Περίληψη
Αντικείμενο της διδακτορικής διατριβής αποτελεί η δυνατότητα της έντασης μεταξύ των δικαιωμάτων. Το ζήτημα προσεγγίζεται μέσα από την αναδίφηση του εννοιακού τριπτύχου της ορθολογικότητας, των ουσιαστικών λόγων προς το πράττειν και των δικαιωμάτων, καθώς και της εγγενούς συνάφειας στην οποία οι κανονιστικές αυτές κατηγορίες τελούν μεταξύ τους. Το ζεύγος της ορθολογικότητας και των ουσιαστικών λόγων εξετάζεται στο πρώτο μέρος της διατριβής, το οποίο επιγράφεται «Κανονιστική συνοχή». Σε αυτό εγκύπτω στο τυπικό ζήτημα της συνοχής των αποφάνσεων του λόγου, προσπαθώντας να απαντήσω στο ερώτημα: «τι είναι αυτό που καθιστά συνεκτικό και ακέραιο ένα οποιοδήποτε κανονιστικό σύστημα;». Τα ζεύγη των ουσιαστικών λόγων και των δικαιωμάτων αφενός, των δικαιωμάτων και της ορθολογικότητας αφετέρου, αποτελούν αντίστοιχα το αναλυτικό και το διαλεκτικό σκέλος του δεύτερου μέρους υπό τον τίτλο «Δικαιώματα». Εδώ προσπαθώ να διακριβώσω τη θέση που κατέχουν τα δικαιώματα εντός ενός συστήματος πρακτικών κανόν ...
Αντικείμενο της διδακτορικής διατριβής αποτελεί η δυνατότητα της έντασης μεταξύ των δικαιωμάτων. Το ζήτημα προσεγγίζεται μέσα από την αναδίφηση του εννοιακού τριπτύχου της ορθολογικότητας, των ουσιαστικών λόγων προς το πράττειν και των δικαιωμάτων, καθώς και της εγγενούς συνάφειας στην οποία οι κανονιστικές αυτές κατηγορίες τελούν μεταξύ τους. Το ζεύγος της ορθολογικότητας και των ουσιαστικών λόγων εξετάζεται στο πρώτο μέρος της διατριβής, το οποίο επιγράφεται «Κανονιστική συνοχή». Σε αυτό εγκύπτω στο τυπικό ζήτημα της συνοχής των αποφάνσεων του λόγου, προσπαθώντας να απαντήσω στο ερώτημα: «τι είναι αυτό που καθιστά συνεκτικό και ακέραιο ένα οποιοδήποτε κανονιστικό σύστημα;». Τα ζεύγη των ουσιαστικών λόγων και των δικαιωμάτων αφενός, των δικαιωμάτων και της ορθολογικότητας αφετέρου, αποτελούν αντίστοιχα το αναλυτικό και το διαλεκτικό σκέλος του δεύτερου μέρους υπό τον τίτλο «Δικαιώματα». Εδώ προσπαθώ να διακριβώσω τη θέση που κατέχουν τα δικαιώματα εντός ενός συστήματος πρακτικών κανόνων και αρχών. Βασική θέση που διέπει όλες τις αναπτύξεις στο πλαίσιο αυτής της εργασίας είναι πως η κανονιστικότητα δεν περιορίζεται σε ό,τι μπορεί να εισφερθεί ως κατ’ αρχήν βάσιμη δικαιολόγηση μιας συμπεριφοράς κατά τη διαδικασία του λόγον διδόναι˙ εκδηλώνεται ήδη σε ένα επίπεδο βαθύτερο από αυτό της παροχής λόγων: στο επίπεδο της σύστασής τους. Τόσο οι ορθολογικές αρχές όσο και τα δικαιώματα αναπτύσσουν την κανονιστική τους ισχύ σε τούτο το επίπεδο, μας δεσμεύουν δε με έναν τρόπο ριζικότερο από αυτόν των ουσιαστικών λόγων: όχι με το να δικαιολογούν μια συμπεριφορά, αλλά με το να θέτουν τα όρια της δικαιολογησιμότητάς της, τα όρια του τι μπορεί να δικαιολογηθεί και του τι μπορεί να αποτελέσει πρακτικό λόγο. Υπό το λογοσυστατικό πρότυπο της κανονιστικότητας, οι κατηγορίες των δικαιωμάτων δεν ανάγονται σε σχέσεις ουσιαστικών λόγων, ούτε αποτελούν οι ίδιες πηγή τέτοιων λόγων, όπως κατά κόρον υποστηρίζεται˙ κατά συνέπεια, δεν μπορούν να ιδωθούν ούτε ως κανόνες ούτε ως αρχές. Θα πρέπει αντίθετα να τις αντιληφθούμε ως τους λογικούς αρμούς που συνέχουν και συγχρόνως διαχωρίζουν τα δομικά στοιχεία του λόγου, τα πρόσωπα, συγκροτώντας την κανονιστική επικράτεια. Αυτή η αντίληψη των δικαιωμάτων διατρέχει το κανονιστικό πεδίο από την ηθική ως τη συνταγματική και την ευρύτερη έννομη τάξη, προσδιορίζοντας τη φύση του δικαίου και της δεσμευτικότητάς του.Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω είναι ότι τα δικαιώματα, ως σχέσεις ισότητας, διακριτότητας και stricto sensu αξιοπρέπειας μεταξύ των προσώπων, αποτελούν το θεμέλιο της κανονιστικής ισχύος τόσο της ορθολογικότητας όσο και των ουσιαστικών λόγων, του συνολικού δηλαδή οικοδομήματος του λόγου. Υπό αυτήν την έννοια, δεν εναρμονίζονται απλώς με την ιδέα της κανονιστικής συνοχής, αλλά αποτελούν αναγκαία συνθήκη της. Ως εκ τούτου, η ένταση μεταξύ των δικαιωμάτων είναι λογικώς και κανονιστικώς αδύνατη.