Περίληψη
Η διατριβή αυτή αποτελείται από τρεις αυτόνομες αλλά στενά συνδεδεμένες εμπειρικές μελέτες. Κάθε μελέτη παρουσιάζει τα ειδικά ερευνητικά ευρήματα της και την ανάλυσή τους, τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν καθώς και τις επιπτώσεις σε θέματα οικονομικής πολιτικής. Ειδικότερα οι τρεις μελέτες είναι αλληλένδετες και συμπληρώνει η μία την άλλη στη διαμόρφωση της συνολικής διατριβής. Η πρώτη ερευνητική προσπάθεια διερευνά τη σχέση μεταξύ της κατανάλωσης πυρηνικής ενέργειας και της οικονομικής ανάπτυξης λαμβάνοντας υπ’ όψη τον ρόλο της θεσμικής ποιότητας 18 κορυφαίων χωρών στην κατανάλωση πυρηνικής ενέργειας. Τα ευρήματα αποκαλύπτουν ότι τόσο η χρήση της πυρηνικής ενέργειας όσο και η ισχυρή παρουσία των θεσμών συμβάλλουν την οικονομική ανάπτυξη των χωρών αυτών μακροπρόθεσμα. Αντίθετα, το υψηλότερο επίπεδο θεσμικής ποιότητας συνδέεται με μείωση της έντασης στη χρήση της πυρηνικής ενέργειας. Η δεύτερη μελέτη εξετάζει για πρώτη φορά τον αντίκτυπο των διαχωρισμένων μορφών ενέργειας και το ...
Η διατριβή αυτή αποτελείται από τρεις αυτόνομες αλλά στενά συνδεδεμένες εμπειρικές μελέτες. Κάθε μελέτη παρουσιάζει τα ειδικά ερευνητικά ευρήματα της και την ανάλυσή τους, τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν καθώς και τις επιπτώσεις σε θέματα οικονομικής πολιτικής. Ειδικότερα οι τρεις μελέτες είναι αλληλένδετες και συμπληρώνει η μία την άλλη στη διαμόρφωση της συνολικής διατριβής. Η πρώτη ερευνητική προσπάθεια διερευνά τη σχέση μεταξύ της κατανάλωσης πυρηνικής ενέργειας και της οικονομικής ανάπτυξης λαμβάνοντας υπ’ όψη τον ρόλο της θεσμικής ποιότητας 18 κορυφαίων χωρών στην κατανάλωση πυρηνικής ενέργειας. Τα ευρήματα αποκαλύπτουν ότι τόσο η χρήση της πυρηνικής ενέργειας όσο και η ισχυρή παρουσία των θεσμών συμβάλλουν την οικονομική ανάπτυξη των χωρών αυτών μακροπρόθεσμα. Αντίθετα, το υψηλότερο επίπεδο θεσμικής ποιότητας συνδέεται με μείωση της έντασης στη χρήση της πυρηνικής ενέργειας. Η δεύτερη μελέτη εξετάζει για πρώτη φορά τον αντίκτυπο των διαχωρισμένων μορφών ενέργειας και του επιπέδου θεσμικής ποιότητας στο οικολογικό αποτύπωμα 29 χωρών του ΟΟΣΑ. Σε μια ολιστική περιβαλλοντική προσέγγιση, εξηγεί πώς το διαφοροποιημένο ενεργειακό μείγμα των χωρών αυτών και οι θεσμοί τους συνδέονται με την επίτευξη βιωσιμότητας στο συνολικό τους οικοσύστημα. Χρησιμοποιώντας τεχνικές δεύτερης γενιάς, η μελέτη αυτή δείχνει ότι μολονότι η οικονομική μεγέθυνση και η χρήση μη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας από τις χώρες του ΟΟΣΑ αποδεικνύεται επιζήμια για το περιβάλλον, η λειτουργική ποιότητα των θεσμών τους συμβάλει θετικά στην οικολογική τους βιωσιμότητα. Ταυτόχρονα, η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας δεν φαίνεται να έχει ουσιαστική συμβολή στη μείωση του οικολογικού αποτυπώματος τους, καθιστώντας τις ορυκτές πηγές κατανάλωσης ενέργειας ως κυρίαρχες στο ενεργειακό τους μείγμα. Στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης στην ΕΕ, η τρίτη εμπειρική μελέτη εξετάζει πώς η οικονομική ελευθερία, η οικονομική πολυπλοκότητα και η ανανεώσιμες πηγές ενέργειας επηρεάζουν τις περιβαλλοντικές τους επιδόσεις που σχετίζονται με την ενέργεια, στο πλαίσιο ενός μοντέλου περιβαλλοντικής καμπύλης Kuznets. Παράλληλα, διερευνά τον διαδραστικό ρόλο της οικονομικής ελευθερίας και του διαρθρωτικού μετασχηματισμού τους σε οικονομίες απαλλαγμένες από τον άνθρακα, στις ενεργειακές εκπομπές CO2. Τα αποτελέσματα επιδεικνύουν την παρουσία της περιβαλλοντικής καμπύλης Κuznets και αποκαλύπτουν μια μειωτική επίδραση της οικονομικής πολυπλοκότητας, της οικονομικής ελευθερίας και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στους ενεργειακούς ρύπους. Η οικονομική ελευθερία φαίνεται να παίζει έναν ασύμμετρο ρόλο στη σχέση μεταξύ οικονομικής πολυπλοκότητας και εκπομπών CO2 που σχετίζονται με την ενέργεια, αφού στα υψηλότερα επίπεδα οικονομικής ελευθερίας, η οικονομική πολυπλοκότητα μετατρέπεται σε ρυπογόνος παράγοντας. Επιπλέον, στις πιο ρυπογόνες χώρες της ΕΕ, η αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολυπλοκότητας και της οικονομικής ελευθερίας στη μείωση των ενεργειακών ρύπων καθίσταται ασήμαντη. Με βάση τα ευρήματα κάθε μελέτης, συζητιούνται ανάλογες επιπτώσεις σε θέματα πολιτικής.