται και σε όλη τη διάρκεια της διδασκαλίας της γραφής και της ανάγνωσης. Πιστεύουμε δηλ. ότι σταθερή επιδίωξη πρέπει να είναι να συνειδητοποιούν οι μαθητές τι συμβαίνει στο επίπεδο της προφοράς και να κατανοούν τον τρόπο με τον οποίο αυτό αποδίδεται με τη γραφή. Αν αυτό δε γίνεται, η εκμάθηση της γραφής και της ανάγνωσης είναι μια μηχανιστική διαδικασία, που όχι μόνο δεν αναπτύσσει τη φωνολογική επίγνωση, αλλά έχει ως αποτέλεσμα να μένουν ανυποψίαστα τα παιδιά όσον αφορά τον προφορικό χαρακτήρα της γλώσσας και όταν αναφέρονται στη γλώσσα να το κάνουν με όρους της γραφής. Με την πρότασή μας επιδιώκουμε ώστε η φωνολογική επίγνωση των μαθητών να αναπτύσσεται σε όλη τη διάρκεια της διδασκαλίας της πρώτης γραφής και ανάγνωσης. Και καθώς η φωνολογική επίγνωση είναι μέρος της γενικότερης γλωσσικής επίγνωσης, φροντίζουμε ώστε σταδιακά η επίγνωση να διευρύνεται και να καλύπτει και άλλες όψεις της γλώσσας: μορφολογία, λεξιλόγιο, σύνταξη, επικοινωνία. Έτσι, σε ένα πρώτο στάδιο, επιχειρούμε την εξάσκηση των μαθητών για τη βελτίωση της φωνολογικής τους επίγνωσης πριν αρχίσει η διδασκαλία της γραφής και ανεξάρτητα από αυτήν. Ακολουθεί, σε ένα δεύτερο στάδιο, η σταδιακή εξοικείωση των μαθητών με τις μονάδες του γραπτού κώδικα, σε συσχετισμό με τις φωνολογικές μονάδες. Ο σταθερός αυτός συσχετισμός των μονάδων του γραπτού με τις μονάδες του προφορικού κώδικα συμβάλλει στην παραπέρα ανάπτυξη της φωνολογικής τους επίγνωσης. Και καθώς αυτό γίνεται σε επικοινωνιακό πλαίσιο, οι μαθητές, μαζί με τη βελτίωση της φωνολογικής τους επίγνωσης, αποκτούν επίγνωση και των λειτουργιών που επιτελούν οι συμβάσεις της γραφής, αλλά και των λειτουργιών της γλώσσας. Τέλος, σε ένα τρίτο στάδιο, την κατάχτηση του γραπτού κώδικα ακολουθεί η εξοικείωση των μαθητών με πιο σύνθετες και αυθεντικές μορφές προφορικής και γραπτής επικοινωνίας, ανάλογα με τις δυνατότητάς τους. [...]
περισσότερα