Περίληψη
Εισαγωγή: Πληθώρα μελετών έχει αξιολογήσει εκτενώς τους παράγοντες που σχετίζονται με τα καρδιαγγειακά νοσήματα (ΚΑΝ). Παρ’ όλα αυτά, οι μελέτες που εξετάζουν παράγοντες που ενδέχεται να αλλάξουν –ή πρέπει να αλλάξουν– με την πάροδο του χρόνου είναι σπάνιες. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής ήταν η αξιολόγηση του κινδύνου και της επιβάρυνσης της ΚΑΝ που σχετίζονται με κλινικούς, συμπεριφορικούς και ψυχολογικούς παράγοντες, τις τροχιές τους (δηλαδή, τις δυναμικές μακροπρόθεσμες αλλαγές) κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 20 ετών, καθώς και τα συνολικά πρότυπα τρόπου ζωής. Υλικό και μέθοδοι: Η προοπτική μελέτη ΑΤΤΙΚΗ ξεκίνησε το 2002 και περιλάμβανε 3 επαναξιολογήσεις (το 2006, 2012, 2022). Από τους 3.042 αρχικά ελεύθερους από ΚΑΝ συμμετέχοντες, 1.988 (μέση ηλικία: 45±14 έτη, 49,7% άνδρες) αξιολογήθηκαν στην 20ετή παρακολούθηση. Θανατηφόρα/μη θανατηφόρα επεισόδια ΚΑΝ καταγράφηκαν σε όλες τις χρονικές στιγμές, σύμφωνα με τα κριτήρια WHO-ICD-10, από εκπαιδευμένους επαγγελματίε ...
Εισαγωγή: Πληθώρα μελετών έχει αξιολογήσει εκτενώς τους παράγοντες που σχετίζονται με τα καρδιαγγειακά νοσήματα (ΚΑΝ). Παρ’ όλα αυτά, οι μελέτες που εξετάζουν παράγοντες που ενδέχεται να αλλάξουν –ή πρέπει να αλλάξουν– με την πάροδο του χρόνου είναι σπάνιες. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής ήταν η αξιολόγηση του κινδύνου και της επιβάρυνσης της ΚΑΝ που σχετίζονται με κλινικούς, συμπεριφορικούς και ψυχολογικούς παράγοντες, τις τροχιές τους (δηλαδή, τις δυναμικές μακροπρόθεσμες αλλαγές) κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 20 ετών, καθώς και τα συνολικά πρότυπα τρόπου ζωής. Υλικό και μέθοδοι: Η προοπτική μελέτη ΑΤΤΙΚΗ ξεκίνησε το 2002 και περιλάμβανε 3 επαναξιολογήσεις (το 2006, 2012, 2022). Από τους 3.042 αρχικά ελεύθερους από ΚΑΝ συμμετέχοντες, 1.988 (μέση ηλικία: 45±14 έτη, 49,7% άνδρες) αξιολογήθηκαν στην 20ετή παρακολούθηση. Θανατηφόρα/μη θανατηφόρα επεισόδια ΚΑΝ καταγράφηκαν σε όλες τις χρονικές στιγμές, σύμφωνα με τα κριτήρια WHO-ICD-10, από εκπαιδευμένους επαγγελματίες υγείας. Επίσης, αξιολογήθηκαν κοινωνικοδημογραφικά, κλινικά, βιοχημικά, ανθρωπομετρικά, συμπεριφορικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά. Η επιβάρυνση των παραγόντων κινδύνου (είτε μεμονωμένων παραγόντων είτε προτύπων τρόπου ζωής) εκτιμήθηκε με τα κατάλληλα κλάσματα (αποδοτέο ή προληπτικό κλάσμα). Αποτελέσματα: Η 20ετής επίπτωση ΚΑΝ ήταν 36,12% (ν=718, άνδρες: 40,22%, γυναίκες: 32,07%, p<0,001). Διαπιστώθηκε ότι το 6% της επιβάρυνσης της ΚΑΝ αποδόθηκε στη χρόνια νεφρική νόσο, το 30% στο αυξημένο βάρος κατά την περίοδο 2002–2022 (23% στην υπερβαρότητα, 7,2% στην παχυσαρκία), ενώ το 30% της επιβάρυνσης προλήφθηκε με τη διατήρηση φυσιολογικού σωματικού βάρους και το 32% με την προσκόλληση στη Μεσογειακή διατροφή κατά την περίοδο 2002–2022. Ένα ανθυγιεινό πρότυπο ζωής (χαμηλότερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, διαβίωση σε αστικό περιβάλλον, αυξημένο σωματικό βάρος, κλινικές, ψυχολογικές και ανθυγιεινές συνήθειες τρόπου ζωής) εξήγησε το 82% των περιστατικών ΚΑΝ. Τα