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This thesis structure is composed of three self-contained but closely related empirical papers. Each study described in these papers presents its research findings, analysis, and conclusions, but the three studies are interconnected and build upon one another to contribute to the overall thesis. The first research effort investigates the relationship between nuclear energy consumption and economic growth and the role of institutional quality in explaining this relationship for 18 top nuclear power-consuming countries. The findings reveal a long-run association between economic growth, nuclear energy consumption, institutional quality, capital stock, and labor force. Both the use of nuclear energy and the presence of strong institutions are found to promote economic growth in the long run. In contrast, higher institutional quality exerts a negative long-run impact on the use of nuclear power. The second study examines for the first time the impact of disaggregated energy sources and ins ...
This thesis structure is composed of three self-contained but closely related empirical papers. Each study described in these papers presents its research findings, analysis, and conclusions, but the three studies are interconnected and build upon one another to contribute to the overall thesis. The first research effort investigates the relationship between nuclear energy consumption and economic growth and the role of institutional quality in explaining this relationship for 18 top nuclear power-consuming countries. The findings reveal a long-run association between economic growth, nuclear energy consumption, institutional quality, capital stock, and labor force. Both the use of nuclear energy and the presence of strong institutions are found to promote economic growth in the long run. In contrast, higher institutional quality exerts a negative long-run impact on the use of nuclear power. The second study examines for the first time the impact of disaggregated energy sources and institutional quality on the ecological footprint of 29 OECD countries. It explains how the diversification in countries’ energy mix and the overall institutional performance are associated with their sustainable environmental performance. Using second-generation techniques, it validates the existence of a long-run equilibrium relationship that associates renewable/non-renewable energy consumption, economic growth, institutional quality, and the ecological footprint of OECD countries. Although economic growth and the adoption of non-renewable energies is proved detrimental to the environment, the operational quality of institutions of the examined countries adds to ecological sustainability. Concurrently, the negative effect of renewables on ecological footprint does not seem to be sufficient to address environmental concerns. In the context of the EU green transition, the third empirical study examines how economic freedom, economic complexity, and renewable energy affect the EU energy-related environmental performance through an EKC framework. In parallel, it also investigates the interactive role of economic freedom and economic complexity on CO2 emissions by identifying the threshold value on the level of economic freedom that modifies the total environmental impact of economic complexity. The outcomes support the existence of the EKC hypothesis and reveal a negative relationship between economic complexity, economic freedom, renewable energy, and emissions. The interaction between economic freedom and economic complexity suggests that at the higher levels of economic freedom, economic complexity becomes a polluting factor. Furthermore, in the higher emitting countries, the effectiveness of economic complexity and economic freedom in lowering emissions becomes insignificant. Based on the findings of each study, analogous policy implications are discussed.
περισσότερα