Περίληψη
Η παρούσα διατριβή εξετάζει τις επιδράσεις των άυλων περιουσιακών στοιχείων και της συμμετοχής σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας (ΠΑΑ) στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής μεταποιητικής βιομηχανίας, εστιάζοντας σε διακριτές διαστάσεις που αφορούν στην εξειδίκευση και στην καινοτομική επίδοση αυτής. Προς αυτή την κατεύθυνση, αναπτύσσεται ένα καινοτόμο εννοιολογικό πλαίσιο ορισμού και μέτρησης των άυλων περιουσιακών στοιχείων ως ενδιάμεσες άυλες εισροές που παράγονται από συγκεκριμένους κλάδους-παραγωγούς άυλων. Η προσέγγιση αυτή αξιοποιείται για την εμπειρική διερεύνηση τριών ειδικών ερευνητικών αξόνων που αφορούν: α) τη χαρτογράφηση της παραγωγής και της κατανάλωσης άυλων περιουσιακών στοιχείων στο παγκόσμιο παραγωγικό δίκτυο, β) τη μελέτη των επιδράσεων τους αλλά και της συμμετοχής σε ΠΑΑ στην εξειδίκευση και την καινοτομική επίδοση των ευρωπαϊκών μεταποιητικών κλάδων, και γ) τη διερεύνηση και ανάδειξη της διαφοροποίησης των επιδράσεων αυτών σε σχέση με την προέλευση των άυλων εισροών και ...
Η παρούσα διατριβή εξετάζει τις επιδράσεις των άυλων περιουσιακών στοιχείων και της συμμετοχής σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας (ΠΑΑ) στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής μεταποιητικής βιομηχανίας, εστιάζοντας σε διακριτές διαστάσεις που αφορούν στην εξειδίκευση και στην καινοτομική επίδοση αυτής. Προς αυτή την κατεύθυνση, αναπτύσσεται ένα καινοτόμο εννοιολογικό πλαίσιο ορισμού και μέτρησης των άυλων περιουσιακών στοιχείων ως ενδιάμεσες άυλες εισροές που παράγονται από συγκεκριμένους κλάδους-παραγωγούς άυλων. Η προσέγγιση αυτή αξιοποιείται για την εμπειρική διερεύνηση τριών ειδικών ερευνητικών αξόνων που αφορούν: α) τη χαρτογράφηση της παραγωγής και της κατανάλωσης άυλων περιουσιακών στοιχείων στο παγκόσμιο παραγωγικό δίκτυο, β) τη μελέτη των επιδράσεων τους αλλά και της συμμετοχής σε ΠΑΑ στην εξειδίκευση και την καινοτομική επίδοση των ευρωπαϊκών μεταποιητικών κλάδων, και γ) τη διερεύνηση και ανάδειξη της διαφοροποίησης των επιδράσεων αυτών σε σχέση με την προέλευση των άυλων εισροών και την κατεύθυνση της συμμετοχής σε ΠΑΑ. Το μεθοδολογικό πλαίσιο προσέγγισης των παραπάνω ερευνητικών αξόνων περιλαμβάνει δύο διακριτά στάδια. Πρώτον, το προτεινόμενο εννοιολογικό πλαίσιο εφαρμόζεται στην κατασκευή της GLOBALINTO Input-Output Intangibles database (GIOID), που παρέχει στοιχεία σχετικά με τη χρήση άυλων εισροών, τις εξαγωγικές και καινοτομικές δραστηριότητες, και την ανταγωνιστικότητα 56 διψήφιων κατά NACE Rev.2 κλάδων από τις χώρες της ΕΕ-27 και του Ην. Βασιλείου στην περίοδο 2000-2014, και αξιοποιείται στη χαρτογράφηση των ροών άυλων περιουσιακών στοιχείων σε ΠΑΑ. Η κατασκευή της βάσης αξιοποιεί τα εργαλεία της ανάλυσης εισροών-εκροών και πρωτογενή δεδομένα από τη World Input-Output Database (WIOD), τα οποία χρησιμοποιούνται παράλληλα για τον υπολογισμό δεικτών που αφορούν την προς-τα-πίσω (ΠτΠ) και την προς-τα-εμπρός (ΠτΕ) συμμετοχή σε ΠΑΑ.