Περίληψη
Οι φορολογικές διακρίσεις κατά τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και κατά τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών αποτελούν, από την ίδρυση της Κοινότητας μέχρι σήμερα, ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα στην πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η μελέτη του Κώστα Μπουχάγιαρ είναι η πρώτη μεγάλη μονογραφία στη χώρα μας που αναλύει σε ßa6os και αξιολογεί το υφιστάμενο κοινοτικό θεσμικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση των διακρίσεων αυτών. Από την άποψη αυτή, έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό της ελληνικής βιβλιογραφίας στον τομέα του κοινοτικού φορολογικού δικαίου. Όσον αφορά την αντιμετώπιση των φορολογικών διακρίσεων κατά τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, παρουσιάζονται και αξιολογούνται τα βήματα που έχουν γίνει μέχρι σήμερα προς την κατεύθυνση της εναρμόνισης των φορολογικών συστημάτων των κρατών μελών στον τομέα των έμμεσων φόρων, ενώ αναδεικνύεται και αναλύεται η φορολογική διάσταση των ειδικών διατάξεων της Συνθήκης που εξειδικεύουν την κοινοτική αρχή της μη διακριτικής μετα ...
Οι φορολογικές διακρίσεις κατά τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές και κατά τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών αποτελούν, από την ίδρυση της Κοινότητας μέχρι σήμερα, ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα στην πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η μελέτη του Κώστα Μπουχάγιαρ είναι η πρώτη μεγάλη μονογραφία στη χώρα μας που αναλύει σε ßa6os και αξιολογεί το υφιστάμενο κοινοτικό θεσμικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση των διακρίσεων αυτών. Από την άποψη αυτή, έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό της ελληνικής βιβλιογραφίας στον τομέα του κοινοτικού φορολογικού δικαίου. Όσον αφορά την αντιμετώπιση των φορολογικών διακρίσεων κατά τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές, παρουσιάζονται και αξιολογούνται τα βήματα που έχουν γίνει μέχρι σήμερα προς την κατεύθυνση της εναρμόνισης των φορολογικών συστημάτων των κρατών μελών στον τομέα των έμμεσων φόρων, ενώ αναδεικνύεται και αναλύεται η φορολογική διάσταση των ειδικών διατάξεων της Συνθήκης που εξειδικεύουν την κοινοτική αρχή της μη διακριτικής μεταχείρισης στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Στο πλαίσιο αυτό, οι διατάξεις των άρθρων 23, 25, 28 και 90 της Συνθήκης γίνονται αντικείμενο ερμηνευτικής και θεωρητικής επεξεργασίας. Ο διάλογος που επιχειρείται με τη νομολογία του ΔΕΚ κατά την ανάλυση των διατάξεων αυτών είναι εξαιρετικά γόνιμος, αφού επιτρέπει στο συγγραφέα να διαμορφώσει προτάσεις πρωτότυπες και άρτια θεμελιωμένες πάνω σε σημαντικά και αμφιλεγόμενα ζητήματα της θεωρίας και της νομολογίας. Ασκεί κριτική στη νομολογία του ΔΕΚ για την διαφαινόμενη τάση περιορισμού της έννοιας των μέτρων ισοδύναμου αποτελέσματος. Τοποθετείται με σαφήνεια υπέρ της συμπληρωματικής εφαρμογής του άρθρου 28 σε σχέση με το 90, για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των φορολογικών διακρίσεων υπό οποιαδήποτε μορφή και αν εμφανίζονται. Προτείνει την εφαρμογή των ενιαίων αρχών που προκύπτουν από την ερμηνεία του άρθρου 28 στην υπόθεση Cassis de Dijon και κατά την ερμηνεία του άρθρου 29 της ΣΕΚ. Αντιπαρατίθεται ανοικτά με την κρατούσα άποψη περί μη εφαρμογής των άρθρων 28 και 90 στις περιπτώσεις της λεγόμενης 'αντίστροφης διάκρισης', επιχειρώντας, με πειστικό τρόπο, να τεκμηριώσει την αντίθετη άποψη του, σε μια λιγότερο γραμματική και περισσότερο τελεολογική ερμηνεία των σχετικών με την ελεύθερη κυκλοφορία διατάξεων της Συνθήκης. Μέσα από μια σειρά συλλογισμών, επιχειρημάτων και ερμηνειών, αναδεικνύεται ως συμπέρασμα ότι η αρχή της μη διακριτικής μεταχείρισης σε συνδυασμό με την ίδια την έννοια της εσωτερικής αγοράς, επιβάλλουν όπως, τόσο οι διατάξεις των άρθρων 23 και 25, όσο και οι λοιπές διατάξεις της Συνθήκης που προστατεύουν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων (άρθρα 28 και 90), ερμηνεύονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η απαγόρευση της διακριτικής μεταχείρισης σε κάθε περίπτωση, είτε σε βάρος των προερχόμενων από άλλα κράτη μέλη προϊόντων σε σχέση με τα εγχώρια, είτε σε βάρος των εγχώριων σε σχέση με τα προερχόμενα από άλλα κράτη μέλη προϊόντα. Για την αντιμετώπιση των φορολογικών διακρίσεων κατά τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως νομική βάση τις διατάξεις που περιέχονται στα μέτρα που λαμβάνει η Κοινότητα στα πλαίσια άσκησης της κοινής εμπορικής πολιτικής. Στο πλαίσιο αυτό αναλύεται το θεσμικό πλαίσιο που προσδιορίζει την κοινοτική αρμοδιότητα σύναψης διεθνών συμβάσεων, ενώ ιδιαίτερο βάρος δίνεται στην παρουσίαση και ανάλυση του διεθνούς συμβατικού πλαισίου που καθορίζει τις αρχές και τους κανόνες που διέπουν την ερμηνεία των συμβάσεων αυτών. Αναλύονται επίσης οι ουσιαστικές διατάξεις των διεθνών συμφωνιών, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως νομική βάση για την αντιμετώπιση των φορολογικών διακρίσεων κατά τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών και ειδικότερα της GATT, των εμπορικών συμφωνιών ελεύθερων συναλλαγών με τις αναπτυσσόμενες χώρες καθώς και των προτιμησιακών συμφωνιών με τις αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ επισημαίνονται και οι αδυναμίες που παρουσιάζει το ισχύον διεθνές συμβατικό πλαίσιο. Παράλληλα επιχειρείται να αναδειχθεί ο ιδιαίτερος λόγος που διαδραματίζουν στην αντιμετώπιση των φορολογικών διακρίσεων τα αυτόνομα μέτρα που λαμβάνει η Κοινότητα στα πλαίσια της ΚΕΠ και ιδίως οι διατάξεις του Κοινού Τελωνειακού Δασμολογίου και του Κοινοτικού Τελωνειακού Κώδικα, οι Δασμολογικές και άλλες προτιμήσεις που χορηγούνται είτε στις μη ευρωπαϊκές (υπερπόντιες) χώρες και εδάφη στο πλαίσιο του ειδικού καθεστώτος σύνδεσης, είτε στις αναπτυσσόμενες χώρες στο πλαίσιο του κοινοτικού συστήματος γενικευμένων δασμολογικών προτιμήσεων, καθώς και τα μέτρα εμπορικής άμυνας που λαμβάνει η Κοινότητα κατά των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών. […]
περισσότερα