πρότυπα τρόπου ζωής με διαφορετικούς συνδυασμούς υγιεινών και ανθυγιεινών παραγόντων είχαν ποικίλες επιδράσεις, ανάλογα με τους παράγοντες κινδύνου. Καρδιοπροστατευτικές συσχετίσεις παρατηρήθηκαν για διάφορους ορισμούς υγιεινής διατροφής, όπως η Μεσογειακή διατροφή (σε όσους ήταν πάντα ή αρχικά κοντά στη Μεσογειακή διατροφή, ακόμη και αν η προσκόλληση δεν διατηρήθηκε μακροπρόθεσμα), η υγιεινή για τον πλανήτη διατροφή EAT-Lancet, μια υγιεινή και επαρκής διατροφή όπως ορίζεται από το Global Diet Quality Score (GDQS) ή ένα σύστημα βαθμολόγησης τροφίμων (Food Compass Score). Αξιοσημείωτα, η διάρκεια ύπνου τροποποίησε τη σχέση μεταξύ Μεσογειακής διατροφής και ΚΑΝ. Επιπλέον, η κατανάλωση ανθυγιεινών τροφίμων (εκτίμηση μέσω GDQS–) δεν συσχετίστηκε με τον κίνδυνο ΚΑΝ. Τα ζωικά προϊόντα συσχετίστηκαν με διαφορετικούς κινδύνους ΚΑΝ, ανάλογα με το ζωικό τρόφιμο και τις συνήθειες των συμμετεχόντων. Υψηλότερες βαθμολογίες άγχους και καταθλιπτικών συμπτωμάτων συσχετίστηκαν με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ΚΑΝ. Η βελτίωση των συνηθειών καπνίσματος ή της σωματικής δραστηριότητας συνδέθηκε με μείωση του κινδύνου ΚΑΝ κατά 58% και 64% αντίστοιχα, ενώ η απώλεια βάρους και η βελτίωση των διατροφικών συνηθειών δεν συσχετίστηκαν με τον κίνδυνο ΚΑΝ. Συμπεράσματα: Συνολικά, η παρούσα διδακτορική διατριβή υποστηρίζει μια ανθρωποκεντρική, δια βίου και πραγματικά εξατομικευμένη προσέγγιση στην πρόληψη των ΚΑΝ. Μελλοντική έρευνα, στρατηγικές δημόσιας υγείας και κλινική πρακτική για τη βελτίωση της καρδιαγγειακής υγείας θα ωφελούνταν από την εστίαση στα συνολικά πρότυπα τρόπου ζωής των ατόμων. Η διαχείριση των μεταβολικών παραγόντων κινδύνου με τα κατάλληλα φάρμακα, η αντιμετώπιση της αύξησης βάρους και των ανθυγιεινών διατροφικών συνηθειών όσο το δυνατόν νωρίτερα στη ζωή, καθώς και η σύσταση διακοπής του καπνίσματος και έναρξης σωματικής δραστηριότητας σε οποιαδήποτε στιγμή στη ζωή, θα οδηγήσουν, αναπόφευκτα και συνεργιστικά, σε καλύτερη υγεία του πληθυσμού και ενδεχομένως σε καλύτερη πρόγνωση των ΚΑΝ.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Background: A plethora of studies has extensively assessed which factors are related to cardiovascular diseases (CVD). Notwithstanding, studies that evaluate factors that might change –or need to change– overtime are scarce. Aim: The aim of this PhD dissertation was to evaluate CVD risk and burden associated with clinical, lifestyle and psychological factors, their trajectories (i.e., dynamic long-term changes) during a 20-year period, and overall lifestyle patterns. Material and methods: The ATTICA cohort study was initiated in 2002, and had 3 follow-up assessments (in 2006, 2012, 2022). From the 3,042 initially free-of-CVD participants, 1,988 (mean age: 45±14 years, 49.7% male) were assessed at the 20-year follow-up. Fatal/non-fatal CVD events were assessed at all time-points, according to WHO-ICD-10, by trained health professionals. Socio-demographic, clinical, biochemical, anthropometric, lifestyle and psychological characteristics were also assessed. The burden of risk factors (st ...