Το δεύτερο μεθοδολογικό στάδιο αφορά στην εμπειρική διερεύνηση των επιδράσεων των άυλων εισροών και της συμμετοχής σε ΠΑΑ στην ανταγωνιστικότητα 19 διψήφιων κατά NACE Rev.2 μεταποιητικών κλάδων από την ΕΕ-27 και το ΗΒ στην περίοδο 2000-2014. Στο πλαίσιο αυτό, αναπτύχθηκαν δύο διακριτές οικονομετρικές εφαρμογές δεδομένων τύπου πάνελ. Η πρώτη αφορά στη διερεύνηση των επιδράσεων στην κλαδική εξειδίκευση, υιοθετώντας την οπτική του «χρήστη» και εστιάζοντας στις επιδράσεις των άυλων εισροών και της ΠτΠ συμμετοχής σε ΠΑΑ. Η δεύτερη αφορά στη διερεύνηση των επιδράσεων στην καινοτομική επίδοση, και προτείνει μια τροποποιημένη εκδοχή του υποδείγματος της συνάρτησης παραγωγής γνώσης (knowledge production-function), όπου οι άυλες εισροές και οι δύο τύποι συμμετοχής σε ΠΑΑ λειτουργούν ως καινοτομικές εισροές στη διαδικασία παραγωγής τεχνολογικής καινοτομίας. Τα κύρια ερευνητικά αποτελέσματα της διατριβής αναδεικνύουν μια αυξανόμενη ένταση χρήσης άυλων εισροών από τις ευρωπαϊκές χώρες και τους μεταποιητικούς κλάδους, η οποία χαρακτηρίζεται κυρίως από αύξηση στη χρήση εισαγόμενων άυλων εισροών. Το σχηματιζόμενο μοτίβο εμπορίου άυλων παρουσιάζει αμιγώς ενδοευρωπαϊκό χαρακτήρα και υψηλή ανθεκτικότητα απέναντι σε οικονομικούς κύκλους και μακροοικονομικές επιδράσεις. Σχετικά με τα μοτίβα χρήσης διαφορετικών κλάδων, υψηλότερα μερίδια χρήσης συγκεντρώνουν διαχρονικά οι εγχώριες άυλες εισροές, και αναδεικνύονται περιπτώσεις υψηλής έντασης χρήσης αύλων εισροών από κλάδους που μέχρι πρότινος χαρακτηρίζονταν από χαμηλή ή/και μεσαία-προς-χαμηλή τεχνολογική ένταση. Όσον αφορά τα αποτελέσματα της εμπειρικής ανάλυσης, αναδεικνύεται πως οι άυλες εισροές ενισχύουν την ευρωπαϊκή μεταποιητική ανταγωνιστικότητα. Ωστόσο, οι επιδράσεις τους διαφοροποιούνται ανάλογα με την προέλευση τους και τη διάσταση της ανταγωνιστικότητας που εξετάζεται. Συγκεκριμένα, οι εισαγόμενες άυλες εισροές ενισχύουν τόσο την εξειδίκευση, όσο και την καινοτομική επίδοση των ευρωπαϊκών μεταποιητικών κλάδων, ενώ οι εγχώριες άυλες εισροές σχετίζονται μόνο με την ενίσχυση της καινοτομικής επίδοσης, δρώντας συμπληρωματικά ως προς τις εισαγόμενες. Σχετικά με τις επιδράσεις της συμμετοχής σε ΠΑΑ, η κατεύθυνσή της αποτελεί κομβικό παράγοντα, καθώς μόνο η ΠτΕ συμμετοχή συνδέεται με καινοτομικά οφέλη ενώ η ΠτΠ συμμετοχή φαίνεται να επηρεάζει με αρνητικό τρόπο την εξειδίκευση των κλάδων αυτών.Τα αποτελέσματα της εμπειρικής έρευνας διαμορφώνουν πρόσφορο έδαφος για τη συζήτηση ζητημάτων πολιτικής τόσο σε εθνικό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η συζήτηση αυτή τοποθετείται στο σημείο τομής της βιομηχανικής και καινοτομικής πολιτικής και συνιστά την υιοθέτηση του πρίσματος των ΠΑΑ για την αντιμετώπιση ζητημάτων ορθής αποτύπωσης και μέτρησης των αύλων περιουσιακών στοιχείων, της σημασία των ροών τους για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, αλλά και την ευρύτερη στρατηγική συμμετοχής της σε ΠΑΑ.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The scope of this thesis is to investigate the contribution of intangible assets and participation in global value chains (GVCs) to European manufacturing competitiveness, by focusing on their effects on specialization and innovation performance. To this end, it develops a novel conceptual framework regarding the identification and measurement of intangible assets, which treats them as intermediate inputs (producer services) produced by specific intangibles-producing sectors. This framework is utilized in the empirical investigation of three main research questions concerning: a) the mapping of intangibles production and consumption patterns in the global production network, b) their effects along with different types of GVC participation on manufacturing specialization and innovation performance and, c) the impact of intangible inputs’ origin and GVC participation type on these effects. To address these three main objectives, a two-stage methodological procedure was developed. At the ...
