Περίληψη
Στην περίπτωση του επιστολογραφικού corpus του Μάξιμου Πλανούδη δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε μία συλλογή επιστολών που επιμελήθηκε ο ίδιος ο συντάκτης τους, ούτε έχουμε να κάνουμε - γεγονός που προσθέτει επιπλέον δυσκολίες - με ένα κατά χρονολογική σειρά ή άλλου είδους διάταξη σώμα επιστολών. Μέσα από τις περισσότερες επιστολές του, οι οποίες καλύπτουν κατά κύριο λόγο το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1290/1292-1300 και τις οποίες συντάσσει αφορμώμενος από ποικίλες περιπτώσεις και υποκύπτοντας συχνά στη συμβατικότητα και σε ένα είδος υφολογικού καταναγκασμού, ο Πλανούδης ξεδιπλώνει την έντονη προσωπικότητα και την ψυχή του, αποκαλύπτει την αυθεντική και πνευματικά καλλιεργημένη εικόνα του προσώπου του και καλύπτει τις επικοινωνιακές του ανάγκες. Οι 122 (121 του επιστολογραφικού corpus και μία που εκδίδεται από τον Leone σε παράρτημα) επιστολές του Πλανούδη απευθύνονται σε τριανταοκτώ αποδέκτες, φίλους, μαθητές, κρατικούς αξιωματούχους και εκκλησιαστικούς. Δεκαπέντε από αυτές παραδίδ ...
Στην περίπτωση του επιστολογραφικού corpus του Μάξιμου Πλανούδη δεν έχουμε να αντιμετωπίσουμε μία συλλογή επιστολών που επιμελήθηκε ο ίδιος ο συντάκτης τους, ούτε έχουμε να κάνουμε - γεγονός που προσθέτει επιπλέον δυσκολίες - με ένα κατά χρονολογική σειρά ή άλλου είδους διάταξη σώμα επιστολών. Μέσα από τις περισσότερες επιστολές του, οι οποίες καλύπτουν κατά κύριο λόγο το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1290/1292-1300 και τις οποίες συντάσσει αφορμώμενος από ποικίλες περιπτώσεις και υποκύπτοντας συχνά στη συμβατικότητα και σε ένα είδος υφολογικού καταναγκασμού, ο Πλανούδης ξεδιπλώνει την έντονη προσωπικότητα και την ψυχή του, αποκαλύπτει την αυθεντική και πνευματικά καλλιεργημένη εικόνα του προσώπου του και καλύπτει τις επικοινωνιακές του ανάγκες. Οι 122 (121 του επιστολογραφικού corpus και μία που εκδίδεται από τον Leone σε παράρτημα) επιστολές του Πλανούδη απευθύνονται σε τριανταοκτώ αποδέκτες, φίλους, μαθητές, κρατικούς αξιωματούχους και εκκλησιαστικούς. Δεκαπέντε από αυτές παραδίδονται ανεπίγραφες, χωρίς κάποια ένδειξη όσον αφορά τον αποδέκτη τους, εκ των οποίων δύο μόνο προσφέρουν εσωτερικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία είτε καταλαβαίνουμε την ιδιότητα και τον τόπο διαμονής του παραλήπτη, είτε πιθανολογούμε τον αποδέκτη, ενώ από τις υπόλοιπες δεκατρείς δεν μπορούμε να ανιχνεύσουμε επιπρόσθετα στοιχεία. Από τον έλεγχο των επιστολογραφικών έργων πρωτίστως του Μανουήλ Φιλή και του Νικηφόρου Χούμνου, οι οποίοι εμφανίζονται ως αποδέκτες επιστολών του Μάξιμου Πλανούδη, και δευτερευόντως των Μανουήλ Γαβαλά, Μιχαήλ Γαβρά, Νικηφόρου Γρηγορά, Γρηγορίου Β΄ Κυπρίου, Γεωργίου Λακαπηνού, Μανουήλ Ολοβώλου και Θεόδωρου Υρτακηνού, προκύπτουν στοιχεία για τη διασύνδεση των αποδεκτών επιστολών του Πλανούδη με άλλες σημαντικές προσωπικότητες της εποχής. Η διαπίστωση αυτή δημιουργεί την εικόνα ενός δραστήριου επιστολογραφικά κύκλου πεπαιδευμένων, οι οποίοι διατηρούσαν μεταξύ τους επαφές με αλληλογραφία. Επίσης, εντοπίζονται σχέσεις εξ αίματος και εξ αγχιστείας τόσο μεταξύ ορισμένων αποδεκτών, όσο και ανάμεσα σε αποδέκτες και σε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, γεγονός που συμβάλλει μερικές φορές στη διευκρίνιση της σκοπιμότητας συγγραφής συγκεκριμένων επιστολών. Από τη διακίνηση κωδίκων μέσω της αλληλογραφίας διαπιστώνονται, εκτός από το εύρος της κυκλοφορίας των βιβλίων εκείνη την εποχή, κατά κύριο λόγο τα αναγνωστικά ενδιαφέροντα και οι πνευματικές ενασχολήσεις τόσο του ίδιου του Μάξιμου Πλανούδη, όσο και του ευρύτερου κύκλου φίλων και μαθητών του. Ταυτόχρονα και σε άμεση συνάρτηση με τα προηγούμενα, οι επιστολές που προσφέρουν αρκετές πληροφορίες, όσον αφορά τις διδακτικές του δραστηριότητες και τον κύκλο των μαθητών του, συμβάλλουν στην πληρέστερη διαμόρφωση της εικόνας του επιστολογράφου ως δασκάλου και στην αρτιότερη κατανόηση της παιδαγωγικής και διδακτικής του τακτικής. Το γεγονός ότι στην περίπτωση του Μάξιμου Πλανούδη έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα επιστολογραφικό corpus που δεν επιμελήθηκε ο ίδιος ο συγγραφέας και γι’ αυτόν το λόγο και αρκετές επιστολές, οι οποίες χαρακτηρίζονται από έναν ευκαιριακό, θα έλεγε κανείς, χαρακτήρα, δεν μας επιτρέπει άμεσα και χωρίς κανέναν ενδοιασμό να κάνουμε λόγο για κοσμοαντίληψη του Πλανούδη που γίνεται εμφανής μέσα από τις επιστολές του και τη χρήση συγκεκριμένου συστήματος λεκτικών τρόπων. Δεν είναι λίγες οι φορές, ωστόσο, κατά τις οποίες φαίνεται ότι η συνειδητή χρήση ρητορικών ψιμυθίων του λόγου, μοτίβων, συγκεκριμένων χαρακτηριστικών της επιστολής και άλλου είδους λεκτικών σχημάτων, συχνά μέσα στο πνεύμα της μίμησης της Αρχαιότητας, υπηρετεί π.χ. την άσκηση κοινωνικής κριτικής, την ερμηνεία γεγονότων, την έκφραση συμπάθειας ή αντιπάθειας, φιλικής διάθεσης και θαυμασμού. Τότε είναι, άλλωστε, που αποκαλύπτεται ο εσωτερικός του κόσμος, πτυχές της ιδεολογίας του, η ποικιλία των αισθημάτων του, η αγάπη του για τη γνώση, για την πίστη και για τους ανθρώπους. ...............................................................................................................................
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
La these presente, intitulee «Maxime Planude: contribution a l’ etude de sa vie et de son ?uvre. Le corpus de ses lettres» est constituee par trois parties: la premiere avec le titre «Maxime Planude: la vie et l’ ?uvre» est constituee par deux chapitres: 1. «Elements biographiques» et 2. «L’ ?uvre d’ auteur». La deuxieme partie intitulee «Maxime Planude: le corpus des lettres» est constituee par trois chapitres: 1. «La tradition de l’ ?uvre - Remarques generales», 2. «Contenu et accepteurs des lettres», 3. «Commentaires prosopographiques». La troisieme partie intitulee «Langue et rhetorique aux lettres de Maxime Planude» est constituee par sept chapitres : 1.«Motifs - Moyens oratoires - Caracteristiques des lettres», 2. «L’ Amitie aux lettres de Maxime Planude», 3. «Rhetorique et pensee philosophique», 4. «La langue des lettres de Maxime Planude», 5. «Auteurs et passages au corpus epistolographique de Maxime Planude», 6. «La structure des lettres de Maxime Planude», 7. «Le rythme cata ...