Background: A plethora of studies has extensively assessed which factors are related to cardiovascular diseases (CVD). Notwithstanding, studies that evaluate factors that might change –or need to change– overtime are scarce. Aim: The aim of this PhD dissertation was to evaluate CVD risk and burden associated with clinical, lifestyle and psychological factors, their trajectories (i.e., dynamic long-term changes) during a 20-year period, and overall lifestyle patterns. Material and methods: The ATTICA cohort study was initiated in 2002, and had 3 follow-up assessments (in 2006, 2012, 2022). From the 3,042 initially free-of-CVD participants, 1,988 (mean age: 45±14 years, 49.7% male) were assessed at the 20-year follow-up. Fatal/non-fatal CVD events were assessed at all time-points, according to WHO-ICD-10, by trained health professionals. Socio-demographic, clinical, biochemical, anthropometric, lifestyle and psychological characteristics were also assessed. The burden of risk factors (studied for individual factors or lifestyle patterns) was estimated with the appropriate fractions (i.e., attributable or prevented fractions). Results: Twenty-year CVD incidence was 36.12% (n=718, males: 40.22%, females: 32.07%, p-for-sex-difference<0.001). It was found that 6% of CVD burden was attributable to chronic kidney disease, 30% to increased weight during 2002–2022 (23% to overweight, 7.2% to obesity), while 30% of burden was prevented by maintaining a normal body weight, and 32% by being close to the Mediterranean diet during 2002–2022. An unhealthy lifestyle pattern (lower socioeconomic status, urban living, increased body weight, clinical, psychological, and unhealthy lifestyle conditions) explained 82% of CVD cases. Lifestyle patterns with different combinations of healthy and unhealthy factors had varying effects, which depended on the risk factors. Cardioprotective associations were observed for various definitions of a healthy diet, namely the Mediterranean diet (observed for those who were always or initially close to the Mediterranean diet, even if adherence was not sustained in the long-term), the planetary healthy EAT-Lancet reference diet, a healthy and adequate diet defined by Global Diet Quality Score (GDQS) or a nutrient profiling system (Food Compass Score). Notably, sleep duration modified the relationship between Mediterranean diet and CVD. Moreover, consumption of unhealthy foods (assessed via GDQS–) was not associated with CVD risk. Animal products were associated with diverse CVD risks, depending on the animal product and the participants’ background habits. Higher anxiety and depressive symptom scores were associated with an increased risk of developing CVD. Improving smoking or physical activity habits was linked to a 58% and 64% reduced CVD risk, while weight-loss and amelioration of dietary habits was not associated with CVD risk. Conclusions: Cumulatively, this PhD thesis supports a people-centered, life-course, and truly individualized approach to CVD prevention. Future research, public health strategies, and clinical practice to ameliorate cardiovascular health, would merit from targeting the overall lifestyle patterns of individuals. Managing metabolic risk factors with the appropriate medications, tackling increased weight and unhealthy dietary habits as early in life as possible, and recommending quitting smoking and initiating physically activity at any given moment would, inevitably and synergistically, result in better population health and potentially better CVD prognosis.
περισσότερα