The scope of this thesis is to investigate the contribution of intangible assets and participation in global value chains (GVCs) to European manufacturing competitiveness, by focusing on their effects on specialization and innovation performance. To this end, it develops a novel conceptual framework regarding the identification and measurement of intangible assets, which treats them as intermediate inputs (producer services) produced by specific intangibles-producing sectors. This framework is utilized in the empirical investigation of three main research questions concerning: a) the mapping of intangibles production and consumption patterns in the global production network, b) their effects along with different types of GVC participation on manufacturing specialization and innovation performance and, c) the impact of intangible inputs’ origin and GVC participation type on these effects. To address these three main objectives, a two-stage methodological procedure was developed. At the first stage, the proposed conceptual framework was applied to the construction of the GLOBALINTO Input-Output Intangibles database (GIOID), a novel and extensive dataset that delivers data regarding intangible inputs, exporting activities, along with innovation and competitiveness metrics for 56 two-digit NACE Rev.2 sectors from the EU-27 economies and the United Kingdom (UK) in the period 2000-2014. The database applies methods and empirical techniques offered by input-output analysis to raw data drawn from the World Input-Output Database (WIOD), to develop metrics and indicators that allow the mapping of intangible flows in GVCs. At the same time, WIOD data are utilized for the development of a corresponding dataset of indicators that capture forward and backward participation in GVCs.The second stage included the empirical analysis of the effects of intangible inputs and GVC participation on the competitiveness of 19 two-digit NACE Rev.2 manufacturing sectors from the EU and the UK, in the period 2000-2013. To this end, two different panel econometric applications were developed. The first model concerned the investigation of the contribution to sector specialization and adopted a user’s perspective by focusing on the effects of intangible inputs and backward GVC participation. The second model utilized a GVC-adjusted version of the knowledge production function framework, by treating intangible inputs and both types of GVC participation as innovation inputs in the manufacturing inventive process. The first empirical results highlight a pattern of increased use of intangibles by European economies and their manufacturing sectors, which is mainly driven by the growth of imported intangible inputs' shares. These results draw a pattern of intensive trade-in-intangibles, which is mostly intra-European and resilient against the effects of business cycles and macroeconomic conditions. As to what concerns sector-specific patterns of use, most sectors turn mostly to domestic intangible inputs, and there are notable cases of sectors previously considered as low- or medium-low-tech that exhibit high intangibles’ intensity in the production. The results of the empirical analysis suggest that intangible inputs provide significant positive effects on European manufacturing competitiveness. However, their effects are conditional to both their origin and the dimension of competitiveness that is examined. In detail, imported intangible inputs are significant factors for both sector specialization and innovation performance, while domestic intangibles contribute only to innovation performance, acting as complementary driving factors along with the imported ones. As for the effects of GVC participation, the empirical results suggest that the type of participation is of critical importance, as only forward participation contributes to innovation performance, while, on the other hand, backward participation is found to have a negative effect on sector specialization. Taken together, the empirical findings of this thesis provide fertile ground for a comprehensive discussion on policy implications at both the national and the EU levels. This discussion lies at the intersection of industrial and innovation policy, suggesting the imperative need of adopting a GVC-lens towards addressing implications that relate to the identification and measurement of intangible assets and intangible flows in GVCs and the proper understanding of their importance for European manufacturing competitiveness and the EU’s overall GVC participation strategy.
περισσότερα