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The thesis sets out to ascertain the (im)possibility of tension between rights. The issue is approached through delving into the conceptual triptych of rationality, substantive reasons for action and rights, as well as the intrinsic relations that hold between these normative categories. The pair of rationality and practical reasons is examined in the first part of the thesis, under the title “Normative consistency”. The formal issue of the coherence of reason’s verdicts is subjected to scrutiny in order for an answer to be provided to the question: “what confers cohesion and integrity to a normative system?”. The pair of substantive reasons and rights and the one of rights and rationality constitute the analytic and the dialectic components of the second part, under the title “Rights”. In this part, I endeavour to shed light on the exact position that rights occupy in a system of practical rules and principles.The main tenet that underpins every theoretical elaboration of the subject ...
The thesis sets out to ascertain the (im)possibility of tension between rights. The issue is approached through delving into the conceptual triptych of rationality, substantive reasons for action and rights, as well as the intrinsic relations that hold between these normative categories. The pair of rationality and practical reasons is examined in the first part of the thesis, under the title “Normative consistency”. The formal issue of the coherence of reason’s verdicts is subjected to scrutiny in order for an answer to be provided to the question: “what confers cohesion and integrity to a normative system?”. The pair of substantive reasons and rights and the one of rights and rationality constitute the analytic and the dialectic components of the second part, under the title “Rights”. In this part, I endeavour to shed light on the exact position that rights occupy in a system of practical rules and principles.The main tenet that underpins every theoretical elaboration of the subject is that normativity is not confined to what can serve as a ceteris paribus sufficient justificatory ground for the endorsement of a propositional attitude in the course of a reason-giving procedure; normativity is already manifested at the deeper level of the constitution of justification. Both rational principles and rights deploy their normative force at this level, hence they bind us in a more profound and radical way than reasons: not by justifying a behavior, but by setting the bounds of its justifiability; the bounds of what can be justified and of what can justify it.According to the reason-constitutive model of normativity, the categories of rights are not reduced to reasons relations, neither are they sources of substantive reasons of a common or a special kind, as it is widely argued. Accordingly, rights can be regarded neither as rules, nor as practical principles. Instead, we should conceive them as the logical joints that simultaneously cohere and separate the structural elements of reason, persons, establishing the normative domain. This conception of rights underlies the domain, from the moral to the constitutional and the legal order in general, determining the essence of law and its bindingness. The conclusion I reach is that rights, as the bilateral relations of substantive equality, absolute distinctiveness and stricto sensu dignity between persons, lay the foundations of the normative force of rational principles and practical reasons, of the entire edifice of reason. On this view, rights not only harmonize with the idea of normative consistency, but also constitute its necessary conditions. Hence, the tension between rights is logically and normatively impossible.
περισσότερα