La these presente, intitulee «Maxime Planude: contribution a l’ etude de sa vie et de son ?uvre. Le corpus de ses lettres» est constituee par trois parties: la premiere avec le titre «Maxime Planude: la vie et l’ ?uvre» est constituee par deux chapitres: 1. «Elements biographiques» et 2. «L’ ?uvre d’ auteur». La deuxieme partie intitulee «Maxime Planude: le corpus des lettres» est constituee par trois chapitres: 1. «La tradition de l’ ?uvre - Remarques generales», 2. «Contenu et accepteurs des lettres», 3. «Commentaires prosopographiques». La troisieme partie intitulee «Langue et rhetorique aux lettres de Maxime Planude» est constituee par sept chapitres : 1.«Motifs - Moyens oratoires - Caracteristiques des lettres», 2. «L’ Amitie aux lettres de Maxime Planude», 3. «Rhetorique et pensee philosophique», 4. «La langue des lettres de Maxime Planude», 5. «Auteurs et passages au corpus epistolographique de Maxime Planude», 6. «La structure des lettres de Maxime Planude», 7. «Le rythme catalectique des propositions aux lettres de Maxime Planude». La these tend surtout a mettre en evidence la personnalite variee et exceptionnellement interessante de Maxime Planude (env. 1255-env. 1305). Tenant compte meme le principe que l’ etude doit etre associee a ce que l’ auteur ambitionnait probablement avec son ?uvre, cet effort a le but de le classer comme epistolographe dans son milieu social et intellectuel et en meme temps d’ examiner son ?uvre epistolographique - si c’ est possible - comme creation litteraire autonome et comme source de ses idees et de ses pensees. Manuel Planude est ne a Nicomedie environ en 1255. Orphelin de sa mere tres tot est installe avec son pere a Constantinople, ou en terminant ses etudes a obtenu une education variee. Il a commence sa carriere de copiste des manuscrits au palais imperial, ou il etait fonctionnaire au moins jusqu’ en 1283, tandis que jusqu’ en 1292 il est devenu moine en changeant son nom de Manuel a Maxime. Il etait en relations avec plusieurs monasteres de Constantinople et il a vecu a un ¨monastere imperial¨ et aussi au monastere d’ Akataleptos entre 1299-1301. Il a commence ses activites d’ enseignement probablement avant 1280 et il les a continuees aussi apres qu’ il est devenu moine. Plusieurs personnalites de l’ epoque furent ses amis, tandis que sa relation etroite avec l’ empereur Andronique II Paleologue, son education variee et la tres bonne connaissance de la langue latine etaient les raisons a cause desquelles lui etait confie la qualite de l’ ambassadeur a des specifiques missions exterieurs politiques (Venice, 1297). Son ?uvre fut tres riche et son ¨heritage¨ contient ?uvres rhetoriques, theologiques, scientifiques, philologiques, historiques, traductions, manuels didactiques et un suffisant nombre des lettres. Les 122 (121 du corpus epistolographique et une que P. Leone edite en appendice) lettres de Planude s’ adressent a 38 connus et autres inconnus accepteurs, amis, eleves, personnes officielles etatiques et ecclesiastiques. En examinant les ?uvres epistolographiques des accepteurs des lettres de Planude et leur correspondance avec d’ autres epistolographes se montrent des elements qui concernent leurs relations avec des personnages marquants de l’ epoque et l’ image d’ un actif - quant a l’ epistolographie - cercle d’ intellectuels qui conservaient entre eux des contacts en correspondant. Aussi, se mettent en evidence les liens de sang et d’ alliance tant entre quelques accepteurs qu’ entre accepteurs et membres de la famille imperiale, tandis qu’ a travers la circulation des manuscrits se verifient les interets de lecture et les occupations spirituelles de Maxime Planude et du cercle des ses amis et eleves. Le fait qu’ au corpus epistolographique de Planude assez de lettres se distinguent d’ un caractere occasionnel, ne nous permet pas immediatement et sans aucune hesitation de faire parole de la ¨Weltanschauung¨ de Planude qui apparait dans ses lettres a travers de l’ utilisation d’ un systeme concret des moyens oratoires. Toutefois, bien des fois est claire l’ utilisation consciente d’ elements rhetoriques de la parole, de motifs et des caracteristiques exacts des lettres d’ apres l’ esprit de l’ imitation de l’ antiquite qui aide la pratique de la critique sociale, l’ interpretation des evenements, l’ expression de sympathie ou antipathie, de disposition amicale et d’ admiration. Dans d’ autres cas, aussi, la coexistence de la morale chretienne et de la tradition ancienne hellenique, autrement dit l’ humanisme chretien, determine les pensees de Planude en ce qui concerne la vertu de l’ amitie et son sens, la vie et la mort, la science et la philosophie. .........................
περισσότερα